Στην έντυπη λεύγα που κυκλοφορεί δημοσιεύσαμε εκ παραδρομής μια προγενέστερη εκδοχή της μετάφρασης. Αναρτούμε εδώ την τελική μορφή του κειμένου και την παραπομπή που παραλείψαμε, και ζητάμε συγγνώμη από τον μεταφραστή για το λάθος.
Άλλη στάση κράτησε ευτυχώς ένα γατάκι, που πάντως δεν ήταν συνηθισμένο γατάκι. Καταρχήν δυο λόγια για τον ιδιοκτήτη του, έναν ταπετσέρη από το Μόναχο, που απολάμβανε την ησυχία του, την ξάπλα και την ιδιοκτησία. Είχε τη δυνατότητα, αφότου σε κάποιες Απόκριες έβγαλε αρκετά χρήματα με νοικιασμένα στρώματα· έκτοτε έκανε μπόλικα ταξίδια, όπου αγόραζε αδιακρίτως ενθύμια, ανάμεσά τους κάποια τόσο καλά όσο για παράδειγμα ένα μωρό λεοπάρδαλης. Εντέλει απέκτησε ένα αγρόκτημα στο Γκάρμις, με ένα αλεξικέραυνο, που το κοσμούσε ένα ορειχάλκινο μισοφέγγαρο, σουβενίρ κι αυτό, και ένα ροτβάιλερ φυλούσε το κτήμα με τους θησαυρούς του. Ο σκύλος ήταν εκπαιδευμένος να αντιμετωπίζει έξι άντρες μαζεμένους· μονάχα ο αφέντης του μπορούσε να αλυσοδένει το κτήνος την ημέρα και να το αφήνει τη νύχτα ελεύθερο στον κήπο. Το λεοπαρδαλάκι αντίθετα το έπαιρναν όλη μέρα αγκαλιά με μεγάλη τρυφερότητα κυρίες που ερχόντουσαν επίσκεψη· κατά τα άλλα γουργούριζε, έπινε γάλα, και έμενε διαρκώς προφυλαγμένο από την οργή του σκύλου, όπου κι αν αυτός το μυριζόταν. Ώσπου μια νύχτα ο ιδιοκτήτης ξύπνησε από ένα φρικτό ντουέτο στον κήπο, από τη μια το μαινόμενο σκυλί, από την άλλη το γατάκι που νιαούριζε ασθενικά. Είχε λοιπόν ξεφύγει, και το αποτέλεσμα ήταν αναμφίβολο· ο ταπετσέρης θρήνησε το γατάκι του και περίμενε την αυγή, οπότε πια ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ξαναδέσει το σκύλο. Όταν όμως τότε ο ιδιοκτήτης κατέβηκε στον κήπο, αντίκρυσε μια τεράστια λίμνη αίματος, στη μέση της νεκρό το ροτβάιλερ, κι όπως έψαξε για το λεοπαρδαλάκι, που θα έπρεπε από ώρα να έχει κατασπαραχθεί, το είδε να κάθεται πάνω σε ένα δέντρο, μετά την άνιση μάχη απολύτως αβλαβές. Στην έσχατη ανάγκη, είχε προφανώς συγκεντρωθεί στο μοναδικό μέσο που διέθετε, το έμφυτο σάλτο στο λαρύγγι του εχθρού, εκεί έβαλε τη λιγοστή του δύναμη, όμως εντελώς στοχευμένη, ενώ ο γιγάντιος σκύλος χτυπιόταν σκορπώντας τη δική του δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις, εν προκειμένω με ελάχιστη ή καθόλου στόχευση. Για το ροτβάιλερ, η έκπληξη θα πρέπει να ήταν μεγάλη, εξίσου όμως και για το λεοπαρδαλάκι, που πλέον δεν είχε δοκιμάσει μόνο γάλα. Οι κυρίες βέβαια δεν το έπαιρναν πια τόσο συγκαταβατικά στην αγκαλιά τους, σαν να βρίσκονταν σε φιλανθρωπική χοροεσπερίδα για γλυκούλια νέγρικα μωράκια, επίσης σε αυτή την περίπτωση μάλλον δεν είπαν πως η δύναμη του Θεού εν ασθενεία τελειούται. Ο αμόρφωτος ταπετσέρης είπε αντ’ αυτού απλούστερα: Μη βασανίζεις ένα ζώο για πλάκα, γιατί μπορεί να είναι οπλισμένο. Όμως το δίδαγμα της ιστορίας ήταν μάλλον τούτο: Απέναντι σε έναν κέρβερο, η γυμνασμένη μονομέρεια οδήγησε άμεσα στο στόχο. Οι κοινωνικά αδύναμοι, οι καταπιεσμένοι είναι ελάχιστα λεοπαρδάλεις, με έμφυτο το σάλτο στο λαρύγγι. Εντούτοις ισχύει, όχι μόνο για τον Δαβίδ, το τότε ακόμη αδύναμο αγόρι, πως τον Γολιάθ τον πετυχαίνεις καλύτερα στο πιο αδύνατο σημείο του.
Ernst Bloch, «Das Kätzchen als David», στο Spuren (1930),
Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1995, σ. 46-48.
Μετάφραση: Γιάννης Πίσσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου