Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν’ ασχολούνται ν’ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που έχει προϋπάρξει, σ’ αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ’ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. Έτσι ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του απόστολου Παύλου, η επανάσταση του 1789-1814 ντύθηκε διαδοχικά τη στολή της ρωμαϊκής δημοκρατίας και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η επανάσταση του 1848 δε βρήκε να κάνει τίποτα καλύτερο από το να παρωδήσει πότε το 1789 και πότε την επαναστατική παράδοση του 1793-1795. Έτσι κι ο αρχάριος που έμαθε μια ξένη γλώσσα τη μεταφράζει πάντα στη μητρική του και μόνον όταν αρχίσει να χειρίζεται την ξένη γλώσσα χωρίς να θυμάται τη μητρική του και μάλιστα να ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας γλώσσας και να δημιουργήσει σ’ αυτήν.
Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Στις 27 Νοεμβρίου του 2013 ο Αλέξης Τσίπρας με ένα σύντομο κείμενο στον Guardian ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Κομισιόν.[1] Η επιλογή του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς φαντάζει λογική: ο Αλέξης Τσίπρας προέρχεται από τη χώρα που βρίσκεται στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπεί την κοινωνία που έχει υποστεί τις σοβαρότερες συνέπειες από την κρίση της Ευρωζώνης και συμβολίζει την αριστερά εκείνη που κατάφερε να αναδειχθεί σε υπολογίσιμο αντιπολιτευτικό πόλο έναντι των κυρίαρχων πολιτικών της λιτότητας. Με την υποψηφιότητα του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς φιλοδοξεί να προβάλει τη δυνατότητα διεξόδου από την κρίση της Ευρωζώνης σε μια εκλογική αναμέτρηση που θα λειτουργήσει ως πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα για το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σύγκριση ανάμεσα στις ευρωεκλογές του 2009 και του 2014 υπογραμμίζει τις πυκνές ενδιάμεσες εξελίξεις που τροποποίησαν τους όρους διαβίωσης εκατομμυρίων πολιτών, αλλά κυρίως αποσταθεροποίησαν τις βεβαιότητες γύρω από την αέναη ανάπτυξη του δυτικού κόσμου στη μετά το 1973 εποχή. Το 2009 οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τον προσωρινό χαρακτήρα της κρίσης και οι προσδοκίες της επικείμενης επανόδου στην κανονικότητα είχαν διαμορφώσει ένα κυρίαρχο κλίμα αυτοπεποίθησης για τις προοπτικές και τις αντοχές της Ευρωζώνης. Ο πολιτικός χάρτης των Ευρωεκλογών αποτύπωνε την παγιωμένη κυριαρχία σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών, αφήνοντας μικρά περιθώρια για τις ριζοσπαστικές ή συντηρητικές αντιπολιτεύσεις στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό αφήγημα. Σήμερα, ο κλυδωνισμός του ευρώ, του πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και η αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών να εγγυηθούν τη διέξοδο από τις πολιτικές της λιτότητας δημιουργούν πρόσφορους όρους για την απελευθέρωση φυγόκεντρων δυναμικών που έως τώρα είχαν «εθνικό» χρώμα. Συμπτωματικά, οι ίδιοι οι όροι της αναμέτρησης του Μαΐου του 2014 ενισχύουν την προοπτική αναδιάταξης του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη, καθώς η Συνθήκη της Λισσαβόνας προωθεί τη δημιουργία πιο συνεκτικών ευρωπαϊκών σχηματισμών από τις χαλαρές ευρωκοινοβουλευτικές ομάδες. Στο έδαφος αυτό διαγράφεται η ανησυχητική ανάδυση ενός ισχυρού αντιδραστικού άξονα στον ευρωπαϊκό Βορρά, ο οποίος εκτείνεται από την παραδοσιακή άκρα δεξιά (Γαλλία) έως τις σύγχρονες εκδοχές του εθνικού ευρωσκεπτικισμού (Μ. Βρετανία).
Λίνα Μανουσογιαννάκη |
Οι συστηματικές αναφορές στο σχεδίου Μάρσαλ προσφέρονται για έναν παρενθετικό προβληματισμό σχετικά με την απροβλημάτιστη ενσωμάτωση της γενέθλιας πράξης του Ψυχρού Πολέμου στη ρητορική της ευρωπαϊκής αριστεράς. Ταυτόχρονα, στο πεδίο των εγχώριων εντυπώσεων είναι αξιοσημείωτη η βαθμιαία μεταβολή του παραδείγματος από το έμπλεο πάθους «νέο ΕΑΜ» του πρώιμου αντιμνημονιακού μετώπου στην κατά τι πιο διαχειριστική «έκθεση Πόρτερ». Τέλος, η αναβάθμιση του μεταπολεμικού κοινωνικού μοντέλου σε πρότυπο για τη μελλοντική έξοδο από την κρίση δημιουργεί μια τεράστια αντίφαση: η αριστερά του 21ου αιώνα εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια παράδοση, τη στιγμή που έχουν οριστικά εκλείψει όλοι οι ιστορικοί παράγοντες που την είχαν καταστήσει δυνατή: τα συνεκτικά εργατικά συνδικάτα, η ηγεμονία του κεϋνσιανισμού, οι οικονομικοί όροι της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ύπαρξη μιας φαινομενικά ισοδύναμης εναλλακτικής πρότασης στην ευρωπαϊκή Ανατολή με κέντρο τη Μόσχα.
Λίνα Μανουσογιαννάκη |
* * *
Στη διαδρομή της αριστεράς μέσα στον χρόνο η επίκληση της ιστορίας αποτέλεσε κύριο στοιχείο ιδεολογικής –και ψυχικής– συγκρότησης. Η πεποίθηση ότι ο ιστορικός χρόνος εκδιπλώνεται γραμμικά προετοιμάζοντας μέσα από τις διαδοχικές «εποχές» την έλευση της επαναστατικής στιγμής, η οποία θα οριοθετούσε τη μετάβαση από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρήγαγε μια εκθαμβωτική παράδοση εμπιστοσύνης στην ιστορική εξέλιξη.[2] Οι πολιτικές και κοινωνικές πρωτοπορίες του 19ου και του 20ού αιώνα στηρίχτηκαν στην αναμονή της ωρίμανσης των συνθηκών, της υπομονετικής προεργασίας για την ευλογημένη ώρα της ιστορικής ρήξης, της πίστης στον επικείμενο και προδιαγεγραμμένο κοινωνικό μετασχηματισμό που αντιστοιχούσε σε επιστημονικά θεμελιωμένα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης. Οι απολογίες των επαναστατών στα παγκόσμια στρατοδικεία, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, αποτυπώνουν τη βαθιά πίστη στην ιστορία: τη βεβαιότητα ότι οι θυσίες, και οι ήττες, του παρόντος συνιστούν το προανάκρουσμα της νομοτελειακής επιτάχυνσης του ιστορικού χρόνου. Οι ακροτελεύτιες λέξεις της απολογίας του Φιντέλ Κάστρο το 1953, «καταδικάστε με. Δεν έχει σημασία. Η Ιστορία θα με δικαιώσει», συμπυκνώνουν τον κινητοποιητικό ρόλο της ιστορίας στη συγκρότηση του επαναστατικού βολονταρισμού και την πεποίθηση των επαναστατών ότι η εμπρόθετη δράση τους επιτάχυνε την ατμομηχανή της ιστορίας προς τον επιθυμητό, και αντικειμενικά αναπόδραστο, στόχο.
Οι παρατηρήσεις αυτές όσο και αν φαντάζουν έκκεντρες προσφέρουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω σε έναν καθοριστικό μετασχηματισμό: η αριστερά του 21ου αιώνα περιγράφει το μέλλον όχι επικαλούμενη πλέον τη νομοτέλεια της ιστορίας, αλλά αντιστρόφως μέσα από τη νοσταλγία του παρελθόντος. Τι έχει μεσολαβήσει; Αναμφίβολα μια πρώτη απάντηση εδράζεται στη χειραφέτηση της αριστεράς από τις αδήριτες βεβαιότητες γύρω από την ιστορική εξέλιξη όπως είχαν διαμορφωθεί, και διαστρεβλωθεί, μέσα στον 20ό αιώνα. Η χειραφέτηση αυτή υπήρξε κύριο παρεπόμενο του τέλους του
Ψυχρού Πολέμου. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης όχι μόνο απονομιμοποίησε τις βεβαιότητες της δογματικής αριστεράς, αλλά συμπαρέσυρε τις ανάλογες των εναλλακτικών, αντιπολιτευτικών ρευμάτων που προσέβλεπαν σε μια νέα επαναστατική διαδικασία και για τον λόγο αυτόν χαιρέτιζαν με ενθουσιασμό κινήματα όπως της Αλληλεγγύης στην Πολωνία. Το 1991, το τελευταίο έτος του 20ού αιώνα, εκτός από τις ορατές πολιτικές συνέπειες για την αριστερά, οριοθετεί και το τέλος των προσδοκιών γύρω από τη νομοτελειακή ιστορική εξέλιξη των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Η αριστερά λοιπόν του 21ου αιώνα, απαλλαγμένη από το βάρος της ιστορικής προσδοκίας, φαίνεται να επανασυνδέεται με την καταχωνιασμένη ρήση του Μαρξ «η ιστορία δεν κάνει τίποτα». Αυτή η εξέλιξη που φαντάζει αρχικά χειραφετητική οδήγησε όμως σε έναν νέο, διαφορετικού τύπου, καταναγκασμό: αποστερημένη από την πίστη της νομοτελειακής εξέλιξης, η αριστερά αναζητά έμπνευση στην ιστορία με τη μορφή της νοσταλγίας για τον οριστικά απολεσθέντα παράδεισο, είτε με τη μορφή του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα είτε με τη μορφή του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους που μας διαμόρφωσε – βιολογικά, ψυχολογικά και διανοητικά.
Δεν πρόκειται για ζήτημα επαναστατικότητας ή ρεφορμισμού. Πρόκειται για το αδιέξοδο της ριζοσπαστικής σκέψης, η οποία αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον με όρους ριζικά διαφορετικούς από αυτούς εντός των οποίων διαμορφώθηκε. Η αριστερά μετά το 1989/1991 αποδέχτηκε ότι ο ρόλος της θα εξαντλείται στην άρθρωση κοινωνικής κριτικής από την άκρη του πολιτικού φάσματος και ικανοποιήθηκε –στην εγχώρια εκδοχή της– από την επαρκή κοινωνική και εκλογική της αναπαραγωγή. Σε μια εποχή περιορισμένων προσδοκιών, η ενατένιση του μέλλοντος μετατράπηκε σε μια χιλιαστική προφητεία, η οποία εξυπηρετούσε τη συνοχή των χαρούμενων πιστών, παρότι ακόμα και οι ίδιοι στο περιθώριο της επίσημης κομματικής ρητορικής κορόιδευαν μεταξύ τους τη μεταφυσική πλέον αναμονή της «επαναστατικής στιγμής». Το «σύντροφοι, ευτυχώς ηττηθήκαμε» δεν αφορούσε μόνο τους πολυάριθμους «πρώην», αλλά διαπερνούσε την ίδια την ανασυγκρότηση των υπολειμμάτων τις ιστορικής εμπειρίας του 20ού αιώνα.
Η παροντική κρίση, και η εν γένει αμφισβήτηση της ηγεμονίας που διαμορφώθηκε μετά το 1991, αιφνιδίασε την αριστερά και εντέλει επιβεβαίωσε τη λαϊκή ρήση «να προσέχεις τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να σου συμβεί». Τα μεγάλα γεγονότα ήρθαν, αποκαλύπτοντας όμως ταυτόχρονα τις ανεπάρκειες της αριστεράς στο ερώτημα ενός εναλλακτικού πολιτικού προγράμματος. Η αριστερά του 21ου αιώνα εμφανίζεται σήμερα να περιγράφει την κρίση ως ιστορικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή να υπονοεί τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα που διαμόρφωσε το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Η αντίφαση αυτή υποσκάπτει τη δυνατότητα προβληματισμού και διατύπωσης οραματικών στόχων που θα υπερβαίνουν τη στενή διαχείριση, πάνω στις ταυτόχρονες μεταβάσεις και τους μετασχηματισμούς του κυρίαρχου οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ριζοσπά
στης για να αναρωτηθεί κατά πόσο βρισκόμαστε εντός του τέλους μιας ιστορικής εποχής. Τον Ιούλιο του 2013 το περιοδικό New York παρουσίασε στο ευρύ κοινό τις σκέψεις ενός γηραιού οικονομολόγου, ονόματι Robert Gordon, ο οποίος ισχυρίζεται ότι βιώνουμε το οριστικό τέλος της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς καμία τεχνολογική ή άλλη μεταβολή εξέλιξη δεν μπόρεσε να ανανεώσει την ασθμαίνουσα δυναμική του δυτικού καπιταλισμού. Με τα λόγια του αρθρογράφου: «Η πρώτη και η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιος μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι θα συμβεί ξανά κάτι ανάλογο; Η ύφεση επομένως της παγκόσμιας οικονομίας την οποία βιώνουμε από το 2008 ίσως να μην είναι απλώς το αποτέλεσμα της φούσκας των ακινήτων ή της ακραίας περιπλοκότητας και της υπερεπέκτασης των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή το γενεακό τραύμα που προκαλεί η συνταξιοδότηση των baby boomers, αλλά αντίθετα μια μικρή πρόγευση μιας πολύ ευρύτερης μεταβολής, η αργή εκπνοή ενός γεγονότος μοναδικού στην ιστορία. Ίσως η σπασμωδική ανάκαμψή μας μετά την κρίση να μη συνιστά απόκλιση».[3]
Το ερώτημα κατά συνέπεια της εποχής μας δεν είναι κατά πόσο η αριστερά είναι ικανή να περιγράψει τις συνέπειες της κρίσης –μια τακτική που έχει εξαντλήσει το ενδιαφέρον της, εφόσον άπαντες συμφωνούν– αλλά κατά πόσο θα μπορέσει να συνταιριάξει τη χειραφέτησή της από τις νομοτελειακές αναμονές του μέλλοντος με τη σκιαγράφηση ενός μέλλοντος ριζικά διαφορετικού από τις παρούσες συνθήκες. Πρόκειται για μια σύνθεση εξαιρετικά δύσκολη, η οποία προσκρούει σε υπαρκτές αδυναμίες, παραδόσεις ετών και κυρίως στον δυσεπίλυτο κόμπο από τη σύζευξη του ουτοπικού εγχειρήματος και της δυστοπικής εξέλιξης του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα όμως είναι η αναγκαία συνθήκη για μια αριστερά η οποία θα μπορεί να παράξει εκείνο το κινητοποιητικό όραμα που αναγνωρίζει το βάθος των μετασχηματισμών και αναγνωρίζει σε αυτούς τη δυνατότητα ενατένισης ενός ριζικά διαφορετικού μέλλοντος. Η υπόθεση αυτή δεν αφορά αποκλειστικά τις ηγεσίες και τους υπάρχοντες σχηματισμούς της αριστεράς. Οι μυλόπετρες της συνείδησης –το παρελθόν και το παρόν– έχουν μέχρι στιγμής γεννήσει έναν κατακερματισμένο γαλαξία κοινωνικής κριτικής αποδεσμευμένο από τις απαιτήσεις των κανονιστικών εγχειριδίων, των στρατεύσεων που δεν φαίνεται να παράγουν νόημα και των μεγαλόστομων διακηρύξεων που συγκινούν μόνο τους αφελείς. Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της γενιάς της μετάβασης, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις συνέπειες της κρίσης, έχουν παραμερίσει τη νοσταλγία του παρελθόντος, την προσκόλληση στα τοτέμ του κινήματος και την αφόρητη ρητορική για τα «όνειρα» που χάνονται στους καιρούς της ύφεσης. Με τον τρόπο της και αυτή η στάση είναι παγιδευμένη στην ιστορία, καθώς αντικαθιστά τη νοσταλγία του παρελθόντος με την επίγνωση της ιστορικής ήττας του χειραφετητικού οράματος. Η προκαταβολική απαξίωση του μέλλοντος και η κυνική υποτίμηση των δυνατοτήτων του –η δημοφιλία του νεολογισμού «σταλεγάκιας» στις τάξεις μας είναι ενδεικτική– παράγει μια παραλυτική καθήλωση με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις.[4] Και όμως. Η ανασύνθεση της ουτοπικής σκέψης του 21ου αιώνα έχει μάλλον περισσότερα να κερδίσει από τον σκεπτικισμό έναντι της ιστορίας, παρά από τη διαρκή αναπόλησή της. Αρκεί οι φιλοδοξίες των σκεπτικιστών να μην περιορίζονται στην επιβεβαίωση των δυσοίωνων προβλέψεών τους.
* * *
Σημειώσεις
1. Alexis Tsipras, «Austerity is wreaking havoc, but the left can unite to build a better Europe», εφ. The Guardian, 27.11.2013.^
2. Για το θέμα: Αντώνης Λιάκος, Αποκάλυψη, Ιστορία και Ουτοπία: οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Πόλις, Αθήνα 2011.^
3. Benjamin Wallace-Wells, «The Blip», New York, 21.7.2013.^
4. Βλ. Αιμόφιλος Τ. Ινφλουέντζας, Ξερόλας vs. Σταλεγάκια, http://aimof.blogspot.com/2008/03/jer.html.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου