Ποια; Αυτή που ’βαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του μακαρίτη; Αυτή είναι η θεια-Ανθή. H χήρα που λέμε. Α, νόμιζα που την ήξερες. Όχι, όχι. Δεν τον είχε σόι.
Έλα πιο δώθε μη μας ακούνε. Με την θεια-Ανθή που λες, είχανε ιστορία. Μου τα ’χε πει ο μακαρίτης. Ήμανε μικρότερος απ’ αυτόνα, αλλά κάναμε πολλή παρέα έναν καιρό. Προτού να φύγω να πάω στη Θήβα. «Είσαι ίδιος ο πατέρας σ’», μου ’λεγε, «γι’ αυτό σε αγαπάω πολύ, ρε παιδί». Είχα, να πούμε, γυρίσει ένα απόγεμα και θυμάμαι δεν είχα προφτάσει καλά-καλά να κατεβού απ’ τ’ αμάξι και περνούσε και μου λέει, «άσ’ τα κι έλα να πιούμε ένα ουζάκι». Ήμανε μόλις απ’ το ταξίδι. Tου λέω, ρε Κυριακούλη, να πάω να ειπού ένα γεια στη μάνα μ’ κι έρχομαι. «Άσ’ τη μάνα σ’», μου λέει. «Η μάνα πάντα περιμένει. Έλα, πάμε». Καθόμασταν, το θυμάμαι σαν τώρα, στου γερο-Χρήστο, δεν θυμάμαι αν το πρόλαβες εσύ. Κει που ’ναι τώρα το ταχυδρομείο.Τέλος πάντων. Καθόμαστε που λες και τα συζητάγαμε και του λέω, έδωσα λόγο Κυριακούλη. «Άιντε επιτέλους, ρε μπαγάσα», μου λέει, «γεροντοπαλίκαρο κόντεψες. Και με ποιανού να ’χουμε το καλό ερώτημα»; Ξένη, του λέω, απ’ τη Θήβα. Πού να την ξέρεις. Θα τη φέρω όμως, του λέω, τ’ Αϊ-Λιος να τηνε δείτε κιόλας. Με κοιτάει. Μου λέει, «ξένη ε»; Γιατί, ρε, του το ’πα έτσι στα γελαστά, είχες κάνα κορίτσ’ στο χωριό τόσον καιρό να μου δώσεις και δε μου το ’χες πει; Δε μιλάει, δε λαλάει. Ρε Κυριάκο, ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου; Τι έπαθες; Τίποτα. Με κοιτάει και μιλιά. Φοβήθκα, λέω πάει, καρδιά, μου ’μεινε σέκος. Του πιάνω το χέρι, το σφίγγω, παγωμένο. Ώπα. Με ζώσανε τα φίδια».
η συνέχεια στην έντυπη λεύγα