Η τάση για την αυτοματοποίηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών άρχισε τη δεκαετία του ’80. Η προώθηση της ρευστότητας των χρηματαγορών επιλέχθηκε από την πολιτική εξουσία στη Δύση ως το μοντέλο εξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης και αντιμετώπισης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανική παραγωγή τη δεκαετία του ’70.
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι η εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας συνέβαλε επίσης με ένα τρόπο, αθέλητα ίσως, στην προετοιμασία του εδάφους για την απελευθέρωση της χρηματοοικονομίας. Αν πάρουμε συνολικά τις ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες, αλλά και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οι τρεις κατηγορίες μαζί διεξήγαν το 75% του συνολικού όγκου των συναλλαγών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) το 1975, ενώ αντίθετα το 1950 το 80% των συναλλαγών πραγματοποιούνταν από ιδιώτες επενδυτές. Οι νέοι αυτοί «θεσμικοί» επενδυτές διεκδικούσαν τα προνόμια που θεωρούσαν ότι τους αναλογούν, δεδομένης της θέσης που κατείχαν στην αγορά. Το 1975, η συλλογική θέσπιση του ύψους των τραπεζικών προμηθειών για την έκδοση ομολόγων και άλλων τίτλων, μια παλιά πρακτική που ίσχυε για 150 χρόνια, καταργήθηκε στη Νέα Υόρκη. Έκτοτε οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα προσφέρει φθηνότερες προμήθειες στους θεσμικούς επενδυτές. Η αλλαγή αυτή άνοιξε διάπλατα τον δρόμο σε νέου τύπου πωλητές και μεσάζοντες χρηματοοικονομικών τίτλων, όπως τα διάφορα επενδυτικά ταμεία.
η συνέχεια στην έντυπη λεύγα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου