Ποιο είναι σήμερα το πρόσωπο της βίας στη Γαλλία; Για όποιον πηγαινοέρχεται συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η πρώτη εικόνα της βίας, τη στιγμή που φτάνει σε ένα σταθμό ή ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας, είναι η αστυνομία. Δεν έχω δει ποτέ περισσότερους αστυνομικούς από όσους βλέπω σήμερα στη Γαλλία, ιδίως στο Παρίσι. Ούτε στην Τουρκία την περίοδο της δικτατορίας. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πραξικοπήματος ή σε μια κατεχόμενη χώρα. Ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Και τι αστυνομικοί! Με ένα σκαιό και αλαζονικό ύφος που δεν έχει όμοιό του. Αν τολμήσει κανείς να ψελλίσει την παραμικρή αντίρρηση –π.χ. όταν του ελέγχουν με πρωτοφανή επιμέλεια τα χαρτιά ή του ψάχνουν την τσάντα πριν επιβιβαστεί στο τρένο– νιώθει ότι φλερτάρει με τη σύλληψη, το ξύλο και την κατηγορία της «αντίστασης κατά της αρχής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι περνούν όσοι έχουν πιο σκούρο δέρμα ή δεν διαθέτουν χαρτιά. […]
Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μακράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.
Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συγκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. [...]
Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας.
Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί.
Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μιαπρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα
αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολοκληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί;
Η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής διαλεκτικής προϋποθέτει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο και ότι μπορούν να αναδειχθούν και άλλες δυνάμεις. Σήμερα τα πάντα γίνονται για να αποτραπεί η δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης. Κι όμως, όταν παρατηρούμε τα ονόματα των οδών στις γαλλικές πόλεις, βρίσκουμε ανάμεσά τους το όνομα του Auguste Blanqui και του François-Vincent Raspail, του Armand Barbès και της Louise Michel, του Édouard Vaillant και του Jules Vallès... Όλοι διώχθηκαν στην εποχή τους, βρέθηκαν στη φυλακή, εκτοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σήμερα το ίδιο το κράτος τους αναγνωρίζει (έστω και απρόθυμα) ως εκείνους που είχαν δίκιο, ενάντια στο κράτος της εποχής τους. Το γαλλικό κράτος θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό του, σε δύο ή τρεις επαναστάσεις και στην Αντίσταση – αν όμως οι προκάτοχοί του είχαν τα όπλα που διαθέτει το σημερινό κράτος, το σημερινό κράτος δεν θα υπήρχε. Αν το κράτος παρέμενε πιστό στην ίδια τη λογική του, θα έδινε μια ευκαιρία στους αντιπάλους του... Δεν πρόκειται βέβαια να ζητήσουμε από το κράτος να γίνει τόσο συνεπές ώστε να σέβεται τη ρητορική του. Αν όμως αφαιρέσει από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του και την παραμικρή δυνατότητα να δρουν και να αντιδρούν, αν αποφασίσει ότι είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες κρατικές μορφές, αν ισχυριστεί ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας», οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Γιατί το κράτος κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η μόνη «εναλλακτική» στην κυριαρχία του να είναι η απροκάλυπτη βαρβαρότητα. Προτιμά να κριθεί από τους εχθρούς του παρά από τους ανύπαρκτους διαδόχους του, όπως παρατήρησε ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ στα Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος το 1988. Κάθε «αντιτρομοκρατική» πολιτική ακολουθεί αυτή την αρχή, την οποία εφάρμοσαν ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον οι αρχές της Αλγερίας.
Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το εργατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες.
Αλλά οι ψευδαισθήσεις φαίνεται σήμερα να διαλύονται σιγά σιγά. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ελιγμών. Το κράτος δεν έχει τίποτα πια να αναδιανείμει, και έτσι η έκκληση για τήρηση της νομιμότητας καθίσταται κενό γράμμα: δεν έχει αντίκρισμα, δεν έχει γλυκό ως ανταμοιβή για τα καλά παιδιά. Μπορούμε επομένως να προβλέψουμε –και ήδη το βλέπουμε γύρω μας– ότι θα υπάρχει μια τεράστια πύκνωση των «παράνομων» ενεργειών, όπως οι καταλήψεις, οι ομηρείες διευθυντών, οι καταστροφές, οι αποκλεισμοί δρόμων κ.λπ.
Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση –ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν.[...]
Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το
επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 194 8) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη».
Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. [...]
Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά.
«Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό... Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους...
Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση.
Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο;
Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μακράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.
Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συγκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. [...]
Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας.
Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί.
Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μιαπρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα
αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολοκληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί;
Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το εργατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες.
Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση –ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν.[...]
Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το
επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 194 8) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη».
Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. [...]
Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά.
«Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό... Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους...
Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση.
Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο;
Μετάφραση: Σ. Κ.
«La violence, mais pour quoi faire?».
Δημοσιεύτηκε στο περ. Lignes, τχ. 29 , Μάιος 2009.
Αναδημοσιεύτηκε στο Crédit à mort, Lignes 2011.
Παραλείψαμε εδώ τις σημειώσεις του κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου