Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Δόμνα Νικάκη: Τα παιδιά της Αμυγδαλέζας

Στο άκουσμα της λέξης Αμυγδαλέζα, το μοναδικό ίσως πράγμα που περνάει από το μυαλό είναι το κέντρο κράτησης αλλοδαπών: εικόνες από κοντέινερς, συρματοπλέγματα, εξεγέρσεις κ.λπ. Ξεχνάμε, ή πολύ πιθανόν αγνοούμε, την παράλληλη ύπαρξη του κέντρου κράτησης ανηλίκων Αμυγδαλέζας. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο κέντρο προϋπήρχε του αντίστοιχου των ενηλίκων. Φαίνεται πως τα παιδιά δεν μπορούν να προκαλέσουν τον ίδιο σαματά με τους μεγάλους.

η συνέχεια στην έντυπη λεύγα

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Xρυσούλα Xατζηδάκη: Το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα

Η πρώτη εντύπωση είναι η απόσταση. Ώρα στον αυτοκινητόδρομο, απομακρύνεσαι από την πόλη. Πρέπει να φτάσεις πολύ μακριά. Και φτάνεις πολύ μακριά. Περνάς την πρώτη πύλη, με τους φρουρούς, διασχίζεις μια μεγάλη έκταση γεμάτη κτίρια, αλλά χωρίς ανθρώπους. Είσαι μέσα στο μεγάλο κοτέτσι. Και μετά μια δεύτερη πύλη, με άλλους φρουρούς. Μπαίνεις εκεί που τους έχουν. Τους ανθρώπους χωρίς ονόματα, που είναι καταχωρημένοι έτσι όπως άκουσε, ή αποφάσισε κάποιος πως τους λένε. Κάπως σαν Μοχάμεντ.

η συνέχεια στην έντυπη λεύγα

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ελένη Κυραμαργιού: Ο επιμένων ελληνικά

Δύο χιλιάδες Έλληνες αγρότες προσφέρουν το χρυσό κριθάρι της γης τους για να απολαμβάνουμε την αγαπημένη μας Amstel, ανέφερε ο εκφωνητής έχοντας σαν μουσικό υπόβαθρο το ρεφρέν από το «Απόψε στις ακρογιαλιές» του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ την τηλεοπτική εικόνα συμπλήρωναν χαρούμενες παρέες ανδρών και γυναικών σε μαγευτικές παραλίες, σε ταβέρνες δίπλα στη θάλασσα ή
στη σκιά ενός πλάτανου. Η διαφήμιση έκλεινε με το μότο της εταιρείας: «γιατί έτσι μας αρέσει». Το φετινό καλοκαίρι η διαφημιστική καμπάνια της Amstel όχι απλά «έμεινε Ελλάδα», αλλά έστρεψε το ενδιαφέρον από τον καταναλωτή στον παραγωγό του προϊόντος, τονίζοντας την ελληνικότητα της προέλευσής της και παραπέμποντας στην ανώτερη ποιότητα της πρώτης της ύλης. Οι χαρούμενες παρέες που απολάμβαναν το προϊόν λειτούργησαν ως συμπληρωματικές εικόνες στην κεντρική ιδέα που ήταν ο Έλληνας παραγωγός από τον οποίο προέρχεται το προϊόν.

η συνέχεια στην έντυπη λεύγα

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Έλια Χαρίδη: Λεφτά υπάρχουν

Μικρός όπως ήταν σε ηλικία, καθόλου απαιτητικός ως προς τις επιθυμίες του και πολύ περήφανος για να παραδεχτεί τους φόβους του, ήξερε ότι η διαμαρτυρία του δεν είχε παρά ελάχιστες ελπίδες να ακουστεί. Δεν ήθελε να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς με το τρένο. Πάντα έτσι γινόταν, αλλά σήμερα δεν ήθελε. Η μητέρα του το πήρε για ένα από εκείνα τα ακατανόητα, καθότι ξαφνικά, καπρίτσια που συχνά ορθώνουν τα παιδιά στα σχέδια των γονιών τους και δεν έδωσε σημασία. Κι αυτός δεν επέμεινε. Δεν αισθανόταν, όμως, καλά με την ιδέα. Η κακολαιρινή ζέστη του φαινόταν ανυπόφορη, το κούνημα του τρένου ενοχλητικό και προπαντός δεν είχε καμία διάθεση να περιεργαστεί όλους τους επιβάτες έναν-έναν, όπως έκανε τόσες και τόσες φορές για να διασκεδάσει την πλήξη της ατέλειωτης διαδρομής. Έβλεπε ήδη μπροστά του την εικόνα ολοζώντανη. Το βαγόνι θα είχε πολύ κόσμο κι εκείνος, από το χαμηλό του ύψος και ζουληγμένος ανάμεσα σε πόδια μεγάλων, δεν θα μπορούσε παρά να βλέπει φούστες, τακούνια και μπατζάκια παντελονιών. Δεν άργησε, λοιπόν, να νιώσει εκείνο το συναίσθημα που τον βασάνιζε όταν δεν έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από ό,τι τον στεναχωρούσε. Το περιέγραφε κάπως έτσι στον εαυτό του, μονολογώντας σιωπηλά: ήταν ένα βαρύ πράγμα στο στήθος που τον εμπόδιζε να αναπνέει κανονικά, που έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά από ό,τι συνήθως, τον ιδρώτα να του μουσκεύει τις παλάμες και τα πόδια του να τρέμουν κουρασμένα, όπως όταν είχε τρέξει πολλή ώρα ή είχε προσπαθήσει να ανεβεί τον μικρό λόφο απέναντι από το σπίτι στο χωριό τους.

η συνέχεια στην έντυπη λεύγα

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Δημοσθένης Παπαμάρκος: Τα μπουκουμπάρδια

Ε, μα, βλέπεις λοιπόν που δεν ξέρεις να τρως; Κάτσε να σε διατάξω να μαθαίνεις. Βλέπεις; Αυτά ’δω να διαλέγεις. Τα μικρά, τα μαύρα. Αυτά είναι τα πιο ωραία. Τα μπουκουμπάρδια. Αυτά είναι γλυκά άλλο πράμα. Όταν ήμασταν μικροί εμείς όλο αυτά κυνηγάγαμε. Άμα είχε καμιά συκιά αδέσποτη, τη γυρνούσαμε γύρω-γύρω όλο το καλοκαίρι πότε θα γινώσουνε τα σύκα να πάμε να κόψουμε πρώτοι. Γινόταν χαμός. Μην κοιτάς τώρα που τα ’χετε όλα πλούσια τα ελέη. Τότες δεν ήταν όπως τώρα που λες θέλω να φάω γλυκό και πας και παίρνεις μια πάστα. Εμείς αυτά είχαμε για γλυκό. Και δεν τα ’βρισκες κιόλας. Άμα είχες συκιά τη φύλαες, γιατί μετά δεν είχε. Τώρα φορτωμένα είναι και τ’ αφήνουνε και σαπίζουνε, γιατί τους έρχεται βάρος να πάνε να τα μαζέψουνε. Δεν είχε να πας στη λαϊκή να πεις δώμε ένα κιλό απ’ αυτό, δώμε ένα κιλό απ’ τ’ άλλο. Όχι. Ο κόσμος πείναγε, κοίταγε να πάει να πάρει φαΐ να περάσει. Τώρα ό,τι τραβάει η ψυχή σου το βρίσκεις. Τι τα θες; Αλλιώς μεγαλώσαμε εμείς.


Η συνέχεια στην έντυπη λεύγα που μπορείτε να βρείτε σε βιβλιοπωλεία ή να γίνετε συνδρομητές στην ιστοσελίδα: www.levga.gr