Μικρός όπως ήταν σε ηλικία, καθόλου απαιτητικός ως προς τις επιθυμίες του και πολύ περήφανος για να παραδεχτεί τους φόβους του, ήξερε ότι η διαμαρτυρία του δεν είχε παρά ελάχιστες ελπίδες να ακουστεί. Δεν ήθελε να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς με το τρένο. Πάντα έτσι γινόταν, αλλά σήμερα δεν ήθελε. Η μητέρα του το πήρε για ένα από εκείνα τα ακατανόητα, καθότι ξαφνικά, καπρίτσια που συχνά ορθώνουν τα παιδιά στα σχέδια των γονιών τους και δεν έδωσε σημασία. Κι αυτός δεν επέμεινε. Δεν αισθανόταν, όμως, καλά με την ιδέα. Η κακολαιρινή ζέστη του φαινόταν ανυπόφορη, το κούνημα του τρένου ενοχλητικό και προπαντός δεν είχε καμία διάθεση να περιεργαστεί όλους τους επιβάτες έναν-έναν, όπως έκανε τόσες και τόσες φορές για να διασκεδάσει την πλήξη της ατέλειωτης διαδρομής. Έβλεπε ήδη μπροστά του την εικόνα ολοζώντανη. Το βαγόνι θα είχε πολύ κόσμο κι εκείνος, από το χαμηλό του ύψος και ζουληγμένος ανάμεσα σε πόδια μεγάλων, δεν θα μπορούσε παρά να βλέπει φούστες, τακούνια και μπατζάκια παντελονιών. Δεν άργησε, λοιπόν, να νιώσει εκείνο το συναίσθημα που τον βασάνιζε όταν δεν έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από ό,τι τον στεναχωρούσε. Το περιέγραφε κάπως έτσι στον εαυτό του, μονολογώντας σιωπηλά: ήταν ένα βαρύ πράγμα στο στήθος που τον εμπόδιζε να αναπνέει κανονικά, που έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά από ό,τι συνήθως, τον ιδρώτα να του μουσκεύει τις παλάμες και τα πόδια του να τρέμουν κουρασμένα, όπως όταν είχε τρέξει πολλή ώρα ή είχε προσπαθήσει να ανεβεί τον μικρό λόφο απέναντι από το σπίτι στο χωριό τους.
η συνέχεια στην έντυπη λεύγα