Στις 7 Μαΐου 2013, μια σλοβάκικη τράπεζα, η Πόστοβα Μπάνκ, και η κυπριακή εταιρεία-μέτοχός της, Ιστροκάπιταλ, ανακοίνωσαν ότι ενάγουν την Ελλάδα ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου, ζητώντας 200 εκ. ευρώ ως αποζημίωση για το υποχρεωτικό «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που κατείχαν (Bondholders pursue Greece over debt haircut). Οι απαιτήσεις τους βασίζονται αντίστοιχα στις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα με τη Σλοβακία και την Κύπρο, και συγκεκριμένα στις διατάξεις που προστατεύουν τις επενδύσεις από απαλλοτριώσεις. Η Αργεντινή υποχρεώθηκε από πρόσφατες διαιτητικές αποφάσεις να πληρώσει 400 εκ. δολάρια σε επενδυτές για τα οικονομικά μέτρα που έλαβε κατά τη διάρκεια και μετά από τη χρεοκοπία του 2001 (Argentina is putting international arbitration to the test). Κι αν δεν είχε κερδίσει κάποιες από τις εναντίον της υποθέσεις, το ποσό αυτό θα μπορούσε να έχει ξεπεράσει το ένα δισ.
Σε γενικές γραμμές, η διαιτησία αποτελεί μια «εναλλακτική» μορφή επίλυσης διαφορών εκτός δικαστηρίων, όπως και η διαμεσολάβηση, που είναι της μόδας τελευταία. Εφόσον τα μέρη υποβάλουν τη μεταξύ τους διαφορά σε διαιτησία, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου (που απαρτίζεται από έναν ή, πιο συχνά, τρεις διαιτητές) είναι δεσμευτική για τα μέρη, και δεν μπορεί κατά κανόνα να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίων. Τα δικαστήρια, εν συνεχεία, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις και με κάποιες εξαιρέσεις, υποχρεούνται να τις αναγνωρίσουν και να τις εφαρμόσουν. Ενώ οι «εναλλακτικές» μορφές επίλυσης διαφορών διαφημίζονται ως λιγότερο ακριβές και χρονοβόρες από την προσφυγή στα δικαστήρια, συχνά δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πέρα από αυτό, υπάρχουν και οι ενστάσεις σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης και ό,τι αυτή συνεπάγεται...
Εδώ θα μας απασχολήσει όμως μόνο η διεθνής διαιτησία, και συγκεκριμένα η διαιτησία μεταξύ ιδιωτών και κρατών που έχει ως αντικείμενο επενδυτικές διαφορές. Από την υπογραφή της πρώτης διμερούς επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Πακιστάν το 1959, μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί και επικυρωθεί παραπάνω από 1.500 τέτοιες συμφωνίες. Πρόκειται για συμφωνίες σχετικά ολιγόλογες που περιέχουν τυποποιημένες διατάξεις για την αμοιβαία ευνοϊκή μεταχείριση από κάθε χώρα των επενδύσεων εταιρειών της άλλης, την προστασία τους από απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις, και την αποζημίωσή τους σε περίπτωση βλάβης της επένδυσης για διάφορους λόγους. Προβλέπουν επίσης ότι, για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στον επενδυτή-εταιρεία που έχει την «εθνικότητα» της μιας χώρας και την άλλη χώρα, ο ενάγων μπορεί να αποτανθεί στα εθνικά δικαστήρια ή σε διεθνή διαιτησία. Άλλοτε προβλέπεται οι διαφορές να λύνονται μόνο μέσω διαιτησίας. Η λογική υπαγωγής των διαφορών σε διαιτησία είναι βασισμένη σε επιχειρήματα περί προστασίας των τίμιων (δυτικών) επενδυτών από το διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα χωρών του Tρίτου Kόσμου. Σύμφωνα με το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), έναν από τους βασικούς φορείς διευκόλυνσης της πρόσβασης σε επενδυτική διαιτησία, που ιδρύθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1966 κι έχει σήμερα 149 κράτη μέλη, «η [ιδρυτική] συνθήκη στόχευε στην απομάκρυνση των πιο σημαντικών εμποδίων στην ελεύθερη διεθνή ροή ιδιωτικών επενδύσεων, που δημιουργούνται από μη εμπορικούς κινδύνους και από την απουσία ειδικευμένων διεθνών μεθόδων επίλυσης επενδυτικών διαφορών». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου, η Ελλάδα έχει υπογράψει 38 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με διάφορες χώρες. Σύμφωνα δε με τις στατιστικές του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), στις επενδυτικές διαιτησίες, τα κράτη είναι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων εναγόμενοι και όχι ενάγοντες (το 2009, για παράδειγμα, σε 28 γνωστές υποθέσεις, ήταν εναγόμενα στις 27).
Οι διαδικαστικοί κανόνες με βάση τους οποίους διεξάγεται η διαιτησία ποικίλλουν. Κατ’ αρχήν υπάρχουν διάφορα... διαιτητικά μενού με ξεχωριστούς κανόνες το καθένα, όπως αυτό που προσφέρεται από το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπόριο (UNCITRAL) ή το εντελώς ιδιωτικό Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC). Προσφέρονται επίσης σπέσιαλ μενού για απαιτητικούς πελάτες, όπου τα εμπλεκόμενα μέρη (στην ουσία, το ισχυρότερο μέρος) μπορούν να ορίσουν τα ίδια τους κανόνες τους κανόνες της διαδικασίας, χωρίς κανέναν περιορισμό (ad hoc διαιτησία). Αυτή η «δικαιοσύνη α λα καρτ» επιτρέπει την επιλογή του τόπου της διαιτησίας, του εφαρμοστέου δικαίου, που μπορεί συχνά να είναι διαφορετικό από αυτό του τόπου της διαιτησίας κ.λπ. Ο ενάγων, δηλαδή κατά βάση ο επενδυτής, μπορεί να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μενού ανάλογα με τις προτεραιότητές του: για παράδειγμα, αν τον ενδιαφέρει περισσότερο η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το μέγεθος της διαιτητικής αποζημίωσης, το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει εκτέλεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κ.λπ. Κράτη απελευθερώνουν όλο και περισσότερο το δίκαιό τους για να προσελκύσουν διαιτησίες, όπως έκανε πρόσφατα η Γαλλία.
Τα μοντέλα κανόνων κάποιων διαιτητικών οργανισμών προβλέπουν ένδικα μέσα αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια του ίδιου του οργανισμού. Η έμφυτη αποστροφή των φορέων της διαιτησίας για υποχρεωτικούς κανόνες φάνηκε και στην περίπτωση που το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), ερμηνεύοντας έναν ευρωπαϊκό κανονισμό για το εφαρμοστέο δίκαιο σε αστικές υποθέσεις, το 2009, θεώρησε ότι αυτός εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο ελέγχει την εγκυρότητα μιας διαιτητικής απόφασης. Η απόφαση θεωρήθηκε μεγάλο αμάρτημα και παρέμβαση στο ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα της διαιτησίας, έτσι που στην πρόσφατη αναδιατύπωση του σχετικού κανονισμού, όπως ψηφίστηκε στο τέλος του 2012, και με την απαραίτητη πίεση από μεγάλα διεθνή δικηγορικά γραφεία, ακαδημαϊκούς του χώρου και διαιτητές, η διαιτησία εξαιρέθηκε τελικά από το πεδίο του κανονισμού. Επιπλέον, βασικός κανόνας της διαιτησίας είναι η μυστικότητα της διαδικασίας. Συχνά οι διαιτητικές αποφάσεις δεν δημοσιεύονται καν.
Βασικό συστατικό του μενού είναι η επιλογή των διαιτητών. Οι διαιτητές ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία και κρίνουν εάν είναι σύμφωνη με την επενδυτική συμφωνία ή όχι. Όταν η διαιτησία γίνεται υπό την αιγίδα ενός οργανισμού, αυτός ορίζει έναν διαιτητή από μια λίστα που έχει καταρτίσει, τα δε μέρη συνήθως ορίζουν από έναν διαιτητή το καθένα, ενώ στην ad hoc διαιτησία το θέμα της επιλογής των διαιτητών είναι στην απόλυτη ευχέρεια των μερών. Αλλά στους διαιτητές θα επανέλθουμε παρακάτω.
Οι επενδυτικές διαφορές αφορούν συνήθως μεταρρυθμίσεις που υιοθετεί ένα κράτος, και που σε γενικές γραμμές υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον (προστασία των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, εθνικοποιήσεις κ.λπ.). Οι ζημιωμένοι επενδυτές σέρνουν τα κράτη ενώπιον των διαιτητών. Οι πιθανές ζημίες των κρατών είναι κατ’ αρχήν χρηματικές: το ποσό της αποζημίωσης που ζητά ο επενδυτής αλλά και τα διόλου ευκαταφρόνητα διαδικαστικά έξοδα. Τα απαιτούμενα ποσά αποζημιώσεων φτάνουν συχνά σε δυσθεώρητα ύψη. Για παράδειγμα, η σουηδική ενεργειακή βιομηχανία Vatenfall επιτέθηκε το Μάιο του 2012 στη Γερμανία για την απόφαση της τελευταίας να αποδεσμευτεί σταδιακά από την πυρηνική ενέργεια, ζητώντας αποζημίωση 3,5 δισ. ευρώ. Η καπνοβιομηχανία Philip Morris λέγεται ότι έχει ζητήσει μερικά δισ. ευρώ στην υπόθεση διαιτησίας κατά της Αυστραλίας για τη νέα αντικαπνιστική της νομοθεσία, και συγκεκριμένα για τη ρύθμιση της μορφής της συσκευασίας των τσιγάρων. Αλλά κι αν ακόμα το εναγόμενο κράτος κερδίσει την υπόθεση, κινδυνεύει συχνά να αναγκαστεί να πληρώσει μέρος ή και το σύνολο των εξόδων της υπεράσπισής του, καθώς και διαδικαστικά έξοδα. Σε υπόθεση κυπριακής εταιρείας κατά της Βουλγαρίας για μετοχές που αγόρασε η πρώτη κατά την ιδιωτικοποίηση βουλγαρικών διυλιστηρίων, η Βουλγαρία κέρδισε την υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, υποχρεώθηκε να πληρώσει πάνω από 6 εκ. ευρώ για τα έξοδα της υπεράσπισής της, δηλαδή τον μισθό περίπου 1.800 Βούλγαρων νοσοκόμων. Σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO), τα διαιτητικά δικαστήρια τείνουν να μοιράζουν τα διαδικαστικά έξοδα ισότιμα μεταξύ των μερών (τα «μενού» κανόνων διαιτησίας προβλέπουν συνήθως τη δυνατότητα και ενίοτε την υποχρέωση ισότιμου καταμερισμού), και να διατάσσουν το κάθε μέρος να καλύψει τα δικά του έξοδα υπεράσπισης. Αντίθετα όμως με τα κράτη, που καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό από τα ταμεία τους, οι ενάγοντες επενδυτές φροντίζουν να μειώνουν τη ζημία τους, κατ’ αρχήν συνάπτοντας συμφωνίες με τους δικηγόρους τους ότι οι τελευταίοι δεν θα λάβουν πλήρη αμοιβή παρά μόνο αν νικήσουν, αλλά και προσφεύγοντας σε τρίτους χρηματοδότες, οι οποίοι συμμετέχουν στο κόστος προσβλέποντας μετά στη μοιρασιά. Τέλος, πέρα από την αφαίμαξη δημόσιου χρήματος, μια εξίσου σοβαρή συνέπεια των υποθέσεων επενδυτικής διαιτησίας, είναι ότι, πολύ συχνά, τα εναγόμενα κράτη αποφασίζουν να συμβιβαστούν, είτε πριν ακόμα εμπλακούν σε διαιτησία είτε κατά τη διάρκειά της, για να αποφύγουν τις οικονομικές της συνέπειες. Ο συμβιβασμός σημαίνει βασικά αποδυνάμωση της νομοθεσίας τους, προκειμένου να ικανοποιοεί καλύτερα τις ανάγκες των επενδυτών. Σε μια άλλη υπόθεση της Vatenfall κατά της Γερμανίας, για τους περιβαλλοντικούς όρους που επέβαλε η πόλη του Αμβούργου σε μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της εταιρείας για τα λύματά της, η Γερμανία τελικά συμβιβάστηκε, επιβάλλοντας στην εταιρεία χαλαρότερους όρους, που θα επέφεραν βαρύτερη μόλυνση του ποταμού Έλβα. Τέλος, μέχρι να εκδοθεί η διαιτητική απόφαση στην προαναφερόμενη υπόθεση της Philip Morris κατά της Αυστραλίας, η Νέα Ζηλανδία πάγωσε τα σχέδιά της για την υιοθέτηση αντικαπνιστικής νομοθεσίας αντίστοιχης με εκείνη της Αυστραλίας. Έτσι τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει, μεταξύ όλων των άλλων, να περιμένουν τι θα πουν και οι διαιτητές... Και νομοθεσία που έχει υιοθετηθεί από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, θα μπορεί να παραμερίζεται επίσης από τους τελευταίους...
Και μια και τους αναφέραμε, ας δούμε ποιοι είναι τελικά οι διαιτητές... Είναι, όπως θα φανταζόταν κανείς, αδιάβλητοι νομομαθείς; Νομομαθείς μάλλον, αδιάβλητοι σίγουρα όχι. Ακούγεται συχνά στο ποδόσφαιρο ότι ο διαιτητής είναι ο δωδέκατος παίκτης. Στη διεθνή επενδυτική διαιτησία, ο διαιτητής είναι, εναλλάξ, και παίκτης και προπονητής. Και παίζει πάντα επίθεση.
Από τους 15 κορυφαίους διαιτητές στον κόσμο που, σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου (CEO), αναλαμβάνουν το 55% των υποθέσεων, οι περισσότεροι έχουν δουλέψει ή δουλεύουν ακόμα για μεγάλα δικηγορικά γραφεία και πολυεθνικές εταιρείες, είτε ως σύμβουλοι είτε ως μέλη του ΔΣ τους, ενώ ένας υπήρξε κυβερνητικό στέλεχος της δικτατορίας του Πινοσέτ. Οι δε ημερήσιες αμοιβές των διαιτητών μπορεί να φτάσουν μέχρι και 3.000 ευρώ, συν τα έξοδα «εκτός έδρας». Για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια, η αμοιβή του διαιτητή μπορεί να ανέλθει σε μερικά εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη, κανένα από τα διαιτητικά δικαστήρια δεν δεσμεύεται από τη νομολογία του άλλου, ούτε και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς, ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαστηρίου. Γενικότερα, η γνώση του εφαρμοστέου δικαίου, μια και αυτό είναι τόσο ρευστό, δεν είναι και το πιο σημαντικό προσόν ενός διαιτητή. Μεγαλύτερη σημασία έχει να γνωρίζει τα «μυστικά του επαγγέλματος», που αναπαράγονται μέσα στους κλειστούς κύκλους της ελίτ των διαιτητών. Οι διαιτητές προσφεύγουν δε συχνά σε ευρεία ερμηνεία των διατάξεων των συμφωνιών, διευρύνοντας έτσι τις αρμοδιότητες και συνεπώς την εξουσία τους. Σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου, διαιτητής δήλωνε ότι δεν παύει να εκπλήσσεται γιατί οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος δέχεται να υπαχθεί στην εξουσία τριών ιδιωτών που μπορούν βασικά, χωρίς κανέναν περιορισμό, ή ένδικα μέσα, να ανατρέψουν τις αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων, κυβερνήσεων και δικαστηρίων...
Η έρευνα του Παρατηρητηρίου περιγράφει επίσης πώς τα «νομικά αρπακτικά», δηλαδή μια κάστα δικηγόρων, εταίρων σε δικηγορικές εταιρείες-κολοσσούς με έδρες στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπως η Freshfields, η White&Case, η King&Spalding, η K&L Gates κ.λπ., οδηγούν τον χορό στο πλιάτσικο που λέγεται επενδυτική διαιτησία. Οι δικηγορικές εταιρείες διαφημίζουν τακτικά στους πελάτες τους τις ευκαιρίες για να διεκδικήσουν κέρδη για τους μετόχους τους μέσω της επενδυτικής διαιτησίας, σε περιπτώσεις όπως το κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους ή η αλλαγή του καθεστώτος στη Λιβύη. Οι δικηγόροι πληρώνονται έως και 1.000 δολάρια την ώρα για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια. Έτσι, για κάθε υπόθεση, καταλήγουν να απολαμβάνουν αμοιβές πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Οι ίδιοι δικηγόροι αλλάζουν συχνά καρέκλες, παίζοντας ενίοτε τον ρόλο του διαιτητή, ενίοτε τον ρόλο του δικηγόρου των επενδυτών ή των κρατών. Παράλληλα ασκούν πίεση για την υιοθέτηση επενδυτικών συμφωνιών και ρητρών διαιτησίας μέσα σε αυτές, είτε ως λομπίστες είτε ως σύμβουλοι κρατών που διαπραγματεύονται επενδυτικές συμφωνίες. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πολυεθνικών πελατών τους, με τις οποίες μοιράζονται τα κέρδη.
Και η ΕΕ δυναμικά στο παιχνίδι...
Βέβαια δεν είναι μόνο οι λομπίστες που σπρχνουν τα κράτη στη σύναψη συμφωνιών, από τις οποίες μόνο ζημίες μπορούν να προσδοκούν. Το 2010 η Επιτροπή σημείωνε ότι οι διαιτητικές ρήτρες αποτελούν τόσο εδραιωμένο τρόπο επίλυσης αποφάσεων στις σχέσεις κρατών-επενδυτών, που η απουσία τους «θα αποθάρρυνε πράγματι τους επενδυτές και θα καθιστούσε την οικονομία της χώρας υποδοχής λιγότερο ελκυστική σε σχέση με άλλες». Και υπάρχουν βέβαια και κυβερνήσεις που δεν χρειάζεται καν να ακούσουν την ΕΕ να τους το λέει, ξέρουν ήδη καλά το ποίημα.
Ας σημειωθεί ότι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες υπάρχουν και μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ. Κατά την έρευνα του Διεθνικού Ινστιτούτου (TNI), ενός προοδευτικού think tank, σε σύνολο 51 ενδο-ΕΕ υποθέσεων διαιτησίας, στις 50 εναγόμενα ήταν κράτη-μέλη που ανήκαν στο πρώην ανατολικό μπλοκ (The case of intra-EU Bilateral Investment Treaties). Έτσι η αποικιοκρατία συνεχίζεται, και εντός της ΕΕ. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο έχουν κατά καιρούς πει οτι οι ενδο-ΕΕ επενδυτικές συμφωνίες αποτελούν ανωμαλία στην εσωτερική αγορά και πρέπει βαθμιαία να καταργηθούν, αλλά δεν φαίνεται να επείγονται, πόσο μάλλον όταν μια διαιτητής τούς προειδοποιεί ότι τυχόν προσπάθειες να δημιουργηθούν συνθήκες ισότιμου παιχνιδιού για τις επενδύσεις στην Ευρώπη «θα οδηγήσουν τους επενδυτές εκτός ΕΕ»! Οι διαιτητές φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησαν στις αποφάσεις τους το κύρος των ενδο-ΕΕ συμφωνιών. Η Σλοβακία πρόσφατα υποχρεώθηκε να πληρώσει μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση και δικαστικά έξοδα σε ολλανδική εταιρεία ασφάλισης υγείας, για μέτρα που αφορούσαν το κλείσιμο της αγοράς υγείας της, ενώ η ολλανδική κυβέρνηση είχε υποβάλει παρατηρήσεις με τις οποίες στήριζε την εταιρεία.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγεται ένα καινούριο στοιχείο: η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε πλέον νέα αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, τις «άμεσες ξένες επενδύσεις» (άρθρο 207 της ΣΛΕΕ). Μέχρι τώρα η Επιτροπή διαπραγματευόταν εμπορικές συμφωνίες αποικιοκρατικού τύπου με τρίτες χώρες, για να ανοίξουν τις αγορές τους στις ευρωπαϊκές εταιρείες. Πλέον με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι εμπορικές συμφωνίες νέας γενιάς (CETA) θα περιέχουν και ειδικές διατάξεις για τις επενδύσεις, και αντίστοιχα για την επίλυση των διαφορών μέσων διαιτησίας. Η διάταξη αυτή είχε γίνει αντικείμενο σκληρών ενστάσεων από ορισμένα κράτη-μέλη, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, κατά τη σύνταξη της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ. Στα μεταγενέστερα όμως κείμενα, μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας, πέρασε στα ψιλά. Στη συνέχεια, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, προσπαθώντας να περισώσει κάποιες εθνικές αρμοδιότητες στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων, στην απόφασή του επί της Συνθήκης της Λισαβόνας, σημείωσε ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ στις άμεσες επενδύσεις πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά.
Από την άλλη, η υπαγωγή σε διαιτητικά δικαστήρια διαφορών που θα αφορούν μεταξύ άλλων την ερμηνεία, και ενδεχομένως την ισχύ, του ευρωπαϊκού δικαίου δεν φαίνεται να ενθουσιάζει ούτε το ΔΕΕ. Το Δικαστήριο έχει υπερασπιστεί σθεναρά στο παρελθόν τον ρόλο του ως ενός είδους ομοσπονδιακού δικαστηρίου της ΕΕ, προωθώντας ενεργά την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Υπό αυτήν την έννοια και όχι για κανέναν πιο ουσιαστικό λόγο, έχει αντιμετωπίσει τη διαιτησία με καχυποψία αν όχι εχθρικά. Έχει αρνηθεί να δεχτεί ερωτήματα για αυθεντική ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου απο διαιτητικά όργανα, που δεν τα θεωρεί δικαστήρια, παρά μόνο αν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως π.χ. υποχρεωτική δικαιοδοσία, ενώ έχει δείξει την πόρτα και στο διαιτητικό όργανο του ΠΟΕ, αν και τελευταία δείχνει κάπως να χαλαρώνει. Ειδικά όσον αφορά τη διαιτησία μεταξύ κρατών-μελών, στην υπόθεση Mox Plant το ΔΕΕ είχε αποφασίσει, κάνοντας αναφορά και στη νομολογία, ότι η Ιρλανδία δεν επιτρεπόταν να προσφύγει σε διεθνή διαιτησία για το δίκαιο της θάλασσας, διότι θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της έννομης τάξης της ΕΕ. To δικαστήριο είπε επίσης ότι μόνο το ίδιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει (Kompetenzkompetenz) ποιες διατάξεις εμπίπτουν στα πεδία δράσης της ΕΕ, και άρα εντός της αρμοδιότητάς του, εξαιρώντας τις έτσι από οποιοδήποτε άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Μέχρι σήμερα, βέβαια, το ΔΕΕ δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί κατά πόσον οι προβλέψεις για επίλυση μέσω διαιτησίας των διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ή των συμφωνιών νέας γενιάς, είναι σύννομες με βάση τις Συνθήκες ή όχι, δηλαδή κατά πόσον ένας επενδυτής από τρίτη χώρα μπορεί, χωρίς να παραβιάζει το νομικό οικοδόμημα της ΕΕ, να της επιτεθεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Αλλά έχοντας υπ’ όψιν τη στάση του σε άλλες περιπτώσεις, όπου κλήθηκε να ζυγίσει ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου απέναντι στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (π.χ. πρόσφατη υπόθεση Pringle), δεν θα πρέπει να περιμένουμε και πολλά διλήμματα...
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά όργανα, το μόνο πρόβλημα με την επενδυτική διαιτησία είναι η σύγκρουση συμφερόντων που έχουν συχνά οι διαιτητές. Το 2011 το Ευρωκοινοβούλιο είχε ψελλίσει κάτι για τη σύγκρουση συμφερόντων των διαιτητών στο Ψήφισμά του για τη μελλοντική πολιτική διεθνών επενδύσεων της Ευρώπης, ενώ παράλληλα τόνιζε ότι «η προστασία όλων των επενδυτών της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει πρώτη προτεραιότητα των συμφωνιών επενδύσεων».
Υποτίθεται επιπλεόν ότι το ΔΕΕ δεν θα δεχόταν ποτέ μια απόλυτα ελεύθερη επιλογή διαιτητών από τα μέρη. Έτσι οι ιδέες που κυκλοφορούν από την Επιτροπή για τη μελλοντική επενδυτική διαιτησία της ΕΕ είναι να συνταχθεί λίστα με διαιτητές που θα πληρούν κάποια εχέγγυα αντικειμενικότητας, να γίνει η διαδικασία πιο διαφανής, να υπάρχουν ένδικα μέσα, και γενικότερα μεγαλύτερος βαθμός νομικής ασφάλειας. Και το λύσαμε το πρόβλημα.
Το κράτος μέλος σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα συμμετέχει καν στη διαδικασία διαιτησίας, δηλαδή η ΕΕ θα είναι το μόνο εναγόμενο μέρος, παρόλο που το κράτος-μέλος θα κληθεί κατόπιν να πληρώσει το λογαριασμό. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, μετά και την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου στις 23.05.2013, ο κανονισμός για την οικονομική ευθύνη σε σχέση με υποθέσεις διαιτησίας για επενδυτικές διαφορές, στις οποίες η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Προβλέπεται έτσι ότι η ΕΕ μπορεί να είναι συν-εναγόμενη με το κράτος, όταν η υπόθεση εγείρει ζητήματα ευρωπαϊκού δικαίου. Κατά το άρθρο 9§2 της πρότασης, με την οποία συμφώνησε στην ουσία και το Ευρωκοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει από το κράτος μέλος να λάβει μια συγκεκριμένη θέση σε σχέση με νομικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαφοράς ή με οποιοδήποτε άλλο νομικό ζήτημα, η διευθέτηση του οποίου ενδέχεται να επηρεάσει τη μελλοντική ερμηνεία της συγκεκριμένης συμφωνίας ή άλλων συμφωνιών. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα πηγαίνουν απλά στο σφαγείο, αλλά θα είναι και δεμένα χειροπόδαρα.
Και για να δούμε λίγο καλύτερα τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, ας πάρουμε το όχι τυχαίο παράδειγμα της εμπορικής συμφωνίας που διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή η Επιτροπή με τον Καναδά (τέτοιες συμφωνίες είναι επίσης υπό διαπραγμάτευση με την Ινδία, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία και, πολύ σύντομα, και με τις ΗΠΑ). Η συμφωνία με τον Καναδά λοιπόν, που αναμένεται να υπογραφεί απο την Επιτροπή το καλοκαίρι, θα περιέχει, για πρώτη φορά ρήτρα διαιτησίας κατά της ΕΕ όσον αφορά επενδυτικές απαιτήσεις των καναδέζικων εταιρειών. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί τι θα σκεφτεί να κάνει η Ελντοράντο, εάν παρ’ ελπίδα μια μέρα μια ελληνική κυβέρνηση, αποφασίσει ότι θελήσει να βάλει τέλος στις εξορύξεις στη Χαλκιδική. Το Παρατηρητήριο μεταλλευτικών δραστηριοτήτων παρατηρούσε πρόσφατα, σε σχέση με την προγραμματιζόμενη συμφωνία, ότι εάν η ρήτρα διαιτησίας τελικά συμπεριληφθεί στην εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Καναδά, «θα καταλήξει να είναι ένας αδιαφανής τρόπος για την παράκαμψη της δημοκρατίας» (Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων). Γίνεται λοιπόν λίγο πολύ εμφανές ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση η οποία βασίζεται στοιχειωδώς στο λαϊκό-εργατικό κίνημα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να έρθει σε ρήξη με τους μηχανισμούς διαιτησίας, τις επενδυτικές συμφωνίες, την ΕΕ, τον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και όλο το σύστημα εμπορικών σχέσεων μεταξύ κρατών, για να στηθεί στη συνέχεια ένα εναλλακτικό μοντέλο διεθνούς εμπορίου σε βάση ισοτιμίας. Η Αυστραλία δήλωσε πρόσφατα ότι δεν θα περιλάβει ξανά ρήτρες διαιτησίας σε επενδυτικές συμφωνίες. Η Βολιβία, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα αποσύρθηκαν από το Διεθνές Κέντρο επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Εμείς;
Σε γενικές γραμμές, η διαιτησία αποτελεί μια «εναλλακτική» μορφή επίλυσης διαφορών εκτός δικαστηρίων, όπως και η διαμεσολάβηση, που είναι της μόδας τελευταία. Εφόσον τα μέρη υποβάλουν τη μεταξύ τους διαφορά σε διαιτησία, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου (που απαρτίζεται από έναν ή, πιο συχνά, τρεις διαιτητές) είναι δεσμευτική για τα μέρη, και δεν μπορεί κατά κανόνα να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίων. Τα δικαστήρια, εν συνεχεία, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις και με κάποιες εξαιρέσεις, υποχρεούνται να τις αναγνωρίσουν και να τις εφαρμόσουν. Ενώ οι «εναλλακτικές» μορφές επίλυσης διαφορών διαφημίζονται ως λιγότερο ακριβές και χρονοβόρες από την προσφυγή στα δικαστήρια, συχνά δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πέρα από αυτό, υπάρχουν και οι ενστάσεις σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης και ό,τι αυτή συνεπάγεται...
Εδώ θα μας απασχολήσει όμως μόνο η διεθνής διαιτησία, και συγκεκριμένα η διαιτησία μεταξύ ιδιωτών και κρατών που έχει ως αντικείμενο επενδυτικές διαφορές. Από την υπογραφή της πρώτης διμερούς επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Πακιστάν το 1959, μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί και επικυρωθεί παραπάνω από 1.500 τέτοιες συμφωνίες. Πρόκειται για συμφωνίες σχετικά ολιγόλογες που περιέχουν τυποποιημένες διατάξεις για την αμοιβαία ευνοϊκή μεταχείριση από κάθε χώρα των επενδύσεων εταιρειών της άλλης, την προστασία τους από απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις, και την αποζημίωσή τους σε περίπτωση βλάβης της επένδυσης για διάφορους λόγους. Προβλέπουν επίσης ότι, για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στον επενδυτή-εταιρεία που έχει την «εθνικότητα» της μιας χώρας και την άλλη χώρα, ο ενάγων μπορεί να αποτανθεί στα εθνικά δικαστήρια ή σε διεθνή διαιτησία. Άλλοτε προβλέπεται οι διαφορές να λύνονται μόνο μέσω διαιτησίας. Η λογική υπαγωγής των διαφορών σε διαιτησία είναι βασισμένη σε επιχειρήματα περί προστασίας των τίμιων (δυτικών) επενδυτών από το διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα χωρών του Tρίτου Kόσμου. Σύμφωνα με το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), έναν από τους βασικούς φορείς διευκόλυνσης της πρόσβασης σε επενδυτική διαιτησία, που ιδρύθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1966 κι έχει σήμερα 149 κράτη μέλη, «η [ιδρυτική] συνθήκη στόχευε στην απομάκρυνση των πιο σημαντικών εμποδίων στην ελεύθερη διεθνή ροή ιδιωτικών επενδύσεων, που δημιουργούνται από μη εμπορικούς κινδύνους και από την απουσία ειδικευμένων διεθνών μεθόδων επίλυσης επενδυτικών διαφορών». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου, η Ελλάδα έχει υπογράψει 38 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με διάφορες χώρες. Σύμφωνα δε με τις στατιστικές του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), στις επενδυτικές διαιτησίες, τα κράτη είναι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων εναγόμενοι και όχι ενάγοντες (το 2009, για παράδειγμα, σε 28 γνωστές υποθέσεις, ήταν εναγόμενα στις 27).
Οι διαδικαστικοί κανόνες με βάση τους οποίους διεξάγεται η διαιτησία ποικίλλουν. Κατ’ αρχήν υπάρχουν διάφορα... διαιτητικά μενού με ξεχωριστούς κανόνες το καθένα, όπως αυτό που προσφέρεται από το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπόριο (UNCITRAL) ή το εντελώς ιδιωτικό Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC). Προσφέρονται επίσης σπέσιαλ μενού για απαιτητικούς πελάτες, όπου τα εμπλεκόμενα μέρη (στην ουσία, το ισχυρότερο μέρος) μπορούν να ορίσουν τα ίδια τους κανόνες τους κανόνες της διαδικασίας, χωρίς κανέναν περιορισμό (ad hoc διαιτησία). Αυτή η «δικαιοσύνη α λα καρτ» επιτρέπει την επιλογή του τόπου της διαιτησίας, του εφαρμοστέου δικαίου, που μπορεί συχνά να είναι διαφορετικό από αυτό του τόπου της διαιτησίας κ.λπ. Ο ενάγων, δηλαδή κατά βάση ο επενδυτής, μπορεί να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μενού ανάλογα με τις προτεραιότητές του: για παράδειγμα, αν τον ενδιαφέρει περισσότερο η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το μέγεθος της διαιτητικής αποζημίωσης, το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει εκτέλεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κ.λπ. Κράτη απελευθερώνουν όλο και περισσότερο το δίκαιό τους για να προσελκύσουν διαιτησίες, όπως έκανε πρόσφατα η Γαλλία.
Τα μοντέλα κανόνων κάποιων διαιτητικών οργανισμών προβλέπουν ένδικα μέσα αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια του ίδιου του οργανισμού. Η έμφυτη αποστροφή των φορέων της διαιτησίας για υποχρεωτικούς κανόνες φάνηκε και στην περίπτωση που το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), ερμηνεύοντας έναν ευρωπαϊκό κανονισμό για το εφαρμοστέο δίκαιο σε αστικές υποθέσεις, το 2009, θεώρησε ότι αυτός εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο ελέγχει την εγκυρότητα μιας διαιτητικής απόφασης. Η απόφαση θεωρήθηκε μεγάλο αμάρτημα και παρέμβαση στο ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα της διαιτησίας, έτσι που στην πρόσφατη αναδιατύπωση του σχετικού κανονισμού, όπως ψηφίστηκε στο τέλος του 2012, και με την απαραίτητη πίεση από μεγάλα διεθνή δικηγορικά γραφεία, ακαδημαϊκούς του χώρου και διαιτητές, η διαιτησία εξαιρέθηκε τελικά από το πεδίο του κανονισμού. Επιπλέον, βασικός κανόνας της διαιτησίας είναι η μυστικότητα της διαδικασίας. Συχνά οι διαιτητικές αποφάσεις δεν δημοσιεύονται καν.
Βασικό συστατικό του μενού είναι η επιλογή των διαιτητών. Οι διαιτητές ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία και κρίνουν εάν είναι σύμφωνη με την επενδυτική συμφωνία ή όχι. Όταν η διαιτησία γίνεται υπό την αιγίδα ενός οργανισμού, αυτός ορίζει έναν διαιτητή από μια λίστα που έχει καταρτίσει, τα δε μέρη συνήθως ορίζουν από έναν διαιτητή το καθένα, ενώ στην ad hoc διαιτησία το θέμα της επιλογής των διαιτητών είναι στην απόλυτη ευχέρεια των μερών. Αλλά στους διαιτητές θα επανέλθουμε παρακάτω.
Οι επενδυτικές διαφορές αφορούν συνήθως μεταρρυθμίσεις που υιοθετεί ένα κράτος, και που σε γενικές γραμμές υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον (προστασία των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, εθνικοποιήσεις κ.λπ.). Οι ζημιωμένοι επενδυτές σέρνουν τα κράτη ενώπιον των διαιτητών. Οι πιθανές ζημίες των κρατών είναι κατ’ αρχήν χρηματικές: το ποσό της αποζημίωσης που ζητά ο επενδυτής αλλά και τα διόλου ευκαταφρόνητα διαδικαστικά έξοδα. Τα απαιτούμενα ποσά αποζημιώσεων φτάνουν συχνά σε δυσθεώρητα ύψη. Για παράδειγμα, η σουηδική ενεργειακή βιομηχανία Vatenfall επιτέθηκε το Μάιο του 2012 στη Γερμανία για την απόφαση της τελευταίας να αποδεσμευτεί σταδιακά από την πυρηνική ενέργεια, ζητώντας αποζημίωση 3,5 δισ. ευρώ. Η καπνοβιομηχανία Philip Morris λέγεται ότι έχει ζητήσει μερικά δισ. ευρώ στην υπόθεση διαιτησίας κατά της Αυστραλίας για τη νέα αντικαπνιστική της νομοθεσία, και συγκεκριμένα για τη ρύθμιση της μορφής της συσκευασίας των τσιγάρων. Αλλά κι αν ακόμα το εναγόμενο κράτος κερδίσει την υπόθεση, κινδυνεύει συχνά να αναγκαστεί να πληρώσει μέρος ή και το σύνολο των εξόδων της υπεράσπισής του, καθώς και διαδικαστικά έξοδα. Σε υπόθεση κυπριακής εταιρείας κατά της Βουλγαρίας για μετοχές που αγόρασε η πρώτη κατά την ιδιωτικοποίηση βουλγαρικών διυλιστηρίων, η Βουλγαρία κέρδισε την υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, υποχρεώθηκε να πληρώσει πάνω από 6 εκ. ευρώ για τα έξοδα της υπεράσπισής της, δηλαδή τον μισθό περίπου 1.800 Βούλγαρων νοσοκόμων. Σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO), τα διαιτητικά δικαστήρια τείνουν να μοιράζουν τα διαδικαστικά έξοδα ισότιμα μεταξύ των μερών (τα «μενού» κανόνων διαιτησίας προβλέπουν συνήθως τη δυνατότητα και ενίοτε την υποχρέωση ισότιμου καταμερισμού), και να διατάσσουν το κάθε μέρος να καλύψει τα δικά του έξοδα υπεράσπισης. Αντίθετα όμως με τα κράτη, που καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό από τα ταμεία τους, οι ενάγοντες επενδυτές φροντίζουν να μειώνουν τη ζημία τους, κατ’ αρχήν συνάπτοντας συμφωνίες με τους δικηγόρους τους ότι οι τελευταίοι δεν θα λάβουν πλήρη αμοιβή παρά μόνο αν νικήσουν, αλλά και προσφεύγοντας σε τρίτους χρηματοδότες, οι οποίοι συμμετέχουν στο κόστος προσβλέποντας μετά στη μοιρασιά. Τέλος, πέρα από την αφαίμαξη δημόσιου χρήματος, μια εξίσου σοβαρή συνέπεια των υποθέσεων επενδυτικής διαιτησίας, είναι ότι, πολύ συχνά, τα εναγόμενα κράτη αποφασίζουν να συμβιβαστούν, είτε πριν ακόμα εμπλακούν σε διαιτησία είτε κατά τη διάρκειά της, για να αποφύγουν τις οικονομικές της συνέπειες. Ο συμβιβασμός σημαίνει βασικά αποδυνάμωση της νομοθεσίας τους, προκειμένου να ικανοποιοεί καλύτερα τις ανάγκες των επενδυτών. Σε μια άλλη υπόθεση της Vatenfall κατά της Γερμανίας, για τους περιβαλλοντικούς όρους που επέβαλε η πόλη του Αμβούργου σε μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της εταιρείας για τα λύματά της, η Γερμανία τελικά συμβιβάστηκε, επιβάλλοντας στην εταιρεία χαλαρότερους όρους, που θα επέφεραν βαρύτερη μόλυνση του ποταμού Έλβα. Τέλος, μέχρι να εκδοθεί η διαιτητική απόφαση στην προαναφερόμενη υπόθεση της Philip Morris κατά της Αυστραλίας, η Νέα Ζηλανδία πάγωσε τα σχέδιά της για την υιοθέτηση αντικαπνιστικής νομοθεσίας αντίστοιχης με εκείνη της Αυστραλίας. Έτσι τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει, μεταξύ όλων των άλλων, να περιμένουν τι θα πουν και οι διαιτητές... Και νομοθεσία που έχει υιοθετηθεί από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, θα μπορεί να παραμερίζεται επίσης από τους τελευταίους...
Και μια και τους αναφέραμε, ας δούμε ποιοι είναι τελικά οι διαιτητές... Είναι, όπως θα φανταζόταν κανείς, αδιάβλητοι νομομαθείς; Νομομαθείς μάλλον, αδιάβλητοι σίγουρα όχι. Ακούγεται συχνά στο ποδόσφαιρο ότι ο διαιτητής είναι ο δωδέκατος παίκτης. Στη διεθνή επενδυτική διαιτησία, ο διαιτητής είναι, εναλλάξ, και παίκτης και προπονητής. Και παίζει πάντα επίθεση.
Από τους 15 κορυφαίους διαιτητές στον κόσμο που, σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου (CEO), αναλαμβάνουν το 55% των υποθέσεων, οι περισσότεροι έχουν δουλέψει ή δουλεύουν ακόμα για μεγάλα δικηγορικά γραφεία και πολυεθνικές εταιρείες, είτε ως σύμβουλοι είτε ως μέλη του ΔΣ τους, ενώ ένας υπήρξε κυβερνητικό στέλεχος της δικτατορίας του Πινοσέτ. Οι δε ημερήσιες αμοιβές των διαιτητών μπορεί να φτάσουν μέχρι και 3.000 ευρώ, συν τα έξοδα «εκτός έδρας». Για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια, η αμοιβή του διαιτητή μπορεί να ανέλθει σε μερικά εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη, κανένα από τα διαιτητικά δικαστήρια δεν δεσμεύεται από τη νομολογία του άλλου, ούτε και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς, ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαστηρίου. Γενικότερα, η γνώση του εφαρμοστέου δικαίου, μια και αυτό είναι τόσο ρευστό, δεν είναι και το πιο σημαντικό προσόν ενός διαιτητή. Μεγαλύτερη σημασία έχει να γνωρίζει τα «μυστικά του επαγγέλματος», που αναπαράγονται μέσα στους κλειστούς κύκλους της ελίτ των διαιτητών. Οι διαιτητές προσφεύγουν δε συχνά σε ευρεία ερμηνεία των διατάξεων των συμφωνιών, διευρύνοντας έτσι τις αρμοδιότητες και συνεπώς την εξουσία τους. Σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου, διαιτητής δήλωνε ότι δεν παύει να εκπλήσσεται γιατί οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος δέχεται να υπαχθεί στην εξουσία τριών ιδιωτών που μπορούν βασικά, χωρίς κανέναν περιορισμό, ή ένδικα μέσα, να ανατρέψουν τις αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων, κυβερνήσεων και δικαστηρίων...
Η έρευνα του Παρατηρητηρίου περιγράφει επίσης πώς τα «νομικά αρπακτικά», δηλαδή μια κάστα δικηγόρων, εταίρων σε δικηγορικές εταιρείες-κολοσσούς με έδρες στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπως η Freshfields, η White&Case, η King&Spalding, η K&L Gates κ.λπ., οδηγούν τον χορό στο πλιάτσικο που λέγεται επενδυτική διαιτησία. Οι δικηγορικές εταιρείες διαφημίζουν τακτικά στους πελάτες τους τις ευκαιρίες για να διεκδικήσουν κέρδη για τους μετόχους τους μέσω της επενδυτικής διαιτησίας, σε περιπτώσεις όπως το κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους ή η αλλαγή του καθεστώτος στη Λιβύη. Οι δικηγόροι πληρώνονται έως και 1.000 δολάρια την ώρα για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια. Έτσι, για κάθε υπόθεση, καταλήγουν να απολαμβάνουν αμοιβές πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Οι ίδιοι δικηγόροι αλλάζουν συχνά καρέκλες, παίζοντας ενίοτε τον ρόλο του διαιτητή, ενίοτε τον ρόλο του δικηγόρου των επενδυτών ή των κρατών. Παράλληλα ασκούν πίεση για την υιοθέτηση επενδυτικών συμφωνιών και ρητρών διαιτησίας μέσα σε αυτές, είτε ως λομπίστες είτε ως σύμβουλοι κρατών που διαπραγματεύονται επενδυτικές συμφωνίες. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πολυεθνικών πελατών τους, με τις οποίες μοιράζονται τα κέρδη.
Και η ΕΕ δυναμικά στο παιχνίδι...
Βέβαια δεν είναι μόνο οι λομπίστες που σπρχνουν τα κράτη στη σύναψη συμφωνιών, από τις οποίες μόνο ζημίες μπορούν να προσδοκούν. Το 2010 η Επιτροπή σημείωνε ότι οι διαιτητικές ρήτρες αποτελούν τόσο εδραιωμένο τρόπο επίλυσης αποφάσεων στις σχέσεις κρατών-επενδυτών, που η απουσία τους «θα αποθάρρυνε πράγματι τους επενδυτές και θα καθιστούσε την οικονομία της χώρας υποδοχής λιγότερο ελκυστική σε σχέση με άλλες». Και υπάρχουν βέβαια και κυβερνήσεις που δεν χρειάζεται καν να ακούσουν την ΕΕ να τους το λέει, ξέρουν ήδη καλά το ποίημα.
Ας σημειωθεί ότι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες υπάρχουν και μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ. Κατά την έρευνα του Διεθνικού Ινστιτούτου (TNI), ενός προοδευτικού think tank, σε σύνολο 51 ενδο-ΕΕ υποθέσεων διαιτησίας, στις 50 εναγόμενα ήταν κράτη-μέλη που ανήκαν στο πρώην ανατολικό μπλοκ (The case of intra-EU Bilateral Investment Treaties). Έτσι η αποικιοκρατία συνεχίζεται, και εντός της ΕΕ. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο έχουν κατά καιρούς πει οτι οι ενδο-ΕΕ επενδυτικές συμφωνίες αποτελούν ανωμαλία στην εσωτερική αγορά και πρέπει βαθμιαία να καταργηθούν, αλλά δεν φαίνεται να επείγονται, πόσο μάλλον όταν μια διαιτητής τούς προειδοποιεί ότι τυχόν προσπάθειες να δημιουργηθούν συνθήκες ισότιμου παιχνιδιού για τις επενδύσεις στην Ευρώπη «θα οδηγήσουν τους επενδυτές εκτός ΕΕ»! Οι διαιτητές φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησαν στις αποφάσεις τους το κύρος των ενδο-ΕΕ συμφωνιών. Η Σλοβακία πρόσφατα υποχρεώθηκε να πληρώσει μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση και δικαστικά έξοδα σε ολλανδική εταιρεία ασφάλισης υγείας, για μέτρα που αφορούσαν το κλείσιμο της αγοράς υγείας της, ενώ η ολλανδική κυβέρνηση είχε υποβάλει παρατηρήσεις με τις οποίες στήριζε την εταιρεία.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγεται ένα καινούριο στοιχείο: η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε πλέον νέα αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, τις «άμεσες ξένες επενδύσεις» (άρθρο 207 της ΣΛΕΕ). Μέχρι τώρα η Επιτροπή διαπραγματευόταν εμπορικές συμφωνίες αποικιοκρατικού τύπου με τρίτες χώρες, για να ανοίξουν τις αγορές τους στις ευρωπαϊκές εταιρείες. Πλέον με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι εμπορικές συμφωνίες νέας γενιάς (CETA) θα περιέχουν και ειδικές διατάξεις για τις επενδύσεις, και αντίστοιχα για την επίλυση των διαφορών μέσων διαιτησίας. Η διάταξη αυτή είχε γίνει αντικείμενο σκληρών ενστάσεων από ορισμένα κράτη-μέλη, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, κατά τη σύνταξη της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ. Στα μεταγενέστερα όμως κείμενα, μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας, πέρασε στα ψιλά. Στη συνέχεια, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, προσπαθώντας να περισώσει κάποιες εθνικές αρμοδιότητες στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων, στην απόφασή του επί της Συνθήκης της Λισαβόνας, σημείωσε ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ στις άμεσες επενδύσεις πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά.
Από την άλλη, η υπαγωγή σε διαιτητικά δικαστήρια διαφορών που θα αφορούν μεταξύ άλλων την ερμηνεία, και ενδεχομένως την ισχύ, του ευρωπαϊκού δικαίου δεν φαίνεται να ενθουσιάζει ούτε το ΔΕΕ. Το Δικαστήριο έχει υπερασπιστεί σθεναρά στο παρελθόν τον ρόλο του ως ενός είδους ομοσπονδιακού δικαστηρίου της ΕΕ, προωθώντας ενεργά την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Υπό αυτήν την έννοια και όχι για κανέναν πιο ουσιαστικό λόγο, έχει αντιμετωπίσει τη διαιτησία με καχυποψία αν όχι εχθρικά. Έχει αρνηθεί να δεχτεί ερωτήματα για αυθεντική ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου απο διαιτητικά όργανα, που δεν τα θεωρεί δικαστήρια, παρά μόνο αν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως π.χ. υποχρεωτική δικαιοδοσία, ενώ έχει δείξει την πόρτα και στο διαιτητικό όργανο του ΠΟΕ, αν και τελευταία δείχνει κάπως να χαλαρώνει. Ειδικά όσον αφορά τη διαιτησία μεταξύ κρατών-μελών, στην υπόθεση Mox Plant το ΔΕΕ είχε αποφασίσει, κάνοντας αναφορά και στη νομολογία, ότι η Ιρλανδία δεν επιτρεπόταν να προσφύγει σε διεθνή διαιτησία για το δίκαιο της θάλασσας, διότι θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της έννομης τάξης της ΕΕ. To δικαστήριο είπε επίσης ότι μόνο το ίδιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει (Kompetenzkompetenz) ποιες διατάξεις εμπίπτουν στα πεδία δράσης της ΕΕ, και άρα εντός της αρμοδιότητάς του, εξαιρώντας τις έτσι από οποιοδήποτε άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Μέχρι σήμερα, βέβαια, το ΔΕΕ δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί κατά πόσον οι προβλέψεις για επίλυση μέσω διαιτησίας των διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ή των συμφωνιών νέας γενιάς, είναι σύννομες με βάση τις Συνθήκες ή όχι, δηλαδή κατά πόσον ένας επενδυτής από τρίτη χώρα μπορεί, χωρίς να παραβιάζει το νομικό οικοδόμημα της ΕΕ, να της επιτεθεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Αλλά έχοντας υπ’ όψιν τη στάση του σε άλλες περιπτώσεις, όπου κλήθηκε να ζυγίσει ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου απέναντι στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (π.χ. πρόσφατη υπόθεση Pringle), δεν θα πρέπει να περιμένουμε και πολλά διλήμματα...
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά όργανα, το μόνο πρόβλημα με την επενδυτική διαιτησία είναι η σύγκρουση συμφερόντων που έχουν συχνά οι διαιτητές. Το 2011 το Ευρωκοινοβούλιο είχε ψελλίσει κάτι για τη σύγκρουση συμφερόντων των διαιτητών στο Ψήφισμά του για τη μελλοντική πολιτική διεθνών επενδύσεων της Ευρώπης, ενώ παράλληλα τόνιζε ότι «η προστασία όλων των επενδυτών της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει πρώτη προτεραιότητα των συμφωνιών επενδύσεων».
Υποτίθεται επιπλεόν ότι το ΔΕΕ δεν θα δεχόταν ποτέ μια απόλυτα ελεύθερη επιλογή διαιτητών από τα μέρη. Έτσι οι ιδέες που κυκλοφορούν από την Επιτροπή για τη μελλοντική επενδυτική διαιτησία της ΕΕ είναι να συνταχθεί λίστα με διαιτητές που θα πληρούν κάποια εχέγγυα αντικειμενικότητας, να γίνει η διαδικασία πιο διαφανής, να υπάρχουν ένδικα μέσα, και γενικότερα μεγαλύτερος βαθμός νομικής ασφάλειας. Και το λύσαμε το πρόβλημα.
Το κράτος μέλος σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα συμμετέχει καν στη διαδικασία διαιτησίας, δηλαδή η ΕΕ θα είναι το μόνο εναγόμενο μέρος, παρόλο που το κράτος-μέλος θα κληθεί κατόπιν να πληρώσει το λογαριασμό. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, μετά και την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου στις 23.05.2013, ο κανονισμός για την οικονομική ευθύνη σε σχέση με υποθέσεις διαιτησίας για επενδυτικές διαφορές, στις οποίες η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Προβλέπεται έτσι ότι η ΕΕ μπορεί να είναι συν-εναγόμενη με το κράτος, όταν η υπόθεση εγείρει ζητήματα ευρωπαϊκού δικαίου. Κατά το άρθρο 9§2 της πρότασης, με την οποία συμφώνησε στην ουσία και το Ευρωκοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει από το κράτος μέλος να λάβει μια συγκεκριμένη θέση σε σχέση με νομικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαφοράς ή με οποιοδήποτε άλλο νομικό ζήτημα, η διευθέτηση του οποίου ενδέχεται να επηρεάσει τη μελλοντική ερμηνεία της συγκεκριμένης συμφωνίας ή άλλων συμφωνιών. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα πηγαίνουν απλά στο σφαγείο, αλλά θα είναι και δεμένα χειροπόδαρα.
Και για να δούμε λίγο καλύτερα τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, ας πάρουμε το όχι τυχαίο παράδειγμα της εμπορικής συμφωνίας που διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή η Επιτροπή με τον Καναδά (τέτοιες συμφωνίες είναι επίσης υπό διαπραγμάτευση με την Ινδία, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία και, πολύ σύντομα, και με τις ΗΠΑ). Η συμφωνία με τον Καναδά λοιπόν, που αναμένεται να υπογραφεί απο την Επιτροπή το καλοκαίρι, θα περιέχει, για πρώτη φορά ρήτρα διαιτησίας κατά της ΕΕ όσον αφορά επενδυτικές απαιτήσεις των καναδέζικων εταιρειών. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί τι θα σκεφτεί να κάνει η Ελντοράντο, εάν παρ’ ελπίδα μια μέρα μια ελληνική κυβέρνηση, αποφασίσει ότι θελήσει να βάλει τέλος στις εξορύξεις στη Χαλκιδική. Το Παρατηρητήριο μεταλλευτικών δραστηριοτήτων παρατηρούσε πρόσφατα, σε σχέση με την προγραμματιζόμενη συμφωνία, ότι εάν η ρήτρα διαιτησίας τελικά συμπεριληφθεί στην εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Καναδά, «θα καταλήξει να είναι ένας αδιαφανής τρόπος για την παράκαμψη της δημοκρατίας» (Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων). Γίνεται λοιπόν λίγο πολύ εμφανές ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση η οποία βασίζεται στοιχειωδώς στο λαϊκό-εργατικό κίνημα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να έρθει σε ρήξη με τους μηχανισμούς διαιτησίας, τις επενδυτικές συμφωνίες, την ΕΕ, τον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και όλο το σύστημα εμπορικών σχέσεων μεταξύ κρατών, για να στηθεί στη συνέχεια ένα εναλλακτικό μοντέλο διεθνούς εμπορίου σε βάση ισοτιμίας. Η Αυστραλία δήλωσε πρόσφατα ότι δεν θα περιλάβει ξανά ρήτρες διαιτησίας σε επενδυτικές συμφωνίες. Η Βολιβία, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα αποσύρθηκαν από το Διεθνές Κέντρο επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Εμείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου