Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Μόρφω Μπεληγιάννη: Η πέμπτη «του λύκου» ή αλλιώς εργαζόμενος με μπλοκάκι

Όσοι έχουν περάσει χρόνια ή έστω μήνες της ανήλικης ή ενήλικης ζωής τους στα ωδεία είναι πολύ πιθανό να θυμούνται ότι τα περισσότερα εγχειρίδια ιστορίας και θεωρίας της μουσικής δεν παραλείπουν να υπογραμμίζουν την κομβική σημασία του «συγκερασμού» στην αρμονία της μουσικής. Σταθμός στη διαδικασία της εναρμόνισης υπήρξε ο μερικός συγκερασμός, ο οποίος, αν και είχε ήδη επιλύσει μια σειρά αρμονικών διαφωνιών, εξακολουθούσε να παρουσιάζει ένα βασικό κουσούρι: η απόσταση μεταξύ δύο τονικών φθόγγων ήταν μεγάλη και έτσι, όταν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ένα διάστημα πέμπτης (σολ δίεση – ρε δίεση), αυτό να είναι έντονα «φάλτσο». Το ενοχλητικό και παράταιρο αυτό διάστημα έχει καταγραφεί στα «κιτάπια» της μουσικής ιστορίας ως πέμπτη «του λύκου». Ο πλήρης μουσικός συγκερασμός δεν άργησε όμως να ολοκληρωθεί, προκειμένου αφενός να αρθεί και αυτό το κακόηχο μουσικό διάστημα και αφετέρου να γεννηθούν τονικότητες αρμονικές. 

Συγκρατώντας μέρος της προαναφερόμενης μουσικής ορολογίας και επιχειρώντας ένα μεθοδολογικό άλμα, ο μερικός συγκερασμός θα μπορούσε ίσως να αντιστοιχεί στον σκληρό πυρήνα της εργατικής νομοθεσίας, ο πλήρης στον πρόσφατο φορολογικό Ν. 4110/18-1-2013 και των παρελκόμενων Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και ερμηνευτικών εγκυκλίων και η «φαλτσαδούρα» των δύο μουσικών φθόγγων του διαστήματος της πέμπτης στη διαφωνία που παράγεται από την τεράστια απόσταση που χωρίζει τον εργαζόμενο/«μπλοκάκια»/εργάτη με δελτίο παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών από τον ελεύθερο επαγγελματία/εργοδότη/επιχειρηματία/αφεντικό. Η απόσταση αυτή στη μουσική ορίζεται με έναν ουδέτερο και «φυσικό» τρόπο ως «διάστημα», στο εργατικό δίκαιο με τον όρο «εξάρτηση ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας», στη φορολογική νομοθεσία ως «εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες», στον δε Κάρολο ως «μισθωτή εργασία» ενώ για έναν άλλο Καρλ, «Αγνοούμενο», η απόσταση αυτή εδράζεται σε θέσεις και σχέσεις ταξικές.

Η τονικότητα των εργαζομένων με μπλοκάκι
Η αρχή της ενότητας στην εφαρμογή των κανόνων της εργατικής νομοθεσίας σύμφωνα με την οποία «το εργατικό δίκαιο εφαρμόζεται στον εργαζόμενο με μοναδική προϋπόθεση ότι έχει την ιδιότητα αυτή», αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί μια απόπειρα θεωρητικού συγκερασμού των εννόμων σχέσεων που δημιουργούνται άμεσα ή έμμεσα από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και από τη σχέση εργασίας γενικότερα. Στο προστατευτικό δηλαδή σύνολο κανόνων του εργατικού δικαίου εμπίπτει το μαγικό υποκείμενο το οποίο διαθέτει τη μυστηριώδη «ιδιότητα» του εργαζομένου, το μυστήριο της οποίας μάλλον έγκειται στο γεγονός ότι «κουνώντας χαριτωμένα τη μύτη του» παράγει για κάποιους μακρινούς άλλους αγαθά και προσφέρει υπηρεσίες… Καθώς λοιπόν η εργασία καθίσταται «ιδιότητα», η ανεξαρτησία ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της, συνιστά τελικά άρνηση αυτής, αφού «εκείνος που συμφωνεί να παρέχει την εργασία του με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δεν γίνεται υπάλληλος ή εργάτης του αντισυμβαλλομένου/εργοδότη αλλά παραμένει ανεξάρτητος/ελεύθερος επαγγελματίας, ο δε αντισυμβαλλόμενός του δεν αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη αλλά γίνεται πλέον πελάτης αυτού». Επειδή όμως η κατασκευή των προαναφερόμενων «εύηχων», αφαιρετικών νομικών σχημάτων απέχει από την τρέχουσα εργασιακή συνθήκη, οι «μπλοκάκηδες» «φαλτσάρουν» όταν συμψηφιστικά αποκαλούνται ελεύθεροι επαγγελματίες, συνάδελφοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί συνεργάτες, αφεντικά τελικά του εαυτού τους, αφού εδώ και χρόνια αποτελούν κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας, εργαζόμενοι σε καθεστώς υποκρυπτόμενης εξαρτημένης εργασίας – αν όχι σε συνθήκες μαύρης εργασίας. Η τελευταία περίπτωση, παρότι «καθεστώς» και μάλιστα κυρίαρχο, παραμένει (;) «οριακή» για τη θεωρία του εργατικού δικαίου ώστε τελικά η διαπίστωση ύπαρξής της να είναι αποτέλεσμα μιας ad hoc νομολογιακής ερμηνείας, η οποία, αν και γεννά προηγούμενο, παραμένει ωστόσο ερμηνεία ειδικά
εντετοπισμένη.

Ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, κατά τη γνωστή ρήση των γενικών αρχών του αστικού δικαίου, συναντά καθημερινά τον «μπλοκάκια» πουθενά αλλά και παντού… όταν επισκέπτεται συντετριμμένος επιφανές δικηγορικό γραφείο για την αγωγή διαζυγίου, όταν η αδιαθεσία των καλοκαιρινών διακοπών στα Τζουμέρκα τον αναγκάζει να ζητήσει βοήθεια στο Κέντρο Υγείας του Δήμου Πραμάντων, όταν θέλει να μεταφράσει το πτυχίο και μεταπτυχιακό του τέκνου του για τη συμμετοχή του σε προκήρυξη του ΑΣΕΠ, όταν το πρωί ενημερώνεται από την αγαπημένη του διαδικτυακή σελίδα, όταν μυείται τηλεοπτικά στην τέχνη του food styling, όταν ως φοιτητής παρακολουθεί ταχύρρυθμα τμήματα εκμάθησης μιας δεύτερης ξένης γλώσσας που διδάσκεται δωρεάν σε κεντρικό πολυφροντιστήριο, όταν σπεύδει να «τακτοποιήσει» τους ημιυπαίθριους χώρους και τις αυθαίρετες κατασκευές της πατρικής του οικίας, όταν την Κυριακή, μετά από πολύμηνη αναμονή, βρίσκει στη «μαύρη» εισιτήρια για τη θεατρική παράσταση-γεγονός της χρονιάς, όταν στις 15.30, αποχωρώντας από τη δημόσια υπηρεσία στην οποία εργάζεται, περπατάει στις μύτες των ποδιών του για να μην πατήσει στα σφουγγαρισμένα…

Αν και οι ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργαζόμενοι με μπλοκάκι λοιπόν εμφανίζουν μια διακλαδική διάχυση (δημοσιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, τεχνικοί, εκπαιδευτικοί, μεταφραστές, επιμελητές, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενοι σε δομές ψυχικής υγείας, ερευνητές) που ομοιάζει στην ατονικότητα ενός free-lancer κατά τη δωδεκαφθογγική μουσική «πρωτοπορία», παρ’ όλα αυτά οι ολοένα αυξανόμενες υποχρεώσεις τους απέναντι σε κράτος και κεφάλαιο συντείνουν στην ύπαρξη ενός κοινού τονικού κέντρου, της μισθωτής εργασίας με μηδενικά δικαιώματα.

Η ελαφρότητα με την οποία «τσουβαλιάζονται» στο σχήμα του ελεύθερου επαγγελματία αντιδιαστέλλεται στη γήινη, πραγματική συνθήκη σύμφωνα με την οποία το αντικείμενο της εργασίας, οι προθεσμίες παράδοσης του όποιου έργου και η αμοιβή τίθενται μονομερώς από τον ελεύθερο επαγγελματία/«συνάδελφο»/εργοδότη της άλλης πλευράς. Το δε περίφημο προνόμιο του ελεύθερου επαγγελματία, η «ανάπτυξη πρωτοβουλίας», για τον εργαζόμενο με μπλοκάκι συνεπάγεται ένα και μόνο πράγμα, ανοιχτό ωράριο εργασίας μέχρι «να βγει η δουλειά». Σε αυτό το πλαίσιο «συνεργασίας και συναδελφικότητας», ο εργοδότης δεν υποχρεούται στην υπογραφή σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, στην καταβολή των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ), στην καταβολή της όποιας αποζημίωσης απόλυσης δικαιούται ο εργαζόμενος σήμερα, στην παροχή επιδόματος και αποζημίωσης αδείας, δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, άδεια μητρότητας και λοχείας. Το δε δικαίωμα στην απεργία, για όσους υποχρεωτικά εγγράφονται σε συντεχνιακά μορφώματα (Δικηγορικοί Σύλλογοι, ΤΕΕ κ.ά.) βαφτίζεται «αποχή», αποφασίζεται κατόπιν πρωτοβουλίας των εργοδοτών και σίγουρα δεν διακόπτει λεπτό την παραγωγή, αφού ο εργαζόμενος με μπλοκάκι «επιτάσσεται» καθημερινά με «φύλλο πορείας» προς την ανεργία.

Το «καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο»
Στη συγκυρία «μείωσης του κόστους απασχόλησης» ή με απλά λόγια υποτίμησης της εργασιακής δύναμης όταν αυτή «περισσεύει» στο κεφάλαιο, η κανονικοποιημένη μισθωτή εργασία των πάλαι ποτέ Ν. 2112/1920, 3198/1955 κ.ά. έχει «ελαστικοποιηθεί» από την «ευέλικτη» πολυνομοθεσία της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και μερικής απασχόλησης (Ν. 3846/2010, N. 3986/2011), της εκ περιτροπής εργασίας (Ν. 3899/2010), της μείωσης του χρόνου καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και επομένως της κοστολόγησης της αποζημίωσης απόλυσης (Ν. 3863/2010), της διευκόλυνσης στην ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου (Ν. 3986/2011), της διαθεσιμότητας και εφεδρείας (Ν. 4024 /2013).

Σε αυτή τη διαρκώς κλιμακούμενη αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων, ο πρόσφατος φορολογικός Ν. 4110/2013 (άρθρο 1,§2) νομιμοποιεί και θεσμοθετεί την εξαρτημένη εργασία με δελτίο παροχής υπηρεσιών, κρίνοντας ότι έφτασε επιτέλους η ώρα να την ανασύρει από την «αφάνεια».[1] Πλέον όσοι εργαζόμενοι με μπλοκάκι «[…] αα) Έχουν έγγραφη σύμβαση με τα φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες τους, και ββ) Τα φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν τα τρία (3), ή εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθαρίστων εσόδων του εισοδήματος από ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες αυτές» θα φορολογούνται για εισοδήματά που προέρχονται από «ελευθέριο επάγγελμα» με τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή 22 %[2] που ισχύει για εισοδήματα από «μισθωτές υπηρεσίες», θα διατηρούν την έκπτωση φόρου των μισθωτών ύψους 2.100 ευρώ, θα καταβάλλουν όμως ταυτόχρονα το μειωμένο τέλος επιτηδεύματος των 500 ευρώ (αντί 650), φυσικά ΦΠΑ 23 % και παρακράτηση φόρου 20%. Ο «πλήρης» συγκερασμός είναι σχεδόν γεγονός, με κράτος και κεφάλαιο να συμφωνούν ότι ο εργαζόμενος με δελτίο παροχής υπηρεσιών αρκεί να αρνηθεί την «ιδιότητά» του αυτή υπογράφοντας μια οιουδήποτε τύπου «έγγραφη σύμβαση», προκειμένου να φορολογηθεί ως εργαζόμενος. Η προϋπάρχουσα σχέση εξάρτησης από τον εργοδότη επικυρώνεται και επιτείνεται, καθώς η όποια φοροελάφρυνση μετακυλίεται στη διακριτική ευχέρεια υπογραφής έγγραφης σύμβασης εκ μέρους του εκάστοτε εργοδότη.

Το νέο άνοιγμα στην αγορά εργασίας συνεπικουρείται από τη φορολογική νομοθεσία χωρίς ένοχα μυστικά, οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι συγκροτούν κανονικά και με τον νόμο μια νέα κατηγορία, ενώ για όσους… δεν αντέξουν για πολύ να εργάζονται με μπλοκάκι, η ερμηνευτική εγκύκλιος ΠΟΛ. 1004/04-01-2013 του Υπουργείου Οικονομικών[3] υπαινίσσεται τη μαύρη εργασία, αφού πλέον για την παροχή υπηρεσιών από υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών (δηλαδή πρώην επιτηδευματία) σε άλλο υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών… δημόσιο, ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή επιτροπή ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα… για την άσκηση του επαγγέλματός τους… κατά περίπτωση εκδίδεται τιμολόγιο αθεώρητο, τουλάχιστον διπλότυπο. Η καταληκτική αυτή φορολογική «παύση» στην υποχρέωση τήρησης θεωρημένου δελτίου παροχής υπηρεσιών έναντι τόσο του Δημοσίου όσο και των λοιπών νομικών προσώπων και πλείστων άλλων εργοδοτών συνιστά για όλους τους παραπάνω μια «ανάσα», αφού πλέον οι εργαζόμενοι χωρίς μπλοκάκι, υφίστανται την επιπλέον αφαίρεση της διεκδίκησης του δικαιώματος ασφάλισης. Η διπλή αφαίρεση συνεπάγεται διπλή «ανακούφιση», οι μεν εργαζόμενοι με μπλοκάκι δεν απαιτείται (καθότι αδυνατούν) να είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμεροι, οι δε εργοδότες μπορούν να «σφυρίζουν ανέμελα», καθότι απαλλάσσονται επιτέλους από την έως και σήμερα εν τοις πράγμασι παροπλισμένη υποχρέωσή τους για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Με τη φορολογική απελευθέρωση και αυτού του «πλήκτρου» λοιπόν, πέφτει το πνιγείο ή σουρντίνα και σταματά η δόνηση της χορδής…

Οι τονικότητες είναι πλέον συγκερασμένες, καθώς η αρμονία στην παραγωγή «όλους τους χρειάζεται», το «φάλτσο» έχει αρθεί και ο εργαζόμενος με μπλοκάκι «επειδή τη στιγμή εκείνη δεν του ερχόταν τίποτα καλύτερο στο μυαλό, είπε το όνομα με το οποίο τον φώναζαν στις τελευταίες του δουλειές: “Νέγρος”».[4]

* * *

Σημειώσεις

1. Χαρακτηριστική είναι η σχιζοειδής αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 4110/2013, όπου ρητά αναφέρεται ότι: «Με την §2 του άρθρου αυτού προστίθεται προτελευταίο εδάφιο στην §1 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με το οποίο ορίζεται ότι εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται και το εισόδημα από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις».^

2. Ο συγκεκριμένος νόμος, μειώνοντας τις φορολογικές κλίμακες, προβλέπει ως πρώτη κλίμακα φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, γενικώς και αδιακρίτως, 26% από 1-50.000 ευρώ. Εξαιρούνται οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας οι οποίοι για τα 3 πρώτα έτη θα φορολογούνται με συντελεστή 13% έως το ποσό των 10.000 ευρώ. Το τέλος επιτηδεύματος αυξάνεται στο ποσό των 650 ευρώ και καταργείται για τους ελεύθερους επαγγελματίες το έως σήμερα αφορολόγητο των 5.000 ευρώ.^

3. «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 της υποπαραγράφου Ε1 της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222 ) περί του «Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών».^

4. Φράντς Κάφκα, Ο Αγνοούμενος (Αμερική), Ροές, Αθήνα 2004, σ. 354.^

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου