Το βιβλίο του Ντέιβιντ Χόροβιτς The Free World Colossus: A Critique of American Foreign Policy in the Cold War κυκλοφόρησε στα ελληνικά σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέσσερεις δεκαετίες έχουν περάσει από τότε και η έκδοση του Κάλβου με τον διεισδυτικό τίτλο Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ: ανατομία της διεθνούς πολιτικής ζωής (1945-1967) αποτελεί σημείο αναφοράς σε μεταπολιτευτικές βιβλιοθήκες και πάγκους υποψιασμένων παλαιοβιβλιοπωλών. Οι 600 τόσες σελίδες του φοβερού παιδιού της Νέας Αριστεράς αναδείχθηκαν σε δημοφιλές ανάγνωσμα, καθώς παρείχαν στο ελληνικό κοινό μία εκ των έσω κριτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού· διόλου συμπτωματικά το 1975, οι εκδόσεις Λιβάνη εξέδωσαν την κατάτι παλαιότερη προσέγγιση του συγγραφέα για το ίδιο θέμα κάτω από τον τίτλο Ιμπεριαλισμός και επανάσταση.[1]
Οι δύο αυτές ταυτόχρονες εκδόσεις συνιστούν τις μοναδικές εμφανίσεις του πολυσχιδούς έργου του Χόροβιτς στα ελληνικά. Δεν πρόκειται για παραδοξότητα αλλά για προϊόν αμηχανίας έναντι της μεταμόρφωσης του ανατόμου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε διαπρύσιο υπερασπιστή του. Ο Ντέιβιντ Χόροβιτς, ο επισκέπτης της καστρικής Κούβας, στην οποία αναζητούσε ένα υπόδειγμα κοινωνικής οργάνωσης μακριά από τα γραφειοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής, και μετέπειτα συνοδοιπόρος των Μαύρων Πανθήρων, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 έχει αναδειχθεί σε ιθύνοντα νου ενός εκτεταμένου δικτύου ιδεολογικού και πολιτικού ακτιβισμού του Αμερικανικού νεοσυντηρητισμού. Ανάμεσα στις δραστηριότητες του Horowitz Freedom Center, του βασικού παρατηρητηρίου που έχει οργανώσει ο ίδιος, ξεχωρίζει η διαδικτυακή βάση δεδομένων Discover the Networks: a guide to the political Left (www.discoverthenetworks.org), που καταγράφει τις ποικίλες εκφάνσεις του πολιτικού ριζοσπαστισμού προκειμένου να καταπολεμήσει την «επιρροή [της αριστεράς] στην κοινή γνώμη» – ποιός αλήθεια είναι καταλληλότερος για κάτι τέτοιο;
Η μεταμόρφωση του Ντέιβιντ Χόροβιτς δεν υπήρξε σιωπηλή. Άλλωστε η πορεία του, ήδη από τα χρόνια της Νέας Αριστεράς, είναι κατάστικτη από συγκρούσεις και ρήξεις. Το 1987 υπήρξε εκ των βασικών οργανωτών του Second Thoughts Conference, μιας συνάντησης εκπροσώπων του αμερικανικού 1968 που έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον και οργανώθηκε γύρω από την παραδοχή ότι ανήκαν σε μια «καταστροφική γενιά».[2] Με τρόπο που δεν επιδεχόταν παρερμηνείες, το συνέδριο είχε ως κύριο άξονα την κατάσταση στη Νικαράγουα· στη δίνη του σκανδάλου Contragate, που είχε στριμώξει το επιτελείο του προέδρου Ρήγκαν, το συνέδριο ενέκρινε την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή και την υποστήριξη στους αντιπάλους των Σαντινίστας. Στη συνέχεια, ο Ντέιβιντ Χόροβιτς περιόδευσε στη Λατινική Αμερική, τον γενέθλιο τόπο του αμερικανικού αντιιμπεριαλισμού της δεκαετίας του ’60, επισκεπτόμενος τη Νικαράγουα στο πλαίσιο μιας προπαγανδιστικής αποστολής για τη μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης υπέρ των ενόπλων
Κόντρας. Η ταλάντωση του Χόροβιτς υπενθυμίζει ότι εκτός από τις συνήθεις διαδρομές, από τις τάξεις της οργανωμένης αριστεράς προς τις μεταρρυθμιστικές εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας, υπάρχουν και πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές – υπενθύμιση χρήσιμη για όλους, εκτός ίσως από τους κουραστικούς ξερόλες της εγχώριας αριστεράς που ενδόμυχα συνδέουν την πορεία του Χόροβιτς με το γεγονός ότι γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και άρα ήταν εκ προοιμίου παίγνιο στα χέρια μυστικών υπηρεσιών και κοινωνικών νομοτελειών.
Στην ελληνική μεταπολιτευτική δημόσια συζήτηση, το αριστερό «παρελθόν» υπήρξε καθοριστικό στοιχείο κοινωνικών και πολιτικών στοιχίσεων. Η λειτουργία της γενικής γραμματείας Νέας Γενιάς στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η πορεία των εργοστασιακών σωματείων υπό την ηγεμονία των συνθημάτων της αυτοδιαχείρισης, η παρουσία των εκπροσώπων της εαμικής αντίστασης στα κοινοβουλευτικά έδρανα και οι διαδρομές των προβεβλημένων εκπροσώπων της κομμουνιστικής αριστεράς –από το σοφό παιδί Μίμη έως τη γνωστή σε όλους Μαρία– αποτελούν εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου: της ικανότητας του ΠΑΣΟΚ να επικοινωνεί με το ιστορικό φορτίο της αριστεράς αλλά και με τις ριζοσπαστικότερες εκδοχές του αντιδικτατορικού αγώνα.
Η γενίκευση αυτής της τάσης μετά το 1989 συνήθως ερμηνεύτηκε στο πλαίσιο των εξελίξεων στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη. Η ανάγνωση αυτή, ορθή εν μέρει, υποτιμά ότι η μεταστροφή δυναμικών τμημάτων της ελληνικής αριστεράς προς το εκσυγχρονιστικό σύμπαν συνδέθηκε με έναν ταυτόχρονο αναπροσανατολισμό της «συνεπούς» αριστεράς έναντι του ερωτήματος της εξουσίας. Η δεκαετία του ’90 σημαδεύτηκε από τη ρήξη με μια μακρά παράδοση – δράσης και σκέψης– στην οποία η αριστερά συνδεόταν με τη διαχείριση της εξουσίας σε επιμέρους κοινωνικά πεδία, από την τοπική αυτοδιοίκηση έως την πανεπιστημιακή συνδιοίκηση και από τα εργατικά σωματεία έως τους εθνοτοπικούς συλλόγους. Η απόφαση της μετά-1989 αριστεράς να αρνηθεί τη διαχείριση της εξουσίας ως αντίρροπο στην προϊούσα ενσωμάτωσή της, απελευθέρωσε κοινωνικές δυνάμεις που είχαν διαποτιστεί με την αντίληψη ότι η πολιτική πρακτική είναι συνώνυμη με τον στόχο της κατάληψης της εξουσίας – ξεκινώντας από τους επιμέρους κρίκους του μικροεπιπέδου έως το διαρκώς αναβαλλόμενο όραμα του μακρόπνοου κοινωνικού μετασχηματισμού.
Μια ματιά στα φυλλάδια υποψηφίων στις εκλογικές αναμετρήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, σε συνεντεύξεις κυριακάτικων ενθέτων, σε παρουσιάσεις βιβλίων μαρτυρεί την πυκνότητα των φευγαλέων αναφορών στις «αριστερές καταβολές» υπό στερεότυπες συντάξεις «στρατεύτηκε στην αριστερά» και «πρωταγωνίστησε στο αντιδικτατορικό κίνημα» ή, για τους πιο συστηματικούς, «διετέλεσε μέλος του γραφείου σπουδάζουσας» και άλλους, απειράριθμους, συνδυασμούς εμπειριών. Στη στερεότυπη δημοσιογραφική ερώτηση «νιώθετε ακόμα αριστερός» – εφόσον προϊόντος του χρόνου στη σοσιαλιστική μας πατρίδα η αριστερά μεταφράζονταν στο ισοδύναμο ενός αισθήματος– η απάντηση υπάκουε σε μια προκαθορισμένη αρμονία: αν αριστερά σημαίνει η ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα και η επιθυμία της αλλαγής αυτών, ναι παραμένω αριστερός. Το πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Μπίστη Προχωρώντας και αναθεωρώντας συμπυκνώνει τη συλλογιστική αυτή και ταυτόχρονα αποτελεί την πρώτη συστηματική απόπειρα αναμέτρησης των μεταπολιτευτικών «πρώην» με τις κατοπινές επιλογές τους.[3]
Τον Φεβρουάριο του 2011, το Βήμα της Κυριακής φιλοξένησε τον στενό συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά και εκ των ιδρυτικών στελεχών του Δικτύου 21, Χρύσανθο Λαζαρίδη, η πολιτική διαδρομή του οποίου ανάγεται στα χρόνια της δικτατορίας στις τάξεις του κομμουνιστικού κινήματος. Η απάντησή του στην εθιμοτυπική ερώτηση του δημοσιογράφου του Βήματος Άρη Ραβανού για το αν είναι «φυσιολογικό» ένας «πρώην “Ρηγάς”» να ανήκει στο «εθνικοπατριωτικό τόξο» ο Λαζαρίδης φρόντισε να αντιστρέψει ευφυώς την ερώτηση καταδεικνύοντας την απόστασή του από το μεταπολιτευτικό «φυσιολογικό»: «Θα ήταν πιο... “φυσιολογικό” να είχα προσχωρήσει στο ΠαΣοΚ; Θα ήμουν πιο “πολιτικώς ορθός” έτσι;».[4] Η απάντηση αυτή δεν μαρτυρά μόνο έναν εύστροφο συνομιλητή. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης σήμερα εκπροσωπεί την πιο δυναμική εκδοχή των πολιτικών μεταμορφώσεων της μεταπολιτευτικής αριστεράς, καθώς συνδέεται με τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού χώρου που αποσκοπεί στην περιθωριοποίηση της αριστεράς και στην επικράτηση ενός νεοσυντηρητικού ρεύματος που θα παραμερίσει τα συναισθηματικά τσαλαβουτήματα της μεταπολιτευτικής συναίνεσης.
Η περίπτωση του Λαζαρίδη εμφανίζει ορισμένες ενδιαφέρουσες παραλληλίες με τον Χόροβιτς στην διαδρομή από τη Νέα Αριστερά στη νεοσυντηρητική σκέψη. Τα πρόχειρα δημοσιογραφικά βιογραφικά επιμένουν στην παρουσία του στο ΚΚΕ εσωτερικού και όχι στην ακατάληπτη για τους πολλούς Β΄ Πανελλαδική, παρότι η τελευταία αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη οργανωμένη εκδοχή της ελληνικής Νέας Αριστεράς, υπό το πρίσμα των ιδεολογικών της αναζητήσεων αλλά και της ρήξης με τους παραδοσιακούς φορείς του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ανήκει στη συνδετική γενιά μεταξύ του αντιδικτατορικού αγώνα και των μεταπολιτευτικών προσδοκιών, όντας αντιπρόεδρος της ΕΦΕΕ έως και το 1980· η κόπωση αυτής της γενιάς στο γύρισμα της δεκαετίας του ’70 –με σημείο καμπής ίσως την πορεία του Πολυτεχνείου του 1980– υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση των ισορροπιών στο εσωτερικό της αριστεράς, αλλά και στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Στην εποχή των μεγάλων αποφάσεων –όπου το ερώτημα του βιοπορισμού συναντούσε το επαναστατικό αδιέξοδο του «τώρα τι;»– ο Λαζαρίδης εγκαινίασε τη διαδρομή του στο εξωτερικό, ξεκινώντας από το δημοφιλές London School of Economics. Ακολούθησαν σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη δεκαετία του ’80, όπου παράλληλα ενεπλάκη στην ταραχώδη έκδοση της εφημερίδας Πρωινή, γεγονός που αποτυπώνει την δραστηριοποίησή του στα ελληνοαμερικανικά πράγματα. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο ιδιώτευσης, η οποία ανοήτως έχει τροφοδοτήσει τα πιο απίθανα κουτσομπολιά στο διαδίκτυο, επανεμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο στις τάξεις της Πολιτικής Άνοιξης. Δεν ήταν ο μόνος από τις τάξεις της ελληνικής αριστεράς – το εγχείρημα της «υπέρβασης» του παλιού πολιτικού συστήματος αλλά και της εμφατικής επιμονής στη μη αναγνώριση του δικαιώματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στον αυτοπροσδιορισμό της είχε συγκινήσει και άλλους, με κυρίαρχη την περίπτωση του Ανδρέα Λεντάκη.
Η παρουσία των επιφανών εκπροσώπων της αντιδικτατορικής αριστεράς στις τάξεις της Πολιτικής Άνοιξης –αυτού του βραχύβιου σχηματισμού με τον δυσανάλογα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής δεκαετίας του ’90– επιβεβαίωνε την ανάδυση ενός νέου πεδίου συνάντησης, που αναιρούσε τις παραδοσιακές διχοτομήσεις του πρόσφατου παρλεθόντος. Η δεκαετία του ’40 είχε κληροδοτήσει στην ελληνική κοινωνία έναν βαθύ διχασμό γύρω από τη διεκδίκηση του αυθεντικά εθνικού: «εθνικόφρονες» και «απάτριδες» ανταγωνίζονταν για το ποιος είναι ο πιο αυθεντικός εκφραστής των συμφερόντων του έθνους. Η τομή του 1989 και η συνακόλουθη αναζήτηση της υπέρβασης του παρελθόντος επέτρεψε σε ετερογενή ρεύματα να συναντηθούν και να διαπιστώσουν οτι αυτά που τους χώριζαν ανήκαν στο παρελθόν, σε σύγκριση με τις «προκλήσεις» –λέξη φετίχ της εποχής, είτε αναφερόταν κανείς στο μαγικό 1992 είτε στη βαλκανική αστάθεια– του παρόντος. Στον μετασχηματισμό αυτό, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης αναδείχθηκε σύντομα σε ξεχωριστή περίπτωση, καθώς πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση το 1997 του Δικτύου 21, ενός σύγχρονου –στα χαρακτηριστικά δράσης– think tank του νέου, και τόσο παλιού συνάμα, «πατριωτικού χώρου».
Το Δίκτυο 21 εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά οι δραστηριότητές του είναι υποτονικές. Αντίθετα, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης εμφανίζεται πλέον ως ο στενότερος σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, ενώ πρόσφατα δημοσιεύματα τον αναγορεύουν σε βασικό συντονιστή του επικοινωνιακού επιτελείου της Νέας Δημοκρατίας.[5] Το τελευταίο δεν κινείται με τους παραδοσιακούς ράθυμους ρυθμούς της ελληνικής δεξιάς, των στοχευμένων πιέσεων σε δημοσιογράφους και της διασποράς non-paper, αλλά αντίθετα επιδεικνύει ιδιαίτερη κινητικότητα, καθορίζοντας τη δημόσια συζήτηση μέσα από «μετωπικές» δομές που δεν δεσμεύονται από την κομματική λειτουργία. Η έκδοση της εφημερίδας Δημοκρατία, η λειτουργία της ιντερνετικής πύλης antinews και η διαδικτυακή «Ομάδα Αλήθειας», η οποία «είναι μια ομάδα πολιτικής ανάλυσης που πρόσκειται στην Νέα Δημοκρατία, χωρίς να την εκφράζει επίσημα» έχουν τροποποιήσει τον επικοινωνιακό χάρτη και ταυτόχρονα διαμορφώνουν τα συγκοινωνούντα δοχεία του σύγχρονου ελληνικού συντηρητισμού.
Η περίπτωση της «Ομάδας Αλήθειας» (www.truthteam.gr) είναι η πιο χαρακτηριστική. Εκ προοιμίου μη δεσμευμένη με τη Νέα Δημοκρατία, έχει ως αποκλειστικό ρόλο την ανίχνευση δραστηριοτήτων της εγχώριας αριστεράς που προσφέρονται για επικοινωνιακή εκμετάλλευση. Το λογότυπο της ιστοσελίδας «ανακάλυψε τα δεδομένα» μαρτυρεί τις παραλληλίες με το αντίστοιχο εγχείρημα του Χόροβιτς: η κοινή βάση είναι η πεποίθηση ότι η αριστερά, όσο και αν μεταμφιέζεται, παραμένει δυνάμει επικίνδυνη για το έθνος. Έτσι στην πρώτη σελίδα της «Ομάδας Αλήθειας» διαβάζει κανείς ότι «ούτε ο Ερντογάν δεν στηρίζει τόσο τις τουρκικές θέσεις όσο το στέλεχος του κ. Τσίπρα», «στέλεχος ΣΥΡΙΖΑ: Να χρησιμοποιείται η “Μακεδονική” γλώσσα στα ελληνικά δικαστήρια», «Ρένα Δούρου: τομή ο νόμος Ραγκούση: να έρθουν και άλλοι μετανάστες». Ο δοκιμαστικός σωλήνας για τη διαμόρφωση της «Ομάδας Αλήθειας» ήταν οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου έτους – εκεί για πρώτη φορά ο επικοινωνιακός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας μπόρεσε να καθορίσει τη συζήτηση, εστιάζοντας στις φαινομενικές λεπτομέρειες, στις μικρές διαφοροποιήσεις που στο αδαές παραδοσιακό δεξιό σύμπαν φάνταζαν πολύπλοκες σπαζοκεφαλιές αρτικόλεξων, στις περιώνυμες «συνιστώσες». Στην παρακολούθηση των λεπτών αυτών αποχρώσεων είναι κάτι παραπάνω από λογικό να εικάσει κανείς τον συντονιστικό ρόλο του Χρύσανθου Λαζαρίδη, ως του ανθρώπου που διαθέτει το βιωματικό και διανοητικό φορτίο, την αναγκαία κοινωνική τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο.
Ο ρόλος της «Ομάδας Αλήθειας» συνδέεται με τις διεργασίες γύρω από ένα μαχητικό, συντηρητικό πολιτικό think tank, που θα αντιστρέψει αυτό που ο Μάκης Βορίδης έχει κατ’ επανάληψη περιγράψει ως «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς». Η εφημερίδα Δημοκρατία αποτελεί σημείο συνάντησης παραπλήσιων ρευμάτων, που εκκινούν από τον κύκλο του Δικτύου 21, με τη δεσπόζουσα μορφή του Φαήλου Κρανιδιώτη, και εκτείνονται στην περιθωριακή, και άρα ιδεολογικά συγκροτημένη, άκρα δεξιά της δεκαετίας του ’80 – ο εκδότης της εφημερίδας Γιάννης Φιλιππάκης εμφανίζεται ως συνοδοιπόρος του Μάκη Βορίδη στις τάξεις των «Ελεύθερων Μαθητών». Η Δημοκρατία πλέον έχει συμπληρώσει σχεδόν τρία χρόνια ημερήσιας κυκλοφορίας, σε μια περίοδο καταποντισμού των παραδοσιακών εκδόσεων, καταγράφεται ως η τέταρτη σε κυκλοφορία απογευματινή έκδοση και αποτυπώνει την εμφάνιση ενός απενοχοποιημένου δεξιού αντικομφορμισμού, ο οποίος συγκροτείται γύρω από έναν σκληρό πυρήνα ανεξαρτήτως διαφωνιών για επιμέρους πολιτικές ή τακτικές επιλογές. Πώς το έλεγε μια εφημερίδα τη δεκαετία του ’80; Στηρίζουμε την Αλλαγή, Ελέγχουμε την Εξουσία; Το ανάλογο.
Ο ίδιος ο Λαζαρίδης σε ανύποπτο χρόνο κατέθεσε ένα εξαιρετικά διεισδυτικό κείμενο που συνοψίζει την αυτοβιογραφική του διαδρομή, αλλά και τον νέο διαμορφούμενο μηχανισμό. Στη φετινή επέτειο του Πολυτεχνείου απάντησε στην ακροδεξιά ρητορεία για το ανύπαρκτο και καθοδηγούμενο Πολυτεχνείο μέσα από την ιστοσελίδα Antinews – πρόκειται για μια διαδικτυακή πύλη υψηλής αναγνωσιμότητας που στις χειρότερες στιγμές της θυμίζει την Αυριανή των παλιών καλών εποχών. Ο Αλέξης Παπαχελάς τον Οκτώβριο του 2011 σε μια τηλεοπτική συνέντευξη του Λαζαρίδη επανειλημμένως έθεσε το ερώτημα αν σχετίζεται με την λειτουργία της και κατά πόσο εγκρίνει τις υποβολιμαίες επιθέσεις της σε στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Ακόμα και αν δεχτούμε την κατηγορηματική άρνηση του Λαζαρίδη, το γεγονός παραμένει ότι η ιστοσελίδα Antinews κινείται σε παρεμφερείς σφαίρες προβληματισμού με τις δικές του. Στο πρόσφατο κείμενό του, το οποίο μέσα σε λίγες μέρες συγκέντρωσε 342 σχόλια, υπερασπίστηκε τη μαχητική ρήξη του Πολυτεχνείου με τις κατεστημένες δομές της εποχής, υπερτονίζοντας αυτό που συνομολογούν πολλοί: ότι αποτελούσε και σημείο ρήξης των αντιδικτατορικών οργανώσεων της νεολαίας με την παλιά σκουριά των μηχανισμών που τους καθοδηγούσαν. Η συλλογιστική του κειμένου προχωρά σε μια ανάλυση της γενιάς του Πολυτεχνείου που διαφοροποιείται από τον εσμό του ακροδεξιού εξτρεμισμού, για να αμφισβητήσει από ριζοσπαστικές θέσεις τη δημιουργία του «καθεστωτικού μύθου» που αναγόρευσε το Πολυτεχνείο σε «τελετουργία νομιμοποίησης της αστικής δημοκρατίας». Η κριτική του λοιπόν στην αριστερά δεν περιορίζεται στα γνωστά περί οικειοποίησης, αλλά στην ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο η αριστερά χρησιμοποίησε το Πολυτεχνείο επειδή «όλα τα άλλα που είχε στο “ενεργητικό” της ήταν γραμμένα ταυτόχρονα και στο “παθητικό” της! Ήταν γεγονότα και σύμβολα που δίχαζαν τον ελληνικό λαό. Ενώ το Πολυτεχνείο, ή μάλλον ο μύθος που πλάστηκε γι’ αυτό λειτουργούσε ενωτικά ως σύμβολο».[6]
Η κατάληξη του εν λόγω κειμένου είναι δηλωτική για τους τρόπους της ιδεολογικής μεταβολής του Χρύσανθου Λαζαρίδη: παραπέμποντας στον Άρη Αλεξάνδρου –ας σκεφτεί κάποιος τον Φαήλο Κρανιδιώτη να κάνει κάτι τέτοιο– σημειώνει την περιθωριακή παρουσία των πρωταγωνιστών της εξέγερσης στη μεταπολιτευτική ευφορία: «Για τους Σπαρτιάτες, είλωτες και για τους είλωτες, Σπαρτιάτες», αλλά «είμαστε και Σπαρτιάτες και είλωτες! Σπαρτιάτες γιατί μάθαμε να πολεμάμε. Και είλωτες γιατί μάθαμε να υπομένουμε… Και δεν έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη…». Η αναφορά στους Σπαρτιάτες αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο επικοινωνίας με το ριζοσπαστικό δεξιό ακροατήριο, που εμπνέεται από περικεφαλαίες και Λεωνίδες, ενώ οι είλωτες κλείνουν το μάτι στους καταπιεσμένους της κοινωνικής καθημερινότητας. Ο νέος συντηρητισμός δεν θα είναι των ελίτ: περιλαμβάνει την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες της πατρίδας αλλά και την ταυτόχρονη υπεράσπιση της λαϊκότητας και της «ελληνικότητας» μέσα από τον δημοφιλή αφορισμό «όποιος υποστήριζε την επίσημη ελληνική θέση μέσα στην Ελλάδα θεωρείτο “αθεράπευτα εθνικιστής”». Ταυτόχρονα, δανείζεται τα όπλα του αντιπάλου – όπως η ανασυγκροτημένη ΟΝΝΕΔ της δεκαετίας του ’80 αντέγραψε την οργανωτική δομή των κομμουνιστικών οργανώσεων της νεολαίας. Έτσι η ανασύσταση του ελληνικού συντηρητισμού βασίζεται στον πρωτογενή ακτιβισμό –η «Ομάδα Αλήθειας» ζητά να στείλει κανείς το ψέμα που εντόπισε στην αντιπληροφόρηση... πόσο δηλωτικός ο τίτλος της σελίδας antinews!–, στην ιδεολογική συγκρότηση γύρω από τον αποκαλυπτικό λόγο: δεν έχουμε πει ακόμα την τελευταία μας λέξη.
Η κατάρρευση των μεταπολιτευτικών συναινέσεων εμφανίζεται ως ευκαιρία επιστροφής στην πρωταρχική κοιτίδα. Ο Χόροβιτς, σε ένα βιβλίο αυτοβιογραφικής ανάλυσης, περιγράφει την προσωπική του διαδρομή ως ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενοχών –καθότι η Νέα Αριστερά είχε πρωταγωνιστήσει στο κάψιμο της αμερικανικής σημαίας, στην εξύμνηση της «πέμπτης φάλαγγας» στην κοιλιά του Λεβιάθαν, στη ρήξη με τη μεσοπολεμική γοητεία των «εθνικών προοδευτικών παραδόσεων» του Λαϊκού Μετώπου– για την ανακάλυψη της «αληθινής» Αμερικής.[7] Ο Χρύσανθος το μισό αυτό ταξίδι το είχε διανύσει ήδη από τα νιάτα του. Η ιδεολογική και φαντασιακή συγκρότηση της ελληνικής παλιάς και νέας αριστεράς γύρω από την έννοια του έθνους, της εθνικής ιδιαιτερότητας, όπου κακιά σκουριά δεν πιάνει, και της εξάρτησης, κληροδοτεί ένα σημαντικό φορτίο αναφοράς στο αναδυόμενο νέοσυντηρητικό στρατόπεδο. Γι’ αυτό ο Χρύσανθος Λαζαρίδης νιώθει ότι δεν έχει να εξηγήσει κάτι στον δημοσιογράφο που τον ρωτούσε, στις αρχές του 2011, για το αν η πορεία του αποκλίνει από το «φυσιολογικό»: «Το 1973 αγωνιζόμουν για “εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία”. Κανένας δεν με είπε τότε μέλος του... “εθνικοπατριωτικού τόξου”! Για τα ίδια αγωνίζομαι όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν... Για τα ίδια και σήμερα. Στην Ελλάδα του μνημονίου και της τρόικας –σε άλλες εποχές, με άλλους όρους– αγωνίζομαι ακριβώς για τα ίδια: για “εθνική ανεξαρτησία” και “λαϊκή κυριαρχία”. Δεν ξέρω αν είναι “φυσιολογικό” αυτό... Πάντως “πολιτικώς ορθό” δεν είναι! Και πολύ το χαίρομαι».[8] Στα δύο χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης θα πρέπει να έχει περισσότερους λόγους να χαίρεται: η ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας συγκινεί όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και τους πολιτικούς του αντιπάλους – είναι ωραίο να συναντά κανείς παλιούς φίλους και να ανακαλύπτεις πόσα κοινά έχετε ακόμα να μοιραστείτε.
Σημειώσεις
1. David Horowitz, Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ: ανατομία της διεθνούς πολιτικής ζωής, Κάλβος, 1975, και Ντέηβιντ Χόροβιτς, Ιμπεριαλισμός και επανάσταση, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1975.^
2. Peter Collier – David Horowitz, Destructive Generation: Second Thoughts about the ‘60s, Encounter Books, 1989.^
3. Νίκος Μπίστης, Προχωρώντας και αναθεωρώντας: το Πολιτικό και οι προεκτάσεις του, Πόλις, Αθήνα 2010. ^
4. Άρης Ραβανός, «Χρύσανθος Λαζαρίδης: “δεν είμαι ανεμοδούρας”», εφ. Το Βήμα, 6.2.2011.^
5. Άρης Ραβανός: «Χρύσανθος Λαζαρίδης: σε άνοδο οι μετοχές του πανίσχυρου συμβούλου του Μαξίμου», εφ. Το Βήμα, 24.1.2013.^
6. Χρύσανθος Λαζαρίδης, «Για τους Σπαρτιάτες, Είλωτες. Και για τους Είλωτες, Σπαρτιάτες…», 17.11.2012: http://goo.gl/9PUYH.^
7. David Horowitz, Radical Son: a Generational Odyssey, Touchstone Books, 1997.^
8. Άρης Ραβανός: «Χρύσανθος Λαζαρίδης: “δεν είμαι ανεμοδούρας”», εφ. Το Βήμα, 6.2.2011.^
* * *
Σημειώσεις
1. David Horowitz, Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ: ανατομία της διεθνούς πολιτικής ζωής, Κάλβος, 1975, και Ντέηβιντ Χόροβιτς, Ιμπεριαλισμός και επανάσταση, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1975.^
2. Peter Collier – David Horowitz, Destructive Generation: Second Thoughts about the ‘60s, Encounter Books, 1989.^
3. Νίκος Μπίστης, Προχωρώντας και αναθεωρώντας: το Πολιτικό και οι προεκτάσεις του, Πόλις, Αθήνα 2010. ^
4. Άρης Ραβανός, «Χρύσανθος Λαζαρίδης: “δεν είμαι ανεμοδούρας”», εφ. Το Βήμα, 6.2.2011.^
5. Άρης Ραβανός: «Χρύσανθος Λαζαρίδης: σε άνοδο οι μετοχές του πανίσχυρου συμβούλου του Μαξίμου», εφ. Το Βήμα, 24.1.2013.^
6. Χρύσανθος Λαζαρίδης, «Για τους Σπαρτιάτες, Είλωτες. Και για τους Είλωτες, Σπαρτιάτες…», 17.11.2012: http://goo.gl/9PUYH.^
7. David Horowitz, Radical Son: a Generational Odyssey, Touchstone Books, 1997.^
8. Άρης Ραβανός: «Χρύσανθος Λαζαρίδης: “δεν είμαι ανεμοδούρας”», εφ. Το Βήμα, 6.2.2011.^
Η διαδρομή του Χόροβιτς και του Λαζαρίδη είναι η διαδρομή αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι -όντας εντός της αριστεράς- κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ο σοσιαλισμός είναι ουτοπία και δεν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό. Το ρεύμα του ευρωμαοϊσμού, στο οποίο ανήκε η Β' Πανελλαδική, κλονίστηκε από την πορεία της Κίνας μετά το θάνατο του Τιμονιέρη και καμιά σοσιαλιστική πατρίδα δε φαινόταν πια δελεαστική, αλλά σίγουρα και άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους της αριστεράς ακολούθησαν παρόμοιες διαδρομές. Την εκ των δεξιών αυτή αμφισβήτηση μπόλιασε η σχολή Ρήγκαν-Θάτσερ της δεκαετίας του 1980, η οποία συστηματοποίησε τη συντηρητική σκέψη με το θατσεριανό "There Is No Alternative", τον δήθεν οικονομικό πραγματισμό και την επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική. Εφόσον δεν υπάρχει άλλος δρόμος, το μόνο που μένει είναι να αρπάξουμε όσο μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας γίνεται, είτε αυτό αφορά τη θέση κάθε ατόμου στην ελεύθερη οικονομία, είτε τη θέση του έθνους-κράτους στη διεθνή σκακιέρα. Στη νεοφιλελεύθερη αφήγηση το διεθνές αλλά και ελληνικό 1989-1991 κατέληγε με το Φρίντμαν δικαιωμένο και τους γνώριμούς μας πρώην αριστερούς αναβαπτισμένους και έτοιμους για τη νέα πολιτική τους σταδιοδρομία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤολμώ να πω ότι, παρ'όλες τις αγεφύρωτες πολιτικές διαφωνίες, ο Λαζαρίδης είναι πιο τίμιος με το παρελθόν του από πολιτικούς όπως η Δαμανάκη, που προσδέθηκαν στο άρμα της σοσιαλδημοκρατίας, τη στιγμή που αυτή έκανε τη πιο βρώμικη μετάλλαξή της στην ελληνική εκδοχή του σοσιαλφιλελευθερισμού, τον εκσυγχρονισμό. Σήμερα που το όραμα του εκσυγχρονισμού και της ισχυρής Ελλάδας έχει καταρρεύσει με πάταγο, οι όψιμοι (ή μήπως πρώιμοι;) αριστεροί υποστηρικτές του είναι εξαφανισμένοι και ήρθε η σειρά του Λαζαρίδη να δοκιμάσει την τύχη του. Και θα τη δοκιμάσει φέρνοντας μαζί του όλο εσμό που συνθέτει τη σύγχρονη ακροδεξιά, με τον οποίο δεν έχει κανένα πρόβλημα πλέον να συνεργαστεί, μιας και έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος μιας ηθικής, την οποία κάποτε πράγματι είχε. Και αυτή είναι η μόνη διαφορά του με ακροδεξιούς της σειράς όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης.