Τα «παιδιά» κάτω στις πίστες μιας shoot’em up κοινωνικής ερήμου κυνηγάνε τους μικροαστούς. Αυτού του είδους η επαναστατικότητα, μια μίξη υπερ-ατομικιστικού εφηβικού θυμού, λαχτάρας για το ζην επικινδύνως και αρχάριου νιτσεϊσμού για αριστούχους gamers, μπορεί να καταλήξει σε ένα σωρό επιλογές αισθητικής περιφοράς του εαυτού: ένα «παιδί» μπορεί να γίνει σκεϊτμπορντάς, γκραφιτάς, κυνικός και χιουμορίστας μπλαζέ-διανοούμενος, ερωτιάρης ανηθικολόγος των φοιτητικών καφενείων, υπαινικτικά σοφός ψευδο-καταθλιπτικός, dj για μουσικά προχωρημένους, ψυχεδελικό ρετρο-φρικιό, ποιητής-μιμητής των μπίτνικ σε περιοδικά που βγάζουν πάντα έως δύο τεύχη, μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτισμικών σπουδών, backpacker-ταξιδιώτης στην Παταγονία και τον Γάγγη, διάκονος της εναλλακτικής ιατρικής, μόνιμα προσαχθείς μπακουνικός, πεισματικά αλληλέγγυος, μάγειρας συλλογικής κουζίνας, hacker ή troll, συλλέκτης αντιασφυξιογόνων μασκών και πορνογραφικών εγχειριδίων για το αντάρτικο δωματίου. Ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Όμως, αν η τύχη τα φέρει έτσι, κάποιο «παιδί» μπορεί να πάρει έναν δρόμο ακόμη πιο υπέρ-πραγματικό. Μπορεί να επιλέξει για ammunition, πραγματικά πυρά. Στο κουρμπέτι, μπορεί να αγοράσει κουμπούρια με ευρώ, με την ίδια ευκολία που παίρνει laser beams και δίνει hydrogen grenades στην άψογη εικονική ανταλλακτική οικονομία ενός game κατάκτησης του κόσμου. Μπορεί να εξυψώσει στο βάθρο της ανιστορικής του λατρείας μορφές όπως η Ουλρίκε Μάινχοφ, και να δει τα λευκά κελιά ως μια καλή διέξοδο ηρωικής αυτοτιμωρίας. Αυτός ο υπερβολικός αισθητισμός μπορεί να πνίξει ένα «παιδί» αν δεν δράσει.
Σε αυτή την παραζάλη εφηβικού αισθητισμού, τα μέσα της ατομικής ικανοποίησης είναι σημαντικότερα από το σκοπό. Οι ηδονές της αδρεναλίνης: καμουφλάζ, πλαστές ταυτότητες, ανάμιξη με τον ποινικό υπόκοσμο, ληστείες τράπεζας, full face, καλάζνικοφ και Scorpion. Κι όλα τούτα με σκοπό την ηχηρή έκρηξη μιας κατσαρόλας πλάι σε ένα κατάστημα με εσώρουχα, στην Πατησίων, ή (ο κολοφώνας του σκοπού), σε ένα mall, όπου τριγυρνάνε «αλλοτριωμένα» πιτσιρίκια με απαλλοτριωμένο, από την κρίση, χαρτζιλίκι. Ασφαλώς, στο μεσοδιάστημα μπορούν να συμβούν ένα σωρό «ατυχήματα». Αν δεν δεις με τα μάτια σου ένα ρακοσυλλέκτη να σπαρταράει από θραύσματα χύτρας επαναστατικής ταχύτητας, αν δεν δεις μια έγκυο να καίγεται από τα φυτίλια που βάζεις στα θεμέλια του «κράτους», αν δεν δεις έναν οικοδόμο να κείται στο οδόστρωμα από την επαναστατική σου έφοδο εναντίον των «προβάτων του Κόμματος», δεν μπορείς ποτέ να είσαι βέβαιος. Μα, θα αντιτείνει «το παιδί», κλαψουρίζοντας, δεν το «θέλησα» αυτό. Εδώ είναι ο κόμπος: γιατί το «τι θέλει το παιδί», θα έπρεπε να είχε πάψει προ πολλού να είναι ο μοναδικός δείκτης του κόσμου του, ακόμη κι αν η σχεδόν ομόηχη φράση «ό,τι θέλει το παιδί», υπήρξε ενδεχομένως το σύμβολο του θιάσου ναρκίσσων, οι οποίοι το κανάκεψαν. Ανάμεσα στο τι θέλεις, το τι κάνεις και το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της πράξης σου, μεσολαβεί ένας ολόκληρος, σαρκωμένος κόσμος από σκέψεις, ιδέες, μάζες, τάξεις, ιδεολογίες, εμπόδια, στόχους, ανθρώπους, ζωές, θανάτους, ιστορίες και Ιστορία, αγώνες και συμβιβασμούς, στρατηγήματα και ματαιωμένα πλάνα. Μεσολαβούν οι συναρπαστικές και δραματικές εκείνες αντιφάσεις που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από μια αχόρταγη μωρουδιακή θέληση.
Η υπερ-πραγματικότητα της εφηβικής, επαναστατικής παιχνιδο-βίας, συναντάται μοιραία και συγκρούεται με την πολυσχιδή, υλικότατη βία του κράτους. Ο άνδρας της αντι-τρομοκρατικής, αυτό το παραφουσκωμένο τέρας με την πολεμική εξάρτυση, που βαδίζει σαν καβούρι με τρίκιλα βαράκια στις δαγκάνες του, μοιάζει πράγματι με Robocop (ως εδώ καλά, κάποια ψήγματα κινηματογραφικής υπερ-πραγματικότητας δικαιώνουν την αισθητικότητα της διαμάχης), αλλά αν ανοίξει το στόμα του –τι έκπληξη!– ξεστομίζει κάποιες αυθεντικά επαρχιώτικες βρισιές, μερικά ακατανόητα βελβεντοειδή μπινελίκια, που δεν μοιάζουν καθόλου με τη μεταλλική φωνή ενός terminator. Ο ίδιος τύπος –ή οι συνάδελφοί του– διψούν να δίνουν σφαλιάρες και γουστάρουν «ξύλο», γενικώς. Αυτοί οι επαγγελματίες ρέκτες της κλωτσοπατινάδας μπουζουριάζουν το «παιδί» στο άψε-σβήσε, το καθίζουν σε μια καρέκλα δεμένο πισθάγκωνα με χειροπέδες και το κάνουν μαύρο στο ξύλο. Έπειτα, φέρνουν το «παιδί» ενώπιον της Δικαστικής Αρχής. Ούτε λόγος για δικαστή-Dredd, εδώ. Ένας τυπικός ανακριτής που έχει βαρεθεί να προσάγουν ενώπιόν του κατακάθια του κοινωνικού χάους: τσιγγάνους χασισοποπωλητές, χουλιγκάνους, μαχαιροβγάλτες της νύχτας, επιχειρηματίες που χρωστάνε ΦΠΑ. Κι ένας εισαγγελέας που, έχοντας απόσχει από τα καθήκοντά του για μήνες, «αγωνιζόμενος» για το κόψιμο του μισθού του, ασκεί ποινικές διώξεις, επιλέγοντας ανάμεσα σε εκατοντάδες διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας (η αίσθηση ότι πατάσσει τρομοκράτες είναι τουλάχιστον μια κάποια αναπλήρωση για το κομμένο τμήμα του μισθού του). Ανακριτής και εισαγγελέας δεν δίνουν πάντως δεκάρα για την αισθητική ηρωολατρεία του επαναστάτη, που το «παιδί» θέλει να πλάσει για τον εαυτό του. Για εκείνους είναι ένας ακόμη επικίνδυνος κωλοπαιδαράς, την ίδια ώρα που το «παιδί» (αυτό κι αν δείχνει δύναμη θέλησης κόντρα στην πραγματικότητα!) τους αντιμετωπίζει σαν να ήταν στρατοδίκες του εμφυλίου. Από τις πλαστικοποιημένες ταυτότητες με τις οποίες νοίκιασε τη γιάφκα, το «παιδί» κατασκευάζει τώρα την υπέρτατη πλαστή ταυτότητα: «αιχμάλωτος πολέμου».
Πρέπει να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, απέναντι στα αναπάντεχα δράματα. Μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στα «παιδιά» και κάποιο, ας το πούμε, «ιερό παιδί», που έχει βιώσει την αληθινά τραυματική εμπειρία του βίαιου, φονικού, αληθινού θανάτου στο πρόσωπο ενός φίλου, ενός συντρόφου. Είναι πιθανόν η ίδια εμπειρία να οδηγεί, ετούτο το «ιερό παιδί», στην ανάληψη της ενεργητικής, βίαιης αντίδρασης εναντίον ενός «γενικού» θύτη (ένα άσκεπτο όλον, στο οποίο τα πάντα είναι στόχοι ξέφρενου μίσους –μα ποιος μπορεί να κάνει, εδώ, σκληρές νουθεσίες;). Είναι πιθανόν, το τραύμα να επουλώνεται με την ανάληψη μιας ταυτότητας εκδικητή. Είναι επίσης πιθανόν το τραύμα να αποτελεί μια μοιραία αφορμή για την κατασκευή μιας ταυτότητας τοτεμικού, συμβολικού συν-ήρωα του αθάνατου νεκρού. Τα υπόλοιπα «παιδιά», ενδεχομένως, προσφέρουν σε τούτο το «ιερό παιδί» τον σεβασμό και την τιμητική θέση που επιφυλάσσει κανείς σε έναν βετεράνο ή σε έναν σπάνιο μάρτυρα μιας κομβικής ιστορικής στιγμής. Κι όλοι μαζί, χτίζουν την οδυνηρή καρικατούρα μιας συλλογικής, αγωνιστικής φαντασίωσης με τιμητικά σεβάσματα (δίχως πολιτική, δίχως μάζες, δίχως αγώνες, δίχως «προδοτικές» ψυχραιμίες, θεωρίες και διαλεκτικές), που θερμαίνεται και φουντώνει στη μακάρια ζεστασιά των κλειστών κύκλων, των συνωμοτικών κωδίκων και –γιατί όχι;– στη διαβρωτική δράση κρατικών παραγόντων που μπορούν να κινούνται άνετα από περιθωριακού σκορποχωρίου εις περιθωριακόν σκορποχώριον.
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, την ίδια ακριβώς στιγμή που ο χωροφύλακας, που περιμένει να παρασημοφορηθεί για τη σύλληψη του «παιδιού»-τρομοκράτη, το γλεντάει με κάμποσα βασανιστήρια, ο Υπουργός, η Κυβέρνηση και οι επιτελικοί ατσίδες τους πανηγυρίζουν. Έχουν, βλέπεις, κι εκείνοι βούληση: μόνο που έχουν μάθει να σκέπτονται πριν δράσουν. Τα κατσαρολάκια του «παιδιού» τούς χαροποίησαν (αφορμή για βαρύγδουπες καταγγελίες κατά της κοινωνικής ανομίας), αλλά τα καλάζνικοφ (αυτά πια!) τους ενθουσίασαν (το δημοκρατικό κράτος, η μόνη διέξοδος ανάμεσα στα «άκρα» που ομνύουν στη βία). Τα κρυφοφασιστικά κτήνη της Δημόσιας Τάξης δημοσιεύουν αβασάνιστα φωτογραφίες βασανισμένων και κερδοσκοπούν πολιτικά με τη χαιρεκακία των νοικοκύρηδων, που, ενώ λίγο καιρό πριν στις πλατείες ήταν έτοιμοι να κάψουν το «μπουρδέλο τη Βουλή» (μαζί με «τα παιδιά»), τώρα μεταμορφώνονται σε υποστηρικτές της πιο αηδιαστικής κρατικής βαναυσότητας. Οι ίδιες οι φωτογραφίες, εντείνουν την υπεραπόλαυση ενός ιδιότυπου σαδισμού της κλειδαρότρυπας. Τα φώτοσοπ διεγείρουν ακόμη περισσότερο τη φαντασία, όπως ακριβώς ένα γυμνό σώμα είναι λιγότερο ερεθιστικό από ένα ημίγυμνο. Ο υπουργός μάς καλεί να απολαύσουμε τη βρώμικη δουλειά που έκαναν για χάρη μας τα μπόλικα «όργανά» του. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών δεν έγινε για να «φοβίσει» το «λαϊκό κίνημα», ώστε να αποσυρθεί από τις δικές του «μάχες», όπως κάποιοι, σχηματικά, υποστηρίζουν. Όχι, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα: η κυβερνητική νίκη, στο πεδίο αυτό, δεν έγκειται στην «τρομοκράτηση» ενός δυνάμει αντιπάλου που λουφάζει έναντι της φοβερής κρατικής βίας, αλλά, αντίθετα, έγκειται στην ανακίνηση ενός συναισθήματος ταύτισης με την κρατική βία, ενός συναισθήματος στο οποίο ο δέκτης της εικόνας απολαμβάνει πραγματικά, κρυφά ή φανερά, την αποφασιστική επάνοδο του «Νόμου και της Τάξης» και φαντασιώνεται τον εαυτό του να κρατά ο ίδιος τη ρομφαία που θα ξεκληρίσει από την «κοινωνία μας» ληστές, κωλόπαιδα, λαμόγια και «κλέφτες». Εν τω μεταξύ, υπάρχουν εκεί έξω κάμποσοι απεργοί (μικροαστικοποιημένοι δειλοί, το δίχως άλλο) υπό επιστράτευση, έτοιμοι να δοκιμάσουν τα αποτελέσματα της έκρηξης ευνομίας που πυροδότησαν τα εκρηκτικά των «παιδιών». Ε, και; Μα τι μπορεί να νοιάζουν όλα αυτά ένα «παιδί»; Όλοι αυτοί, το κράτος, οι Υπουργοί, οι αλλοτριωμένοι υπήκοοι και τα εργαζόμενα ερίφια δεν είναι τίποτε άλλο από παρενθέσεις στο αφήγημα του φαντασιωτικού αυτό-ηρωισμού. Fiat ars et pereat mundus.
Οι φθηνοί θιασώτες της «δημοκρατικής νομιμότητας» και οι κήνσορες, που ψάλλουν καταδίκες της βίας «από όπου κι αν προέρχεται», δεν αξίζουν εδώ ιδιαίτερης κριτικής προσοχής. Ούτε και οι «σύντροφοι» του παιδιού, στους κλειστούς, ανακυκλούμενους κύκλους του πολιτικού τους περιθωρίου. Η περίπτωση των υπερασπιστών του «παιδιού» αντίθετα, είναι πιο ενδιαφέρουσα, πιο προκλητική, πιο περίπλοκη. Τι ακριβώς βλέπουν εκείνοι στο παιδί; Τι υπερασπίζονται στο πρόσωπό του; Μιλούν κι αυτοί «πολιτικά», δηλαδή αμφίσημα, παράξενα, όχι και πολύ ντόμπρα. Βρίσκουν άραγε στη δράση του «παιδιού» μια κάποια, έστω αμυδρή, πολιτική συγγένεια με τους δικούς τους απώτατους (απώτατοι γι’ αυτούς όσο το άπειρον, εξ ου και μεσολαβούν ως εκεί κάμποσες κυβερνήσεις εθνικής σωτηρίας ή προοδευτικής ανασυγκρότησης του τόπου) οραματικούς στόχους; Διαφωνούν με τα μέσα που χρησιμοποιεί, αναγνωρίζοντας, άραγε, στον σκοπό του έναν ευγενικό πολιτικό στόχο (η κατάργηση του κράτους, της ατομικής ιδιοκτησίας, μια κοινωνία ελευθερίας κι αλληλεγγύης); Άβυσσος οι υπεκφυγές ενός αλληλέγγυου βουλευτή αριστερο-ανανεωτικού κοινοβουλευτικού κόμματος... (ο Κέυνς, τι θα ’λεγε, άραγε, ο Κέυνς για όλα αυτά;)
Κάποιοι υπερασπίζονται το «παιδί», επειδή στο πρόσωπό του βλέπουν το πιθανό παιδί τους (μια τόσο γνώριμη κοινοτοπία…). Συμπονούν την παραστρατημένη αλλά αγνή στις προθέσεις της μετα-εφηβεία. Βομβαρδίζουν το ακροατήριό τους με ατάκες κοινωνιολογίζοντος μελό, όπως, «η κοινωνία που δεν δίνει διέξοδο και στόχους», «η ελπίδα που έκλεψαν από τα παιδιά μας» και τα ρέστα. Πρόκειται για την άθλια «λογοτεχνία» που μας κληροδότησε η «εξέγερση» του 2008, γεμάτη παιδικής κοπής κενολογίες περί «ονείρων που συντρίβονται». Επιστρέφουμε όμως στους γονείς που κομπάζουν για τον αμείλικτο προοδευτισμό τους: υπήρξαν κάποτε στα νιάτα τους επαναστάτες, ρόκερς, αντισυστημικοί. Δεν εγκατέλειψαν ποτέ αυτό το ωραίο αίσθημα εσωτερικής ελευθερίας και αντισυστημισμού (βαθιά μέσα τους!). Μόνο που γι’ αυτούς, ένα παιδί (το παιδί τους), ήταν με κάποιο τρόπο, μέρος του συστήματος που ήθελαν (ως νάρκισσοι κι αυτοί) να υπερβούν, για χάρη μιας πληρέστερης ατομικής τους ελευθερίας (πιο φιλελεύθερης κι από το φιλελευθερισμό ενός χρηματιστή της Wall Street). Ήταν το τέκνο, το παιδί στην κούνια, η υποχρέωση της ανατροφής, η σιχαμερή ανάληψη του ρόλου του Πατέρα. Πόσο μικροαστικά όλα τούτα, πόσο ξεπερασμένα, πόσο θλιβερά εμπόδια στη ζωή ενός πρώην ρόκερ, ενός «υπαρξιστή» της γενιάς του εξήντα! Αυτοί οι πάντοτε κατανοητικοί ψευδο-ψυχολόγοι τιμούν πάντως τα νιάτα τους: σε κάθε περίπτωση, δεν θα αντιμετώπιζαν το «παιδί» με την ίδια κοινωνιολογική συμπόνια («φταίει η συντριβή των νεανικών ονείρων»), αν ήταν ένα κρετίνικο χουλιγκανικό φασιστάκι, που λήστευε ένα προπατζίδικο με στόχο να αγοράσει μαχαίρια για να καθαρίσει έναν μετανάστη. Η αγνότητα των διακηρυγμένων στόχων του «παιδιού» (η σάπια κοινωνία πρέπει να αντικατασταθεί από την κοινωνία μιας άπειρης αλληλεγγύης, ποιος διαφωνεί;) προσφέρει ένα κάποιο άλλοθι για να υψωθεί κανείς στο βάθρο του συμπαθητικού παιδιού-θύματος. Οι ίδιοι συμπονετικοί ψευδο-ψυχολόγοι πιστεύουν στα νιάτα τους, πιστεύουν στα παιδιά, πιστεύουν στην ίδια τη νεανική ορμή «που οφείλει να αλλάξει τα πάντα» και «να ανατρέψει» ακόμη κι εκείνους τους ίδιους, τους έστω συμπονετικούς «γέρους με τις αμαρτίες τους» (πόσο μεγαλόψυχη αυτοθυσία!). Πλάι στους γονεϊκούς ψευδο-ψυχολόγους, οι «πραγματικοί» ψυχολόγοι: εκείνοι που δεν χάνουν ευκαιρία να εγκληματολογούν με ψύχραιμη κατανόηση για το «φαινόμενο», κι ακόμα περισσότερο, εκείνοι που λατρεύουν να ερμηνεύουν την κρίση, σαν να ήταν μια μανιοκαταθλιπτική στιγμή εθνικής κλιμακτηρίου. Άδικο έχουν όλοι αυτοί; Μήπως η εργατική τάξη δεν έχει πεθάνει; Μήπως η πολιτική δεν είναι η κακή ρουφήχτρα του ρομαντισμού; Μήπως δεν είναι κακό να είσαι, στην ψυχή και στα λόγια, «μαντρωμένος Κνίτης» –τουλάχιστον από τη δεκαετία του εβδομήντα κι έπειτα; Εκείνοι τουλάχιστον είναι πεισμένοι γι’ αυτό, καθότι αείποτε εχθροί πάσης φύσεως δογματισμών (δεν πιστεύουν στους παιδεμούς: στους άχαρους παιδεμούς της οργανωτικής πειθαρχίας, στους μονόχνοτους παιδεμούς της βασανιστικής σκέψης, στους αντιερωτικούς παιδεμούς των αυτοσυγκρατήσεων, στον παιδεμό της εμπλοκής με «καθυστερημένες» μάζες, στον παιδεμό της πολιτικής αντίληψης και πράξης). Και αυτή η σοφή, αντιδογματική επιλογή είναι που τους έκανε να είναι πάντοτε προοδευτικοί, όντας καλοπιασμένοι επαγγελματίες, ώριμοι ψηφοφόροι ενός υπουργού δικαιοσύνης που «ανατριχιάζει» στην εικόνα των βασανισμένων «παιδιών».
Το «παιδί» είναι, λοιπόν, μέσα στην απέραντη ατυχία του, έστω και λίγο τυχερό που επέλεξε μια κάπως ευγενική ιδεολογική επένδυση («αναρχία και ζωή κάτω όλοι οι στρατοί») για να επικαλύψει τον ολοκληρωτικά απολίτικο, παιδικό, βίαιο ναρκισσισμό του. Αν είχε μεγαλώσει σε κάποια άλλη γειτονιά, αν κάποιοι εξαθλιωμένοι έχεζαν στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας του και του έκλεβαν το κινητό του, αν πήγαινε σε υποβαθμισμένο δημόσιο σχολείο και έκανε διαγωνισμό κοφτερής φαλτσέτας και ομαδικού αυνανισμού με αεκτζήδες, Αλβανάκια, Χρυσαυγίτες και Ρωσοπόντιους, είναι πιθανό να κατασκεύαζε τον βολικό, για την περίπτωσή του, μέγα-εχθρό (τον μετανάστη) και να γινόταν ένα πρώτης τάξεως άθλιο φασιστάκι, με τα γήπεδά του και με το παπάκι του σε άγρα αντίπαλης συμμορίας ή σκουρόχρωμου μικροπωλητή. Αλλά το «παιδί» είχε την τύχη (ή την ατυχία) να πλήττει σε σαββατιάτικες εξόδους στα goody’s σε κάποια δασωμένα προάστια (εκεί μπορείς δυσκολότερα να κατασκευάσεις μελαψούς αρχι-εχθρούς, για να ξεβράσεις πάνω τους τον βίαιο εφηβικό ναρκισσισμό σου, μεταξύ άλλων, και επειδή τέτοια μελαψά όντα κυκλοφορούν ελάχιστα ανάμεσά σου). Ταυτόχρονα, το «παιδί», διδασκόμενο λογοτεχνία για το international baccalaureat στο ιδιωτικό του σχολείο, κάτι άκουσε περί Κάφκα. Είχε την τύχη να επιλέγει, από τα δεκατέσσερά του, τρίμηνες διακοπές σε κάποιο εναλλακτικό νησί, υποδυόμενο τον πένητα, για να ρίξει τις ρασταφάρι γκόμενες της παρέας (την ίδια ώρα, μια μεσήλικη μικροαστή λουόμενη, σε ένα θέρετρο γεμάτο αυθαίρετα και ταράτσες με πανωσηκώματα, βουρκώνει με τις περιπέτειες του ματαιωμένου ερωτισμού μιας «μαμάς βορείων προαστίων»). Ζήτημα τύχης, ή ζήτημα ταξικής τύχης, μικρή σημασία έχει.
Κάποιοι, τέλος, υπερασπίζονται, με την ιδιότητα του ιεροφάντη των δικαιωμάτων, το «παιδί», γιατί βλέπουν στο παραμορφωμένο πρόσωπό του την εκδικητική μανία της κρατικής βαρβαρότητας και της απαράλλακτης ιερότητας του προσώπου του κατηγορουμένου. Ως εδώ καλά. Είναι όμως δύσκολο να πεις αν είναι από ακραιφνή δημοκρατική ευαισθησία που καταγγέλλουν την κρατική καταστολή που υφίσταται το «παιδί». Αν ήταν συνεπείς, θα έπρεπε να βρίσκονται σε επιφυλακή, ώστε να καταγγέλλουν εξίσου την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και τη βάναυση μεταχείριση ενός βιαστή, ενός αστυνομικού δολοφόνου δεκαεξάχρονου παιδιού, ενός παιδεραστή, ενός ρατσιστή, ενός μεγαλοαστού απατεώνα-οικονομικού εγκληματία. Μα, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι ακριβώς πιστοί στην υπεράσπιση των διαφωτιστικών αρχών του Beccaria, γιατί δεν ενοχλούνται από πιθανά λιντσαρίσματα τέτοιων αποβρασμάτων (και ευτυχώς, είναι η αλήθεια, η Αστυνομία, όντας κομμάτι πιο φιλική απέναντι σε τέτοια υποκείμενα τους απαλλάσσει από τη δύσκολη θέση). Θα μπορούσαν, λοιπόν, να πουν, εξίσου καλά, και να γίνουν κατανοητοί, αυτό που πράγματι θέλουν να αναφωνήσουν, αυτό επί του οποίου, σε μεγάλο βαθμό, έχουν πράγματι χτίσει, την ελευθεριακή κι ελευθεριάζουσα (πασπαλισμένη με αστική, «δικαιωματική» παραφιλολογία), ακτιβίστικη ταυτότητά τους: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αυτό είναι, σε μεγάλο βαθμό, το όριο και ο ορίζοντας της πολιτικής τους αντίληψης∙ μα κανένας δεν μπορεί να τους κακίσει επειδή επιλέγουν να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την πολιτική και τον εαυτό τους (κι εδώ η παιδικότητά τους συναντά τα ίδια τα «παιδιά», σε μια παραζάλη νεάζουσας αφέλειας), στοχεύοντας σε ένα απλούστατο, προσδιορισμένο, χειροπιαστό, εμφανές κι εμπρόσωπο «κακό».
Και οι καλλιτέχνες; Οι σκηνοθέτες; Οι λογοτέχνες; Μήπως δεν είναι το «παιδί» ένας πρώτης τάξης πρωταγωνιστής δράματος, ένας χαρακτηριστικά ελκυστικός οργίλος μπόμπιρας με ωραία, κακιωμένη όψη της κοπής ενός Χωκ Φιν, ενός Ρεμπώ, ενός natural born killer, ενός κλεφτρονιού που έχει δεχτεί τα τετρακόσια χτυπήματα της εποχής του; Ω, σενάρια, ω, Κάννες!
Οι προοδευτικές μαμάδες, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι, οι ριζοσπάστες βουλευτές, οι καλλιτέχνες και οι αντιμπατσικοί ακτιβιστές καταλήγουν να συμπονούνε, όλοι τους, το «παιδί» κατόπιν εορτής. Γιατί η πρότερη, παραλυτική για τους ίδιους, διερώτηση περί του τι θέλεις, τι κάνεις και το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της πράξης σου, είναι μια σύνθετη, αφόρητα πολιτική, αφόρητα ορθολογική διδαχή, κι εκείνοι δεν έχουν καμιά πρόθεση να εμπλακούν σε μικροαστικές, «εξουσιαστικές», «δασκαλίστικες» υποδείξεις.
Εν τέλει, το «παιδί», ό,τι κι αν υπερασπίζεται κανείς στο πρόσωπό του, αποτυγχάνει να αναγνωριστεί ως αυτό που θα ήθελε να βλέπουν οι άλλοι σε εκείνο: ως «πολιτικό αγωνιστή» και ως «κοινωνικό επαναστάτη», το «παιδί» το έχουν όλοι τους –φίλοι/υπερασπιστές και εχθροί/εκδικητές– εντελώς χεσμένο.
Πολλά, πάρα πολλά μπορούν να ειπωθούν ακόμη. Ας πιστώσουμε τουλάχιστον κάτι στα «παιδιά»: η παιδικότητά τους, η μωρή άρνηση της πραγματικότητας από την οποία συντρίβονται, είναι τόσο φλογερά πεισματική, που τουλάχιστον για την ώρα εμμένουν σ’ αυτήν, βρίζοντας κι αφήνοντας σύξυλους τους υπερασπιστές τους, που άθελά τους νοθεύουν, με υποκριτικά και συμπονετικά ήξεις-αφήξεις, το μεγαλομανές αφήγημα της ηρωικής, «επαναστατικής» αυτοπυρπόλησής τους.
Ως εδώ, όμως. Ο καθένας ας συνεχίσει να κουρδίζει το δικό του πορτοκάλι. Τα «παιδιά» είναι πάντοτε παιδιά.
Όμως, αν η τύχη τα φέρει έτσι, κάποιο «παιδί» μπορεί να πάρει έναν δρόμο ακόμη πιο υπέρ-πραγματικό. Μπορεί να επιλέξει για ammunition, πραγματικά πυρά. Στο κουρμπέτι, μπορεί να αγοράσει κουμπούρια με ευρώ, με την ίδια ευκολία που παίρνει laser beams και δίνει hydrogen grenades στην άψογη εικονική ανταλλακτική οικονομία ενός game κατάκτησης του κόσμου. Μπορεί να εξυψώσει στο βάθρο της ανιστορικής του λατρείας μορφές όπως η Ουλρίκε Μάινχοφ, και να δει τα λευκά κελιά ως μια καλή διέξοδο ηρωικής αυτοτιμωρίας. Αυτός ο υπερβολικός αισθητισμός μπορεί να πνίξει ένα «παιδί» αν δεν δράσει.
Σε αυτή την παραζάλη εφηβικού αισθητισμού, τα μέσα της ατομικής ικανοποίησης είναι σημαντικότερα από το σκοπό. Οι ηδονές της αδρεναλίνης: καμουφλάζ, πλαστές ταυτότητες, ανάμιξη με τον ποινικό υπόκοσμο, ληστείες τράπεζας, full face, καλάζνικοφ και Scorpion. Κι όλα τούτα με σκοπό την ηχηρή έκρηξη μιας κατσαρόλας πλάι σε ένα κατάστημα με εσώρουχα, στην Πατησίων, ή (ο κολοφώνας του σκοπού), σε ένα mall, όπου τριγυρνάνε «αλλοτριωμένα» πιτσιρίκια με απαλλοτριωμένο, από την κρίση, χαρτζιλίκι. Ασφαλώς, στο μεσοδιάστημα μπορούν να συμβούν ένα σωρό «ατυχήματα». Αν δεν δεις με τα μάτια σου ένα ρακοσυλλέκτη να σπαρταράει από θραύσματα χύτρας επαναστατικής ταχύτητας, αν δεν δεις μια έγκυο να καίγεται από τα φυτίλια που βάζεις στα θεμέλια του «κράτους», αν δεν δεις έναν οικοδόμο να κείται στο οδόστρωμα από την επαναστατική σου έφοδο εναντίον των «προβάτων του Κόμματος», δεν μπορείς ποτέ να είσαι βέβαιος. Μα, θα αντιτείνει «το παιδί», κλαψουρίζοντας, δεν το «θέλησα» αυτό. Εδώ είναι ο κόμπος: γιατί το «τι θέλει το παιδί», θα έπρεπε να είχε πάψει προ πολλού να είναι ο μοναδικός δείκτης του κόσμου του, ακόμη κι αν η σχεδόν ομόηχη φράση «ό,τι θέλει το παιδί», υπήρξε ενδεχομένως το σύμβολο του θιάσου ναρκίσσων, οι οποίοι το κανάκεψαν. Ανάμεσα στο τι θέλεις, το τι κάνεις και το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της πράξης σου, μεσολαβεί ένας ολόκληρος, σαρκωμένος κόσμος από σκέψεις, ιδέες, μάζες, τάξεις, ιδεολογίες, εμπόδια, στόχους, ανθρώπους, ζωές, θανάτους, ιστορίες και Ιστορία, αγώνες και συμβιβασμούς, στρατηγήματα και ματαιωμένα πλάνα. Μεσολαβούν οι συναρπαστικές και δραματικές εκείνες αντιφάσεις που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από μια αχόρταγη μωρουδιακή θέληση.
Η υπερ-πραγματικότητα της εφηβικής, επαναστατικής παιχνιδο-βίας, συναντάται μοιραία και συγκρούεται με την πολυσχιδή, υλικότατη βία του κράτους. Ο άνδρας της αντι-τρομοκρατικής, αυτό το παραφουσκωμένο τέρας με την πολεμική εξάρτυση, που βαδίζει σαν καβούρι με τρίκιλα βαράκια στις δαγκάνες του, μοιάζει πράγματι με Robocop (ως εδώ καλά, κάποια ψήγματα κινηματογραφικής υπερ-πραγματικότητας δικαιώνουν την αισθητικότητα της διαμάχης), αλλά αν ανοίξει το στόμα του –τι έκπληξη!– ξεστομίζει κάποιες αυθεντικά επαρχιώτικες βρισιές, μερικά ακατανόητα βελβεντοειδή μπινελίκια, που δεν μοιάζουν καθόλου με τη μεταλλική φωνή ενός terminator. Ο ίδιος τύπος –ή οι συνάδελφοί του– διψούν να δίνουν σφαλιάρες και γουστάρουν «ξύλο», γενικώς. Αυτοί οι επαγγελματίες ρέκτες της κλωτσοπατινάδας μπουζουριάζουν το «παιδί» στο άψε-σβήσε, το καθίζουν σε μια καρέκλα δεμένο πισθάγκωνα με χειροπέδες και το κάνουν μαύρο στο ξύλο. Έπειτα, φέρνουν το «παιδί» ενώπιον της Δικαστικής Αρχής. Ούτε λόγος για δικαστή-Dredd, εδώ. Ένας τυπικός ανακριτής που έχει βαρεθεί να προσάγουν ενώπιόν του κατακάθια του κοινωνικού χάους: τσιγγάνους χασισοποπωλητές, χουλιγκάνους, μαχαιροβγάλτες της νύχτας, επιχειρηματίες που χρωστάνε ΦΠΑ. Κι ένας εισαγγελέας που, έχοντας απόσχει από τα καθήκοντά του για μήνες, «αγωνιζόμενος» για το κόψιμο του μισθού του, ασκεί ποινικές διώξεις, επιλέγοντας ανάμεσα σε εκατοντάδες διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας (η αίσθηση ότι πατάσσει τρομοκράτες είναι τουλάχιστον μια κάποια αναπλήρωση για το κομμένο τμήμα του μισθού του). Ανακριτής και εισαγγελέας δεν δίνουν πάντως δεκάρα για την αισθητική ηρωολατρεία του επαναστάτη, που το «παιδί» θέλει να πλάσει για τον εαυτό του. Για εκείνους είναι ένας ακόμη επικίνδυνος κωλοπαιδαράς, την ίδια ώρα που το «παιδί» (αυτό κι αν δείχνει δύναμη θέλησης κόντρα στην πραγματικότητα!) τους αντιμετωπίζει σαν να ήταν στρατοδίκες του εμφυλίου. Από τις πλαστικοποιημένες ταυτότητες με τις οποίες νοίκιασε τη γιάφκα, το «παιδί» κατασκευάζει τώρα την υπέρτατη πλαστή ταυτότητα: «αιχμάλωτος πολέμου».
Πρέπει να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, απέναντι στα αναπάντεχα δράματα. Μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στα «παιδιά» και κάποιο, ας το πούμε, «ιερό παιδί», που έχει βιώσει την αληθινά τραυματική εμπειρία του βίαιου, φονικού, αληθινού θανάτου στο πρόσωπο ενός φίλου, ενός συντρόφου. Είναι πιθανόν η ίδια εμπειρία να οδηγεί, ετούτο το «ιερό παιδί», στην ανάληψη της ενεργητικής, βίαιης αντίδρασης εναντίον ενός «γενικού» θύτη (ένα άσκεπτο όλον, στο οποίο τα πάντα είναι στόχοι ξέφρενου μίσους –μα ποιος μπορεί να κάνει, εδώ, σκληρές νουθεσίες;). Είναι πιθανόν, το τραύμα να επουλώνεται με την ανάληψη μιας ταυτότητας εκδικητή. Είναι επίσης πιθανόν το τραύμα να αποτελεί μια μοιραία αφορμή για την κατασκευή μιας ταυτότητας τοτεμικού, συμβολικού συν-ήρωα του αθάνατου νεκρού. Τα υπόλοιπα «παιδιά», ενδεχομένως, προσφέρουν σε τούτο το «ιερό παιδί» τον σεβασμό και την τιμητική θέση που επιφυλάσσει κανείς σε έναν βετεράνο ή σε έναν σπάνιο μάρτυρα μιας κομβικής ιστορικής στιγμής. Κι όλοι μαζί, χτίζουν την οδυνηρή καρικατούρα μιας συλλογικής, αγωνιστικής φαντασίωσης με τιμητικά σεβάσματα (δίχως πολιτική, δίχως μάζες, δίχως αγώνες, δίχως «προδοτικές» ψυχραιμίες, θεωρίες και διαλεκτικές), που θερμαίνεται και φουντώνει στη μακάρια ζεστασιά των κλειστών κύκλων, των συνωμοτικών κωδίκων και –γιατί όχι;– στη διαβρωτική δράση κρατικών παραγόντων που μπορούν να κινούνται άνετα από περιθωριακού σκορποχωρίου εις περιθωριακόν σκορποχώριον.
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, την ίδια ακριβώς στιγμή που ο χωροφύλακας, που περιμένει να παρασημοφορηθεί για τη σύλληψη του «παιδιού»-τρομοκράτη, το γλεντάει με κάμποσα βασανιστήρια, ο Υπουργός, η Κυβέρνηση και οι επιτελικοί ατσίδες τους πανηγυρίζουν. Έχουν, βλέπεις, κι εκείνοι βούληση: μόνο που έχουν μάθει να σκέπτονται πριν δράσουν. Τα κατσαρολάκια του «παιδιού» τούς χαροποίησαν (αφορμή για βαρύγδουπες καταγγελίες κατά της κοινωνικής ανομίας), αλλά τα καλάζνικοφ (αυτά πια!) τους ενθουσίασαν (το δημοκρατικό κράτος, η μόνη διέξοδος ανάμεσα στα «άκρα» που ομνύουν στη βία). Τα κρυφοφασιστικά κτήνη της Δημόσιας Τάξης δημοσιεύουν αβασάνιστα φωτογραφίες βασανισμένων και κερδοσκοπούν πολιτικά με τη χαιρεκακία των νοικοκύρηδων, που, ενώ λίγο καιρό πριν στις πλατείες ήταν έτοιμοι να κάψουν το «μπουρδέλο τη Βουλή» (μαζί με «τα παιδιά»), τώρα μεταμορφώνονται σε υποστηρικτές της πιο αηδιαστικής κρατικής βαναυσότητας. Οι ίδιες οι φωτογραφίες, εντείνουν την υπεραπόλαυση ενός ιδιότυπου σαδισμού της κλειδαρότρυπας. Τα φώτοσοπ διεγείρουν ακόμη περισσότερο τη φαντασία, όπως ακριβώς ένα γυμνό σώμα είναι λιγότερο ερεθιστικό από ένα ημίγυμνο. Ο υπουργός μάς καλεί να απολαύσουμε τη βρώμικη δουλειά που έκαναν για χάρη μας τα μπόλικα «όργανά» του. Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών δεν έγινε για να «φοβίσει» το «λαϊκό κίνημα», ώστε να αποσυρθεί από τις δικές του «μάχες», όπως κάποιοι, σχηματικά, υποστηρίζουν. Όχι, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα: η κυβερνητική νίκη, στο πεδίο αυτό, δεν έγκειται στην «τρομοκράτηση» ενός δυνάμει αντιπάλου που λουφάζει έναντι της φοβερής κρατικής βίας, αλλά, αντίθετα, έγκειται στην ανακίνηση ενός συναισθήματος ταύτισης με την κρατική βία, ενός συναισθήματος στο οποίο ο δέκτης της εικόνας απολαμβάνει πραγματικά, κρυφά ή φανερά, την αποφασιστική επάνοδο του «Νόμου και της Τάξης» και φαντασιώνεται τον εαυτό του να κρατά ο ίδιος τη ρομφαία που θα ξεκληρίσει από την «κοινωνία μας» ληστές, κωλόπαιδα, λαμόγια και «κλέφτες». Εν τω μεταξύ, υπάρχουν εκεί έξω κάμποσοι απεργοί (μικροαστικοποιημένοι δειλοί, το δίχως άλλο) υπό επιστράτευση, έτοιμοι να δοκιμάσουν τα αποτελέσματα της έκρηξης ευνομίας που πυροδότησαν τα εκρηκτικά των «παιδιών». Ε, και; Μα τι μπορεί να νοιάζουν όλα αυτά ένα «παιδί»; Όλοι αυτοί, το κράτος, οι Υπουργοί, οι αλλοτριωμένοι υπήκοοι και τα εργαζόμενα ερίφια δεν είναι τίποτε άλλο από παρενθέσεις στο αφήγημα του φαντασιωτικού αυτό-ηρωισμού. Fiat ars et pereat mundus.
Οι φθηνοί θιασώτες της «δημοκρατικής νομιμότητας» και οι κήνσορες, που ψάλλουν καταδίκες της βίας «από όπου κι αν προέρχεται», δεν αξίζουν εδώ ιδιαίτερης κριτικής προσοχής. Ούτε και οι «σύντροφοι» του παιδιού, στους κλειστούς, ανακυκλούμενους κύκλους του πολιτικού τους περιθωρίου. Η περίπτωση των υπερασπιστών του «παιδιού» αντίθετα, είναι πιο ενδιαφέρουσα, πιο προκλητική, πιο περίπλοκη. Τι ακριβώς βλέπουν εκείνοι στο παιδί; Τι υπερασπίζονται στο πρόσωπό του; Μιλούν κι αυτοί «πολιτικά», δηλαδή αμφίσημα, παράξενα, όχι και πολύ ντόμπρα. Βρίσκουν άραγε στη δράση του «παιδιού» μια κάποια, έστω αμυδρή, πολιτική συγγένεια με τους δικούς τους απώτατους (απώτατοι γι’ αυτούς όσο το άπειρον, εξ ου και μεσολαβούν ως εκεί κάμποσες κυβερνήσεις εθνικής σωτηρίας ή προοδευτικής ανασυγκρότησης του τόπου) οραματικούς στόχους; Διαφωνούν με τα μέσα που χρησιμοποιεί, αναγνωρίζοντας, άραγε, στον σκοπό του έναν ευγενικό πολιτικό στόχο (η κατάργηση του κράτους, της ατομικής ιδιοκτησίας, μια κοινωνία ελευθερίας κι αλληλεγγύης); Άβυσσος οι υπεκφυγές ενός αλληλέγγυου βουλευτή αριστερο-ανανεωτικού κοινοβουλευτικού κόμματος... (ο Κέυνς, τι θα ’λεγε, άραγε, ο Κέυνς για όλα αυτά;)
Κάποιοι υπερασπίζονται το «παιδί», επειδή στο πρόσωπό του βλέπουν το πιθανό παιδί τους (μια τόσο γνώριμη κοινοτοπία…). Συμπονούν την παραστρατημένη αλλά αγνή στις προθέσεις της μετα-εφηβεία. Βομβαρδίζουν το ακροατήριό τους με ατάκες κοινωνιολογίζοντος μελό, όπως, «η κοινωνία που δεν δίνει διέξοδο και στόχους», «η ελπίδα που έκλεψαν από τα παιδιά μας» και τα ρέστα. Πρόκειται για την άθλια «λογοτεχνία» που μας κληροδότησε η «εξέγερση» του 2008, γεμάτη παιδικής κοπής κενολογίες περί «ονείρων που συντρίβονται». Επιστρέφουμε όμως στους γονείς που κομπάζουν για τον αμείλικτο προοδευτισμό τους: υπήρξαν κάποτε στα νιάτα τους επαναστάτες, ρόκερς, αντισυστημικοί. Δεν εγκατέλειψαν ποτέ αυτό το ωραίο αίσθημα εσωτερικής ελευθερίας και αντισυστημισμού (βαθιά μέσα τους!). Μόνο που γι’ αυτούς, ένα παιδί (το παιδί τους), ήταν με κάποιο τρόπο, μέρος του συστήματος που ήθελαν (ως νάρκισσοι κι αυτοί) να υπερβούν, για χάρη μιας πληρέστερης ατομικής τους ελευθερίας (πιο φιλελεύθερης κι από το φιλελευθερισμό ενός χρηματιστή της Wall Street). Ήταν το τέκνο, το παιδί στην κούνια, η υποχρέωση της ανατροφής, η σιχαμερή ανάληψη του ρόλου του Πατέρα. Πόσο μικροαστικά όλα τούτα, πόσο ξεπερασμένα, πόσο θλιβερά εμπόδια στη ζωή ενός πρώην ρόκερ, ενός «υπαρξιστή» της γενιάς του εξήντα! Αυτοί οι πάντοτε κατανοητικοί ψευδο-ψυχολόγοι τιμούν πάντως τα νιάτα τους: σε κάθε περίπτωση, δεν θα αντιμετώπιζαν το «παιδί» με την ίδια κοινωνιολογική συμπόνια («φταίει η συντριβή των νεανικών ονείρων»), αν ήταν ένα κρετίνικο χουλιγκανικό φασιστάκι, που λήστευε ένα προπατζίδικο με στόχο να αγοράσει μαχαίρια για να καθαρίσει έναν μετανάστη. Η αγνότητα των διακηρυγμένων στόχων του «παιδιού» (η σάπια κοινωνία πρέπει να αντικατασταθεί από την κοινωνία μιας άπειρης αλληλεγγύης, ποιος διαφωνεί;) προσφέρει ένα κάποιο άλλοθι για να υψωθεί κανείς στο βάθρο του συμπαθητικού παιδιού-θύματος. Οι ίδιοι συμπονετικοί ψευδο-ψυχολόγοι πιστεύουν στα νιάτα τους, πιστεύουν στα παιδιά, πιστεύουν στην ίδια τη νεανική ορμή «που οφείλει να αλλάξει τα πάντα» και «να ανατρέψει» ακόμη κι εκείνους τους ίδιους, τους έστω συμπονετικούς «γέρους με τις αμαρτίες τους» (πόσο μεγαλόψυχη αυτοθυσία!). Πλάι στους γονεϊκούς ψευδο-ψυχολόγους, οι «πραγματικοί» ψυχολόγοι: εκείνοι που δεν χάνουν ευκαιρία να εγκληματολογούν με ψύχραιμη κατανόηση για το «φαινόμενο», κι ακόμα περισσότερο, εκείνοι που λατρεύουν να ερμηνεύουν την κρίση, σαν να ήταν μια μανιοκαταθλιπτική στιγμή εθνικής κλιμακτηρίου. Άδικο έχουν όλοι αυτοί; Μήπως η εργατική τάξη δεν έχει πεθάνει; Μήπως η πολιτική δεν είναι η κακή ρουφήχτρα του ρομαντισμού; Μήπως δεν είναι κακό να είσαι, στην ψυχή και στα λόγια, «μαντρωμένος Κνίτης» –τουλάχιστον από τη δεκαετία του εβδομήντα κι έπειτα; Εκείνοι τουλάχιστον είναι πεισμένοι γι’ αυτό, καθότι αείποτε εχθροί πάσης φύσεως δογματισμών (δεν πιστεύουν στους παιδεμούς: στους άχαρους παιδεμούς της οργανωτικής πειθαρχίας, στους μονόχνοτους παιδεμούς της βασανιστικής σκέψης, στους αντιερωτικούς παιδεμούς των αυτοσυγκρατήσεων, στον παιδεμό της εμπλοκής με «καθυστερημένες» μάζες, στον παιδεμό της πολιτικής αντίληψης και πράξης). Και αυτή η σοφή, αντιδογματική επιλογή είναι που τους έκανε να είναι πάντοτε προοδευτικοί, όντας καλοπιασμένοι επαγγελματίες, ώριμοι ψηφοφόροι ενός υπουργού δικαιοσύνης που «ανατριχιάζει» στην εικόνα των βασανισμένων «παιδιών».
Το «παιδί» είναι, λοιπόν, μέσα στην απέραντη ατυχία του, έστω και λίγο τυχερό που επέλεξε μια κάπως ευγενική ιδεολογική επένδυση («αναρχία και ζωή κάτω όλοι οι στρατοί») για να επικαλύψει τον ολοκληρωτικά απολίτικο, παιδικό, βίαιο ναρκισσισμό του. Αν είχε μεγαλώσει σε κάποια άλλη γειτονιά, αν κάποιοι εξαθλιωμένοι έχεζαν στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας του και του έκλεβαν το κινητό του, αν πήγαινε σε υποβαθμισμένο δημόσιο σχολείο και έκανε διαγωνισμό κοφτερής φαλτσέτας και ομαδικού αυνανισμού με αεκτζήδες, Αλβανάκια, Χρυσαυγίτες και Ρωσοπόντιους, είναι πιθανό να κατασκεύαζε τον βολικό, για την περίπτωσή του, μέγα-εχθρό (τον μετανάστη) και να γινόταν ένα πρώτης τάξεως άθλιο φασιστάκι, με τα γήπεδά του και με το παπάκι του σε άγρα αντίπαλης συμμορίας ή σκουρόχρωμου μικροπωλητή. Αλλά το «παιδί» είχε την τύχη (ή την ατυχία) να πλήττει σε σαββατιάτικες εξόδους στα goody’s σε κάποια δασωμένα προάστια (εκεί μπορείς δυσκολότερα να κατασκευάσεις μελαψούς αρχι-εχθρούς, για να ξεβράσεις πάνω τους τον βίαιο εφηβικό ναρκισσισμό σου, μεταξύ άλλων, και επειδή τέτοια μελαψά όντα κυκλοφορούν ελάχιστα ανάμεσά σου). Ταυτόχρονα, το «παιδί», διδασκόμενο λογοτεχνία για το international baccalaureat στο ιδιωτικό του σχολείο, κάτι άκουσε περί Κάφκα. Είχε την τύχη να επιλέγει, από τα δεκατέσσερά του, τρίμηνες διακοπές σε κάποιο εναλλακτικό νησί, υποδυόμενο τον πένητα, για να ρίξει τις ρασταφάρι γκόμενες της παρέας (την ίδια ώρα, μια μεσήλικη μικροαστή λουόμενη, σε ένα θέρετρο γεμάτο αυθαίρετα και ταράτσες με πανωσηκώματα, βουρκώνει με τις περιπέτειες του ματαιωμένου ερωτισμού μιας «μαμάς βορείων προαστίων»). Ζήτημα τύχης, ή ζήτημα ταξικής τύχης, μικρή σημασία έχει.
Κάποιοι, τέλος, υπερασπίζονται, με την ιδιότητα του ιεροφάντη των δικαιωμάτων, το «παιδί», γιατί βλέπουν στο παραμορφωμένο πρόσωπό του την εκδικητική μανία της κρατικής βαρβαρότητας και της απαράλλακτης ιερότητας του προσώπου του κατηγορουμένου. Ως εδώ καλά. Είναι όμως δύσκολο να πεις αν είναι από ακραιφνή δημοκρατική ευαισθησία που καταγγέλλουν την κρατική καταστολή που υφίσταται το «παιδί». Αν ήταν συνεπείς, θα έπρεπε να βρίσκονται σε επιφυλακή, ώστε να καταγγέλλουν εξίσου την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και τη βάναυση μεταχείριση ενός βιαστή, ενός αστυνομικού δολοφόνου δεκαεξάχρονου παιδιού, ενός παιδεραστή, ενός ρατσιστή, ενός μεγαλοαστού απατεώνα-οικονομικού εγκληματία. Μα, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι ακριβώς πιστοί στην υπεράσπιση των διαφωτιστικών αρχών του Beccaria, γιατί δεν ενοχλούνται από πιθανά λιντσαρίσματα τέτοιων αποβρασμάτων (και ευτυχώς, είναι η αλήθεια, η Αστυνομία, όντας κομμάτι πιο φιλική απέναντι σε τέτοια υποκείμενα τους απαλλάσσει από τη δύσκολη θέση). Θα μπορούσαν, λοιπόν, να πουν, εξίσου καλά, και να γίνουν κατανοητοί, αυτό που πράγματι θέλουν να αναφωνήσουν, αυτό επί του οποίου, σε μεγάλο βαθμό, έχουν πράγματι χτίσει, την ελευθεριακή κι ελευθεριάζουσα (πασπαλισμένη με αστική, «δικαιωματική» παραφιλολογία), ακτιβίστικη ταυτότητά τους: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αυτό είναι, σε μεγάλο βαθμό, το όριο και ο ορίζοντας της πολιτικής τους αντίληψης∙ μα κανένας δεν μπορεί να τους κακίσει επειδή επιλέγουν να αναμετρηθούν με τον κόσμο, την πολιτική και τον εαυτό τους (κι εδώ η παιδικότητά τους συναντά τα ίδια τα «παιδιά», σε μια παραζάλη νεάζουσας αφέλειας), στοχεύοντας σε ένα απλούστατο, προσδιορισμένο, χειροπιαστό, εμφανές κι εμπρόσωπο «κακό».
Και οι καλλιτέχνες; Οι σκηνοθέτες; Οι λογοτέχνες; Μήπως δεν είναι το «παιδί» ένας πρώτης τάξης πρωταγωνιστής δράματος, ένας χαρακτηριστικά ελκυστικός οργίλος μπόμπιρας με ωραία, κακιωμένη όψη της κοπής ενός Χωκ Φιν, ενός Ρεμπώ, ενός natural born killer, ενός κλεφτρονιού που έχει δεχτεί τα τετρακόσια χτυπήματα της εποχής του; Ω, σενάρια, ω, Κάννες!
Οι προοδευτικές μαμάδες, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι, οι ριζοσπάστες βουλευτές, οι καλλιτέχνες και οι αντιμπατσικοί ακτιβιστές καταλήγουν να συμπονούνε, όλοι τους, το «παιδί» κατόπιν εορτής. Γιατί η πρότερη, παραλυτική για τους ίδιους, διερώτηση περί του τι θέλεις, τι κάνεις και το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της πράξης σου, είναι μια σύνθετη, αφόρητα πολιτική, αφόρητα ορθολογική διδαχή, κι εκείνοι δεν έχουν καμιά πρόθεση να εμπλακούν σε μικροαστικές, «εξουσιαστικές», «δασκαλίστικες» υποδείξεις.
Εν τέλει, το «παιδί», ό,τι κι αν υπερασπίζεται κανείς στο πρόσωπό του, αποτυγχάνει να αναγνωριστεί ως αυτό που θα ήθελε να βλέπουν οι άλλοι σε εκείνο: ως «πολιτικό αγωνιστή» και ως «κοινωνικό επαναστάτη», το «παιδί» το έχουν όλοι τους –φίλοι/υπερασπιστές και εχθροί/εκδικητές– εντελώς χεσμένο.
Πολλά, πάρα πολλά μπορούν να ειπωθούν ακόμη. Ας πιστώσουμε τουλάχιστον κάτι στα «παιδιά»: η παιδικότητά τους, η μωρή άρνηση της πραγματικότητας από την οποία συντρίβονται, είναι τόσο φλογερά πεισματική, που τουλάχιστον για την ώρα εμμένουν σ’ αυτήν, βρίζοντας κι αφήνοντας σύξυλους τους υπερασπιστές τους, που άθελά τους νοθεύουν, με υποκριτικά και συμπονετικά ήξεις-αφήξεις, το μεγαλομανές αφήγημα της ηρωικής, «επαναστατικής» αυτοπυρπόλησής τους.
Ως εδώ, όμως. Ο καθένας ας συνεχίσει να κουρδίζει το δικό του πορτοκάλι. Τα «παιδιά» είναι πάντοτε παιδιά.
Περιοδικό λεύγα τ. 10 (Άνοιξη. 2013), σ. 42-46.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου