[από την έντυπη λεύγα 10 (Άνοιξη 2013), σ. 54-56]
Ζούμε σε συνθήκες πόλωσης, αναμφίβολα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η εποχή μας συνιστά μια τυπική κατάσταση μετάβασης, κατά την οποία το παλιό δεν έχει πεθάνει ακόμα και το νέο δεν έχει διαφανεί. Προς το παρόν, η πόλωση αυτή αποτυπώνεται πολιτικά με έναν παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, τρόπο: στη Βουλή εκπροσωπείται ένα εθνικιστικό-ναζιστικό κόμμα, ένα προσωποπαγές «αγανακτισμένο» εθνικοπατριωτικό δεξιό κόμμα, ένα πρώην σοσιαλιστικό-πρώην σοσιαλδημοκρατικό-νυν και αεί κεντρώο κόμμα, ένα δεξιό-προς ακροδεξιό κόμμα του φιλελευθεροσυντηρητισμού, ένα δημοκρατικό κόμμα του πολιτισμού και τέλος δύο κόμματα της αριστεράς (ένα της δυτικοευρωπαϊκής κι ένα της ανατολικοευρωπαϊκής). Με λίγα λόγια, φουλ της δεξιάς με ολίγη κεντροαριστερά είναι το μείγμα που δίνει τον κοινοβουλευτικό τόνο. Σε επίπεδο κυβέρνησης, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το τρίο που την συναπαρτίζει αγγίζει την τελειότητα: λειτουργεί ταυτόχρονα ως κυβέρνηση (ΝΔ) και ως αντιπολίτευση (ΔΗΜΑΡ), αλλά και ως κυβερνοαντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ). Ο Χέγκελ σίγουρα θα ενθουσιαζόταν αν καλούνταν να στοχαστεί πάνω σε αυτό. Την ίδια τελειότητα διεκδικεί και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ), όχι με την ίδια πάντως επιτυχία: πλήθος τάσεων, αντιφατικές δηλώσεις, άνοιγμα στο κέντρο και τους νοικοκυραίους, ταυτόχρονη επίδειξη μετριοπάθειας και ριζοσπαστισμού.
Ζούμε σε συνθήκες πόλωσης, αναμφίβολα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η εποχή μας συνιστά μια τυπική κατάσταση μετάβασης, κατά την οποία το παλιό δεν έχει πεθάνει ακόμα και το νέο δεν έχει διαφανεί. Προς το παρόν, η πόλωση αυτή αποτυπώνεται πολιτικά με έναν παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, τρόπο: στη Βουλή εκπροσωπείται ένα εθνικιστικό-ναζιστικό κόμμα, ένα προσωποπαγές «αγανακτισμένο» εθνικοπατριωτικό δεξιό κόμμα, ένα πρώην σοσιαλιστικό-πρώην σοσιαλδημοκρατικό-νυν και αεί κεντρώο κόμμα, ένα δεξιό-προς ακροδεξιό κόμμα του φιλελευθεροσυντηρητισμού, ένα δημοκρατικό κόμμα του πολιτισμού και τέλος δύο κόμματα της αριστεράς (ένα της δυτικοευρωπαϊκής κι ένα της ανατολικοευρωπαϊκής). Με λίγα λόγια, φουλ της δεξιάς με ολίγη κεντροαριστερά είναι το μείγμα που δίνει τον κοινοβουλευτικό τόνο. Σε επίπεδο κυβέρνησης, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το τρίο που την συναπαρτίζει αγγίζει την τελειότητα: λειτουργεί ταυτόχρονα ως κυβέρνηση (ΝΔ) και ως αντιπολίτευση (ΔΗΜΑΡ), αλλά και ως κυβερνοαντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ). Ο Χέγκελ σίγουρα θα ενθουσιαζόταν αν καλούνταν να στοχαστεί πάνω σε αυτό. Την ίδια τελειότητα διεκδικεί και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ), όχι με την ίδια πάντως επιτυχία: πλήθος τάσεων, αντιφατικές δηλώσεις, άνοιγμα στο κέντρο και τους νοικοκυραίους, ταυτόχρονη επίδειξη μετριοπάθειας και ριζοσπαστισμού.
Mark Catley Design |
Αν δει κανείς την εικόνα με όρους ορχήστρας, η μόνη παραφωνία προέρχεται από τα όργανα του κέντρου, που παραδοσιακά καταλαμβάνουν ξύλινα πνευστά όπως κλαρινέτα, φαγκότα, φλάουτα, όμποε. Πρόκειται για τα πιο «ελαφρά», «γήινα», μετριοπαθή θα λέγαμε με πολιτικούς όρους, μεταξύ των πνευστών, γι’ αυτό άλλωστε και ο σοφός μουσικός τα τοποθετεί στο κέντρο από την κλασική εποχή. Αλλά ταυτόχρονα είναι και αυτά που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη σύγχυση στην περίπτωσή μας, φαλτσάροντας ασύστολα. Επειδή όμως ο μεγάλος μαέστρος είναι οπαδός της κλασικής συμφωνικής ορχήστρας και σιχαίνεται τους επικίνδυνους νεωτερισμούς, θέλει όσο τίποτε να αποκαταστήσει αυτή την παραφωνία.
Μετά τη ραγδαία συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, φαινόμενο που κατά τον Βαρουφάκη έχει τις ρίζες του στον θάνατο του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού ρεύματος συνολικότερα (http://goo.gl/oN4Gs), στον χώρο του Κέντρου έχει αρχίσει να επικρατεί κοσμογονία, σύμφωνα με όσα μπορεί να πληροφορηθεί κανείς από τους επαγγελματίες της μικροπολιτικής βαρεμάρας: «Κεντροαριστερές ζυμώσεις» (http://goo.gl/8VlX6), «Κινητικότητα για νέο κόμμα με μετριοπαθείς» (http://goo.gl/Wfnp4) είναι μερικά από όσα αναγγέλλονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να καθησυχαστούν οι ανησυχούντες «μεσαίοι». Κινήσεις, πρωτοβουλίες και παρέες που συγκροτούν και στελεχώνουν ορφανά του σημιτικού εκσυγχρονισμού και του παπανδρεϊκού new age, δυσαρεστημένοι από τον βουλιμικό ναπολέοντα Βενιζέλο, παλιοί και νέοι μεταρρυθμιστές, πρώην μνημονιακοί υπουργοί που επιθυμούν τη ρήξη, τζημερικοί του κέντρου, «στελέχη» και «προσωπικότητες» του μεσαίου χώρου, της μετριοπάθειας και της προόδου, «γνωστοί-άγνωστοι» του πρόσφατου παρελθόντος και ταλιμπάν οραματιστές του μέλλοντος, σαλπίζουν τα χαρμόσυνα νέα: το νέο Κέντρο είναι εδώ, οσονούπω ενωμένο και δυνατό.
Η εικόνα θυμίζει σε ένα πρώτο επίπεδο παραδόσεις και διαδικασίες που συναντούσε κανείς στα αριστερά του ΚΚΕ. Ωστόσο, τυχόν αναλογίες είναι εμφανώς παραπλανητικές. Αν στην περίπτωση του εγχώριου αριστερισμού, κύριο τόνο δίνει το σύνδρομο του Ιζνογκούντ, η εγχώρια «εξωκοινοβουλευτική κεντροαριστερά» προχωρά σε «ζυμώσεις» και χαρακτηρίζεται από «κινητικότητα» με άξονα άλλες στοχεύσεις. Ο φόβος του κενού, το ένστικτο επιβίωσης, η προοπτική της συστημικής εφεδρείας, το πλασάρισμα στις νέες πολιτικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο άμεσο μέλλον, όλα αυτά μπορεί κανείς να τα διακρίνει σε μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού που πλαισιώνει τα νέα μορφώματα που συναντά κανείς στον χάρτη της «εξωκοινοβουλευτικής κεντροαριστεράς». Κυρίως όμως είναι ένας άλλος φόβος. Η «θεωρία των άκρων» συνιστά την κύρια συγκολλητική ουσία του Κέντρου. Η «πρακτική των άκρων» (κοινωνικές συγκρούσεις, ρατσιστική βία, ένοπλο αντάρτικο κ.λπ.) ενορχηστρώνεται συστημικά και συγκροτεί πεδία κυβερνητικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζει την ανάγκη να αναζητηθεί το αντίβαρό της στο «θετικό»: μετριοπάθεια, μεταρρύθμιση, συνεργασία, όραμα, ανάπτυξη, προτάσεις. Το άγχος της επόμενης ημέρας είναι εμφανές, στον βαθμό που το πείραμα της «τρικομματικής» είναι πιθανόν να διαλυθεί με πάταγο ή να αρχίσει σταδιακά να αποψιλώνεται. Ο μαέστρος δεν κάνει δουλειά μόνο με κρουστά και έγχορδα, θέλει όλα τα όργανα μπροστά του. Τα πνευστά πρέπει να γυαλιστούν, να καλοκουρδιστούν και να ξαναπάρουν τη θέση τους στη μεγάλη ορχήστρα.
Μπροστά σε αντίστοιχες αγωνίες είχε βρεθεί μεταπολεμικά και ο τότε βενιζελογενής χώρος. Αναζητώντας ζωτικό χώρο για την ανασυγκρότησή του, επέλεξε να αντιπαρατεθεί με δύο «άκρα»: το ένα είχε αναφορά στον μεσοπολεμικό «Εθνικό Διχασμό» και οριοθετούσε το σύνορο με τη δεξιά, το άλλο υπήρξε φυσικά η εμφύλια σύγκρουση και συνιστούσε τη βασική διαχωριστική τομή με την αριστερά. Η ταλάντευση, ο κατακερματισμός και η πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων που επιχείρησαν να διαμορφώσουν εκείνη την εποχή το «Κέντρο» δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της σχιζοειδούς αντιφατικότητας ενός τέτοιου εγχειρήματος, αλλά και του έντονα προσωποκεντρικού χαρακτήρα των κατά καιρούς πολιτικών σχηματισμών, αφού Γεώργιος Παπανδρέου και Σοφοκλής Βενιζέλος φιλοδοξούσαν να κατοχυρώσουν την ηγεμονία τους στον χώρο με συνεχείς συνεργασίες, διαμάχες και μετατοπίσεις.
Το γεγονός που δρομολόγησε οριστικά την ενοποίηση των δυνάμεων της «μετριοπάθειας» υπήρξε και πάλι ο φόβος για τα «άκρα», που σε κάποια φάση έλαβε σάρκα και οστά απειλώντας τις με οριστικό θάνατο: η συγκρότηση και παγίωση του Ελληνικού Συναγερμού στα 1951-1952 και, κυρίως, ο εκλογικός θρίαμβος της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Μετά το 1958, το μεταπολεμικό σύστημα εξουσίας, θορυβημένο μπροστά στο ενδεχόμενο της συνέχισης του εμφυλίου με άλλα μέσα (εκλογικός διπολισμός αριστεράς-δεξιάς) και της συναφούς κοινωνικής πόλωσης, βρήκε τη χρυσή ευκαιρία για την ανασυγκρότηση του εφεδρικού πολτού: η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου αναδύθηκε ρωμαλέα από τον βάλτο, προς ανακούφιση των αστικών δυνάμεων, και δύο κεφάλια ξεπρόβαλλαν. Το ένα θα προβαλλόταν ως μετριοπαθής εκδοχή των εθνικοφρόνων νικητών του εμφυλίου, το άλλο θα καλούσε για «αντιδεξιά» συστράτευση και ενσωμάτωση μερίδας των ηττημένων. Τα κεφάλια ωστόσο κατέληγαν σε ένα λαιμό, και ο λόγος τους πήγαζε από ένα αντιφατικό και αμφίσημο πλήθος φωνητικών χορδών, που καθοδηγούνταν όμως από έναν «χαρισματικό» μαέστρο (τουλάχιστον μέχρι το 1965).
Η διάσταση του φόβου και της αγωνίας είναι εξίσου παρούσα και στη σημερινή συγκυρία. Ωστόσο, θα έπασχε έντονα κάθε περαιτέρω προσπάθεια να αναδειχθούν κρίσιμες και ουσιαστικές αναλογίες με το σήμερα. Το σύγχρονο Κέντρο βρίσκεται αντιμέτωπο με άλλου είδους προκλήσεις. Ενώ φιλοδοξεί να εκφράσει ένα σύγχρονο μεταρρυθμιστικό λόγο, η χαρτογράφηση των κινήσεων που το συναπαρτίζουν δίνει την αίσθηση ενός βρυκολακιασμένου παρελθόντος (μακρινού και σχετικά πρόσφατου). Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Η Κίνηση Πολιτών «Πολιτεία 2012» λ.χ. προέρχεται από μια κίνηση που είχε ιδρυθεί το 1996 με το όνομα «Πολιτεία» και σκοπό να υποστηριχθεί «το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα στην κοινωνία και στην πολιτική» (http://goo.gl/JqCBt). Πρόκειται δηλαδή για νεκρανάσταση σημιτικού πολιτικού μορφώματος, με ένα update στον τίτλο. Όσο για τις προτάσεις τους, κοινοτοπίες και γενικότητες, με λίγη από Βουλή των Εφήβων: συνιστούν «νηφαλιότητα και αυτοσυγκράτηση των πολιτικών κομμάτων, συνδικάτων, επαγγελματικών ενώσεων», προτείνουν μέτρα «εξυγίανσης» και «ανανέωσης» του πολιτικού προσωπικού, ζητούν την «εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μέτρων» για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και υποστηρίζουν την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας με ριζικές αλλαγές σε πρόσωπα και πολιτικές. Φυσικά απορρίπτουν όλα τα κακά πράγματα: τον λαϊκισμό, τη βία, την οπισθοδρόμηση.
Το Δίκτυο Π80 μας βυθίζει ακόμη περισσότερο στο πρόσφατο σοσιαλιστικό μας παρελθόν, αφού αποτελείται από στελέχη που «εντάχθηκαν ή συμμετείχαν ενεργά στις κομματικές, νεολαιίστικες ή άλλες οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980» (http://goo.gl/vreyY). Στην περίπτωση αυτή η ατζέντα είναι πιο ρητή, αφού στόχος είναι να συρθούν ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και επισήμως στο νέο εγχείρημα «ανασύνθεσης» του χώρου. Σε επίπεδο αρχών, μια ταπεινή τριάδα είναι αρκετή: υπάρχει κενό «υπεύθυνης προοδευτικής αντιπολίτευσης» που πρέπει να καλυφθεί από τη μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά, το σημείο αναφοράς πρέπει να παραμείνει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για να τονιστεί ο διαχωρισμός με τον νεοφιλελεύθερο «μεταρρυθμισμό», ενώ, τέλος, ως αιτία του κακού που μας βρήκε υποδεικνύεται το άρρωστο πολιτικό σύστημα. Ζητούν λοιπόν την ανάδυση ενός νέου «δημιουργικού και τίμιου πολιτικού συστήματος» παρακαλώντας τους μπαμπάδες τους να πάρουν σύνταξη για να δουλέψουν αυτοί, η νέα γενιά, το μαγαζί: «Όσοι πρωταγωνίστησαν ή κυβέρνησαν αυτά τα χρόνια, ας σεβαστούν τις ανάγκες της εποχής και ας αφήσουν τις νέες δυνάμεις να εκφραστούν» (http://goo.gl/7NswS). Ας ελπίσουμε ότι η συγκινητική παράκλησή τους θα βρει ευήκοα ώτα, αν και θα έπρεπε κανονικά να δυσπιστεί κανείς σε εκρήξεις εφηβικής επαναστατικότητας, όταν αυτές γίνονται στη μέση ηλικία.
Φορείς του «νέου», της «ανασύνθεσης», της «ανασυγκρότησης» κ.λπ. συναντά κανείς όμως και αλλού. Στην περίπτωση του «Κοινωνικού Συνδέσμου» λ.χ. το νέο όραμα που προβάλλεται είναι κάτι δυστυχώς παλιό: μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός. Εξίσου νέοι του παρελθόντος είναι και τα ηγετικά-ιδρυτικά μέλη: Γιώργος Φλωρίδης και Γιάννης Στουρνάρας. Στη διοίκηση της κίνησης μπορεί να δει κανείς, χωρίς να εκπλαγεί στο ελάχιστο, τα στρώματα που εκφράζονται μέσω του «Κοινωνικού Συνδέσμου»: επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων, γιατροί, αρχιτέκτονες. Πιο συστηματικά όμως με όρους γενιάς συγκροτείται και εκφράζεται η κίνηση «Νέοι Μεταρρυθμιστές». Με πιο επιθετικό τρόπο, η κίνηση αυτή παρεμβαίνει σε θέματα παιδείας, οικονομίας, πολιτικής, ενώ παράλληλα φιλοδοξεί να έχει συμβολή στα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και στον διάλογο για την κεντροαριστερά. Και στην περίπτωση αυτή, η μεταρρύθμιση, ο εκσυγχρονισμός, ο ευρωπαϊσμός, η επιχειρηματικότητα συνιστούν βασικές καταστατικές αρχές. Η συγκεκριμένη κίνηση εξάλλου διεκδικεί με αξιώσεις και το πρώτο βραβείο συνθηματολογίας με το μότο «Δημιουργική Ανατροπή. Αριστεία, Ρίσκο, Επιχειρηματικότητα» (http://goo.gl/xd2Mq), που πιθανότατα είναι εμπνευσμένο από την αδίκως παραγνωρισμένη «Σκέψη Διαμαντοπούλου».
Η νέα κεντροαριστερά λοιπόν είναι εδώ. Από παντού ακούγεται επίμονα και ιδεοληπτικά: Μεταρρύθμιση, Ανανέωση, Εκσυγχρονισμός, Ευρωπαϊσμός, Επιχειρηματικότητα, Καινοτομία. Από παντού καταδικάζεται το κακό, ταυτιζόμενο ερμητικά με το παρελθόν: όχι στον λαϊκισμό, τη βία, τις συντεχνίες, τα άκρα. Τα πρώτα εκφράζουν το μέλλον, τα δεύτερα ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Φυσικά πρόκειται για πολιτικό λόγο κοινότοπο, χωρίς σοβαρή γείωση και τεκμηρίωση, έντονα ιδεοληπτικό και μανιχαϊστικό, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από ανακαίνιση κλασικών και τετριμμένων μοτίβων του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Ταυτόχρονα, οι εκφραστές του επιχειρούν να πλασαριστούν ως φορείς της ανανέωσης, με όρους τόσο ηλικίας όσο και ιδεών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η αποθέωση της νεότητας, του φρέσκου κ.λπ. είναι συνήθως σύνδρομο της προχωρημένης ηλικίας. Από την άλλη, βέβαια, η σύγχρονη «εξωκοινοβουλευτική κεντροαριστερά» βρίσκεται με τον τρόπο αυτό πλήρως συντονισμένη με τις ευρωπαϊκές της αναφορές: το 2012 είχε ανακηρυχθεί από την ΕΕ ως έτος Ενεργού Γήρανσης και Αλληλεγγύης μεταξύ των Γενεών.
Στην πραγματικότητα, οι πενήντα αποχρώσεις του σύγχρονου κέντρου υπενθυμίζουν και αναπαράγουν αυτό που θέλουν να γιατρέψουν: η έλλειψη ηγεμονικής δύναμης που θα καλύψει πολιτικά, ιδεολογικά και ως μηχανισμός τα μετριοπαθή μεσαία στρώματα, νέα και παλιά, θέτει σε κίνδυνο την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος, τη στιγμή μάλιστα που και η οικονομική επιβίωση μεγάλου μέρους των στρωμάτων αυτών καθίσταται όλο και πιο επισφαλής στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Η σύγχρονη «εξωκοινοβουλευτική κεντροαριστερά» έχει βγει προς αναζήτηση του δικού της μαέστρου, που θα καταφέρει να ξανακουρδίσει τα όργανα, να τα βάψει με παστέλ, ευχάριστα στο μάτι, χρώματα, και να τα βάλει να παίξουν σε «νέους» ρυθμούς, ευρωπαϊκούς πάντα, για να χορέψει χαρούμενη η Ελλάδα της καινοτομίας, της υγιούς επιχειρηματικότητας, του οράματος, την ανάπτυξης, του αιώνια άταφου παρελθόντος.
[Αν σας άρεσε αυτό το άρθρο, μπορείτα να βρείτε το πιο πρόσφατο τεύχος της λεύγας στα βιβλιοπωλεία ή να κάνετε συνδρομή στο levga.gr ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου