[από την έντυπη λεύγα 10 (Άνοιξη 2013), σ. 15-20]
Στις 15 και 16 Μαΐου του 1871, η Παρισινή Κομμούνα εκτελεί ίσως το μεγαλύτερο τεχνικό έργο της δίμηνης διακυβέρνησής της. Μια τεράστια σκαλωσιά και ένα ειδικά κατασκευασμένο βίντσι τοποθετούνται γύρω από τον μνημειακών διαστάσεων κίονα της πλατείας Βεντόμ, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το χάλκινο άγαλμα του Ναπολέοντα Α΄. Μπροστά από το βάθρο του κίονα, όλη τη νύχτα εργάτες ξεφόρτωναν κάρα κοπριάς, κατασκευάζοντας μια πλατφόρμα που θα δεχτεί τον κίονα κατά την πτώση του, ενώ άλλοι, μαρμαράδες και λιθοξόοι, κρυμμένοι σε ένα παραβάν στη γένεση του κίονα, τον πελεκούσαν για να υπονομεύσουν τη στατικότητα και να κάνουν ευκολότερη την πτώση. Τεράστιοι κάβοι δέθηκαν σε διάφορα ύψη του κίονα καταλήγοντας σε τροχαλίες που θα έδιναν την αναγκαία έλξη για να τον φέρει κάτω. Οι ανταποκριτές των ξένων εφημερίδων που βρίσκονται στο Παρίσι εκείνες τις μέρες μεταφέρουν στο αναγνωστικό κοινό τους την «παράνοια» των κομμουνάρων και του λάου του Παρισιού, που συρρέει κατά χιλιάδες για να παρακολουθήσει την κυριολεκτική πτώση ενός τυράννου, και σχολιάζουν περιπαιχτικά την αποτυχία της πρώτης μέρας, όταν ο κίονας αρνήθηκε να ενδώσει στις μηχανικές απόπειρες του στρατού των πολιτών του Παρισιού, γεγονός που ανάγκασε τους υπεύθυνους να ανανεώσουν το ραντεβού για την επόμενη. Τελικά ο τύραννος και η κολόνα του έπεσαν και πάνω στα συντρίμμια του οι υπερασπιστές του ελεύθερου Παρισιού έβγαλαν μερικές από τις τελευταίες τους αναμνηστικές φωτογραφίες.
Στις 9 Απρίλη 2003, στην κεντρική πλατεία αλ Φιρντούς της Βαγδάτης και ενώ ο ορίζοντας σκοτείνιαζε από υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και μουσεία που είχαν παραδοθεί στις φλόγες και στη λεηλασία, ένα γερανοφόρο τεθωρακισμένο Μ-88 του Μηχανικού του Πεζοναυτών των ΗΠΑ σταθμεύει κοντά στο κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα του δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Ένας μικρός αριθμός Ιρακινών έχουν μαζευτεί γύρω από το άγαλμα και με την ενθάρρυνση των ξένων δημοσιογράφων που διαμένουν στο παρακείμενο κεντρικό ξενοδοχείο προσπαθούν με μια βαριοπούλα και ένα σκοινί να ρίξουν τη μεταλλική εικόνα του τυράννου. Ο διοικητής της μονάδας των Πεζοναυτών αντιλαμβάνεται ότι έχει μια μοναδική ευκαιρία, μια φότο οπορτούνιτι, για μια εντυπωσιακή ιστορία που θα προβληθεί από όλα τα ΜΜΕ, και δίνει εντολή στον κυβερνήτη του γερανοφόρου να «βοηθήσει» τους ιρακινούς να ρίξουν το άγαλμα. Το τηλεοπτικό ρεπορτάζ θα μεταδοθεί ζωντανά σε όλο τον κόσμο και για τις επόμενες 24 ώρες θα παίξει σε κανάλια όπως το Φοξ και το CNN σε συνεχείς επαναλήψεις κάθε πέντε περίπου λεπτά, συμβολίζοντας το τέλος του πολέμου, που τελικά άργησε πολύ να έρθει. Χρόνια μετά, στρατιώτες των κατοχικών συμμαχικών δυνάμεων του Ιράκ συνεχίζουν περιστασιακά να εμφανίζονται επιδεικνύοντας με καμάρι ως τρόπαιο τμήματα από τον χάλκινο αυτόν ανδριάντα του Σαντάμ και επιχειρώντας να πιάσουν μια καλή τιμή σε διαδικτυακές δημοπρασίες.
Στις 9 Απρίλη 2003, στην κεντρική πλατεία αλ Φιρντούς της Βαγδάτης και ενώ ο ορίζοντας σκοτείνιαζε από υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και μουσεία που είχαν παραδοθεί στις φλόγες και στη λεηλασία, ένα γερανοφόρο τεθωρακισμένο Μ-88 του Μηχανικού του Πεζοναυτών των ΗΠΑ σταθμεύει κοντά στο κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα του δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Ένας μικρός αριθμός Ιρακινών έχουν μαζευτεί γύρω από το άγαλμα και με την ενθάρρυνση των ξένων δημοσιογράφων που διαμένουν στο παρακείμενο κεντρικό ξενοδοχείο προσπαθούν με μια βαριοπούλα και ένα σκοινί να ρίξουν τη μεταλλική εικόνα του τυράννου. Ο διοικητής της μονάδας των Πεζοναυτών αντιλαμβάνεται ότι έχει μια μοναδική ευκαιρία, μια φότο οπορτούνιτι, για μια εντυπωσιακή ιστορία που θα προβληθεί από όλα τα ΜΜΕ, και δίνει εντολή στον κυβερνήτη του γερανοφόρου να «βοηθήσει» τους ιρακινούς να ρίξουν το άγαλμα. Το τηλεοπτικό ρεπορτάζ θα μεταδοθεί ζωντανά σε όλο τον κόσμο και για τις επόμενες 24 ώρες θα παίξει σε κανάλια όπως το Φοξ και το CNN σε συνεχείς επαναλήψεις κάθε πέντε περίπου λεπτά, συμβολίζοντας το τέλος του πολέμου, που τελικά άργησε πολύ να έρθει. Χρόνια μετά, στρατιώτες των κατοχικών συμμαχικών δυνάμεων του Ιράκ συνεχίζουν περιστασιακά να εμφανίζονται επιδεικνύοντας με καμάρι ως τρόπαιο τμήματα από τον χάλκινο αυτόν ανδριάντα του Σαντάμ και επιχειρώντας να πιάσουν μια καλή τιμή σε διαδικτυακές δημοπρασίες.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της δεύτερης μέρας του Δεκέμβρη του 2012, σε ένα απόμερο σημείο λίγο έξω από το κέντρο των Χανίων, γνωστό για την πανοραμική θέα της πόλης, ένας νεαρός – ίσως και περισσότεροι– με βαριοπούλα και μεγάλους κόφτες προσπαθεί να ξεστελιώσει από τη τσιμεντένια βάση της την χάλκινη προτομή ενός αγνώστου με καπέλο αξιωματικού και πουλάδα στο πέτο. Μετά από μερικά χτυπήματα το χάλκινο κεφάλι πέφτει και μπαίνει στην καρότσα που θα το μεταφέρει στο χυτήριο, όπου το αδιάφορο έργο τέχνης θα μετατραπεί και πάλι στα μερικές δεκάδες ευρώ που κάποτε άξιζε η ανακυκλώσιμη πρώτη ύλη του. Η τοπική κοινωνία όμως, το επίσημο ελληνικό κράτος και κυρίως τα ΜΜΕ δεν μοιράστηκαν τον ενθουσιασμό του νεαρού για το πετυχημένο νυχτοκάματο, καθώς στα χαρακτηριστικά του χάλκινου προσώπου αλλά και στην μαρμάρινη επιγραφή που το συνόδευε διάβαζαν το όνομα ενός ήρωά τους, του Χανιώτη σμηναγού Κώστα Ηλιάκη, που σκοτώθηκε το 2006 σε «εικονικές» αερομαχίες με τουρκικά μαχητικά. Μια πρωτοφανούς κλίμακας, για τέτοια περίπτωση, επιχείριση εξαπολύεται προκειμένου να ανευρεθεί η προτομή και ο δράστης. Λίγες μέρες μετά προτομή και νεαρός βρίσκονταν στα χέρια της Αστυνομίας, με τον δεύτερο να εξηγεί ότι η οικονομική του κατάσταση τον ώθησε στην απόπειρα ανακύκλωσης του χαλκού της πρώτης.
Οι τρεις παραπάνω ιστορίες χειρισμού μνημείων και δημόσιων σημάτων σε μια πρώτη ανάγνωση μοιάζουν άνισες. Η γεμάτη συμβολικές αναφορές συνείδησή μας βρίσκει εύκολα κατανοητή και αναγνωρίσιμη την ερμηνεία των δύο πρώτων συμπεριφορών. Οι επαναστάτες (μαζί και οι αντεπαναστάτες) πάντοτε θα συντρίβουν τα μνημεία που υμνούν τους καταπιεστές τους, και το γκρεμισμένο από τους κομμουνάρους χάλκινο άγαλμα του Ναπολέοντα, μαζί με τα μνημεία που γκρέμισε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, θα γίνει προπομπός για εκατοντάδες αγάλματα ηγετών, βασιλιάδων και δικτατόρων που θα καταρρεύσουν τους επόμενους δύο αιώνες σε όλο τον πλανήτη. Με μια ειρωνεία της μοίρας μάλιστα θα είναι και πρόδρομος της μοίρας των αγαλμάτων μέχρι και των ίδιων των Μαρξ και Ένγκελς, που θα γκρεμιστούν ή θα απομακρυνθούν από τις πλατείες των πόλεων εκείνων που πίστεψαν με τη δύναμη θρησκευτικής παραβολής την ιστορία της πτώσης του αγάλματος του Ναπολέοντα.
Αλλά μήπως δεν είναι δουλειά των στρατιωτών όλων των αιώνων που περάσαν, αλλά και όσων θα έρθουν, να γκρεμίζουν και να βεβηλώνουν με τον βαρύ εξοπλισμό τους τα σύμβολα των ηττημένων λαών και των ηγετών τους; Οι Αμερικάνοι στρατιώτες στις πλατείες της Βαγδάτης το 2003, όπως και οι Βρετανοί σύμμαχοί τους στις πλατείες της Μοσούλης, πρωταγωνίστησαν σε ένα από τα αναρίθμητα επεισόδια συμβολικής επικράτησης που οι ρίζες τους χάνονται στον χρόνο και στα άπειρα ονόματα των νικηφόρων και κατακτητών στρατών της ανθρώπινης ιστορίας.
Ο νεαρός όμως στα Χανιά της Κρήτης που καθαίρεσε την προτομή του Ηλιάκη για τον πιο προφανή λόγο, την αξία χρήσης της φυσικής υπόστασης του αγάλματος, δύσκολα εντάσσεται σε κάποια από τις υπάρχουσες θεωρητικές κατηγορίες. Αντίθετα παρόμοιες αλλά με πολύ διαφορετικά κίνητρα περιπτώσεις, όπως η συνεχής υπονόμευση του αγάλματος του Τρούμαν στο κέντρο της Αθήνας από αγωνιστές πόλεως, η εξαφάνιση της προτομής του Άρη Βελουχιώτη στην Άρτα τον Ιούνιο του 2012 ή οι συνεχείς φθορές και καταστροφές των μνημείων του ΔΣΕ που συντηρεί το ΚΚΕ στον Γράμμο, που αποδίδονται σε ακροδεξιούς, τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας με πολλαπλάσια ισχύ, ενταγμένα στην «πολιτική» διαπάλη της μεταμοντέρνας Ελλάδας.
Προσεκτικότερη ανάγνωση δείχνει ότι η δράση επιχειρηματικής «ανακύκλωσης» του νεαρού Χανιώτη κάθε άλλο παρά αποσπασματική ή συμπτωματική είναι, και σίγουρα πολύ πιο συστηματική από τις ιδεολογικές εκτονώσεις των πολιτικών ακτιβίστικων ανταγωνισμών. Τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, πολυάριθμες περιπτώσεις μεταλλικών απεικονίσεων ηρώων των εθνικών ή λαϊκών μας αγώνων, των τεχνών και των γραμμάτων, που το μόνο που τις συνδέει μεταξύ τους είναι το υλικό τους, ο μπρούντζος (ένα κράμα χαλκού και κασσίτερου), έχουν ακολουθήσει τον δρόμο του σκραπ και του χυτηρίου. Ανατρέχοντας στα διαδικτυακά νέα εντοπίζουμε δεκάδες περιπτώσεις σε όλη την Ελλάδα, χωρίς να προσμετρούνται προφανώς και όσες διέφυγαν από την ηλεκτρονική ειδησεογραφία (δες πιν. 2)
Πλατείες μέχρι χθες γνωστές μόνο σε ταξιτζήδες και πλοηγούς GPS, και χωριά που αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα μόνο προορισμούς χειμερινών εκδρομών εμφανίζονται στις τοπικές ειδήσεις να θρηνούν για τις προτομές κάποιου παλαιού δυσανάγνωστου ήρωα, ευεργέτη ή ποιητή. Κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να προστατευτεί από τους αδίστακτους κυνηγούς μετάλλου, που ξαφνικά τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάστηκαν σε αντίστιξη με τη μείωση όλων σχεδόν των άλλων επαγγελματικών δραστηριοτητών. Το ξήλωμα των ιστορικών μορφών του παρελθόντος, ελληνικού και διεθνούς, αποτελεί μάλλον μια συνολικότερη δράση και τμήμα μόνο της «διεύρυνσης» της παραγωγικής βάσης της χώρας σε εναλλακτικές μορφές οικονομίας. Οι υστεριάζουσες κορόνες του Τύπου για το έγκλημα που συντελείται εις βάρος της ιστορικής συνείδησης της κοινωνίας αδυνατούν να δουν βασικές παραμέτρους.
Συμβάντα όπως αυτό λ.χ. που συνέβη στη Λαμία στις 2.2.2013, όπου τρεις νεαροί φόρτωσαν σε μια καρότσα χωρίς πινακίδες τον μηχανολογικό εξοπλισμό και ό,τι άλλο μεταλλικό βρήκαν σε ένα ολόκληρο χοιροστάσιο απλώς επειδή εκείνη την ώρα έλειπε ο ιδιοκτήτης, δίνουν το πλαίσιο της δραστηριότητας. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η τακτική, σχεδόν εποχική, συγκομιδή των χάλκινων καλωδίων διαφόρων κοινωφελών υπηρεσιών, και κυρίως εκείνων που απλώνονται στις γραμμές του ΟΣΕ (την περίοδο 2009-10 μόνο κλάπηκαν 43 ,5 χιλιόμετρα καλωδίων και περίπου 20 τόνοι χαλκού και μεταλλικών αντικειμένων). Οι κυνηγοί μετάλλου εδώ απλώς περιμένουν τον περιοδικό κύκλο που προβλέπει κλοπή, αναγκαστική αντικατάσταση και πάλι κλοπή. Πάντως, οι σχάρες αποχέτευσης και τα καπάκια υπονόμων παραμένουν σταθερά στην κορυφή της σχέσης ευκολία απόσπασης/κέρδους (900 συμβάντα μόνο στην Αθήνα το 2011). Με αυτό τον τρόπο χάλκινα ηλεκτροφόρα καλώδια, μεταλλικές ταΐστρες γουρουνιών, η μπρούτζινη προτομή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και τα μαντεμένια καπάκια υπονόμων παύουν να διαφοροποιούνται, παρά μόνο από τη θέση του βασικού τους μετάλλου στον Περιοδικό Πίνακα, και την αντιστοιχία αυτού στον πίνακα 1 με τις ενδεικτικές τιμές σκραπ. Η εξισωτική επίδραση της αγοράς στην αγνότερη και πιο άδολη μορφή της.
Δεν πρόκειται βέβαια για εγχώρια πρωτοτυπία, για ιδιαιτερότητα των απαίδευτων βανδάλων Ελλήνων, των ασυνείδητων πειναλέων «λαθρομεταναστών» ή των «τουρκόγυφτων» που ασελγούν πάνω στο σώμα της ελληνικής ιστορικής συνείδησης, όπως αρέσκονται τα ΜΜΕ να χαρακτηρίζουν τους επαγγελματίες της δημιουργικής αυτής ανακύκλωσης. Σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου τα δέκα τελευταία περίπου χρόνια, η κλοπή μετάλλου, οικιακού, βιομηχανικού αλλά και δημόσιων έργων τέχνης είναι μια καθημερινή και τεράστια υπόθεση. Γλύπτες όπως ο Χένρυ Μουρ, η Βερόνικα Ράιαν ή η Μπάρμπαρα Χέπγουορθ είναι μόνο μερικά μόνο ονόματα μεγάλων καλλιτεχνών, γλυπτά των οποίων με ονομαστική αξία εκατομμυρίων ευρώ κατέληξαν στα σκραπατζίδικα για κόψιμο και στα χυτήρια για λιώσιμο. Και το καλλιτεχνικό κόστος είναι μόνο κλάσμα μιας τεράστιας ζημιάς, ενός οικονομικού κύκλου παραοικονομίας και απωλειών για το δημόσιο συμφέρον καθώς μόνο στη Μεγάλη Βρετανία υπολογίζεται ότι οι κλοπές μετάλλων από το σιδηροδρομικό δίκτυο έχουν κοστίσει το τελευταίο έτος καθυστερήσεις ή ακυρώσεις 35.000 δρομολογίων, ενώ στη Γαλλία οι κλοπές μεταλλικού σιδηροδρομικού υλικού για το έτος 2011 άγγιξαν τα 30 εκατομμύρια ευρώ, και ανάλογα νούμερα δημοσιεύονται και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Αν αναζητήσει κανείς την αιτία της γιγάντωσης του φαινομένου της κλοπής μετάλλου, προφανώς και θα πρέπει να στραφεί στην οικονομική συγκυρία, οι λόγοι όμως είναι περισσότεροι του ενός και μπλέκονται σε ένα σφιχτό κουβάρι. Η οικονομική κρίση είναι αυτή βεβαίως που δημιουργεί την ανάγκη για εύρεση νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων στις παρυφές της πόλης, της νομιμότητας και της κοινωνικής αποδοχής. Ο «παραγωγικός» αυτός τομέας όμως δεν θα μπορούσε να ανθήσει αν οι ανάγκες των αναδυόμενων οικονομιών της Ανατολής δεν οδηγούσαν τη ζήτηση και τις τιμές των πρώτων υλών σε πρωτοφανή ιστορικά επίπεδα, και αν παράλληλα η παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν επέτρεπε τη σχετικά εύκολη και επικερδή εξαγωγή και εισαγωγή μετάλλου σκραπ σε διεθνές επίπεδο και σε τιμές ανταγωνιστικές προς αυτή της φυσικής πρώτης ύλης.
Η αφαίρεση μετάλλου είναι ίσως ακόμη πιο χρήσιμο πεδίο για να δούμε, παράλληλα με την οικονομική διάσταση, μια ενδιαφέρουσα έκφραση της έμπρακτης κατάλυσης της κοινότητας με τα χαρακτηριστικά που την είχαμε συνηθίσει στον δυτικό φιλελεύθερο καπιταλισμό, πρόγευση και κομμάτι μιας δομικής κρίσης των πόλεων που καταφθάνει με ορμή. Μια συμπεριφορά που μοιάζει να έρχεται από το σύμπαν της έκτακτης ανάγκης, όταν τα γερμανικά λάστιχα κλέβονταν για να γίνουν παπούτσια και τα καλάσνικοφ του αλβανικού στρατού για να γίνουν εισόδημα, απόλυτα ταιριαστή σε συνθήκες μόνιμης έκτακτης ανάγκης όπως οι σημερινές. Έτσι η κλοπή μετάλλου, μαζί με την ιδιαίτερη τύχη που επιφυλάσσει ακόμη και σε έργα τέχνης όπως τα γλυπτά, κατορθώνει την ίδια στιγμή να απευθύνεται σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής συγκρότησης.
Με την προφανή μορφή της κλοπής, αψηφά την έννοια της ιδιοκτησίας, ιδιωτικής αλλά και δημόσιας. Τα μεταλλικά αντικείμενα παύουν να έχουν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, από τη στιγμή που αυτός δεν είναι παρών. Σε μια ισοπεδώτική λογική, η αστική σύμβαση της ιδιοκτησίας αποκτά το πρωτόγονο κυριολεκτικό νόημα της άμεσης κατοχής, που της δίνει ο νομοθέτης: το αντικείμενο ανήκει σε όποιον το φέρει. Ο θρίαμβος αυτής της αμφισβήτησης της έννοιας της ιδιοκτησίας φαίνεται από την αδυναμία να αντιμετωπιστεί με κατασταλτικά μέσα αστυνόμευσης ή φύλαξης. Ο μόνος πραγματικά αποτρεπτικός λόγος είναι βαθιά οικονομικός, όταν ο χρόνος και ο κόπος για την απόσπαση της πρώτης ύλης ξεπερνάει το αναμενόμενο κέρδος, επιβάλλοντας έτσι τους ίδιους κανόνες αγοράς με αυτούς που ισχύουν στη πρωτογενήεξαγωγή των φυσικών πόρων, το αστικό περιβάλλον μεταμορφώνεται σε ένα απέραντο μεταλλείο.
Στον βαθμό όμως που η κλοπή αυτή αφορά αφαίρεση και κοινωφελών υποδομών, αναμετράται με την έννοια της δημόσιας κοινόχρηστης περιουσίας, για την οποία ως τώρα υπήρχε η συναίνεση ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι από κοινού υπεύθυνα όλα τα μέλη της κοινότητας. Ως οριακό παράδειγμα της αποπροσωποιημένης και αλλοτριωμένης συμμετοχής στο κοινωνικό σύνολο, η αφαίρεση λ.χ. του χαλκού από τα καλώδια ηλεκτρισμού του ΟΣΕ ή της ΔΕΗ δεν ενοχοποιεί τον δράστη για όποιες πιθανές ζημιές, ακόμη και θύματα, καθώς η ευθύνη βαραίνει τον απρόσωπο Άλλο της εταιρείας ή της δημόσιας υπηρεσίας. Η αφαίρεση και οι συνέπειές της είναι διαχωρισμένα πεδία, το ένα δεν επικοινωνεί με το άλλο, ακολουθώντας στενά το υπόδειγμα της περιορισμένης ευθύνης του «υγιούς» τμήματος της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας.
Ειδικότερα δε με την ανακύκλωση έργων τέχνης για το μέταλλό τους, καταλύεται το συμβολικό σύμπαν που έχει οικοδομηθεί γύρω από τα φυσικά αυτά αντικείμενα, και μαζί και η ιδεολογία που τα συνοδεύει. Νοήματα μιας με κόπο κατασκευασμένης εννοιοδότησης, είτε παραδοσιακά εθνικής είτε ταξικής είτε αποκαθαρμένης και ουδέτερα πολιτιστικής, ακυρώνονται μονομιάς, μπροστά στο μαχαίρι της πρέσας και τη φωτιά του κλίβανου. Κάτι που ισχύει ακόμη πιο εμφατικά με την πλήρη ακύρωση των χαρακτηριστικών αισθητικής ιεράρχησης της καλλιτεχνικής αξίας του προς λιώσιμο αντικειμένου, τα οποία αναστέλλονται και παύουν να ισχύουν για ένα ολόκληρο κομμάτι της κοινωνίας. Σε κατάσταση σοκ μπροστά στα άδεια βάθρα των αγαλμάτων, σαν νέοι Βίνκελμαν, οι περί την τέχνη σήμερα συνειδητοποιούν κάτι που όλοι είχαν απωθήσει, ότι οι πανανθρώπινες και αιώνιες αισθητικές και καλλιτεχνικές αξίες δεν είναι ούτε πανανθρώπινες ούτε μπορούν να ισχύουν για πάντα.
Το οιονεί παράδοξο είναι ότι περιγράφουμε μια παράλληλη οικονομική δράστηριότητα που, ενώ γεννιέται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις περιρρέουσες οικονομικες συνθήκες, λειτουργεί αψηφώντας την ίδια την αγορά ή έστω ένα μέρος της. Τα αντικείμενα εντός της ανακυκλωτικής αυτής δραστηριότητας χάνουν πλήρως την αξία χρήσης, συμβολικής ή πρακτικής, και επιστρέφουν στην αρχική αξία της φυσικής τους υπόστασης, που είναι πάντοτε υποπολλαπλάσια της πρώτης. Παρακολουθούμε με θαυμασμό ένα επεισόδιο οικονομικού πρωτογονισμού, ένα προκαπιταλιστικό σύμπτωμα της ανώτερης ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Δύσκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει αν η δραστηριότητα αυτή είναι απλώς κομμάτι της εμπέδωσης μιας νέας φάσης του τρόπου που θα συγκροτείται η οικονομική και κοινωνική ζωή στις πόλεις του 21ου αι., αν δηλαδή είμαστε μπροστά σε μια συνολικότερη διόρθωση επί τα χείρω. Στα ίδια φαινόμενα άλλοι πάλι θέλουν να βλέπουν τα πρόδρομα μηνύματα της κατάρρευσης και της εξάντλησης της δυναμικής ενός συστήματος που βρίσκεται μπροστά στο επώδυνο στάδιο της πλήρους μεταμόρφωσης. Το σίγουρο είναι ότι τα αγάλματα λιώνονται σήμερα και θα συνεχίσουν να λιώνονται, ιδίως όταν η αξία τους σε βάρος χαλκού και κασσίτερου ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη. Ίσως στο τέλος μπορούμε να αρκεστούμε στην ασφάλεια που μας προσφέρουν το άγαλμα του σμηναγού Ηλιάκη στα Χανιά, φρουρούμενο από το Υπουργείο Άμυνας, το άγαλμα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, φρουρούμενο από τη Χρυσή Αυγή, και το κεφάλι του Λένιν στην αυλη του Περισσού, φρουρούμενο από το Κόμμα.
ΠΗΓΕΣ
• Η ταινία «Πρώτη Ύλη» του Χρήστου Καρακέπελη (78΄, Ελλάδα, 2011).
• Brandon R. Kooi, Theft of Scrap Metal, U.S. Department of Justice. Office of Community Oriented Policing Services, Απρίλιος 2010: www.cops.usdoj.gov
• Βασίλης Σ. Κανέλλης, «Στην Ελλάδα οι ήρωες κοστίζουν... 6 ευρώ το κιλό», εφ. Ημερησία: http://goo.gl/so0Nn
• Χρήστος Σιάφκος, «Κλέβουν αγάλματα από την Αθήνα», εφ. Ελευθεροτυπία: http://goo.gl/Ulpcz
• Ιος, «Ο εμφύλιος των προτομών: Εκεί που χάνονται τα αγάλματα», iospress.gr: http://goo.gl/eohDt