Η ελληνική ιστορία αναγνώρισης προνοιακών επιδομάτων για άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ) ξεκινάει τυπικά το 1951, με την ψήφιση του νόμου 1904 «περί προστασίας και αποκαστάσεως των τυφλών». Αποτελεί τον πρώτο σχετικό με την τυφλότητα νόμο που θεσπίζεται στην Ελλάδα, περιλαμβάνει ρυθμίσεις κυρίως για θέματα εκπαίδευσης, περίθαλψης και ειδικής επαγγελματικής κατάρτισης και προβλέπει την παροχή οικονομικού βοηθήματος σε όσους είναι εγγεγραμένοι στα γενικά μητρώα τυφλών. Δεν τίθεται όμως σε εφαρμογή παρά μόνο το 1963, όταν ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Τυφλών (Π.Σ.Τ.) πραγματοποιεί μία από τις πρώτες διαμαρτυρίες του έξω από το υπουργείο Παιδείας. Επιτυγχάνεται τότε η έναρξη καταβολής του προνοιακού επιδόματος και θα χρειαστούν σχεδόν είκοσι χρόνια ακόμη μέχρι να επεκταθεί στο σύνολο των Ελλήνων τυφλών. Ο σχετικός νόμος (1480) ψηφίζεται το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία, αλλά το έδαφος είχαν ήδη αρχίσει να προετοιμάζουν τα γεγονότα του 1976. Στις 2 Μαΐου ο «Οίκος Τυφλών» Καλλιθέας –σημερινό «Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών»– καταλαμβάνεται για πέντε μήνες από τους οικοτρόφους του και τον Π.Σ.Τ., οι οποίοι διεκδικούν το δικαίωμά των τυφλών στην αυτοδιάθεση, την εκπαίδευση και την εργασία. [1] Και ενώ κατορθώνουν να κερδίσουν τη συμπάθεια της κοινής γνώμης (όταν, για παράδειγμα, η τότε διοίκηση του Οίκου κόβει την παροχή ρεύματος και νερού στο κτίριο, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής στηρίζουν τους καταληψίες προσφέροντάς τους καθημερινά φαγητό και οτιδήποτε άλλο χρειάζονται), εγείρουν παράλληλα τις υποψίες του κράτους, με αποτέλεσμα αρμόδιοι υπάλληλοι να πραγματοποιούν επισκέψεις στα σπίτια των τυφλών, προκειμένου να διαπιστώσουν την ανάγκη τους για οικονομική βοήθεια. Έτσι, αν κάποιος έχει το σπίτι του στρωμένο με χαλιά ή διαθέτει τηλεόραση, δεν κρίνεται αρκετά άπορος ώστε να του αποδοθεί το επίδομα που προβλέπει ο νόμος του ’51.
Τη σύγχρονη εκδοχή τέτοιων και παρόμοιων άλλων αφηγήσεων περί διαπίστωσης των «αληθινών» τυφλών ενσαρκώνουν οι σημερινοί «μαϊμούδες-τυφλοί», όπως ονομάζονται όσοι καταθέτουν πλαστά πιστοποιητικά οπτικής αναπηρίας, προκειμένου να εισπράξουν προνοιακά επιδόματα ή αναπηρικές συντάξεις που στην πραγματικότητα δεν δικαιούνται. Το πρώτο στίγμα του «φαινομένου» έδωσαν οι περίφημοι «τυφλοί της Ζακύνθου», όταν το 2011 αποκαλύφθηκε ότι σε σύνολο 35.000 κατοίκων οι δικαιούχοι επιδόματος τυφλότητας έφταναν τους 700. Το ποσοστό αυτό θεωρήθηκε ότι ξεπερνά κατά πολύ «τα αριθμητικά όρια του φυσιολογικού», και αποτέλεσε έτσι την αφορμή να ξεκινήσει σχετική έρευνα σε πανελλαδικό επίπεδο. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, ωστόσο, και ενώ οι καταγγελίες για την αδικαιολόγητη αύξηση των επιδομάτων τυφλότητας στο νησί είχαν ήδη ξεκινήσει από το 2006 και οι υποψίες από το 2001, το κυνηγητό για «μαϊμού» αναπηρικά επιδόματα και συντάξεις κάθε κατηγορίας φαίνεται πως βρίσκει την αιτιολογία του αλλού. Αναγγέλοντας τη σύσταση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), Τα Νέα παρουσιάζουν το σκοπό ύπαρξής του:
Στόχος είναι ο περιορισμός στο 8%-9%, που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, του αριθμού των αναπηρικών συντάξεων, από 14,5% που είναι σήμερα. Εκτιμάται ότι σήμερα περίπου 60.000 με 70.000 ανάπηροι-μαϊμούδες παίρνουν αναπηρικές συντάξεις. Συνολικά, οι δικαιούχοι αναπηρικών συντάξεων υπολογίζονται στις 350.000 και το Υπουργείο Εργασίας ευελπιστεί να τις μειώσει στις 160.000 (Τα Νέα, 30.5.2011).
Ή, με οικονομικά μεγέθη:
Το 4% των προνοιακών επιδομάτων που δίνονται στη χώρα μας, πηγαίνουν σε λογαριασμούς μη δικαιούχων […] από τα 6,2 δισ. ευρώ που δίνονται κάθε χρόνο για προνοιακά επιδόματα στην Ελλάδα, τα 250 εκ. ευρώ καταβάλλονται παράνομα (Έθνος, 14.8.2011).
Το ΚΕΠΑ λοιπόν υπάγεται στο ΙΚΑ και αρχίζει να λειτουργεί την 1η Σεπτεμβρίου του 2011. Καταργώντας όλες τις σχετικές υγειονομικές επιτροπές που λειτουργούσαν μέχρι τότε (με εξαίρεση αυτές του στρατού, του ναυτικού, της αεροπορίας και της αστυνομίας), οι αρμοδιότητές του αφορούν σε οτιδήποτε σχετίζεται με την πιστοποίηση της αναπηρίας: τον χαρακτηρισμό των ατόμων ως ΑμεΑ και τον καθορισμό του ποσοστού αναπηρίας τους για την καταβολή της ανάλογης σύνταξης, καθώς και για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις που προβλέπονται σχετικά. Αναμένεται επίσης το 30% των αιτούντων «να κοπούν» ή να διαγνωστούν με μικρότερο ποσοστό αναπηρίας.
Συμπληρωματικά προς τη λειτουργία του ΚΕΠΑ και προκειμένου να γίνει ένα πρώτο «ξεσκαρτάρισμα», το Φεβρουάριο-Μάρτιο 2012 πραγματοποιείται η απογραφή όλων των δικαιούχων αναπηρικών επιδομάτων και συντάξεων. Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, μας ενημερώνουν, καθώς 50.000 άτομα περίπου δεν προσήλθαν ως όφειλαν στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Πιο συγκεκριμένα, από τα 240.292 άτομα που ήταν εγγεγραμένα ως δικαιούχοι το 2011, δεν παρουσιάστηκαν τα 203.998. Αφήνοντας ένα μικρό ποσοστό κωλύματος προσέλευσης, η απουσία τους ερμηνεύτηκε αυτόματα ως απάτη, με αποτέλεσμα να ενταχθούν στις κατηγορίες διπλοεγγραφών, χρήσης πλαστών δικαιολογητικών και θανάτων δικαιούχων. Αποκαλύπτεται έτσι μια «πρωτοφανής λεηλασία» του δημόσιου ταμείου και των Ελλήνων φορολογουμένων, η οποία προέρχεται κυρίως από την ελληνική περιφέρεια. Το κόστος που προκύπτει από τις χιλιάδες «ανάπηρους-μαϊμούδες» της πρώτης φάσης υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 110 εκ. ευρώ, ενώ από τη δεύτερη φάση απογραφής που πρόκειται να διεξαχθεί μέσω των ΚΕΠΑ αναμένεται να φτάσει τα 230 εκ.
Σε αυτά τα πλαίσια, «η μεγαλύτερη απάτη προνοιακών επιδομάτων» αφορά και πάλι την κατηγορία της τυφλότητας, καθώς 3.500 από τους 23 .500 δικαιούχους (15% του σχετικού πληθυσμού) δεν απογράφηκαν. Μεταξύ των περιοχών που παρουσίασαν ασυνήθιστα ποσοστά (π.χ., Ηράκλειο, Φλώρινα, Καβάλα, Πιερία, Χίος), στη Ζάκυνθο εντοπίστηκαν τα υψηλότερα: από τους 700 δικαιούχους επιδόματος τυφλότητας προσήλθαν οι 100-180 (από τις πληροφορίες στον Τύπο δεν προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία) και μεταξύ αυτών μόνο οι 60 αναγνωρίστηκαν ως πραγματικά τυφλοί. Η διαδικασία επανελέγχου που πραγματοποιείται το Σεπτέμβριο έρχεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Για την ακρίβεια, από τα 388 άτομα που κλήθηκαν να παρουσιαστούν στα ΚΕΠΑ, 146 δεν προσήλθαν. Μεταξύ των 221 δικαιούχων, επομένως, που εξετάστηκαν προέκυψε ότι το 17,65% είναι τυφλοί (34 εφ’ όρου ζωής και 5 για ένα έτος), ενώ το υπόλοιπο 82,35% των μη τυφλών (182 άτομα) αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο εξαιτίας του μεγάλου αριθμού μη απογραφέντων. Η περίπτωση της Χίου ακολουθεί, καθώς από τα 416 άτομα που επανεξετάστηκαν (κλήθηκαν 460) τα 23 9 δεν είναι τυφλά. Αποδεικνύεται έτσι ότι το 60% των δικαιούχων ή 6 στους 10 τυφλούς εισπράττουν επίδομα «μαϊμού».
Και καθώς η λογική των ποσοστών ομογενοποιεί τις περιπτώσεις που συνοψίζει, χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες για εκείνους που απαρτίζουν τις κατηγορίες της, το φαινόμενο των «μαϊμούδων-τυφλών» συγκροτείται και σε ένα άλλο επίπεδο πέραν των επίσημων αριθμών: σε αυτό που ο Μισέλ Φουκώ ονομάζει «μικροφυσική της εξουσίας», εννοώντας εκείνη την εξουσία που «ενεργοποιείται από τα συστήματα και τους θεσμούς, αλλά που η εγκυρότητά της τοποθετείται, κατά κάποιον τρόπο […] στα ίδια τα σώματα με την υλικότητά τους και τις δυνάμεις τους» (Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Ράππα, Αθήνα 1989, σ. 39). Έτσι, παράλληλα με τις καταγγελίες πολιτών ή ακόμη και συγγενών, που δέχεται καθημερινά το υπουργείο Υγείας, τα ΜΜΕ φέρνουν στην επιφάνεια πλήθος άλλων «οργιαστικών» αποδείξεων για την ύπαρξη «μαϊμούδων-τυφλών». Παραθέτω ενδεικτικά:
Οικοδόμος στη Μυτιλήνη με 100% αναπηρία τυφλότητας εργάζεται σε οικοδομή, τυφλός ταξιτζής οδηγούσε στη Λακωνία, άλλος ήταν ανεβασμένος σε σκαλωσιά και άλλος δούλευε ως ντιλίβερι. Σε χωριό της Λακωνίας […] ένας τυφλός που έπαιρνε 1.000 ευρώ το μήνα εντοπίστηκε από ανθρώπους του ΟΓΑ να παίζει τάβλι στο καφενείο (Τα Νέα, 1.2.2011).
Δικαιούχος επιδόματος τυφλότητας προσήλθε στο ΚΕΠ και υποδείκνυε στους υπαλλήλους πώς να συμπληρώσουν την αίτηση απογραφής (Έθνος, 20.3.2012).
[…] Η καταγγελία αφορούσε 14 κατοίκους του μικρού αυτού χωριού [της Εύβοιας], οι οποίοι δήλωναν τυφλοί. Κατά σύμπτωση και οι 14 πιάστηκαν από τους ελεγκτές του υπουργείου Υγείας να παίζουν στο καφενεδάκι του χωριού μπιρίμπα και μάλιστα ο ένας απ’ αυτούς (με πάθηση ολικής τύφλωσης στα χαρτιά) κρατούσε και σημειώσεις (Το Βήμα, 4.4.2012).
Με εξαιρετική… μαεστρία πάρκαρε το αυτοκίνητό του 60χρονος από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έπαιρνε για χρόνια επίδομα... τυφλότητας, ενώ ανάλογο επίδομα φέρεται να εισέπραττε και η σύζυγός του για να τον φροντίζει. Σε σχετικό πόρισμα του ΣΔΟΕ αποκαλύπτεται ότι ο τυφλός «μαϊμού» πάρκαρε το ΙΧ του, μήκους 4,1 μέτρων, ανάμεσα σε δύο οχήματα σε κενό χώρο 4,5 μέτρων (Έθνος, 26.7.2012).
Άλλη μια υπόθεση με επίδομα μαϊμού αποκαλύφθηκε στην Πάτρα. Δημόσιος υπάλληλος έπαιρνε το επίδομα τυφλού και παράλληλα είχε αναδειχθεί πρωταθλητής στο μπιλιάρδο (ww.skai.gr).
Παρουσιάζοντας παρόμοιες λεπτομέρειες σχεδόν για κάθε κατηγορία αναπηρίας και συνοδεύοντάς τις με μία ανάλογη ατμόσφαιρα «αποκάλυψης πρωτοφανούς σκανδάλου», το φαινόμενο των «αναπήρων-μαϊμού» αποκτά, όπως είναι αναμενόμενο, τεράστιες διαστάσεις. Η αντίδραση που ακολουθεί από τα συνδικαλιστικά όργανα των αναπήρων είναι έντονη και αφορά τόσο τη στάση των ΜΜΕ όσο και τον τρόπο που πραγματοποιείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.
Σχετικά με τα ΜΜΕ, καταγγέλλεται κυρίως η πρόωρη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της απογραφής, η δημοσίευσή τους δηλαδή χωρίς να έχει προηγηθεί η ανάλυσή τους. Όπως επισημαίνει ο Νομαρχιακός Σύλλογος ΑμεΑ Καβάλας, «ο αριθμός των ατόμων που δεν απογράφηκαν δεν παραπέμπει από μόνος του σε μαϊμούδες, επιδημίες και βιομηχανίες». Αυτό που επιβάλλεται αντιθέτως είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μαϊμούδων και των «πραγματικά» αναπήρων που δεν απογράφηκαν για λόγους που δεν σχετίζονται με απάτη (αδυναμία των δήμων να χορηγήσουν τις απαιτούμενες βεβαιώσεις ή των ΚΕΠ να εξυπηρετήσουν τους πολίτες, λήξη της ισχύος της απόφασης πιστοποίησης αναπηρίας, σωματική αδυναμία, αμέλεια, θάνατος κ.λπ.). «Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την απογραφή! Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την επανεξέταση και τον επανέλεγχο!», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας ΑμεΑ, Ι. Βαρδακαστάνης, για να συνεχίσει λέγοντας ότι η συνομοσπονδία είχε ήδη από το 2003 παρατηρήσει την ασυνήθιστη αύξηση των επιδομάτων τυφλότητας στη Ζάκυνθο και ζητήσει εισαγγελική παρέμβαση χωρίς ωστόσο να εισακουστεί.
Αυτό που καταδεικνύεται με άλλα λόγια δεν είναι η ίδια η πιστοποίηση της αναπηρίας, αλλά ότι η διαδικασία με την οποία πραγματοποιείται καταλήγει να ταλαιπωρεί τους πραγματικούς δικαιούχους. Έτσι, η κυβερνητική απόφαση να σταματήσει από 1.4.2012 η καταβολή αναπηρικών επιδομάτων και συντάξεων σε όσους δεν απογράφηκαν, έχει ως αποτέλεσμα 40.000 άτομα να μην μπορούν να εισπράξουν τα χρήματα που δικαιούνται. Την παρακώλυση αυτή επιβαρύνουν οι επιπλέον καθυστερήσεις που προκύπτουν λόγω των οργανωτικών ελλείψεων των ΚΕΠΑ και της υποστελέχωσής τους ως προς τις ειδικές ιατρικές επιτροπές. Η διαδικασία επανελέγχου των αιτήσεων αργοπορεί τόσο πολύ, που οι εκτιμήσεις προβλέπουν ενάμιση με δύο χρόνια αναμονής προκειμένου κάποιος να λάβει την πιστοποίηση της αναπηρίας του.
Στα παραπάνω έρχεται τέλος να προστεθεί και το σημαντικό ζήτημα της μέτρησης, καθώς με τον νέο Κώδικα Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας αυτό που προκύπτει είναι η μείωση των ποσοστών αναπηρίας. Πρακτικά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι πολλά άτομα που μέχρι πρότινος είχαν διαγνωστεί με ποσοστό ικανό να τα εντάξει στο κλιμακωτό φάσμα των παροχών, με τις νέες μετρήσεις θα πάψουν αυτόματα να εμπίπτουν στην κατηγορία των ΑμεΑ. Και θεωρητικά σημαίνει ότι η μέτρηση της αναπηρίας σχετίζεται άμεσα με την αναγνώριση του προνοιακού επιδόματος ή άλλων σημαντικών δικαιωμάτων. Η περίπτωση της τυφλότητας είναι χαρακτηριστική αυτού. Όπως προκύπτει από τον νόμο του ’51, ο οποίος βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα,
Τυφλός κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου νοείται παν πρόσωπον, το οποίον στερείται παντελώς της αντιλήψεως του φωτός ή του οποίου η οπτική οξύτης είναι μικροτέρα του ενός εικοστού (1/20) της φυσιολογικής τοιαύτης.
Μεταφράζοντάς τον σε ποσοστά, νομίμως τυφλός και επομένως δικαιούχος προνοιακού επιδόματος είναι αυτός που η αναπηρία του κυμαίνεται μεταξύ 95-100%, αυτός δηλαδή που δεν βλέπει καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Όσοι εμπίπτουν στις υπόλοιπες ποσοστιαίες διαβαθμίσεις (80, 67, 50 και 3333% οπτική αναπηρία) χαρακτηρίζονται ως «άτομα με προβλήματα όρασης» (ή μερικώς βλέποντες). Αναγνωρίζονται έτσι ως κάτι λιγότερο από τυφλοί, απολαμβάνουν λιγότερα προνόμια και σίγουρα όχι αυτό του επιδόματος. Εν ολίγοις, ενώ εκείνο το άτομο που έχει διαγνωστεί με 80% αναπηρία είναι στην πράξη τυφλό (δεν έχει για παράδειγμα τις ίδιες ευκαιρίες εργασίας ή την ίδια άνεση κίνησης με έναν βλέποντα), βάσει των ιατρικών αξιολογήσεων και του ορισμού του τυφλού ατόμου καθίσταται «παράνομος» ή «μαϊμού» και καταδικάζεται ως τέτοιος.
Το ποιος είναι ανάπηρος ή όχι, συνεπώς πραγματικός δικαιούχος της κρατικής εύνοιας ή μαϊμού, διαμορφώνεται στη βάση μετρήσεων και ποσοστών. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος: το ίδιο σύστημα που πιστοποιεί την αναπηρία, κατασκευάζει και τους «ανάπηρους-μαϊμού» του, ενώ με τους ίδιους πάλι όρους μέτρησης και ποσοτικοποίησης επιχειρεί να τους αποκαλύψει. Ή διαφορετικά, και προκειμένου το κράτος να αποδείξει ότι έχει εισέλθει σε μια διαδικασία διαφάνειας και συμμαζέματος της μέχρι πρότινος οικονομικής του ασυδοσίας, κατασκευάζει το «φαινόμενο» των ανάπηρων-μαϊμούδων ως αδιάσπαστο μέρος του συστήματος πιστοποίησης αναπηρίας, για να μπορέσει στη συνέχεια να το «εξαρθρώσει». Το μέγεθος ενός τέτοιου παραλογισμού αποκρύπτεται εντέλει πίσω από την κοινωνική και πολιτική παθογένεια πολιτών, γιατρών και πολιτικών αρχών της περιφέρειας (τονίζεται ότι οι δικαιούχοι επιδομάτων αυξήθηκαν έντονα κατά τη διάρκεια του 2010, έτους δημοτικών και περιφερειακών εκλογών) –και σίγουρα όχι του σύγχρονου κράτους πρόνοιας–, την οποία τα ΜΜΕ αποκαλύπτουν καθημερινά και με απόλυτη συνέπεια.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης λοιπόν, και με υπερβολικές εκφράσεις που εκτείνουν το φάσμα της υποτιθέμενα γενικευμένης παθογένειας από την κατάσταση ασθένειας (απόστημα που έσπασε, επιδημία τυφλότητας, κρούσματα συνταξιούχων) μέχρι αυτήν της εγκληματικότητας (όργιο εξαπάτησης, τα πλοκάμια του κυκλώματος, σύσταση συμμορίας που χρήζει ποινικής αξιολόγησης), το φαινόμενο τον «ανάπηρων-μαϊμούδων» θυμίζει την ανησυχία που έχει επικρατήσει στην αμερικανική κοινωνία από τη δεκαετία του ’90 σχετικά με τον πολλαπλασιασμό όλων εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως θύματα. Εν ολίγοις, ο «φόβος» που αναπαράγεται είναι ότι όλο και περισσότεροι πολίτες (π.χ. γυναίκες, Αφρικανοί, ανάπηροι κ.λπ.) υιοθετούν την ταυτότητα του θύματος προκειμένου να διεκδικήσουν αποζημιώσεις ή να προασπίσουν τα δικαιώματά τους. Στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για «ψεύτικα θύματα», τα οποία, υπερβάλλοντας τον πόνο τους, μετατρέπονται σε θύτες: εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος τους κρατικούς πόρους και απειλούν επιπλέον να μετατρέψουν την ευρύτερη κοινωνία σε ένα σύνολο παθητικών, ευθυνόφοβων και εξαρτώμενων ατόμων ή, σύμφωνα με ένα πιο ακραίο σενάριο, επιθετικών και πιθανών εγκληματικών προσωπικοτήτων. Το «αληθινό θύμα» αντιθέτως είναι εκείνο που, σαν κύριος του εαυτού του, αποφεύγει να προβάλλει το άδικο που έχει υποστεί· εκείνο με λίγα λόγια που στην πιο ιδανική του μορφή αρνείται ότι είναι θύμα (Alyson M. Cole, The Cult of True Victimhood. From the War on the Welfare to the War on Terror, Stanford University Press, Στάνφορντ 2007, σ. 3).
Ο λόγος αυτός περί αληθινού ή ψεύτικου θύματος έχει αποτελέσει κάτι πολύ παραπάνω από ένδειξη συντηρητισμού. Κάνοντας υπερβολικά δύσκολη την καταγγελία της κοινωνικής αδικίας που ευνοεί κάποιους εις βάρος κάποιων άλλων, η εξιδανικευμένη εικόνα του «αληθινού θύματος» έχει ως πολιτική συνέπεια τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, των σύγχρονων προοδευτικών πολιτικών και των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 (ό.π., σ. 19). Σε αυτά τα πλαίσια, ο λόγος των αναπηρικών οργανώσεων μοιάζει μάλλον αντιφατικός. Από τη μία πλευρά, η προθυμία εκ μέρους τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία απογραφής και επανελέγχου της αναπηρίας των μελών τους, προκειμένου να διαχωριστούν οι πραγματικοί ανάπηροι από τους μαϊμούδες, αποτελεί αναπαραγωγή του ίδιου του συστήματος που επιχειρεί να τους καταδικάσει. Από την άλλη ωστόσο, οι κατηγορίες που εκφράζουν ότι οι νέες πολιτικές πιστοποίησης λειτουργούν ως προκάλυμμα για επιπλέον περικοπές στον τομέα των προνοιακών επιδομάτων και συντάξεων, παραμένουν όχι μόνο εύστοχες, αλλά και προφητικές.
1. Για μια συνεπή κινηματογραφική αποτύπωση των τότε κινητοποίησεων, βλ. το μεγάλου μήκους ντοκυμαντέρ της Μαίρης Χατζιμηχάλη-Παπαηλιού «Ο αγώνας των τυφλών» (1977).
Περιοδικό λεύγα τ. 9 (Νοε. 2012), σ. 19-23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου