Από νωρίς το πρωί της Κυριακής, οι περισσότεροι ήταν ανυπόμονοι, κοιτούσαν συνεχώς τον ουρανό από τα παράθυρα των σπιτιών τους ή ενώ περπατούσαν, σαν να περίμεναν να δουν τον τυφώνα να καταφτάνει σαν κινηματογραφικό τέρας, που ξεπροβάλλει πίσω από τους ουρανοξύστες βγάζοντας φωτιές και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Όσο η ώρα πλησίαζε 7, τα βλέμματα προς τον ουρανό αυξάνονταν, ο ουρανός σκοτείνιαζε και ο αέρας δυνάμωνε, αλλά το τέρας θα αργούσε ακόμη αρκετά. Τις επόμενες 36 ώρες η τροπική καταιγίδα Sandy θα έφτανε στις ανατολικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών και η Νέα Υόρκη θα ήταν μία από τις πολιτείες που θα βίωνε τις επιπτώσεις από το πέρασμά της.
Αρκετές μέρες πριν, είχε αρχίσει η προετοιμασία. Στην τηλεόραση και τις εφημερίδες οι αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες (New York City Office of Emergency Management) συνιστούσαν ψυχραιμία και πειθαρχία, ενώ ανακοίνωναν μια σειρά από μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ώστε να μην επικρατήσει πανικός όταν θα έφτανε η τροπική καταιγίδα. Μετριασμένη χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και του τηλεφώνου ώστε να μην καταρρεύσουν τα δίκτυα, επαρκείς προμήθειες σε ξηρά τροφή και νερό, καθώς και φακοί και κεριά σε περίπτωση που υπήρχε διακοπή. Τα καταφύγια (σχολεία και γήπεδα) όπου θα κατέφευγαν όσοι έπρεπε να εκκενώσουν τα σπίτια τους −στις παραθαλάσσιες περιοχές κυρίως− ήταν έτοιμα και πλήρως εξοπλισμένα από τον Ερυθρό Σταυρό. Όσοι θα κατέφευγαν σε αυτά έπρεπε να έχουν μαζί τους είδη προσωπικής υγιεινής και φάρμακα που χρησιμοποιούσαν. Υπήρχαν υποδομές για να φιλοξενήσουν ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ είχαν διαμορφωθεί και χώροι για τα κατοικίδια. Αστυνομία και εθελοντές είχαν ενημερώσει πόρτα-πόρτα τις επικίνδυνες περιοχές, τονίζοντας πως «σε περίπτωση που συμπολίτες μας επιλέξουν να παραμείνουν σε περιοχές που απειλούνται, θα θέσουν σε κίνδυνο όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και όσους κληθούν να τους διασώσουν». Στις πολυκατοικίες, οι διαχειριστές είχαν αναρτήσει ανακοινώσεις για την απομάκρυνση επίπλων και αντικειμένων από τα μπαλκόνια – ώστε να μην παρασυρθούν από τους σφοδρούς ανέμους.
Η ανακοίνωση για το κλείσιμο του μετρό στις 7 το απόγευμα της Κυριακής και η απόσυρση των λεωφορείων δύο ώρες αργότερα θορύβησαν και τους πιο ψύχραιμους. Τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν το μεσημέρι της Κυριακής, ώστε «να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να επιστρέψουν με ασφάλεια στα σπίτια τους», τα ράφια των σουπερμάρκετ άδειασαν και τα καρότσια στις τεράστιες ουρές είχαν προμήθειες για μέρες αποκλεισμού. Πράγματι στις 7, όλοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, τα φωτισμένα παράθυρα στους ουρανοξύστες και οι έρημοι δρόμοι ήταν ο καλύτερος μάρτυρας ότι οι κάτοικοι του Μανχάταν είχαν πειθαρχήσει στις οδηγίες.
Η προεκλογική εκστρατεία προσαρμόστηκε στα καιρικά δεδομένα. Ο Ομπάμα ακύρωσε την περιοδεία του και επέστρεψε στην Ουάσινγκτον ώστε να συντονίσει τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της τροπικής καταιγίδας, τονίζοντας ότι αυτό αποτελεί απόλυτη προτεραιότητά του αυτή τη στιγμή, ενώ ο Ρόμνει κατευθύνθηκε προς τις κεντρικές πολιτείες. Η Sandy άλλαξε την προεκλογική ατζέντα οκτώ μόλις μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές −βγάζοντας στην επιφάνεια θεωρίες συνωμοσίες για τις ικανότητες του προέδρου Ομπάμα να ελέγχει ακόμη και τα καιρικά φαινόμενα και να τα χρησιμοποιεί προς όφελός του− και ενώ η ανταλλαγή πυρών είχε κορυφωθεί ανάμεσα στους δύο διεκδικητές και τα επιτελεία τους. Αρκετοί εκλογικοί αναλυτές σχολίαζαν ότι η διαχείριση της κρίσης αλλά και το μέγεθος των καταστροφών θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και προς τις δύο πλευρές. Είχε προηγηθεί μια πολύ εντατική εβδομάδα αντεγκλήσεων, που ξεκίνησε με την τηλεοπτική αναμέτρηση στις 22 Οκτωβρίου και συνεχίστηκε με την πρόκληση του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Αμερικανό πρόεδρο να επιδείξει το αμερικανικό διαβατήριο και το πτυχίο του, αποδεικνύοντας πως είναι Αμερικανός πολίτης, απόφοιτος πανεπιστημίου, και εκείνος θα δωρίσει 5 εκατομμύρια δολάρια σε όποιο ίδρυμα ή φορέα του επιδείξει ο Ομπάμα. Ακολούθησε το τουίτ της Αν Κόλτερ ότι «ο Ρόμνει ήταν πολύ ευγενικός με έναν καθυστερημένο» (Romney’s decision to be kind and gentle to the retard), προκαλώντας πλήθος σχολίων και συζητήσεων. Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν ξεπεράσει τα όρια του πολιτικού πολιτισμού θίγοντας εθνικές μειονότητες και κατηγορίες πληθυσμού, οι οποίες τις επόμενες μέρες βρέθηκαν αντιμέτωπες και με τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Αυτή ήταν η πρώτη σελίδα της ανταπόκρισης που ετοίμαζε για το περιοδικό στην Ελλάδα. Δυο μέρες πριν είχε δεχτεί ένα e-mail, μια φωνή από το παρελθόν, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τους φίλους που είχαν χαθεί για καιρό. Του ζητούσε ένα σύντομο κείμενο που θα συνδύαζε τις αμερικανικές εκλογές και την τροπική καταιγίδα που θα χτυπούσε τις ανατολικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση, δεν του ήταν εύκολο να γράφει, όμως η νοσταλγία του για την Ελλάδα μεγάλωνε −αυτός ήταν ο δεύτερος χρόνος του στην Νέα Υόρκη− και το θεώρησε σαν μια ευκαιρία για επαφή με την «πατρίδα». Εξάλλου έπρεπε να παραμείνει στο σπίτι λόγω της Sandy και από τότε που αποχωρίστηκε με το Μαξ −τον απολαυστικό Αμερικανό συγκάτοικο των πρώτων μηνών− ο χρόνος στο σπίτι περνούσε πιο δύσκολα.
Στις 7 ακριβώς το απόγευμα της Κυριακής, είχε επιστρέψει στο σπίτι −στην καρδιά του Μανχάταν, στους 60 δρόμους, στον εικοστό όροφο− τακτοποίησε τα πράγματα από το σουπερμάρκετ στα ράφια και στο ψυγείο της μικροσκοπικής κουζίνας και έκατσε στο καναπέ ανοίγοντας την τηλεόραση. Προσπαθούσε να σκεφτεί αν η κίνησή του να πάει στο σουπερμάρκετ, παρότι είχε όσα θα χρειαζόταν για μια βδομάδα απόλυτου εγκλεισμού στο σπίτι, ήταν αποτέλεσμα του ελληνικού κατοχικού συνδρόμου ή της αμερικανικής υπερβολής να έχουμε τα πάντα και σε τεράστιες ποσότητες παρότι το σουπερμάρκετ είναι απέναντι και ανοιχτό 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Γέλασε με τις σκέψεις του και βυθίστηκε στην ηρεμία του καναπέ του.
Έκλεισε την τηλεόραση 29 ώρες αργότερα, η τροπική καταιγίδα είχε απομακρυνθεί από την πόλη, αφήνοντας νεκρούς και ανυπολόγιστες ζημιές ακόμη και μερικούς δρόμους κάτω από το σπίτι του, αλλά χωρίς κανένα ορατό σημάδι στην πολυκατοικία ή στη γειτονιά του. Ξύπνησε ανακουφισμένος αλλά και λίγο απογοητευμένος, βγήκε μια γρήγορη βόλτα, όπου επιτρεπόταν, να αποτιμήσει τις ζημιές και να ξεκινήσει να γράφει το κείμενό του. Έκανε το λάθος πριν αρχίσει το γράψιμο να χαζολογήσει στο ίντερνετ, κυρίως σε ελληνικά σάιτ που, λόγω της διαφοράς ώρας, ήταν γεμάτα με κείμενα για «τον τυφώνα που έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες». Διάβασε προσεκτικά περισσότερα από είκοσι κείμενα. Κανένα από αυτά δεν είχε γραφτεί από κάποιον που βρισκόταν σε κάποια από τις πολιτείες που είχαν πληγεί –ούτε βέβαια σε κάποια άλλη πολιτεία. Όλοι οι αρθρογράφοι βρίσκονταν στην Ελλάδα – κάποιοι από αυτούς είχαν επισκεφτεί κάποτε τη Νέα Υόρκη, ενώ κάνας δυο προγραμμάτιζαν ταξίδι τις επόμενες μέρες για να καλύψουν τις αμερικανικές εκλογές. Σύντομα αλλά γλαφυρά κείμενα, με αρκετή πληροφορία που είχαν αλιεύσει από το διαδίκτυο ή την τηλεόραση, αλλά που πραγματικά δεν είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν.
Έκλεισε τον υπολογιστή του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε όσα θα έγραφε. Στο μυαλό του όμως τριγυρνούσε μια σκέψη: «όταν γράφουμε πρέπει να θέλουμε κάτι να πούμε, γράφουμε γιατί κάπου στοχεύουμε, δεν γράφουμε για να γεμίσουμε σελίδες». Ενώ στην πραγματικότητα ήταν επαγγελματίας γραφιάς −ερευνητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Νέας Υόρκης, με πάνω από 1.500 σελίδες ερευνητικό έργο− ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει όλους αυτούς που έγραφαν χωρίς να έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Απεχθανόταν τα κείμενα σε πρώτο ενικό που αναφέρονταν σε προσωπικές εμπειρίες − τι χρωστάνε οι άλλοι να διαβάζουν τι μου συνέβη ή πώς βίωσα ένα γεγονός. Απεχθανόταν τις ωραιοποιημένες εντυπώσεις από τα ταξίδια, που μαζί με την κατάλληλη φωτογραφία, θα κερδίσουν δεκάδες σχόλια από τους «φίλους μας» στο facebook για το πόσο ζηλεύουν που δεν ήταν μαζί μας. Απεχθανόταν και τις εκτενείς ανταποκρίσεις ή αναλύσεις όλων των μη ειδικών που έπαιρναν το πληκτρολόγιο παραμάσχαλα και έγραφαν την αποψάρα τους. Και το ελληνικό διαδίκτυο είχε γεμίσει από τέτοια κείμενα, κείμενα χωρίς ουσία, κείμενα που δεν έλεγαν τίποτα.
Έγραψε ένα σύντομο απολογητικό e-mail στον φίλο-εκδότη για την αδυναμία του να γράψει κάτι ουσιαστικό για το θέμα, έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε μια βόλτα στην πνιγμένη από τον τυφώνα Νέα Υόρκη.
Αρκετές μέρες πριν, είχε αρχίσει η προετοιμασία. Στην τηλεόραση και τις εφημερίδες οι αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες (New York City Office of Emergency Management) συνιστούσαν ψυχραιμία και πειθαρχία, ενώ ανακοίνωναν μια σειρά από μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ώστε να μην επικρατήσει πανικός όταν θα έφτανε η τροπική καταιγίδα. Μετριασμένη χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και του τηλεφώνου ώστε να μην καταρρεύσουν τα δίκτυα, επαρκείς προμήθειες σε ξηρά τροφή και νερό, καθώς και φακοί και κεριά σε περίπτωση που υπήρχε διακοπή. Τα καταφύγια (σχολεία και γήπεδα) όπου θα κατέφευγαν όσοι έπρεπε να εκκενώσουν τα σπίτια τους −στις παραθαλάσσιες περιοχές κυρίως− ήταν έτοιμα και πλήρως εξοπλισμένα από τον Ερυθρό Σταυρό. Όσοι θα κατέφευγαν σε αυτά έπρεπε να έχουν μαζί τους είδη προσωπικής υγιεινής και φάρμακα που χρησιμοποιούσαν. Υπήρχαν υποδομές για να φιλοξενήσουν ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ είχαν διαμορφωθεί και χώροι για τα κατοικίδια. Αστυνομία και εθελοντές είχαν ενημερώσει πόρτα-πόρτα τις επικίνδυνες περιοχές, τονίζοντας πως «σε περίπτωση που συμπολίτες μας επιλέξουν να παραμείνουν σε περιοχές που απειλούνται, θα θέσουν σε κίνδυνο όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και όσους κληθούν να τους διασώσουν». Στις πολυκατοικίες, οι διαχειριστές είχαν αναρτήσει ανακοινώσεις για την απομάκρυνση επίπλων και αντικειμένων από τα μπαλκόνια – ώστε να μην παρασυρθούν από τους σφοδρούς ανέμους.
Η ανακοίνωση για το κλείσιμο του μετρό στις 7 το απόγευμα της Κυριακής και η απόσυρση των λεωφορείων δύο ώρες αργότερα θορύβησαν και τους πιο ψύχραιμους. Τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν το μεσημέρι της Κυριακής, ώστε «να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να επιστρέψουν με ασφάλεια στα σπίτια τους», τα ράφια των σουπερμάρκετ άδειασαν και τα καρότσια στις τεράστιες ουρές είχαν προμήθειες για μέρες αποκλεισμού. Πράγματι στις 7, όλοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, τα φωτισμένα παράθυρα στους ουρανοξύστες και οι έρημοι δρόμοι ήταν ο καλύτερος μάρτυρας ότι οι κάτοικοι του Μανχάταν είχαν πειθαρχήσει στις οδηγίες.
Η προεκλογική εκστρατεία προσαρμόστηκε στα καιρικά δεδομένα. Ο Ομπάμα ακύρωσε την περιοδεία του και επέστρεψε στην Ουάσινγκτον ώστε να συντονίσει τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της τροπικής καταιγίδας, τονίζοντας ότι αυτό αποτελεί απόλυτη προτεραιότητά του αυτή τη στιγμή, ενώ ο Ρόμνει κατευθύνθηκε προς τις κεντρικές πολιτείες. Η Sandy άλλαξε την προεκλογική ατζέντα οκτώ μόλις μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές −βγάζοντας στην επιφάνεια θεωρίες συνωμοσίες για τις ικανότητες του προέδρου Ομπάμα να ελέγχει ακόμη και τα καιρικά φαινόμενα και να τα χρησιμοποιεί προς όφελός του− και ενώ η ανταλλαγή πυρών είχε κορυφωθεί ανάμεσα στους δύο διεκδικητές και τα επιτελεία τους. Αρκετοί εκλογικοί αναλυτές σχολίαζαν ότι η διαχείριση της κρίσης αλλά και το μέγεθος των καταστροφών θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και προς τις δύο πλευρές. Είχε προηγηθεί μια πολύ εντατική εβδομάδα αντεγκλήσεων, που ξεκίνησε με την τηλεοπτική αναμέτρηση στις 22 Οκτωβρίου και συνεχίστηκε με την πρόκληση του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Αμερικανό πρόεδρο να επιδείξει το αμερικανικό διαβατήριο και το πτυχίο του, αποδεικνύοντας πως είναι Αμερικανός πολίτης, απόφοιτος πανεπιστημίου, και εκείνος θα δωρίσει 5 εκατομμύρια δολάρια σε όποιο ίδρυμα ή φορέα του επιδείξει ο Ομπάμα. Ακολούθησε το τουίτ της Αν Κόλτερ ότι «ο Ρόμνει ήταν πολύ ευγενικός με έναν καθυστερημένο» (Romney’s decision to be kind and gentle to the retard), προκαλώντας πλήθος σχολίων και συζητήσεων. Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν ξεπεράσει τα όρια του πολιτικού πολιτισμού θίγοντας εθνικές μειονότητες και κατηγορίες πληθυσμού, οι οποίες τις επόμενες μέρες βρέθηκαν αντιμέτωπες και με τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Αυτή ήταν η πρώτη σελίδα της ανταπόκρισης που ετοίμαζε για το περιοδικό στην Ελλάδα. Δυο μέρες πριν είχε δεχτεί ένα e-mail, μια φωνή από το παρελθόν, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τους φίλους που είχαν χαθεί για καιρό. Του ζητούσε ένα σύντομο κείμενο που θα συνδύαζε τις αμερικανικές εκλογές και την τροπική καταιγίδα που θα χτυπούσε τις ανατολικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση, δεν του ήταν εύκολο να γράφει, όμως η νοσταλγία του για την Ελλάδα μεγάλωνε −αυτός ήταν ο δεύτερος χρόνος του στην Νέα Υόρκη− και το θεώρησε σαν μια ευκαιρία για επαφή με την «πατρίδα». Εξάλλου έπρεπε να παραμείνει στο σπίτι λόγω της Sandy και από τότε που αποχωρίστηκε με το Μαξ −τον απολαυστικό Αμερικανό συγκάτοικο των πρώτων μηνών− ο χρόνος στο σπίτι περνούσε πιο δύσκολα.
Στις 7 ακριβώς το απόγευμα της Κυριακής, είχε επιστρέψει στο σπίτι −στην καρδιά του Μανχάταν, στους 60 δρόμους, στον εικοστό όροφο− τακτοποίησε τα πράγματα από το σουπερμάρκετ στα ράφια και στο ψυγείο της μικροσκοπικής κουζίνας και έκατσε στο καναπέ ανοίγοντας την τηλεόραση. Προσπαθούσε να σκεφτεί αν η κίνησή του να πάει στο σουπερμάρκετ, παρότι είχε όσα θα χρειαζόταν για μια βδομάδα απόλυτου εγκλεισμού στο σπίτι, ήταν αποτέλεσμα του ελληνικού κατοχικού συνδρόμου ή της αμερικανικής υπερβολής να έχουμε τα πάντα και σε τεράστιες ποσότητες παρότι το σουπερμάρκετ είναι απέναντι και ανοιχτό 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Γέλασε με τις σκέψεις του και βυθίστηκε στην ηρεμία του καναπέ του.
Έκλεισε την τηλεόραση 29 ώρες αργότερα, η τροπική καταιγίδα είχε απομακρυνθεί από την πόλη, αφήνοντας νεκρούς και ανυπολόγιστες ζημιές ακόμη και μερικούς δρόμους κάτω από το σπίτι του, αλλά χωρίς κανένα ορατό σημάδι στην πολυκατοικία ή στη γειτονιά του. Ξύπνησε ανακουφισμένος αλλά και λίγο απογοητευμένος, βγήκε μια γρήγορη βόλτα, όπου επιτρεπόταν, να αποτιμήσει τις ζημιές και να ξεκινήσει να γράφει το κείμενό του. Έκανε το λάθος πριν αρχίσει το γράψιμο να χαζολογήσει στο ίντερνετ, κυρίως σε ελληνικά σάιτ που, λόγω της διαφοράς ώρας, ήταν γεμάτα με κείμενα για «τον τυφώνα που έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες». Διάβασε προσεκτικά περισσότερα από είκοσι κείμενα. Κανένα από αυτά δεν είχε γραφτεί από κάποιον που βρισκόταν σε κάποια από τις πολιτείες που είχαν πληγεί –ούτε βέβαια σε κάποια άλλη πολιτεία. Όλοι οι αρθρογράφοι βρίσκονταν στην Ελλάδα – κάποιοι από αυτούς είχαν επισκεφτεί κάποτε τη Νέα Υόρκη, ενώ κάνας δυο προγραμμάτιζαν ταξίδι τις επόμενες μέρες για να καλύψουν τις αμερικανικές εκλογές. Σύντομα αλλά γλαφυρά κείμενα, με αρκετή πληροφορία που είχαν αλιεύσει από το διαδίκτυο ή την τηλεόραση, αλλά που πραγματικά δεν είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν.
Έκλεισε τον υπολογιστή του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε όσα θα έγραφε. Στο μυαλό του όμως τριγυρνούσε μια σκέψη: «όταν γράφουμε πρέπει να θέλουμε κάτι να πούμε, γράφουμε γιατί κάπου στοχεύουμε, δεν γράφουμε για να γεμίσουμε σελίδες». Ενώ στην πραγματικότητα ήταν επαγγελματίας γραφιάς −ερευνητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Νέας Υόρκης, με πάνω από 1.500 σελίδες ερευνητικό έργο− ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει όλους αυτούς που έγραφαν χωρίς να έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Απεχθανόταν τα κείμενα σε πρώτο ενικό που αναφέρονταν σε προσωπικές εμπειρίες − τι χρωστάνε οι άλλοι να διαβάζουν τι μου συνέβη ή πώς βίωσα ένα γεγονός. Απεχθανόταν τις ωραιοποιημένες εντυπώσεις από τα ταξίδια, που μαζί με την κατάλληλη φωτογραφία, θα κερδίσουν δεκάδες σχόλια από τους «φίλους μας» στο facebook για το πόσο ζηλεύουν που δεν ήταν μαζί μας. Απεχθανόταν και τις εκτενείς ανταποκρίσεις ή αναλύσεις όλων των μη ειδικών που έπαιρναν το πληκτρολόγιο παραμάσχαλα και έγραφαν την αποψάρα τους. Και το ελληνικό διαδίκτυο είχε γεμίσει από τέτοια κείμενα, κείμενα χωρίς ουσία, κείμενα που δεν έλεγαν τίποτα.
Έγραψε ένα σύντομο απολογητικό e-mail στον φίλο-εκδότη για την αδυναμία του να γράψει κάτι ουσιαστικό για το θέμα, έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε μια βόλτα στην πνιγμένη από τον τυφώνα Νέα Υόρκη.
Περιοδικό λεύγα τ. 9 (Νοε. 2012), σ. 68-70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου