Αντί προλόγου
Για να το πούμε με δυο λόγια: η επιστροφή στους αγώνες που δόθηκαν τον προηγούμενο αιώνα εντός και εναντίον των μηχανισμών της δικαστικής και σωφρονιστικής εξουσίας δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο ή το ανεπίκαιρο. Στο εδώ και στο τώρα, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση-διαχείριση της κρίσης εξελίσσεται εν πολλοίς με τη μορφή κοινωνικού πολέμου χαμηλής έντασης, με την επιστράτευση όλου του νομοθετικού και δικονομικού οπλοστασίου του αστικού κράτους. Κάθε αγωνιζόμενος άνθρωπος μπορεί πλέον να (για την ακρίβεια: είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα) βρεθεί αντιμέτωπος με την κρατική καταστολή, παλιά ή/και νέα, προληπτική ή/και τιμωρητική – και θα χρειαστεί να ξέρει, ή να θυμάται, τότε ότι αυτό που αντιμετωπίζει δεν είναι ένα φαινόμενο που του ενέσκηψε εξ ουρανού, αλλά μια διαδικασία με ιστορία τόσο από τη δική μας μεριά όσο και από τη μεριά του αντιπάλου. Το κείμενο που μεταφράζουμε παρακάτω συνοψίζει την πολύμορφη γαλλική εμπειρία του 20ού αιώνα. Για το σήμερα, καθένας και καθεμία μπορεί να αντλήσει από αυτήν τα διδάγματα που θεωρεί χρησιμότερα.
λεύγα
Η πρόσφατη ιστορία, η ιστορία των αντιαποικιοκρατικών αγώνων της περιόδου 1950-1960, έπειτα η ιστορία των αγώνων στην καθημερινότητα ή στις φυλακές τη δεκαετία του 1970, έδειξε μέχρι ποιου σημείου το δίκαιο εν γένει και οι δικαστικές διώξεις συγκεκριμένα αποτελούν χώρους αγώνα που είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι σε μια δεδομένη στιγμή. Όταν όμως ακούει κανείς ορισμένες ατζέντες, έχει την εντύπωση ότι η μνήμη αυτή χάθηκε και παρέμεινε αμετάδοτη. Το κείμενο που ακολουθεί ανασύρει κάποιες στιγμές αυτής της μνήμης.
Εδώ και σαράντα χρόνια, ο αριθμός των κρατουμένων δεν παύει να αυξάνεται, δικαιολογώντας, χωρίς καμιά πραγματική συζήτηση, την ανέγερση νέων φυλακών, στο όνομα του «εξανθρωπισμού» των συνθηκών κράτησης. Την 1η Απριλίου 2012, ο πληθυσμός των φυλακών ανερχόταν σε 67.161 κρατουμένους. Τον Φεβρουάριο, το κοινοβούλιο ψήφισε την κατασκευή 24 .000 νέων θέσεων. Την ίδια εποχή περίπου, ο Jean Marie Delarue, γενικός ελεγκτής των καταστημάτων κράτησης, παρουσιάζοντας την ετήσια έκθεσή του, δήλωνε σε μια συνέντευξη στο France Inter ότι, αν η Δικαιοσύνη τιμωρούσε όπως πριν από 30 χρόνια, θα υπήρχαν σήμερα 30.000 κρατούμενοι. Σημείωσε επίσης ότι ο αριθμός των κρατουμένων διπλασιάστηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια, πράγμα που δεν συνέβη και με τον συνολικό γαλλικό πληθυσμό. Οι ποινές που επιβάλλονται είναι βαρύτερες. Οι όροι μη προφυλάκισης μειώνονται. Περισσότεροι άνθρωποι στέλνονται στη φυλακή. Μπορούμε έτσι να συναγάγουμε ότι η καταστολή επιτάθηκε, πολλώ δε μάλλον αφού ο αριθμός των κρατουμένων δεν είναι παρά η κορυφή του δικαστικού παγόβουνου.
Το παραπάνω νούμερο δεν συμπεριλαμβάνει τον αριθμό των διώξεων, των μέτρων δικαστικού ελέγχου, των προστίμων, των ποινών με αναστολή, των καταδικών σε κοινωφελή εργασία, κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της «μηδενικής ανοχής» –που θα ήταν σωστότερο να την ονομάσουμε «μέγιστη αδιαλλαξία»– απέναντι στους φτωχούς, τους ξένους, τους «παραβατικούς», ανθρώπους από πολύ διαφορετικούς χώρους που δεν αποδέχονται την κατεστημένη τάξη, όλους εκείνους που δεν συμμορφώνονται σε ένα μοντέλο και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του κοινωνικού πολέμου που δεν λέγεται με το όνομά του.[1] Η κατάσταση αυτή δεν έχει τίποτα το μοιραίο. Είναι προϊόν μιας πολιτικής που υλοποιείται από πολιτικούς, αστυνομικούς, δικαστές, ειδικούς κάθε λογής και λοιπούς εγκληματολόγους που αναμεταδίδονται από δημοσιογράφους. Είναι μια διαδικασία, αλλά μια διαδικασία δεν είναι αναπόφευκτη. Μπορεί να αναχαιτιστεί, να εκτραπεί. Αυτό ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1970, με τους αγωνιστές της Επιτροπής Δράσης των Φυλακισμένων [Comité d’Action des Prisonniers, CAP· στο εξής: ΕΔΦ] που μετασχημάτισαν σε χώρο αγώνα αρκετές δικαστικές υποθέσεις.[2] Η ΕΔΦ έβγαλε τη στρατηγική της δίκης από την αρένα των πολιτικών δικών και την εγκατέστησε στο κοινωνικό πεδίο και τις προεκτάσεις του στη δικαιοσύνη του «κοινού ποινικού δικαίου», τη δικαιοσύνη της καθημερινότητας.
Η στρατηγική της δίκης [3] είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του δικηγόρου Ζακ Βερζές [Jacques Vergès], που δημοσιεύτηκε το 1968 και γράφτηκε με αφετηρία την εμπειρία του Βερζές από την υπεράσπιση του αλγερινού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης [ΜΕΑ], αλλά και την εμπειρία του κομμουνιστή δικηγόρου Μαρσέλ Βιλάρ [Marcel Willard], που είχε διοριστεί από τον Δημητρώφ για τη δίκη της πυρπόλησης του Ράιχσταγκ, το 1933 στη Λειψία. Ο Βιλάρ ήταν ένας από τους πυλώνες της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας, που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1922, με αποστολή να υποστηρίζει τους φυλακισμένους κομμουνιστές και τις οικογένειές τους ανά την υφήλιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η Κόκκινη Βοήθεια δημιούργησε τη Διεθνή Νομική Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να συλλαμβάνεται η υπεράσπιση με πολιτικούς όρους στο πλαίσιο μιας δίκης. Η ένωση αυτή διαλύθηκε το 1939, με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας [ΚΚΓ]. Μετά την Απελευθέρωση, η δικαστική μάχη ξανάρχισε με τις διαδοχικές δίκες των αγωνιστών των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων (Μαδαγασκάρη, Ακτή Ελεφαντοστού, Αλγερία), με τις ρήξεις και τις συνέχειές τους. Έπειτα, τη δεκαετία του 1970, στο πολύ τεταμένο πλαίσιο εκείνης της περιόδου, βγήκε από το πολιτικό της γκέτο για να επεκταθεί στο σύνολο του κοινωνικού πεδίου και των αντιφάσεών του, με αφετηρία ένα κίνημα, την ΕΔΦ, που είχε διακηρύξει άμα τη εμφανίσει του ότι όλοι οι κρατούμενοι είναι πολιτικοί. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε αφενός σε αυτή την ιστορική διαδικασία που όρισε κατά κάποιον τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στον δικαστικό θεσμό, τον κατηγορούμενο και τον δικηγόρο, ιδίως στο πλαίσιο των αντιαποικιοκρατικών αγώνων, και αφετέρου στα εργαλεία, τις μεθόδους που επιτρέπουν να ορίσουμε καλύτερα την ελεύθερη υπεράσπιση, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και που έθεσαν από τη δική τους σκοπιά το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στις υπερασπιστικές πρακτικές και τους κοινωνικούς αγώνες.
Η εργαλειοποίηση της δίκης για προπαγανδιστικούς σκοπούς
Το 1922, ιδρύεται στη Μόσχα η Διεθνής Κόκκινη Βοήθεια, με αποστολή την παροχή βοήθειας και αρωγής στους φυλακισμένους κομμουνιστές αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη νομική υποστήριξη, αναλαμβάνοντας συγχρόνως μια δουλειά προπαγάνδας με αφετηρία αυτή τη δικαστική πραγματικότητα. Ο Γάλλος κομμουνιστής δικηγόρος Μαρσέλ Βιλάρ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Μερικά χρόνια αργότερα, η Κόκκινη Βοήθεια δημιουργεί τη Διεθνή Νομική Ένωση [ΔΝΕ] προκειμένου να απευθυνθεί άμεσα στους επαγγελματίες του δικαίου (δικηγόρους, καθηγητές κ.ά.). Ο στόχος είναι να στρατολογηθεί το δίκαιο στην πολιτική μάχη.[4] Ο νεολογισμός «αθωωτισμός» δεν υπήρχε ακόμα, αλλά θα μπορούσε να είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του στις αντιπαραθέσεις για ζητήματα υπεράσπισης των φυλακισμένων αγωνιστών. Έτσι, η ΔΝΕ παραπέμπει στην «Επιστολή για την υπεράσπιση» του Λένιν,[5] που γράφτηκε το 1905 και απευθυνόταν σε φυλακισμένους στη Μόσχα, μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας. Σε αυτήν, ο Λένιν αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην άρνηση κάθε νομιμότητας του δικαστικού θεσμού και την εκμετάλλευση όλων των μέσων έκφρασης που προσφέρει η διασφάλιση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Ο Λένιν επιμένει στην αναγκαιότητα να εργαλειοποιούνται τα δικαστήρια για τους σκοπούς της πολιτικής προπαγάνδας. Σε αυτή τη βάση, η ΔΝΕ θα προσπαθήσει να κάνει το δίκαιο ένα εργαλείο πολιτικής πάλης, ξεκινώντας από μια μάχη για τα δικαιώματα της υπεράσπισης και χρησιμοποιώντας σε πολύ διαφορετικά πλαίσια τα μέσα που παρείχαν οι αστικές δημοκρατίες ή αυταρχικά καθεστώτα. Τη δεκαετία του 1930, τα μέλη της ΔΝΕ έρχονται αντιμέτωπα με το αποικιοκρατικό ζήτημα, στο πλαίσιο της υπεράσπισης Ινδοκινέζων αγωνιστών. Αποκηρύσσουν, λοιπόν, και την ταξική και τη φυλετική δικαιοσύνη.
Από αυτή την εμπειρία της ΔΝΕ, ο Βιλάρ θα γράψει ένα βιβλίο, το Η υπεράσπιση κατηγορεί, που εκδόθηκε το 1938 και από το οποίο θα εμπνευστεί εν μέρει ο Βερζές για να γράψει τη Στρατηγική της δίκης το 1968. Ο τίτλος του βιβλίου του Βιλάρ αναγγέλλει μια ανατροπή. Δεν είναι πλέον ο εισαγγελέας που κατηγορεί, αλλά η υπεράσπιση. Πρόκειται για σημαντική αντιστροφή στον τρόπο κατανόησης της υπεράσπισης. Ο Βιλάρ ορίζει τον ρόλο του δικηγόρου ως ρόλο ενός αγωνιστή που οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία των συντρόφων του ενώ συγχρόνως θέτει στη δική τους υπηρεσία τα εφόδια της νομικής του εμπειρίας. Όμως αυτός ο τύπος υπεράσπισης παραμένει περιχαρακωμένος στο πλαίσιο δικών με κατηγορούμενους πολιτικούς αγωνιστές. Περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος γινόταν κατήγορος είχαν ήδη υπάρξει, όπως στη δίκη του ιλεγκαλιστή αναρχικού Ζακόμπ στην Αμιένη το 1905. Με την κίνηση, ωστόσο, της ΔΝΕ, η υπεράσπιση συλλαμβάνεται και αναλύεται θεωρητικά σε ένα πλαίσιο πολύ πιο συλλογικό, με διαφορετικές πρακτικές, με γραπτά που μπορούν να κυκλοφορήσουν και να αγγίξουν κι άλλους κύκλους. Σε όλη αυτή την περίοδο, ο Μαρσέλ Βιλάρ θα εκπαιδεύσει δικηγόρους τους οποίους θα ξανασυναντήσουμε σε όλες τις δικαστικές μάχες που συνδέονται με το αποικιοκρατικό ζήτημα –ιδίως τη δίκη των βουλευτών της Μαδαγασκάρης, τον Οκτώβριο του 1948, τη δίκη των ηγετών της Αφρικανικής Δημοκρατικής Συνέλευσης (Ακτή Ελεφαντοστού) και τις δίκες των αγωνιστών για την ανεξαρτησία της Αλγερίας– από τη δεκαετία του 1950 και μετά.
Οι δικηγόροι οργανώνονται σε συλλογικότητα
Στην Αλγερία, πριν από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, η γαλλική κυβέρνηση πριμοδότησε τη δικαστική οδό. Από το 1950 και μετά, η αστυνομία αποδιαρθρώνει την Ειδική Οργάνωση [ΕΟ] του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών [ΚΘΔΕ] με τη σύλληψη 363 αγωνιστών, από τους οποίους οι 252 παραπέμπονται σε ποινικά δικαστήρια με τις κατηγορίες της εγκληματικής οργάνωσης, της κατοχής όπλων και της προσβολής της ασφάλειας του κράτους. Στη Γαλλία, το πλαίσιο δεν είναι διόλου ευνοϊκό. Τα τοπικά πολιτικά κόμματα απέχουν από την υπόθεση. Οι κατηγορούμενοι αγωνιστές εγκληματοποιούνται σε δίκες κοινού ποινικού δικαίου οι οποίες διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών.[6] Έτσι οι δικηγόροι θα παίξουν κεντρικό ρόλο, καθώς θα γίνουν ο σύνδεσμος ανάμεσα στους φυλακισμένους κατηγορούμενους, το κίνημα στο οποίο ανήκουν αυτοί και το οποίο ορίζει τους πολιτικούς στόχους της υπεράσπισης, και την ευρύτερη ενημέρωση, ιδίως στη μητροπολιτική χώρα. Επιπλέον, πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση, όπου δικάζονται άνθρωποι από τους θεσμούς ενός κράτος το οποίο δεν αναγνωρίζουν.
Απέναντι σε αυτό το πλαίσιο, το ΚΘΔΕ επιλέγει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Οι δικηγόροι οργανώνονται σε συλλογικότητα προκειμένου να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τις υποθέσεις στη Γαλλία και στην Αλγερία, και να μπορούν να ανταποκρίνονται συνεχώς στη νέα κατάσταση. Η σχέση δικηγόρου/πελάτη αναδιαμορφώνεται με την εφαρμογή ενός συστήματος συλλογικής υπεράσπισης. Και παρόλο που οι κατηγορούμενοι δεν αναγνωρίζουν τους γαλλικούς θεσμούς, οι δικηγόροι τους παρεμβαίνουν επίσης με ενστάσεις επί της διαδικασίας, υποστηρίζοντας την ακυρότητα των αγορεύσεων, καταγγέλλοντας τις αστυνομικές μεθόδους (χρήση βασανιστηρίων), την παραβίαση των δημόσιων ελευθεριών και τη μη νομιμότητα της αποικιοκρατίας: «Ο δικηγόρος που εμπλέκεται στις δίκες της ΕΟ συμβάλλει στην τελική διατύπωση, με νομικούς όρους, μιας πολιτικής επιχειρηματολογίας που έχει καταρτιστεί εκτός δικαστηρίου από το ΚΘΔΕ. Ταυτόχρονα, όμως, οι δικηγόροι προσπαθούν να δώσουν στις οργανωτικές στρατηγικές ένα νομικό έρεισμα, αποσυνθέτοντας τους μηχανισμούς του Άρθρου 80 (που δημιουργούσε τις έκτακτες νομικές προϋποθέσεις γι’ αυτές τις δίκες). Η επιχειρηματολογία τους επικεντρώνεται στη νομική σημασία του
όρου “αρχή τέλεσης” [entreprendre], που κατά την άποψή τους διαφέρει από την “απόπειρα” [tenter], καθότι δηλώνει την αρχή μιας δράσης η οποία μένει ν’ αποδειχθεί στην περίπτωση της ΕΟ».[7]
Αυτή η μάχη για το νόημα των λέξεων θα εμφανιστεί ξανά στις πρακτικές της ελεύθερης υπεράσπισης. Από τον νομικό λόγο, λοιπόν, η υπεράσπιση μπορεί να ξαναγυρίσει στον πολιτικό λόγο, δείχνοντας τις αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτές τις διώξεις που γεννήθηκαν από τους θεσμούς της Τρίτης Δημοκρατίας, η οποία διακήρυσσε ανοιχτά τον ιμπεριαλισμό της, και την Τέταρτη Δημοκρατία, η οποία αναγγέλλει στο Προοίμιο του Συντάγματός της ότι «η Γαλλία προτίθεται να οδηγήσει τους λαούς που έχει υπ’ ευθύνη της στην ελευθερία της αυτοκυβέρνησής τους και της δημοκρατικής διαχείρισης των υποθέσεών τους» (Άρθρο 18 του Προοιμίου του Συντάγματος της 27ης Οκτωβρίου 1946). Σε αυτό το πλαίσιο, η υπεράσπιση επιστρέφει σε μια περίπλοκη δίκη στην οποία παρεμβαίνουν, σε διαφορετικά επίπεδα, οι στρατευμένοι δικηγόροι και οι πολιτικοί ιθύνοντες. Εστιάζει σε δύο όψεις: στη δημοσιότητα των συνεδριάσεων, έναντι του κανόνα του «κεκλεισμένων των θυρών», και στην καταγγελία της γενικευμένης πρακτικής των βασανιστηρίων, έναντι της προβολής των ομολογιών των κατηγορουμένων. Η θέση αυτή της συλλογικότητας είναι γεμάτη αντιφάσεις. Αποτελείται εν μέρει από κομμουνιστές δικηγόρους. Η θέση όμως του ΚΚΓ είναι κάτι παραπάνω από διφορούμενη στο ζήτημα της αλγερινής ανεξαρτησίας. Ομοίως, οι δικηγόροι αυτοί συγχρωτίζονται και με άλλους συνηγόρους, δικηγόρους άλλων πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και παραδοσιακούς δικηγόρους με έδρα το Αλγέρι.
Ρήξη ή συναίνεση;
Οι αντιφάσεις θα οξυνθούν στους κόλπους της συλλογικότητας με τις δίκες του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης, που συνδέονταν άμεσα με την κατάσταση πολέμου μετά το 1954, και ιδίως με την έλευση του Ζακ Βερζές. Το 1956 το γαλλικό κοινοβούλιο ψηφίζει την εκχώρηση απόλυτων εξουσιών στον στρατό. Οι κομμουνιστές βουλευτές δίνουν κι αυτοί την ψήφο τους. Το 1957 ξεκινά η μάχη του Αλγερίου, που φέρνει αντιμέτωπους τους Αλγερινούς μαχητές για την ανεξαρτησία της χώρας και τη δεύτερη μεραρχία αλεξιπτωτιστών υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μασσού. Δικηγόρος από το 1955 και μέλος του ΚΚΓ, ο Βερζές φτάνει στην Αλγερία το 1957. Διαπιστώνει τότε ότι διαφωνεί αναφορικά με την οργάνωση της υπεράσπισης των αγωνιστών του ΜΕΑ. Η πρώτη συλλογικότητα υπεράσπισης του ΜΕΑ είχε διαλυθεί με τη σύλληψη όλων των Αλγερινών δικηγόρων κατά τη μάχη του Αλγερίου. Ο Βερζές ξαναθέτει τις βάσεις τις υπεράσπισης και το 1958 το ΜΕΑ συντάσσεται μαζί του. Στο μεταξύ, ο Βερζές είχε εγκαταλείψει το ΚΚΓ (μη ανανεώνοντας την κάρτα μέλους του). Γεννιέται έτσι η δεύτερη συλλογικότητα.[8]
Το βιβλίο του Μαρσέλ Βιλάρ είναι ο οδηγός του. Διαβάζοντάς το, ο Βερζές αντιλαμβάνεται ότι το σύστημα της υπεράσπισης εξαρτάται προπάντων από το πλαίσιο: «Όσο το σκεφτόμουν», λέει, «διαπίστωνα ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο πολιτικός χαρακτήρας του αδικήματος που καθορίζει το ύφος της υπεράσπισης». Το κριτήριο διάκρισης είναι η στάση απέναντι στο δικαστήριο. Αυτή μπορεί να είναι στάση ρήξης ή στάση συναίνεσης. Υπάρχει συναίνεση ανάμεσα στον κατηγορούμενο, τον δικηγόρο του, τον εισαγγελέα, τον πρόεδρο, τον γραμματέα, όταν η υπεράσπιση
προσπαθεί να δείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει ελαφρυντικά και ότι δεν είναι τόσο κακός όσο φαίνεται. Υπάρχει ρήξη όταν ο κατηγορούμενος εκφράζει έναν αντίλογο που δεν μπορεί να αφορά τη δικαιοσύνη. Η λογική της καταστολής θέλει το έγκλημα, δηλαδή το νομικό αδίκημα, να παραμένει απομονωμένο από το πλαίσιό του. Για να κρίνει ένα αδίκημα, πρέπει να το απομονώσει. Η υπεράσπιση ρήξης, κατά τον Βερζές, είναι ένας τρόπος απεγκλωβισμού της δίκης, ανοίγματός της στη ζωή. Η υπεράσπιση ρήξης σημαίνει να αφαιρείς από τη δικαιοσύνη τη μυσταγωγία της, να αποκαλύπτεις τον χαρακτήρα της ως νομικής βίας και να κάνεις να αντιπαρατίθενται σε μια δίκη δύο βίες, αυτή του νόμου και αυτή του ατόμου. Προϋποθέτει επίσης τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου και απαιτεί ένα μίνιμουμ οργάνωσης. Έτσι προκύπτει η έννοια εκείνη της οποίας η εφαρμογή θα ενισχυθεί: η έννοια της ομάδας υπεράσπισης. Ο ρόλος του δικηγόρου περνάει λίγο περισσότερο σε δεύτερο πλάνο.[9]
Το 1962, η Αλγερία ανεξαρτητοποιείται. Οι φυλακισμένοι αγωνιστές απελευθερώνονται. Ο Βερζές γράφεται στον δικηγορικό σύλλογο του Αλγερίου και εγκαθίσταται στη χώρα. Διευθύνει την επιθεώρηση Αφρικανική επανάσταση. Υπερασπίζεται επίσης Παλαιστίνιους αγωνιστές. Θα εγκαταλείψει αρκετά σύντομα την Αλγερία, επιστρέφει μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν, ταξιδεύει πολύ. Τον Μάρτιο του 1970 εξαφανίζεται· εμφανίζεται ξανά στο Παρίσι μόλις τον Δεκέμβριο του 1978 και έρχεται αμέσως σε επαφή με την ΕΔΦ μέσω του συγγραφέα Ζωρζ Αρνώ. Το 1968, είχε δημοσιεύσει τη Στρατηγική της δίκης.
Η Επιτροπή Δράσης των Φυλακισμένων θα οικειοποιηθεί το βιβλίο του Βερζές και θα το κάνει πραγματικό εργαλείο πάλης σε ό,τι αφορά τις προβληματικές της. Η ΕΔΦ συστάθηκε στα τέλη του 1972, με πρωτοβουλία πρώην κρατουμένων του σωφρονιστικού καταστήματος του Μελάν που είχαν διεξαγάγει εκεί υποδειγματικούς αγώνες ενάντια στη φυλακή. Στόχος τους ήταν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στη φυλακή, προτάσσοντας αφενός άμεσες διεκδικήσεις, αλλά και δομώντας και πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές, όπως η κατάργηση της φυλακής. Για τον σκοπό αυτό, προτίθενται να δημιουργήσουν μια μεγάλη συσπείρωση κρατουμένων και πρώην κρατουμένων με κοινό άξονα μια ταξική ανάλυση της φυλακής, και αυτή ακριβώς η ανάλυση τους κάνει να διακηρύξουν ότι κάθε κρατούμενος είναι πολιτικός κρατούμενος.
Όμως στο εσωτερικό της ΕΔΦ έχει αναδυθεί μια άλλη ομάδα ανθρώπων που δεν είχαν υποστεί μακροχρόνιες φυλακίσεις, που ήταν ενάντια στη φυλακή και τη δικαιοσύνη, αλλά δεν είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα μαζικό κίνημα, και που εκτιμούσαν ότι έστω και ένας μόνο αγωνιζόμενος κρατούμενος έδινε την ευκαιρία στο σύνολο μιας εξωτερικής ομάδας να αγωνιστεί ενάντια στη φυλακή. Θα τους ονομάσουμε ομάδα των «ακτιβιστών». Η δική τους στρατηγική ήταν αυτή που εφαρμόστηκε στις μεγάλες εκστρατείες της ΕΔΦ: το δικαίωμα ανάγνωσης στη φυλακή, η διάδοση του περιοδικού της Επιτροπής, η εκστρατεία ενάντια στις φυλακές υψίστης ασφαλείας». Για τον Ζαν Λαπερί, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες αυτής της ομάδας, το σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι για να κερδίσεις, δηλαδή να εστιάζεις σε στόχους εφικτούς, απτούς, εγγράφοντάς τους συγχρόνως στην προοπτική του κινήματος. Σε αυτή την οπτική, η στρατηγική γίνεται θεμελιώδης: πρέπει να ορίζεται η κατάσταση, να καθορίζεται ένας πολιτικός στόχος προς επίτευξη και να εφαρμόζεται μια τακτική, ιδίως με τη συγκρότηση ενός μετώπου πάλης με βάση τις αντιφάσεις του συστήματος. Ο Λαπερί ανακαλύπτει τη Στρατηγική της δίκης, το βιβλίο του Βερζές, όντας φυλακισμένος στο Μπλουά, το 1976, μετά την ανάκληση μιας αναστολής. Εκεί, ο δικηγόρος του, Κριστιάν Ρεβόν, του πάει το βιβλίο,
που απηχεί αμέσως όσα ήδη σκεφτόταν διαισθητικά και ο ίδιος.
Ένας συσχετισμός δύναμης που ενυπάρχει σε κάθε δικαστική υπόθεση
Έτσι, η στρατηγική της δίκης περνά στο πεδίο του «κοινού ποινικού δικαίου».
«Η παρουσία μας στο πεδίο του δικαίου», λέει ο Ζαν Λαπερί, «είχε ανέκαθεν ως αρχή ότι η παρανομία είναι η πρόσοψη. Το αξιακό μας σύστημα είναι απλό: αποδεικνύουμε στο πεδίο του δικαίου, όποτε αυτό μας εξυπηρετεί, ότι οι άλλοι είναι εκείνοι που είναι ανίκανοι να σεβαστούν οποιαδήποτε νομιμότητα καi οποιοδήποτε δίκαιο».[10] Το 1975, συγκροτούνται τα πρώτα νομικά εργαστήρια. Αγωνιστές της ΕΔΦ όπως η Ανιές Ουάν και ο Ζαν Λαπερί καταπιάνονται με το εργαστήρι του 19ου διαμερίσματος του Παρισίου, δίπλα στον νομικό Ντομινίκ Νοκοντί και τον δικηγόρο Κριστιάν Ρεβόν. Στο τεύχος 45 του περιοδικού της ΕΔΦ, τον Οκτώβριο του 1977, το συγκεκριμένο νομικό εργαστήρι εξηγεί τη θέση του: το άτομο πρέπει να μάχεται μέσα στον συσχετισμό δύναμης που ενυπάρχει σε κάθε δικαστική υπόθεση την οποία ζει μέρα με τη μέρα. Αυτή είναι η βάση της εμπειρίας του εργαστηρίου του 19ου διαμερίσματος. Τίθενται δύο αρχές: η συλλογική συζήτηση και η αυτοϋπεράσπιση (στη συνέχεια, ο όρος αυτός θα εγκαταλειφθεί προς χάριν της «ελεύθερης υπεράσπισης»). Οι απομονωμένοι, αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν αποδεκτή την αλήθεια τους –την αλήθεια του χρεωμένου, του οιονεί άστεγου, του κλέφτη, του περιθωριακού– είναι αυτοί που απευθύνονται κατά κανόνα στα εργαστήρια. Το αίτημα είναι συνήθως ατομικό. Η συλλογική συζήτηση έχει ως στόχο να σπάσει την απομόνωση και να κάνει να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι το πρόβλημά τους δεν αφορά μόνο τους ίδιους. Καθένας εκφράζει τη δική του άποψη για το τι μπορεί να επιτρέψει στο άτομο να τοποθετήσει το πρόβλημά του στο κοινωνικό, ψυχολογικό και οικογενειακό του πλαίσιο. Η νομική πλευρά παρεμβαίνει μετά, και συζητιέται κι αυτή με το άτομο, προκειμένου να το συμπεριλάβει όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο στόχος αυτής της συζήτησης είναι να πάρει το ίδιο το άτομο στα χέρια του το πρόβλημά του, με τη βοήθεια μιας ομάδας. Με αυτή την ανταλλαγή, το πρόβλημα τοποθετείται μέσα στον συσχετισμό δύναμης που βρίσκεται στη βάση του. Το αληθινό πρόβλημα δεν είναι νομικό. Τοποθετείται στο πλαίσιό του και χρησιμεύει για την ανάλυση του μηχανισμού του συσχετισμού δύναμης που λαμβάνει χώρα, ώστε να διευκρινιστούν τα κίνητρα και ο στόχος προς επίτευξη, αφού ληφθούν υπόψη οι επιθυμίες του ατόμου, και τέλος να προταθούν πιθανές λύσεις.
Η υπεράσπιση ρήξης επιβάλλεται όταν το πρόβλημα είναι ανεπίλυτο με τα παραδοσιακά νομικά μέσα. Τοποθετείται λοιπόν σε ένα δεύτερο επίπεδο. Μπορούμε να μιλήσουμε για στάση ρήξης ενός ατόμου όταν επιδιώκει να ανατρέψει το νόημα των νομοθετικών κειμένων, αλλά και κανόνων, συνηθειών, καλών τρόπων, που συχνά δεν είναι παρά η θεσμική έκφραση ενός προκαθορισμένου συσχετισμού δύναμης. Συνίσταται, έτσι, στη μετατόπιση της συζήτησης από το νομικό πλαίσιο στο κοινωνιολογικό, το ψυχολογικό, το πολιτικό κ.ο.κ. Όπως βλέπουμε, η έννοια της υπεράσπισης ρήξης, που πλάστηκε μέσα στη βία της καταστολής των αντιαποικιοκρατικών αγώνων, καθώς την οικειοποιούνται στρατευμένοι νομικοί μιας λαϊκής συνοικίας του Παρισιού, περνά στο πεδίο της δικαιοσύνης της καθημερινότητας. Έπειτα, η στρατηγική αυτή δεν περιορίζεται πια σε μια συνεδρίαση, αλλά παίρνει υπόψη όλο το εύρος της δικαστικής διαδικασίας, στην οποία η εκδίκαση στο ακροατήριο αποτελεί απλώς την κατάληξη. Εδώ ακριβώς γίνεται κεντρικό το ζήτημα της πρόσβασης στη δικογραφία. «Τι κάνει ο κατήγορος;», ρωτά ο Ντομινίκ Νοκοντί. «Χρησιμοποιεί μεθόδους παλιές όσο και ο άνθρωπος: αφού δεν έχει αποδείξεις, πείθει τον εαυτό του σωρεύοντας επίσημες αναφορές, εκθέσεις επί εκθέσεων αναφορικά με ό,τι προσάπτεται σε κάποιον. Αν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει, η υπόθεση έχει λήξει. Τα στοιχεία του κατηγόρου θα γίνουν αποδείξεις». Είναι θεμελιώδες λοιπόν να υπάρχει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ξέρει κανείς σε τι βασίζεται στ’ αλήθεια η κατηγορία, δηλαδή για ποιο πράγμα ακριβώς κατηγορείται κάποιος.
Η Ανιές Ουάν θα δώσει τον δικό της επιμέρους αγώνα γι’ αυτό το ζήτημα. Το 1976, σύρεται στα δικαστήρια για εξύβριση αστυνομικού. Στην πραγματικότητα, είχε προβάλει αντίσταση σε αστυνομικούς που, δρώντας εντελώς παράνομα, ήθελαν να την εμποδίσουν να πουλάει το περιοδικό της ΕΔΦ έξω από τη φυλακή της Σαντέ στο Παρίσι. Η Ουάν υπερασπίζεται τον εαυτό της χωρίς δικηγόρο. Κάνει σκόνη τις κατηγορίες, που βασίζονται μόνο στις μαρτυρίες των αστυνομικών, και διεκδικεί για την υπεράσπισή της πρόσβαση στη δικογραφία της. Της το αρνούνται. Το εφετείο επικυρώνει την άρνηση αυτή. Προσφεύγει λοιπόν στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, το οποίο εκδίδει, τον Φεβρουάριο του 1978, μια μετριαστική απόφαση που αναγνωρίζει σε κάθε κατηγορούμενο το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας. Οι δικηγόροι, όμως, διατηρούν τη θέση των μεσαζόντων, καθώς η πρόσβαση στη δικογραφία πρέπει να γίνεται μόνο με δική τους μεσολάβηση. Το δικαστήριο αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο δικηγόρος μπορεί να παυτεί εν συνεχεία από τον πελάτη του, αφού ο τελευταίος ενημερωθεί για τη δικογραφία. Το ζήτημα της θέσης του δικηγόρου τίθεται εκ νέου. Η ΕΔΦ διακηρύσσει ότι η υπεράσπιση πρέπει να είναι ελεύθερη για να είναι αποτελεσματική. Το 1977, η ΕΔΦ υπενθυμίζει ότι: «Ο κατηγορούμενος, ο ενοχοποιούμενος, ο εγκαλούμενος είναι πάντα κύριοι της δικογραφίας τους, ο δικηγόρος δεν είναι παρά όργανό τους. Εναπόκειται κατ’ αρχάς στους πελάτες των δικηγόρων να μην αφήνουν επαγγελματίες να τους υπεξαιρούν τις εξουσίες τους». Ομοίως, η Μπαμπέτ Αουερμπάχερ, νομικός, μέλος του κινήματος «οργισμένοι ανάπηροι» (handicapés méchants) και όχι ακόμα δικηγόρος, διακηρύσσει ότι ένας κατηγορούμενος πρέπει να διασφαλίζει ο ίδιος την υπεράσπισή του και να επιλέγει μόνος του ποιος θα τον συνδράμει. Γι’ αυτό όμως πρέπει να απαιτεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, με ισότιμο καταμερισμό του χρόνου ομιλίας και τη δυνατότητα να θέτει ο ίδιος ερωτήσεις στους μάρτυρες.
Η ελεύθερη υπεράσπιση
Το 1980, η ΕΔΦ αυτοδιαλύεται. Ο Ζαν Λαπερί κρατά τον τίτλο και ξεκινά μια δεύτερη σειρά του περιοδικού, που γίνεται η επιθεώρηση της στρατηγικής της δίκης. Στο μεταξύ, η Μπαμπέτ Aουερμπάχερ έχει γίνει δικηγόρος και δουλεύει μαζί με τον Ζακ Βερζές. Ο Ντομινίκ Νοκοντί μπαίνει κι αυτός στην ομάδα, μαζί με τον δικαστή Ετιέν Μπλος, τον μόνο δικαστικό που έγραψε ποτέ στο περιοδικό. Η επιθεώρηση είναι κεντρικό στοιχείο αυτής της κατάδυσης της στρατηγικής της δίκης σε πολύ κοινές υποθέσεις. Τα συγκεκριμένα αυτά παραδείγματα επιτρέπουν να κατανοηθεί η λειτουργία του δικαστικού θεσμού. Συμβάλλουν στο να απομυστικοποιηθεί το δίκαιο και να τοποθετηθεί ξανά στο πλαίσιό του. Δείχνουν επίσης ότι είναι δυνατό να κερδίσει κανείς χρησιμοποιώντας αυτές τις μεθόδους. Ο όρος «ελεύθερη υπεράσπιση» αντικαθιστά την «υπεράσπιση ρήξης», που είχε ήδη καταστεί τετριμμένη. Δύο συναντήσεις –κρηπίδες της ελεύθερης υπεράσπισης– εμβάθυναν αυτή τη νέα έννοια: το 1980 στη Σεντ Μπομ, κοντά στην Εξ-αν-Προβάνς,[11] και το 1983 στο Λιγκούρ, κοντά στη Λιμόζ. Εκεί, οι πρακτικές συζητήθηκαν και αναλύθηκαν παρουσία πλήθους ενδιαφερομένων.
«Η ελεύθερη υπεράσπιση», λέει ο Ζαν Λαπερί, «είναι η αναγκαιότητα που αντιμετωπίζει κάθε διωκόμενος ο οποίος βρίσκεται μόνος του απέναντι στη δικαστική εξουσία σε μια δίκη. Μπροστά σε ένα δικαστήριο, δεν υπάρχει εναλλακτική. Η μόνη επιλογή που έχουν οι διωκόμενοι είναι ή να αποδεχτούν να χάσουν ή να θελήσουν να κερδίσουν. Η δικαστική φιλοσοφία είναι απλοϊκή, η καταπολέμησή της είναι απλή. Αντιθέτως, και από την άλλη μεριά, τα πεδία μάχης όπου διεξάγεται αυτός ο αγώνας είναι πολλαπλά, μεταβαλλόμενα και περίπλοκα».
Η ΕΔΦ δεν υπάρχει πια, ούτε το Νομικό Εργαστήρι του 19ου διαμερίσματος, ούτε το Δίκτυο Ελεύθερης Υπεράσπισης, ούτε η Επιτροπή Δράσης Φυλακή-Δικαιοσύνη· υπάρχει ακόμα όμως αυτή η εργαλειοθήκη που φτιάχτηκε στον αγώνα, σε αντιπαράθεση πολύ σκληρή μερικές φορές με την εξουσία, αλλά και με νίκες. Και η εργαλειοθήκη αυτή δεν ζητάει παρά να ξαναγίνει χρήσιμη, να αναπτυχθεί. Είναι ασφαλώς ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας, τώρα που ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων έρχονται άμεσα ή έμμεσα αντιμέτωποι με την καταστολή.
[1] Γι’ αυτή την εφαρμογή της πολιτικής της «μηδενικής ανοχής», βλ. το βιβλίο του δικαστή Serge Portelli, Le Sarkozysme sans Sarkozy, Grasset 2008.^
[2] Περισσότερα για την ΕΔΦ στο Christophe Soulié, Liberté sur paroles, contribution à l’histoire du comité d’action des prisonniers, Analis 1995 (διακίνηση: L’Envolée).^
[3] Jacques Vergès, La stratégie judiciaire, Minuit 1968 [ελλ. έκδ.: Η στρατηγική της δίκης, μτφρ. Μ. Κουμπούρα & Γ. Σπανός, Πλέθρον 2003].^
[4]Για τη ΔΝΕ, βλ. Sharon Elbaz και Liora Israël, «L’invention du droit comme arme politique dans le communisme français. L’association juridique internationale (1929-1939)», Vingtième Siècle. Revue d’histoire, 1/2005, No 85, σ. 31-43.^
[5] Βλ. στα αγγλικά: http://www.marxists.org/archive/lenin/ works/1905/jan/19.htm. – Σ.τ.Μ..^
[6] Elbaz Sharon, «L’avocat et sa cause en milieu colonial. La défense politique dans le procès de l’Organisation spéciale du Mouvement pour le triomphe des libertés en Algérie (1950-1952)», στο Politix, τόμ. 16, τχ. 62, 2003, σ. 65-91.^
[7] Elbaz Sharon, ό.π., σ. 79.^
[8] J. Vergès, J. Lapeyrie, S. Douailler και P. Vermeren, «La stratégie judiciaire hier et aujourd’hui», στο Les Révoltes logiques, τχ. 13, χειμώνας 1981, σ. 64-81.^
[9] Αναφορικά με τις υπερασπιστικές πρακτικές που εφάρμοσε η δεύτερη συλλογικότητα συνηγόρων του ΜΕΑ, βλ. το βιβλίο των Hervé Hamon και Patrick Rotman Les porteurs de valise, Seuil 1982.^
[10] «La stratégie judiciaire hier et aujourd’hui», ό.π..^
[11] Βλ. Μισέλ Φουκώ, «Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου», στο ανά χείρας τεύχος. Αυτό το άγνωστο κείμενο του Φουκώ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα γαλλικά μαζί με το παρόν άρθρο, στο περιοδικό Courant Alternatif, τον Μάιο του 2012. Γράφτηκε από τον Φουκώ για τη συνάντηση της Σεντ Μπομ, το 1980, όπου κυκλοφόρησε συνυπογραμμένο από τους Ζαν Λαπερί, Ντομινίκ Νοκοντί και τους δικηγόρους του Δικτύου Ελεύθερης Υπεράσπισης Ανρί Ζυραμί, Κριστιάν Ρεβόν και Ζακ Βερζές..^
Εδώ και σαράντα χρόνια, ο αριθμός των κρατουμένων δεν παύει να αυξάνεται, δικαιολογώντας, χωρίς καμιά πραγματική συζήτηση, την ανέγερση νέων φυλακών, στο όνομα του «εξανθρωπισμού» των συνθηκών κράτησης. Την 1η Απριλίου 2012, ο πληθυσμός των φυλακών ανερχόταν σε 67.161 κρατουμένους. Τον Φεβρουάριο, το κοινοβούλιο ψήφισε την κατασκευή 24 .000 νέων θέσεων. Την ίδια εποχή περίπου, ο Jean Marie Delarue, γενικός ελεγκτής των καταστημάτων κράτησης, παρουσιάζοντας την ετήσια έκθεσή του, δήλωνε σε μια συνέντευξη στο France Inter ότι, αν η Δικαιοσύνη τιμωρούσε όπως πριν από 30 χρόνια, θα υπήρχαν σήμερα 30.000 κρατούμενοι. Σημείωσε επίσης ότι ο αριθμός των κρατουμένων διπλασιάστηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια, πράγμα που δεν συνέβη και με τον συνολικό γαλλικό πληθυσμό. Οι ποινές που επιβάλλονται είναι βαρύτερες. Οι όροι μη προφυλάκισης μειώνονται. Περισσότεροι άνθρωποι στέλνονται στη φυλακή. Μπορούμε έτσι να συναγάγουμε ότι η καταστολή επιτάθηκε, πολλώ δε μάλλον αφού ο αριθμός των κρατουμένων δεν είναι παρά η κορυφή του δικαστικού παγόβουνου.
Το παραπάνω νούμερο δεν συμπεριλαμβάνει τον αριθμό των διώξεων, των μέτρων δικαστικού ελέγχου, των προστίμων, των ποινών με αναστολή, των καταδικών σε κοινωφελή εργασία, κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της «μηδενικής ανοχής» –που θα ήταν σωστότερο να την ονομάσουμε «μέγιστη αδιαλλαξία»– απέναντι στους φτωχούς, τους ξένους, τους «παραβατικούς», ανθρώπους από πολύ διαφορετικούς χώρους που δεν αποδέχονται την κατεστημένη τάξη, όλους εκείνους που δεν συμμορφώνονται σε ένα μοντέλο και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του κοινωνικού πολέμου που δεν λέγεται με το όνομά του.[1] Η κατάσταση αυτή δεν έχει τίποτα το μοιραίο. Είναι προϊόν μιας πολιτικής που υλοποιείται από πολιτικούς, αστυνομικούς, δικαστές, ειδικούς κάθε λογής και λοιπούς εγκληματολόγους που αναμεταδίδονται από δημοσιογράφους. Είναι μια διαδικασία, αλλά μια διαδικασία δεν είναι αναπόφευκτη. Μπορεί να αναχαιτιστεί, να εκτραπεί. Αυτό ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1970, με τους αγωνιστές της Επιτροπής Δράσης των Φυλακισμένων [Comité d’Action des Prisonniers, CAP· στο εξής: ΕΔΦ] που μετασχημάτισαν σε χώρο αγώνα αρκετές δικαστικές υποθέσεις.[2] Η ΕΔΦ έβγαλε τη στρατηγική της δίκης από την αρένα των πολιτικών δικών και την εγκατέστησε στο κοινωνικό πεδίο και τις προεκτάσεις του στη δικαιοσύνη του «κοινού ποινικού δικαίου», τη δικαιοσύνη της καθημερινότητας.
Η στρατηγική της δίκης [3] είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του δικηγόρου Ζακ Βερζές [Jacques Vergès], που δημοσιεύτηκε το 1968 και γράφτηκε με αφετηρία την εμπειρία του Βερζές από την υπεράσπιση του αλγερινού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης [ΜΕΑ], αλλά και την εμπειρία του κομμουνιστή δικηγόρου Μαρσέλ Βιλάρ [Marcel Willard], που είχε διοριστεί από τον Δημητρώφ για τη δίκη της πυρπόλησης του Ράιχσταγκ, το 1933 στη Λειψία. Ο Βιλάρ ήταν ένας από τους πυλώνες της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας, που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1922, με αποστολή να υποστηρίζει τους φυλακισμένους κομμουνιστές και τις οικογένειές τους ανά την υφήλιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η Κόκκινη Βοήθεια δημιούργησε τη Διεθνή Νομική Ένωση. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να συλλαμβάνεται η υπεράσπιση με πολιτικούς όρους στο πλαίσιο μιας δίκης. Η ένωση αυτή διαλύθηκε το 1939, με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας [ΚΚΓ]. Μετά την Απελευθέρωση, η δικαστική μάχη ξανάρχισε με τις διαδοχικές δίκες των αγωνιστών των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων (Μαδαγασκάρη, Ακτή Ελεφαντοστού, Αλγερία), με τις ρήξεις και τις συνέχειές τους. Έπειτα, τη δεκαετία του 1970, στο πολύ τεταμένο πλαίσιο εκείνης της περιόδου, βγήκε από το πολιτικό της γκέτο για να επεκταθεί στο σύνολο του κοινωνικού πεδίου και των αντιφάσεών του, με αφετηρία ένα κίνημα, την ΕΔΦ, που είχε διακηρύξει άμα τη εμφανίσει του ότι όλοι οι κρατούμενοι είναι πολιτικοί. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε αφενός σε αυτή την ιστορική διαδικασία που όρισε κατά κάποιον τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στον δικαστικό θεσμό, τον κατηγορούμενο και τον δικηγόρο, ιδίως στο πλαίσιο των αντιαποικιοκρατικών αγώνων, και αφετέρου στα εργαλεία, τις μεθόδους που επιτρέπουν να ορίσουμε καλύτερα την ελεύθερη υπεράσπιση, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και που έθεσαν από τη δική τους σκοπιά το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στις υπερασπιστικές πρακτικές και τους κοινωνικούς αγώνες.
Η εργαλειοποίηση της δίκης για προπαγανδιστικούς σκοπούς
Το 1922, ιδρύεται στη Μόσχα η Διεθνής Κόκκινη Βοήθεια, με αποστολή την παροχή βοήθειας και αρωγής στους φυλακισμένους κομμουνιστές αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη νομική υποστήριξη, αναλαμβάνοντας συγχρόνως μια δουλειά προπαγάνδας με αφετηρία αυτή τη δικαστική πραγματικότητα. Ο Γάλλος κομμουνιστής δικηγόρος Μαρσέλ Βιλάρ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Μερικά χρόνια αργότερα, η Κόκκινη Βοήθεια δημιουργεί τη Διεθνή Νομική Ένωση [ΔΝΕ] προκειμένου να απευθυνθεί άμεσα στους επαγγελματίες του δικαίου (δικηγόρους, καθηγητές κ.ά.). Ο στόχος είναι να στρατολογηθεί το δίκαιο στην πολιτική μάχη.[4] Ο νεολογισμός «αθωωτισμός» δεν υπήρχε ακόμα, αλλά θα μπορούσε να είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του στις αντιπαραθέσεις για ζητήματα υπεράσπισης των φυλακισμένων αγωνιστών. Έτσι, η ΔΝΕ παραπέμπει στην «Επιστολή για την υπεράσπιση» του Λένιν,[5] που γράφτηκε το 1905 και απευθυνόταν σε φυλακισμένους στη Μόσχα, μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας. Σε αυτήν, ο Λένιν αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην άρνηση κάθε νομιμότητας του δικαστικού θεσμού και την εκμετάλλευση όλων των μέσων έκφρασης που προσφέρει η διασφάλιση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Ο Λένιν επιμένει στην αναγκαιότητα να εργαλειοποιούνται τα δικαστήρια για τους σκοπούς της πολιτικής προπαγάνδας. Σε αυτή τη βάση, η ΔΝΕ θα προσπαθήσει να κάνει το δίκαιο ένα εργαλείο πολιτικής πάλης, ξεκινώντας από μια μάχη για τα δικαιώματα της υπεράσπισης και χρησιμοποιώντας σε πολύ διαφορετικά πλαίσια τα μέσα που παρείχαν οι αστικές δημοκρατίες ή αυταρχικά καθεστώτα. Τη δεκαετία του 1930, τα μέλη της ΔΝΕ έρχονται αντιμέτωπα με το αποικιοκρατικό ζήτημα, στο πλαίσιο της υπεράσπισης Ινδοκινέζων αγωνιστών. Αποκηρύσσουν, λοιπόν, και την ταξική και τη φυλετική δικαιοσύνη.
Από αυτή την εμπειρία της ΔΝΕ, ο Βιλάρ θα γράψει ένα βιβλίο, το Η υπεράσπιση κατηγορεί, που εκδόθηκε το 1938 και από το οποίο θα εμπνευστεί εν μέρει ο Βερζές για να γράψει τη Στρατηγική της δίκης το 1968. Ο τίτλος του βιβλίου του Βιλάρ αναγγέλλει μια ανατροπή. Δεν είναι πλέον ο εισαγγελέας που κατηγορεί, αλλά η υπεράσπιση. Πρόκειται για σημαντική αντιστροφή στον τρόπο κατανόησης της υπεράσπισης. Ο Βιλάρ ορίζει τον ρόλο του δικηγόρου ως ρόλο ενός αγωνιστή που οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία των συντρόφων του ενώ συγχρόνως θέτει στη δική τους υπηρεσία τα εφόδια της νομικής του εμπειρίας. Όμως αυτός ο τύπος υπεράσπισης παραμένει περιχαρακωμένος στο πλαίσιο δικών με κατηγορούμενους πολιτικούς αγωνιστές. Περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος γινόταν κατήγορος είχαν ήδη υπάρξει, όπως στη δίκη του ιλεγκαλιστή αναρχικού Ζακόμπ στην Αμιένη το 1905. Με την κίνηση, ωστόσο, της ΔΝΕ, η υπεράσπιση συλλαμβάνεται και αναλύεται θεωρητικά σε ένα πλαίσιο πολύ πιο συλλογικό, με διαφορετικές πρακτικές, με γραπτά που μπορούν να κυκλοφορήσουν και να αγγίξουν κι άλλους κύκλους. Σε όλη αυτή την περίοδο, ο Μαρσέλ Βιλάρ θα εκπαιδεύσει δικηγόρους τους οποίους θα ξανασυναντήσουμε σε όλες τις δικαστικές μάχες που συνδέονται με το αποικιοκρατικό ζήτημα –ιδίως τη δίκη των βουλευτών της Μαδαγασκάρης, τον Οκτώβριο του 1948, τη δίκη των ηγετών της Αφρικανικής Δημοκρατικής Συνέλευσης (Ακτή Ελεφαντοστού) και τις δίκες των αγωνιστών για την ανεξαρτησία της Αλγερίας– από τη δεκαετία του 1950 και μετά.
Οι δικηγόροι οργανώνονται σε συλλογικότητα
Στην Αλγερία, πριν από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, η γαλλική κυβέρνηση πριμοδότησε τη δικαστική οδό. Από το 1950 και μετά, η αστυνομία αποδιαρθρώνει την Ειδική Οργάνωση [ΕΟ] του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών [ΚΘΔΕ] με τη σύλληψη 363 αγωνιστών, από τους οποίους οι 252 παραπέμπονται σε ποινικά δικαστήρια με τις κατηγορίες της εγκληματικής οργάνωσης, της κατοχής όπλων και της προσβολής της ασφάλειας του κράτους. Στη Γαλλία, το πλαίσιο δεν είναι διόλου ευνοϊκό. Τα τοπικά πολιτικά κόμματα απέχουν από την υπόθεση. Οι κατηγορούμενοι αγωνιστές εγκληματοποιούνται σε δίκες κοινού ποινικού δικαίου οι οποίες διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών.[6] Έτσι οι δικηγόροι θα παίξουν κεντρικό ρόλο, καθώς θα γίνουν ο σύνδεσμος ανάμεσα στους φυλακισμένους κατηγορούμενους, το κίνημα στο οποίο ανήκουν αυτοί και το οποίο ορίζει τους πολιτικούς στόχους της υπεράσπισης, και την ευρύτερη ενημέρωση, ιδίως στη μητροπολιτική χώρα. Επιπλέον, πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση, όπου δικάζονται άνθρωποι από τους θεσμούς ενός κράτος το οποίο δεν αναγνωρίζουν.
Απέναντι σε αυτό το πλαίσιο, το ΚΘΔΕ επιλέγει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Οι δικηγόροι οργανώνονται σε συλλογικότητα προκειμένου να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τις υποθέσεις στη Γαλλία και στην Αλγερία, και να μπορούν να ανταποκρίνονται συνεχώς στη νέα κατάσταση. Η σχέση δικηγόρου/πελάτη αναδιαμορφώνεται με την εφαρμογή ενός συστήματος συλλογικής υπεράσπισης. Και παρόλο που οι κατηγορούμενοι δεν αναγνωρίζουν τους γαλλικούς θεσμούς, οι δικηγόροι τους παρεμβαίνουν επίσης με ενστάσεις επί της διαδικασίας, υποστηρίζοντας την ακυρότητα των αγορεύσεων, καταγγέλλοντας τις αστυνομικές μεθόδους (χρήση βασανιστηρίων), την παραβίαση των δημόσιων ελευθεριών και τη μη νομιμότητα της αποικιοκρατίας: «Ο δικηγόρος που εμπλέκεται στις δίκες της ΕΟ συμβάλλει στην τελική διατύπωση, με νομικούς όρους, μιας πολιτικής επιχειρηματολογίας που έχει καταρτιστεί εκτός δικαστηρίου από το ΚΘΔΕ. Ταυτόχρονα, όμως, οι δικηγόροι προσπαθούν να δώσουν στις οργανωτικές στρατηγικές ένα νομικό έρεισμα, αποσυνθέτοντας τους μηχανισμούς του Άρθρου 80 (που δημιουργούσε τις έκτακτες νομικές προϋποθέσεις γι’ αυτές τις δίκες). Η επιχειρηματολογία τους επικεντρώνεται στη νομική σημασία του
όρου “αρχή τέλεσης” [entreprendre], που κατά την άποψή τους διαφέρει από την “απόπειρα” [tenter], καθότι δηλώνει την αρχή μιας δράσης η οποία μένει ν’ αποδειχθεί στην περίπτωση της ΕΟ».[7]
Αυτή η μάχη για το νόημα των λέξεων θα εμφανιστεί ξανά στις πρακτικές της ελεύθερης υπεράσπισης. Από τον νομικό λόγο, λοιπόν, η υπεράσπιση μπορεί να ξαναγυρίσει στον πολιτικό λόγο, δείχνοντας τις αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτές τις διώξεις που γεννήθηκαν από τους θεσμούς της Τρίτης Δημοκρατίας, η οποία διακήρυσσε ανοιχτά τον ιμπεριαλισμό της, και την Τέταρτη Δημοκρατία, η οποία αναγγέλλει στο Προοίμιο του Συντάγματός της ότι «η Γαλλία προτίθεται να οδηγήσει τους λαούς που έχει υπ’ ευθύνη της στην ελευθερία της αυτοκυβέρνησής τους και της δημοκρατικής διαχείρισης των υποθέσεών τους» (Άρθρο 18 του Προοιμίου του Συντάγματος της 27ης Οκτωβρίου 1946). Σε αυτό το πλαίσιο, η υπεράσπιση επιστρέφει σε μια περίπλοκη δίκη στην οποία παρεμβαίνουν, σε διαφορετικά επίπεδα, οι στρατευμένοι δικηγόροι και οι πολιτικοί ιθύνοντες. Εστιάζει σε δύο όψεις: στη δημοσιότητα των συνεδριάσεων, έναντι του κανόνα του «κεκλεισμένων των θυρών», και στην καταγγελία της γενικευμένης πρακτικής των βασανιστηρίων, έναντι της προβολής των ομολογιών των κατηγορουμένων. Η θέση αυτή της συλλογικότητας είναι γεμάτη αντιφάσεις. Αποτελείται εν μέρει από κομμουνιστές δικηγόρους. Η θέση όμως του ΚΚΓ είναι κάτι παραπάνω από διφορούμενη στο ζήτημα της αλγερινής ανεξαρτησίας. Ομοίως, οι δικηγόροι αυτοί συγχρωτίζονται και με άλλους συνηγόρους, δικηγόρους άλλων πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και παραδοσιακούς δικηγόρους με έδρα το Αλγέρι.
Ρήξη ή συναίνεση;
Οι αντιφάσεις θα οξυνθούν στους κόλπους της συλλογικότητας με τις δίκες του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης, που συνδέονταν άμεσα με την κατάσταση πολέμου μετά το 1954, και ιδίως με την έλευση του Ζακ Βερζές. Το 1956 το γαλλικό κοινοβούλιο ψηφίζει την εκχώρηση απόλυτων εξουσιών στον στρατό. Οι κομμουνιστές βουλευτές δίνουν κι αυτοί την ψήφο τους. Το 1957 ξεκινά η μάχη του Αλγερίου, που φέρνει αντιμέτωπους τους Αλγερινούς μαχητές για την ανεξαρτησία της χώρας και τη δεύτερη μεραρχία αλεξιπτωτιστών υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μασσού. Δικηγόρος από το 1955 και μέλος του ΚΚΓ, ο Βερζές φτάνει στην Αλγερία το 1957. Διαπιστώνει τότε ότι διαφωνεί αναφορικά με την οργάνωση της υπεράσπισης των αγωνιστών του ΜΕΑ. Η πρώτη συλλογικότητα υπεράσπισης του ΜΕΑ είχε διαλυθεί με τη σύλληψη όλων των Αλγερινών δικηγόρων κατά τη μάχη του Αλγερίου. Ο Βερζές ξαναθέτει τις βάσεις τις υπεράσπισης και το 1958 το ΜΕΑ συντάσσεται μαζί του. Στο μεταξύ, ο Βερζές είχε εγκαταλείψει το ΚΚΓ (μη ανανεώνοντας την κάρτα μέλους του). Γεννιέται έτσι η δεύτερη συλλογικότητα.[8]
Το βιβλίο του Μαρσέλ Βιλάρ είναι ο οδηγός του. Διαβάζοντάς το, ο Βερζές αντιλαμβάνεται ότι το σύστημα της υπεράσπισης εξαρτάται προπάντων από το πλαίσιο: «Όσο το σκεφτόμουν», λέει, «διαπίστωνα ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο πολιτικός χαρακτήρας του αδικήματος που καθορίζει το ύφος της υπεράσπισης». Το κριτήριο διάκρισης είναι η στάση απέναντι στο δικαστήριο. Αυτή μπορεί να είναι στάση ρήξης ή στάση συναίνεσης. Υπάρχει συναίνεση ανάμεσα στον κατηγορούμενο, τον δικηγόρο του, τον εισαγγελέα, τον πρόεδρο, τον γραμματέα, όταν η υπεράσπιση
προσπαθεί να δείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει ελαφρυντικά και ότι δεν είναι τόσο κακός όσο φαίνεται. Υπάρχει ρήξη όταν ο κατηγορούμενος εκφράζει έναν αντίλογο που δεν μπορεί να αφορά τη δικαιοσύνη. Η λογική της καταστολής θέλει το έγκλημα, δηλαδή το νομικό αδίκημα, να παραμένει απομονωμένο από το πλαίσιό του. Για να κρίνει ένα αδίκημα, πρέπει να το απομονώσει. Η υπεράσπιση ρήξης, κατά τον Βερζές, είναι ένας τρόπος απεγκλωβισμού της δίκης, ανοίγματός της στη ζωή. Η υπεράσπιση ρήξης σημαίνει να αφαιρείς από τη δικαιοσύνη τη μυσταγωγία της, να αποκαλύπτεις τον χαρακτήρα της ως νομικής βίας και να κάνεις να αντιπαρατίθενται σε μια δίκη δύο βίες, αυτή του νόμου και αυτή του ατόμου. Προϋποθέτει επίσης τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου και απαιτεί ένα μίνιμουμ οργάνωσης. Έτσι προκύπτει η έννοια εκείνη της οποίας η εφαρμογή θα ενισχυθεί: η έννοια της ομάδας υπεράσπισης. Ο ρόλος του δικηγόρου περνάει λίγο περισσότερο σε δεύτερο πλάνο.[9]
Το 1962, η Αλγερία ανεξαρτητοποιείται. Οι φυλακισμένοι αγωνιστές απελευθερώνονται. Ο Βερζές γράφεται στον δικηγορικό σύλλογο του Αλγερίου και εγκαθίσταται στη χώρα. Διευθύνει την επιθεώρηση Αφρικανική επανάσταση. Υπερασπίζεται επίσης Παλαιστίνιους αγωνιστές. Θα εγκαταλείψει αρκετά σύντομα την Αλγερία, επιστρέφει μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν, ταξιδεύει πολύ. Τον Μάρτιο του 1970 εξαφανίζεται· εμφανίζεται ξανά στο Παρίσι μόλις τον Δεκέμβριο του 1978 και έρχεται αμέσως σε επαφή με την ΕΔΦ μέσω του συγγραφέα Ζωρζ Αρνώ. Το 1968, είχε δημοσιεύσει τη Στρατηγική της δίκης.
Η Επιτροπή Δράσης των Φυλακισμένων θα οικειοποιηθεί το βιβλίο του Βερζές και θα το κάνει πραγματικό εργαλείο πάλης σε ό,τι αφορά τις προβληματικές της. Η ΕΔΦ συστάθηκε στα τέλη του 1972, με πρωτοβουλία πρώην κρατουμένων του σωφρονιστικού καταστήματος του Μελάν που είχαν διεξαγάγει εκεί υποδειγματικούς αγώνες ενάντια στη φυλακή. Στόχος τους ήταν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στη φυλακή, προτάσσοντας αφενός άμεσες διεκδικήσεις, αλλά και δομώντας και πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές, όπως η κατάργηση της φυλακής. Για τον σκοπό αυτό, προτίθενται να δημιουργήσουν μια μεγάλη συσπείρωση κρατουμένων και πρώην κρατουμένων με κοινό άξονα μια ταξική ανάλυση της φυλακής, και αυτή ακριβώς η ανάλυση τους κάνει να διακηρύξουν ότι κάθε κρατούμενος είναι πολιτικός κρατούμενος.
Όμως στο εσωτερικό της ΕΔΦ έχει αναδυθεί μια άλλη ομάδα ανθρώπων που δεν είχαν υποστεί μακροχρόνιες φυλακίσεις, που ήταν ενάντια στη φυλακή και τη δικαιοσύνη, αλλά δεν είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα μαζικό κίνημα, και που εκτιμούσαν ότι έστω και ένας μόνο αγωνιζόμενος κρατούμενος έδινε την ευκαιρία στο σύνολο μιας εξωτερικής ομάδας να αγωνιστεί ενάντια στη φυλακή. Θα τους ονομάσουμε ομάδα των «ακτιβιστών». Η δική τους στρατηγική ήταν αυτή που εφαρμόστηκε στις μεγάλες εκστρατείες της ΕΔΦ: το δικαίωμα ανάγνωσης στη φυλακή, η διάδοση του περιοδικού της Επιτροπής, η εκστρατεία ενάντια στις φυλακές υψίστης ασφαλείας». Για τον Ζαν Λαπερί, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες αυτής της ομάδας, το σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι για να κερδίσεις, δηλαδή να εστιάζεις σε στόχους εφικτούς, απτούς, εγγράφοντάς τους συγχρόνως στην προοπτική του κινήματος. Σε αυτή την οπτική, η στρατηγική γίνεται θεμελιώδης: πρέπει να ορίζεται η κατάσταση, να καθορίζεται ένας πολιτικός στόχος προς επίτευξη και να εφαρμόζεται μια τακτική, ιδίως με τη συγκρότηση ενός μετώπου πάλης με βάση τις αντιφάσεις του συστήματος. Ο Λαπερί ανακαλύπτει τη Στρατηγική της δίκης, το βιβλίο του Βερζές, όντας φυλακισμένος στο Μπλουά, το 1976, μετά την ανάκληση μιας αναστολής. Εκεί, ο δικηγόρος του, Κριστιάν Ρεβόν, του πάει το βιβλίο,
που απηχεί αμέσως όσα ήδη σκεφτόταν διαισθητικά και ο ίδιος.
Ένας συσχετισμός δύναμης που ενυπάρχει σε κάθε δικαστική υπόθεση
Έτσι, η στρατηγική της δίκης περνά στο πεδίο του «κοινού ποινικού δικαίου».
«Η παρουσία μας στο πεδίο του δικαίου», λέει ο Ζαν Λαπερί, «είχε ανέκαθεν ως αρχή ότι η παρανομία είναι η πρόσοψη. Το αξιακό μας σύστημα είναι απλό: αποδεικνύουμε στο πεδίο του δικαίου, όποτε αυτό μας εξυπηρετεί, ότι οι άλλοι είναι εκείνοι που είναι ανίκανοι να σεβαστούν οποιαδήποτε νομιμότητα καi οποιοδήποτε δίκαιο».[10] Το 1975, συγκροτούνται τα πρώτα νομικά εργαστήρια. Αγωνιστές της ΕΔΦ όπως η Ανιές Ουάν και ο Ζαν Λαπερί καταπιάνονται με το εργαστήρι του 19ου διαμερίσματος του Παρισίου, δίπλα στον νομικό Ντομινίκ Νοκοντί και τον δικηγόρο Κριστιάν Ρεβόν. Στο τεύχος 45 του περιοδικού της ΕΔΦ, τον Οκτώβριο του 1977, το συγκεκριμένο νομικό εργαστήρι εξηγεί τη θέση του: το άτομο πρέπει να μάχεται μέσα στον συσχετισμό δύναμης που ενυπάρχει σε κάθε δικαστική υπόθεση την οποία ζει μέρα με τη μέρα. Αυτή είναι η βάση της εμπειρίας του εργαστηρίου του 19ου διαμερίσματος. Τίθενται δύο αρχές: η συλλογική συζήτηση και η αυτοϋπεράσπιση (στη συνέχεια, ο όρος αυτός θα εγκαταλειφθεί προς χάριν της «ελεύθερης υπεράσπισης»). Οι απομονωμένοι, αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν αποδεκτή την αλήθεια τους –την αλήθεια του χρεωμένου, του οιονεί άστεγου, του κλέφτη, του περιθωριακού– είναι αυτοί που απευθύνονται κατά κανόνα στα εργαστήρια. Το αίτημα είναι συνήθως ατομικό. Η συλλογική συζήτηση έχει ως στόχο να σπάσει την απομόνωση και να κάνει να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι το πρόβλημά τους δεν αφορά μόνο τους ίδιους. Καθένας εκφράζει τη δική του άποψη για το τι μπορεί να επιτρέψει στο άτομο να τοποθετήσει το πρόβλημά του στο κοινωνικό, ψυχολογικό και οικογενειακό του πλαίσιο. Η νομική πλευρά παρεμβαίνει μετά, και συζητιέται κι αυτή με το άτομο, προκειμένου να το συμπεριλάβει όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο στόχος αυτής της συζήτησης είναι να πάρει το ίδιο το άτομο στα χέρια του το πρόβλημά του, με τη βοήθεια μιας ομάδας. Με αυτή την ανταλλαγή, το πρόβλημα τοποθετείται μέσα στον συσχετισμό δύναμης που βρίσκεται στη βάση του. Το αληθινό πρόβλημα δεν είναι νομικό. Τοποθετείται στο πλαίσιό του και χρησιμεύει για την ανάλυση του μηχανισμού του συσχετισμού δύναμης που λαμβάνει χώρα, ώστε να διευκρινιστούν τα κίνητρα και ο στόχος προς επίτευξη, αφού ληφθούν υπόψη οι επιθυμίες του ατόμου, και τέλος να προταθούν πιθανές λύσεις.
Η υπεράσπιση ρήξης επιβάλλεται όταν το πρόβλημα είναι ανεπίλυτο με τα παραδοσιακά νομικά μέσα. Τοποθετείται λοιπόν σε ένα δεύτερο επίπεδο. Μπορούμε να μιλήσουμε για στάση ρήξης ενός ατόμου όταν επιδιώκει να ανατρέψει το νόημα των νομοθετικών κειμένων, αλλά και κανόνων, συνηθειών, καλών τρόπων, που συχνά δεν είναι παρά η θεσμική έκφραση ενός προκαθορισμένου συσχετισμού δύναμης. Συνίσταται, έτσι, στη μετατόπιση της συζήτησης από το νομικό πλαίσιο στο κοινωνιολογικό, το ψυχολογικό, το πολιτικό κ.ο.κ. Όπως βλέπουμε, η έννοια της υπεράσπισης ρήξης, που πλάστηκε μέσα στη βία της καταστολής των αντιαποικιοκρατικών αγώνων, καθώς την οικειοποιούνται στρατευμένοι νομικοί μιας λαϊκής συνοικίας του Παρισιού, περνά στο πεδίο της δικαιοσύνης της καθημερινότητας. Έπειτα, η στρατηγική αυτή δεν περιορίζεται πια σε μια συνεδρίαση, αλλά παίρνει υπόψη όλο το εύρος της δικαστικής διαδικασίας, στην οποία η εκδίκαση στο ακροατήριο αποτελεί απλώς την κατάληξη. Εδώ ακριβώς γίνεται κεντρικό το ζήτημα της πρόσβασης στη δικογραφία. «Τι κάνει ο κατήγορος;», ρωτά ο Ντομινίκ Νοκοντί. «Χρησιμοποιεί μεθόδους παλιές όσο και ο άνθρωπος: αφού δεν έχει αποδείξεις, πείθει τον εαυτό του σωρεύοντας επίσημες αναφορές, εκθέσεις επί εκθέσεων αναφορικά με ό,τι προσάπτεται σε κάποιον. Αν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει, η υπόθεση έχει λήξει. Τα στοιχεία του κατηγόρου θα γίνουν αποδείξεις». Είναι θεμελιώδες λοιπόν να υπάρχει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ξέρει κανείς σε τι βασίζεται στ’ αλήθεια η κατηγορία, δηλαδή για ποιο πράγμα ακριβώς κατηγορείται κάποιος.
Η Ανιές Ουάν θα δώσει τον δικό της επιμέρους αγώνα γι’ αυτό το ζήτημα. Το 1976, σύρεται στα δικαστήρια για εξύβριση αστυνομικού. Στην πραγματικότητα, είχε προβάλει αντίσταση σε αστυνομικούς που, δρώντας εντελώς παράνομα, ήθελαν να την εμποδίσουν να πουλάει το περιοδικό της ΕΔΦ έξω από τη φυλακή της Σαντέ στο Παρίσι. Η Ουάν υπερασπίζεται τον εαυτό της χωρίς δικηγόρο. Κάνει σκόνη τις κατηγορίες, που βασίζονται μόνο στις μαρτυρίες των αστυνομικών, και διεκδικεί για την υπεράσπισή της πρόσβαση στη δικογραφία της. Της το αρνούνται. Το εφετείο επικυρώνει την άρνηση αυτή. Προσφεύγει λοιπόν στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, το οποίο εκδίδει, τον Φεβρουάριο του 1978, μια μετριαστική απόφαση που αναγνωρίζει σε κάθε κατηγορούμενο το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας. Οι δικηγόροι, όμως, διατηρούν τη θέση των μεσαζόντων, καθώς η πρόσβαση στη δικογραφία πρέπει να γίνεται μόνο με δική τους μεσολάβηση. Το δικαστήριο αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο δικηγόρος μπορεί να παυτεί εν συνεχεία από τον πελάτη του, αφού ο τελευταίος ενημερωθεί για τη δικογραφία. Το ζήτημα της θέσης του δικηγόρου τίθεται εκ νέου. Η ΕΔΦ διακηρύσσει ότι η υπεράσπιση πρέπει να είναι ελεύθερη για να είναι αποτελεσματική. Το 1977, η ΕΔΦ υπενθυμίζει ότι: «Ο κατηγορούμενος, ο ενοχοποιούμενος, ο εγκαλούμενος είναι πάντα κύριοι της δικογραφίας τους, ο δικηγόρος δεν είναι παρά όργανό τους. Εναπόκειται κατ’ αρχάς στους πελάτες των δικηγόρων να μην αφήνουν επαγγελματίες να τους υπεξαιρούν τις εξουσίες τους». Ομοίως, η Μπαμπέτ Αουερμπάχερ, νομικός, μέλος του κινήματος «οργισμένοι ανάπηροι» (handicapés méchants) και όχι ακόμα δικηγόρος, διακηρύσσει ότι ένας κατηγορούμενος πρέπει να διασφαλίζει ο ίδιος την υπεράσπισή του και να επιλέγει μόνος του ποιος θα τον συνδράμει. Γι’ αυτό όμως πρέπει να απαιτεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, με ισότιμο καταμερισμό του χρόνου ομιλίας και τη δυνατότητα να θέτει ο ίδιος ερωτήσεις στους μάρτυρες.
Η ελεύθερη υπεράσπιση
Το 1980, η ΕΔΦ αυτοδιαλύεται. Ο Ζαν Λαπερί κρατά τον τίτλο και ξεκινά μια δεύτερη σειρά του περιοδικού, που γίνεται η επιθεώρηση της στρατηγικής της δίκης. Στο μεταξύ, η Μπαμπέτ Aουερμπάχερ έχει γίνει δικηγόρος και δουλεύει μαζί με τον Ζακ Βερζές. Ο Ντομινίκ Νοκοντί μπαίνει κι αυτός στην ομάδα, μαζί με τον δικαστή Ετιέν Μπλος, τον μόνο δικαστικό που έγραψε ποτέ στο περιοδικό. Η επιθεώρηση είναι κεντρικό στοιχείο αυτής της κατάδυσης της στρατηγικής της δίκης σε πολύ κοινές υποθέσεις. Τα συγκεκριμένα αυτά παραδείγματα επιτρέπουν να κατανοηθεί η λειτουργία του δικαστικού θεσμού. Συμβάλλουν στο να απομυστικοποιηθεί το δίκαιο και να τοποθετηθεί ξανά στο πλαίσιό του. Δείχνουν επίσης ότι είναι δυνατό να κερδίσει κανείς χρησιμοποιώντας αυτές τις μεθόδους. Ο όρος «ελεύθερη υπεράσπιση» αντικαθιστά την «υπεράσπιση ρήξης», που είχε ήδη καταστεί τετριμμένη. Δύο συναντήσεις –κρηπίδες της ελεύθερης υπεράσπισης– εμβάθυναν αυτή τη νέα έννοια: το 1980 στη Σεντ Μπομ, κοντά στην Εξ-αν-Προβάνς,[11] και το 1983 στο Λιγκούρ, κοντά στη Λιμόζ. Εκεί, οι πρακτικές συζητήθηκαν και αναλύθηκαν παρουσία πλήθους ενδιαφερομένων.
«Η ελεύθερη υπεράσπιση», λέει ο Ζαν Λαπερί, «είναι η αναγκαιότητα που αντιμετωπίζει κάθε διωκόμενος ο οποίος βρίσκεται μόνος του απέναντι στη δικαστική εξουσία σε μια δίκη. Μπροστά σε ένα δικαστήριο, δεν υπάρχει εναλλακτική. Η μόνη επιλογή που έχουν οι διωκόμενοι είναι ή να αποδεχτούν να χάσουν ή να θελήσουν να κερδίσουν. Η δικαστική φιλοσοφία είναι απλοϊκή, η καταπολέμησή της είναι απλή. Αντιθέτως, και από την άλλη μεριά, τα πεδία μάχης όπου διεξάγεται αυτός ο αγώνας είναι πολλαπλά, μεταβαλλόμενα και περίπλοκα».
Η ΕΔΦ δεν υπάρχει πια, ούτε το Νομικό Εργαστήρι του 19ου διαμερίσματος, ούτε το Δίκτυο Ελεύθερης Υπεράσπισης, ούτε η Επιτροπή Δράσης Φυλακή-Δικαιοσύνη· υπάρχει ακόμα όμως αυτή η εργαλειοθήκη που φτιάχτηκε στον αγώνα, σε αντιπαράθεση πολύ σκληρή μερικές φορές με την εξουσία, αλλά και με νίκες. Και η εργαλειοθήκη αυτή δεν ζητάει παρά να ξαναγίνει χρήσιμη, να αναπτυχθεί. Είναι ασφαλώς ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας, τώρα που ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων έρχονται άμεσα ή έμμεσα αντιμέτωποι με την καταστολή.
Πηγή: περ. Courant Alternatif, τχ. 220, Μάιος 2012 . Η ελληνική μετάφραση παραλλάσσει ελαφρά τον τίτλο. – Σ. τ. Μ.
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
* * *
Σημειώσεις[1] Γι’ αυτή την εφαρμογή της πολιτικής της «μηδενικής ανοχής», βλ. το βιβλίο του δικαστή Serge Portelli, Le Sarkozysme sans Sarkozy, Grasset 2008.^
[2] Περισσότερα για την ΕΔΦ στο Christophe Soulié, Liberté sur paroles, contribution à l’histoire du comité d’action des prisonniers, Analis 1995 (διακίνηση: L’Envolée).^
[3] Jacques Vergès, La stratégie judiciaire, Minuit 1968 [ελλ. έκδ.: Η στρατηγική της δίκης, μτφρ. Μ. Κουμπούρα & Γ. Σπανός, Πλέθρον 2003].^
[4]Για τη ΔΝΕ, βλ. Sharon Elbaz και Liora Israël, «L’invention du droit comme arme politique dans le communisme français. L’association juridique internationale (1929-1939)», Vingtième Siècle. Revue d’histoire, 1/2005, No 85, σ. 31-43.^
[5] Βλ. στα αγγλικά: http://www.marxists.org/archive/lenin/ works/1905/jan/19.htm. – Σ.τ.Μ..^
[6] Elbaz Sharon, «L’avocat et sa cause en milieu colonial. La défense politique dans le procès de l’Organisation spéciale du Mouvement pour le triomphe des libertés en Algérie (1950-1952)», στο Politix, τόμ. 16, τχ. 62, 2003, σ. 65-91.^
[7] Elbaz Sharon, ό.π., σ. 79.^
[8] J. Vergès, J. Lapeyrie, S. Douailler και P. Vermeren, «La stratégie judiciaire hier et aujourd’hui», στο Les Révoltes logiques, τχ. 13, χειμώνας 1981, σ. 64-81.^
[9] Αναφορικά με τις υπερασπιστικές πρακτικές που εφάρμοσε η δεύτερη συλλογικότητα συνηγόρων του ΜΕΑ, βλ. το βιβλίο των Hervé Hamon και Patrick Rotman Les porteurs de valise, Seuil 1982.^
[10] «La stratégie judiciaire hier et aujourd’hui», ό.π..^
[11] Βλ. Μισέλ Φουκώ, «Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου», στο ανά χείρας τεύχος. Αυτό το άγνωστο κείμενο του Φουκώ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα γαλλικά μαζί με το παρόν άρθρο, στο περιοδικό Courant Alternatif, τον Μάιο του 2012. Γράφτηκε από τον Φουκώ για τη συνάντηση της Σεντ Μπομ, το 1980, όπου κυκλοφόρησε συνυπογραμμένο από τους Ζαν Λαπερί, Ντομινίκ Νοκοντί και τους δικηγόρους του Δικτύου Ελεύθερης Υπεράσπισης Ανρί Ζυραμί, Κριστιάν Ρεβόν και Ζακ Βερζές..^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου