Τα τελευταία χρόνια, με αφετηρία την Αμερική, έχει θεριέψει η κοινωνική, πολιτική και οικονομική επιταγή για χαρούμενα και χαμογελαστά άτομα. Οι εκφάνσεις αυτής της επιταγής είναι πολλές και ποικίλλουν από τον περί θετικής σκέψης λόγο και την επονομαζόμενη «θετική ψυχολογία» μέχρι την «προπόνηση ζωής και επιχειρήσεων» (life coaching/corporate coaching), και από τη γιόγκα γέλιου μέχρι την άνθηση σαχλοχιουμοριστικών και σατιρικών εκπομπών σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Όλοι αυτοί οι λόγοι και πρακτικές συνιστούν ένα ιδεολογικό πλέγμα το οποίο με τη σειρά του διαμορφώνει μια ψυχική ορθοπεδική που διασταυρώνεται ή, για την ακρίβεια, ανταποκρίνεται στην ανάγκη για λειτουργικούς πολίτες και υπάκουους, παραγωγικούς εργαζομένους. Βασικά χαρακτηριστικά αυτού του πλέγματος, πέρα από την εμμονή της ευτυχίας, είναι ο απόλυτος εξοβελισμός των αποκαλούμενων «αρνητικών» συναισθημάτων, καθώς επίσης και το ατομικιστικό ψ-ιδεολόγημα ότι το άτομο από μόνο του είναι πλέον υπεύθυνο για την προσωπική του χαρά και ευτυχία, ανεξάρτητα από τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει. Η χαρά και το γέλιο, με άλλα λόγια, είναι θέμα θέλησης, άποψης, στάσης, και με τις κατάλληλες τεχνικές και παραινέσεις, με την κατάλληλη ψυχομηχανική μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό για όλους. Η τάση αυτή δεν έχει αφήσει αμόλυντη και τη «ριζοσπαστική» πολιτική θεωρία και πρακτική που άλλοτε με πρόχειρες αναφορές στη θεωρία του Μπαχτίν περί καρναβαλιού, με αστόχαστες υπόρρητες αναφορές στον Σπινόζα, ή απλώς αναπαράγοντας την κυρίαρχη πλέον αντίληψη περί της θεραπευτικής ιδιότητας του γέλιου φαίνεται ανίκανη όχι απλώς να σκιαγραφήσει διαφορετικές θυμικές και συναισθηματικές τοποθετήσεις για τα ριζοσπαστικά κινήματα, αλλά και να αντιληφθεί πως η ίδια λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης ψυχολογικής τάξης πραγμάτων και εγγυάται πως οι ψυχικές ισορροπίες θα παραμένουν ανέπαφες και υπό έλεγχο.
Η δικτατορία της χαράς
Στο πολυδιαβασμένο και στην Ελλάδα βιβλίο των Χαρντ και Νέγκρι Commonwealth (Τhe Belknap Press, 2009) εντοπίζουμε εμφανή τα σημάδια αυτής της ψυχικής ορθοπεδικής που, αν και υποτίθεται πως έχει τη ρίζα της στον Σπινόζα, στην ουσία παραπέμπει και γίνεται αντιληπτή ακριβώς λόγω της συνάρτησής της με την κυρίαρχη επιταγή:
Μπροστά σε αυτήν την υπεροψία της εξουσίας, αντί να θρηνούμε για τη φτωχή μας τύχη και να παραδινόμαστε στη μελαγχολία, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να γελάμε. Το γέλιο, προσοχή, είναι μία πολύ σοβαρή υπόθεση. Δεν είναι παρηγοριά για την αδυναμία μας, αλλά έκφραση χαράς, σημάδι της δύναμής μας. (σ. 382)
Το σημαντικό στο απόσπασμα αυτό είναι πως η δύναμη στην οποία αναφέρονται οι συγγραφείς δεν είναι συλλογική δύναμη αλλά προσωπική, ατομική δύναμη, που εμπίπτει σε έναν αμερικάνικου τύπου εσωτερισμό και στην επίσης κυρίαρχη ατομικιστική, θετική και μη, ψυχολογία, τη γενεαλογία της οποίας μπορούμε να εντοπίσουμε στο κίνημα της νέας σκέψης στον αμερικανικό προτεσταντισμό του τέλους του 19ου αιώνα, στο κίνημα της διανοητικής υγιεινής στις αρχές του 20ού, καθώς και στα πειράματα που πραγματοποίησε ο ψυχολόγος Elton Mayo στα μέσα της δεκαετίας του ’20 στις μονάδες παραγωγής της Howthorne και τα οποία έθεσαν τα θεμέλια για μία αντίληψη της ατομικής δύναμης άρρηκτα συνδεδεμένης με την ικανότητα του έλεγχου των συναισθημάτων και άμεσα σχετιζόμενης με την προσωπική επιτυχία μέσα στον χώρο εργασίας. Η ατομικιστική διάσταση της δύναμης αυτής επιβεβαιώνεται όταν οι Νέγκρι και Χαρντ παραθέτουν τη φράση –που αποδίδεται στον Φουκώ– ότι «δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς μελαγχολικός για να είναι ακτιβιστής». Δεν είναι απλώς η εμμονή στην ατομικήχαρά με τον ταυτόχρονο εξοβελισμό της μελαγχολίας που προδίδουν την αναπαραγωγή από τους Νέγκρι και Χαρντ της κυρίαρχης ψυχολογίας. Η αντιδιαστολή χαράς-μελαγχολίας/θρήνου –λες και, αν δεν είναι κάποιος χαρούμενος, είναι απαραίτητα μελαγχολικός και θρηνεί– προδίδει ταυτόχρονα την υιοθέτηση της κυρίαρχης θυμικής διαρρύθμισης και την αδιαφορία για μία επαναστατική θεωρία για το θυμικό και το συναίσθημα, για μία ριζοσπαστική ψυχολογία. Οι «επαναστάτες» συγγραφείς αρκούνται στο να αναπαράγουν την ψυχολογία της μπουρζουαζίας και να στηρίζουν τη χαρούμενη κοσμολογία που ο Χάξλεϊ είχε προβλέψει ήδη στον Θαυμαστό νέο κόσμο. Έτσι συνεχίζουν:
Στην παρατεταμένη μάχη ενάντια στους θεσμούς που διαφθείρουν το κοινό, όπως η οικογένεια, η επιχείρηση και το έθνος, θα χύσουμε αμέτρητα δάκρυα αλλά θα συνεχίσουμε να γελάμε. Και στους αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, την αρχή της ιδιοκτησίας και τους καταστροφείς του κοινού μέσω του δημόσιου και ιδιωτικού ελέγχου, θα υποφέρουμε τρομερά, αλλά θα συνεχίσουμε να γελάμε με χαρά. Θα θαφτούν από το γέλιο. (σ. 383).
Εδώ βρισκόμαστε στο σημείο που η ανοησία δίνει τη θέση της στη γελοιότητα. Ο μπανάλ, χιλιαστικής αισθητικής, οπτιμισμός που χτίζεται πάνω στο παλιό ιταλικό σύνθημα una risata vi seppellira (ένα γέλιο θα τους θάψει) αφήνει τεράστια ερωτήματα για τη σοβαρότητα της ανάλυσης των εν λόγω συγγραφέων που, αντί να επιδίδονται σε μία ουσιαστική διερεύνηση των αναγκαίων σήμερα θυμικών τοποθετήσεων, επιδίδονται σε ποιητικές αναδιατυπώσεις της χαζοχαρούμενης ηγεμονεύουσας ψ-τάξης. Έτσι, αυτό που καταφέρνουν να πετύχουν οι Νέγκρι και Χαρντ είναι να μεταδώσουν στο «πλήθος» τους μια αισιοδοξία και ένα είδος γιόγκα γέλιου ώστε μπροστά στις δυσκολίες, αποτυχίες και απογοητεύσεις που θα προκύπτουν να μπορούν να είναι λειτουργικοί και παραγωγικοί, αντί να δημιουργούν προβλήματα με τη μελαγχολία τους, τη στρυφνάδα τους, τον θυμό τους. Και κατά προέκταση, να μπορούν σαν καλοί εργαζόμενοι να φοράνε ένα μόνιμο χαμόγελο υποταγής στους χώρους εργασίας και μπροστά στα αφεντικά τους και να παραμυθιάζονται με μία χιλιαστικά διακοσμημένη μαθημένη αβοηθησιά πως αυτό το γέλιο μια μέρα θα θάψει το κακό αυτού του κόσμου. Φυσικά, η επιταγή για γέλιο και χαρά διασταυρώνεται με την αποκήρυξη της βίας ως πολιτικού μέσου τόσο στις άλλες δυτικές χώρες όσο και στην Ελλάδα, όπου η αριστερά, κοινοβουλευτική και μη, όπως και χώροι της self-style αναρχίας, παρουσιάζουν μία εμμονική απόρριψη της πολιτικής βίας που συγκαλύπτει την επιθυμία για τη ναρκισσιστική διατήρηση της λιγοστής και κατάκοπης άνεσης και ευτυχίας τους κάτω από τη ρητορική των μη ευνοϊκών συσχετισμών δυνάμεων (πότε τα επαναστατικά κινήματα βρίσκονταν σε ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων με τον εχθρό τους;), της μη καταλληλότητας των αντικειμενικών συνθηκών, καθώς και διάφορα εμπριμέ περί κινδύνου αποπολιτικοποίησης του κόσμου. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως το παλιό ιταλικό σύνθημα που ανέσυραν οι Νέγκρι και Χαρντ έκανε την εμφάνισή του πρόσφατα και σε αρκετούς τοίχους της Αθήνας.
Σε αντίθεση με την ψυχική ορθοπεδική των Χαρντ και Νέγκρι που εγγυάται πως κάτω από την επαναστατική ρητορική τα πράγματα θα παραμένουν τα ίδια, τα ριζοσπαστικά και επαναστατικά κινήματα επένδυαν πάντα στα «αρνητικά» συναισθήματα. Οι επαναστατικές μπριγάδες του Μάο Τσετούνγκ περιλάμβαναν ομάδες που στόχο είχαν να βοηθήσουν τους αγρότες να εκφράσουν την πικρία τους και να διερευνήσουν το τι προκαλούσε αυτή την πικρία. Η μέθοδος του conscientização (συνειδητοποίηση) του Πάουλο Φρέιρε στη Βραζιλία στόχευε στο να αναμοχλεύσει τη δυσαρέσκεια στις τάξεις των καταπιεσμένων. Οι Αμερικανίδες φεμινίστριες τη δεκαετία του ’70 στόχευαν να προκαλέσουν τον θυμό των γυναικών ενάντια στην πατριαρχία. Και τη δεκαετία του ’90, οι Ζαπατίστας μιλούσαν για την «τρυφερή οργή» (μία ενδιαφέρουσα συναισθηματική τοποθέτηση που έδειχνε την ανάγκη για ρήξη με την κυρίαρχη θυμική οικονομία). Και ξαφνικά (όχι και τόσο ξαφνικά) τα τελευταία χρόνια τα «αρνητικά» συναισθήματα έγιναν απαγορευτικά και καλούμαστε από διάφορους «πεφωτισμένους» θεωρητικούς παππούδες να επιδείξουμε την ίδια ψυχική στάση που απαιτείται και στους χώρους των επιχειρήσεων. Φυσικά, όπως έχει εξηγήσει αναλυτικά η Sara Ahmed (Ahmed, S., The promise of happiness. Duke University Press, 2010), ούτε ο Σπινόζα ούτε κανένας δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκή επαναστατική βάση για αυτή την επιχειρούμενη θυμική συμμόρφωση. Το κράτος και η εξουσία χρειάζονται και απαιτούν χαρούμενους πολίτες… έστω κι αν πρόκειται για μερικές μόνο ανακουφιστικές στιγμές χαράς και γέλιου μπροστά στο «Αλ τσαντίρι» και το «Ράδιο αρβύλα». Στόχος μας λοιπόν πρέπει να είναι η διακοπή αυτής της τυραννικής επιστροφής στην κανονικότητα που επιφέρει η κυρίαρχη ψυχολογία, η διατάραξη της θυμικής ισορροπίας και των συναισθηματικών δικλείδων ασφαλείας που κρατούν τον κόσμο στη θέση του.
Μασκαράδες επαναστάτες
Μία άλλη διάσταση που εντάσσεται στο πλαίσιο αυτής της ψυχικής ορθοπεδικής και επίσης συνδέεται με την απόρριψη της βίας από τους διάφορους «επαναστάτες» της «ζώνης της άνεσης» είναι η έμφαση στη σάτιρα, [1] στο χιούμορ, στο carnivalesque, στο κωμικό εν γένει ως επαναστατική τακτική. Ο John Holloway είναι ένας από τους πολλούς θεωρητικούς που έχουν με περίσσια ευκολία υιοθετήσει το καρναβαλικό πνεύμα (στην πιο αποστειρωμένη και μη βίαιη εκδοχή του!). [2] Για τον εν λόγω θεωρητικό το καρναβάλι, το γέλιο που προκαλείται από τις θεατρικές και σατιρικές περφόρμανς στο πλαίσιο του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης διακόπτει τη σοβαρότητα της επιχείρησης της κυριαρχίας και της υποταγής. Επιπλέον, υποστηρίζει ο Holloway, ομάδες όπως ο «Παράνομος Επαναστατικός Αντάρτικος Στρατός των Κλόουν» (Clandestine Insurgent, Rebel Clown Army) αποτελούν εκφράσεις του γέλιου ως «επαναστατικής αρχής». Το χαρακτηριστικό αυτού του είδους της προσέγγισης είναι η προχειρότητα της ανάλυσης και η ένδεια της θεωρητικοποίησης, οι οποίες σε αφήνουν να απορείς για το πώς πιστεύουν αυτοί οι «ριζοσπάστες» πως θα αλλάξει ο κόσμος. Χαρακτηριστική σε αυτό τον χώρο είναι και η θέση του γνωστού αναρχικού David Graeber, ο οποίος, αναφερόμενος αρχικά στους Tute Bianche της ιταλικής Ya Basta και ακριβώς στο ίδιο καρναβαλικό, φεστιβαλικό πνεύμα, με επιδεικτική ελαφρότητα και μηδενικά επιχειρήματα αναφέρει:
Καθώς αυτός ο στρατός παρωδία περνάει μέσα από τα μπλόκα της αστυνομίας, προστατεύοντας ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον από τραυματισμό και σύλληψη, η γελοία αμφίεση φαίνεται να μειώνει τα ανθρώπινα πλάσματα σε χαρακτήρες καρτούν – παραμορφωμένους, άχαρους, ανόητους, κατά βάση ανίκητους. Αυτό το αποτέλεσμα απλώς μεγεθύνεται όταν παρατεταγμένες μεταμφιεσμένες φιγούρες επιτίθονταν στην αστυνομία με μπαλόνια και νεροπίστολα ή, όπως το «ροζ μπλοκ» στην Πράγα και αλλού, μεταμφιέζονται σε νεράιδες και τους γαργαλούν με φτερά και ξεσκονιστήρια (Graeber, D., «The New Anarchists». New Left Review, 2002, 13, σ. 66-67).
Μάλιστα. Μετά από μία τέτοιου είδους εις βάθος ανάλυση μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι ότι η ανατροπή του καπιταλισμού και ο κομμουνισμός είναι απλά θέμα χρόνου και λίγης μεταμφίεσης ακόμη. Ας σοβαρευτούμε όμως (ή μήπως δεν πρέπει, μιας και η σοβαρότητα ταυτίζεται με την άσκηση εξουσίας;). Η καρναβαλική προσέγγιση διασταυρώνεται επίσης με την απόρριψη της βίας ως
πολιτικού μέσου. Είναι συχνό επιχείρημα της καρναβαλίζουσας αναρχίας και αριστεράς πως η βία είναι χαρακτηριστικό της εξουσίας και πως τα επαναστατικά κινήματα πρέπει να αποφύγουν την βία και να οπλιστούν με το κωμικό εν γένει, με το γέλιο (χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της γραμμής είναι ο Simon Critchley). Αυτό που οι θεωρητικοί αυτού του είδους φαίνεται να παραβλέπουν όμως, είναι πως η εξουσία, σε όλα της τα επίπεδα, από το διαπροσωπικό μέχρι το μακροπολιτικό, ασκείται πολύ συχνά με το χιούμορ, τη σάτιρα και το γέλιο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως, σε μία παρέα, ένα αστείο, ένα κορόιδεμα μπορεί να θάψει στα χάχανα και το πιο σοβαρό επιχείρημα ή ότι τα ρατσιστικά και τα σεξιστικά ανέκδοτα επιβάλλουν διά του γέλιου μια κανονιστική λογική. Ας σκεφτούμε επίσης φιγούρες όπως ο Μπερλουσκόνι, ο Τσάβες και ο Αχμαντινετζάντ, οι οποίοι αποτελούν ζωντανά παραδείγματα του γέλιου και του χιούμορ ως μέσου άσκησης της εξουσίας και καταδεικνύουν πόσο εύκολο είναι τελικά να μας θάψει το γέλιο της εξουσίας. Επιπλέον, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ο «Παράνομος Επαναστατικός Αντάρτικος Στρατός των Κλόουν», που ο Holloway και πολλοί άλλοι εκθειάζουν, καθώς και άλλες παρόμοιες ομάδες, έχουν λάβει αδρή επιχορήγηση από το British Arts Council (έναν κρατικό θεσμό!) για να χρηματοδοτήσουν την «αντικαπιταλιστική» τους δράση σε διάφορες διαδηλώσεις (Corporate Watch: http://goo.gl/Hc2Or). Χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο για αυτήν την κρατικά χρηματοδοτούμενη επανάσταση που μας προτείνεται; [3]
Απόνερα όλης αυτής της ατμόσφαιρας, όλης αυτής της λαγνείας του καρναβαλιού, του γέλιου και της χαράς, τα συναντάμε λιμνασμένα και στην Ελλάδα της κρίσης – όχι μόνο στο «λυτρωτικό» γέλιο που προκαλούν για πολλούς αριστερίζοντες τα από την εξουσία χρηματοδοτούμενα «Τσαντίρια», αλλά και σε εναλλακτικές και μη θεατρικές παραστάσεις που θάβουν στο εύκολο χιούμορ και στα χάχανα την ευκαιρία για την ανατροπή του ψυχοκοινωνικού, στις ντουντούκες που ουρλιάζουν ποδοσφαιρικής αισθητικής χιουμοριστικά συνθήματα στις πορείες, σε ένα ευρύτερο πνεύμα διασκέδασης και έλλειψης σοβαρότητας που συναντάει κανείς στην ατμόσφαιρα των διάφορων αντιρατσιστικών φεστιβάλ και συναυλιών όπου η ξενοιασιά, οι μπίρες, οι μπάφοι και το φλερτ, καθώς και οι συχνά βαρετές και άνευρες ομιλίες (ενίοτε από σταρ θεωρητικούς προσκαλεσμένους με γνώμονα το σωστό μάρκετινγκ) επισκιάζουν οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική δουλειά (είπαμε, η σοβαρότητα ταυτίζεται με την άσκηση εξουσίας, η πειθαρχία με τον στρατό κ.λπ.). Είναι τα ίδια νερά που συναντάμε στα gay parades, τα οποία, επίσης στο ίδιο καρναβαλικό πνεύμα, πέρα από το να προκαλούν την εγχώρια ετεροσεξουαλική πολιτοφυλακή, είναι αμφίβολης πολιτικής σημασίας. Τους αστούς, όπως υποστηρίζει και ο Χομπσμπάουμ (Ξεχωριστοί Άνθρωποι: Αντίσταση, Εξέγερση και Τζαζ, Θεμέλιο 2001), είναι πολύ εύκολο να τους σοκάρεις, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να τους ανατρέψεις πολιτικά.
Οι κοινωνίες στις οποίες οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι κρατούνταν αυστηρά στην ταπεινή τους θέση ήταν πάντα εξοικειωμένες με θεσμοποιημένα μαζικά ξεσπάσματα όπως τα καρναβάλια (που συχνά βασίζονταν στο σεξ) που μάλιστα συνήθως προηγούνταν της νηστείας της μεγάλης Σαρακοστής. Δηλαδή: γλεντήστε τώρα γιατί έρχεται πείνα.
Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό…Ας δούμε μία άλλη συναφή διάσταση, αυτή της ικανότητας του γέλιου να παραπλανά, να παρουσιάζεται ως ανατρεπτικό ή ως θεραπευτικό, αλλά στην ουσία να συσκοτίζει, θάβει κάτω απότην αστειότητα τη σοβαρή πολιτική ανάλυση. Θα αναφερθώ σε ένα πολιτικό ανέκδοτο το οποίο έχει αναπαραχθεί μαζικά στο Διαδίκτυο και είναι ευρέως γνωστό και στην Ελλάδα. Πρόκειται για ανέκδοτο που αφηγήθηκε ο αρχιμάγιστρος της κεντροαριστεράς Σλαβόι Ζίζεκ κατά τη διάρκεια ομιλίας του με τον πιασάρικο τίτλο «Τι σημαίνει να είναι κανείς επαναστάτης σήμερα», στο πλαίσιο του συνεδρίου «Μαρξισμός» το 2009 στο Λονδίνο. Ας το δούμε συνοπτικά, πριν το εξετάσουμε πιο προσεχτικά:
Στην κατακτημένη από τους Μογγόλους Ρωσία του 15ου αιώνα, ένας αγρότης και η γυναίκα του περπατούν σε ένα χωματένιο επαρχιακό δρόμο. Ένας Μογγόλος πολεμιστής πάνω σε ένα άλογο σταματάει δίπλα τους και λέει στον αγρότη πως θα βιάσει τη γυναίκα του. Και μετά προσθέτει: «αλλά μιας και υπάρχει πολλή σκόνη στο έδαφος, εσύ θα πρέπει να μου κρατάς τα αρχίδια ενώ θα βιάζω τη γυναίκα σου ώστε να μην λερωθούν». Όταν ο Μογγόλος τελειώνει τη δουλειά του και φεύγει καλπάζοντας πάνω στο άλογό του, ο αγρότης αρχίζει να γελάει και να χοροπηδάει με χαρά. Η έκπληκτη γυναίκα του τον ρωτάει: «Μα πώς γίνεται να χοροπηδάς με χαρά; Μόλις με βίασαν βάναυσα». Και ο αγρότης απαντάει: «Του την έφερα, τα αρχίδια του είναι γεμάτα σκόνη». (βλ. YouTube: http://goo.gl/2EmLI)
Μια πρώτη αντίδραση θα ήταν να στρέψουμε το ανέκδοτο αυτό ενάντια στους καρναβαλιστές self-style αναρχικούς και αριστερούς που προαναφέραμε, όλους εκείνους που, ενώ μας «βιάζουν», χοροπηδούν και γελούν γιατί κατάφεραν να ρίξουν λίγη σκόνη στα παπάρια του καπιταλισμού και να κοροϊδέψουν με μαριονέτες και αστειάκια τους μπάτσους και τους κοστουμαρι-σμένους των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Πραγματικά, τέτοια φαίνεται να είναι και η ανάγνωση του ίδιου του Ζίζεκ, που καταχειροκροτείται από το παρευρισκόμενο πλήθος. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι στο ανέκδοτο, σε συνδυασμό με το μετασχόλιο που κάνει ο Ζίζεκ, που μας αναγκάζει να αντισταθούμε σε αυτή την πρώτη συμφωνία και να επιδείξουμε μεγαλύτερη αναλυτική προσοχή. Κοιτώντας καλύτερα, θα ανακαλύψουμε πως ο ίδιος εύκολος και ουσιαστικά αστόχαστος εγκωμιασμός του γέλιου, αυτή τη φορά με αναφορά στη θεραπευτική του δύναμη (αλά θετική ψυχολογία), ελλοχεύει και στα λόγια του Ζίζεκ. Πρόκειται για έναν εγκωμιασμό που λειτουργεί καταπραϋντικά, πειθαρχικά σε σχέση με το κοινό, και που ταυτόχρονα συσκοτίζει και θάβει την πολιτική ανάλυση κάτω από τα χάχανα του πολιτικοποιημένου κοινού, τόσο του φυσικάπαρόντος όσο και του διαδικτυακού.
Εξηγώ αναλυτικά. Αφού έχει τελειώσει το ανέκδοτο και την πρώτη του ανάγνωση, ο Ζίζεκ προφανώς κατανοεί πως ο βιασμός της γυναίκας που λαμβάνει χώρα μέσα στο ανέκδοτο ίσως να μην είναι κάτι τόσο αστείο για κάποιους πιο προσεχτικούς – ίσως για τους περισσότερους σε μία δεύτερη, πιο ψύχραιμη ανάλυση. Προκειμένου να αποφύγει μία τέτοια ενοχλημένη αντίδραση ή ίσως και την αίσθηση ενοχής εκ μέρους του κοινού που γέλασε με ένα όχι και τόσο αστείο ανέκδοτο, ο Ζίζεκ επιδίδεται σε μία πράξη συναισθηματικής πειθάρχησης του κοινού και εξηγεί πως σκέφτηκε αρκετά πριν αφηγηθεί το συγκεκριμένο ανέκδοτο και πως, μιλώντας με γυναίκες στο Σαράγιεβο που είχαν βιαστεί, τού είπαν πως το βρώμικο, σεξουαλικό χιούμορ και το γέλιο ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν για να επιβιώσουν. Και καταλήγει, παροτρύνοντας εμφατικά το κοινό, «ΝΑΙ, αυτό ακριβώς πρέπει να κάνετε (να γελάσετε)». Το κοινό γελάει και χειροκροτεί ξανά με ενθουσιασμό. Εδώ ακριβώς είναι που προκύπτουν τα δύο βασικά προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που πραγματικά θάβεται κάτω από τη θεραπευτική ρητορική του χιούμορ και του γέλιου του κοινού είναι το γεγονός πως το εν λόγω κοινό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις βιασμένες γυναίκες του Σαράγιεβο. Για ποιον λόγο λοιπόν θα πρέπει να γελάσουν; Η πραγματική διάσταση του προβλήματος γίνεται καλύτερα κατανοητή αν θέσουμε το εξής ερώτημα: θα τολμούσε ο Ζίζεκ να πει το ίδιο ανέκδοτο σε ένα κοινό που θα αποτελούνταν από θύματα βιασμού; Μάλλον όχι, το ανέκδοτό του δεν θα προκαλούσε γέλιο. Επιπλέον, και εδώ γίνεται ορατή η δεύτερη διάσταση του προβλήματος, αν υποθέσουμε πως το κοινό του Ζίζεκ «βιάζεται» από το κεφάλαιο, και άρα γελάει προκειμένου να αντιμετωπίσει τη δυσχερή του συνθήκη, δεν κάνει με τον τρόπο αυτό το ίδιο πράγμα που κάνει ο χωρικός του ανεκδότου; Γιατί, δηλαδή, να μη δούμε το χοροπηδητό και τα γέλια του αγρότη ως ένα τρόπο να αντιμετωπίσει με το χιούμορ και το γέλιο τη δεινή κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Με απλά λόγια, ο Ζίζεκ, καταλήγει να προτείνει στο κοινό του την ίδια αντίδραση που ο ίδιος απέρριψε στην ανάγνωση του ανεκδότου του ως πολιτικά ατελέσφορη. Ενώ δηλαδή απορρίπτει την κωμική εν γένει αντίδραση του χωρικού, την επαναφέρει από την πίσω πόρτα με μία αστόχαστη και πρόχειρη επίκληση στη θεραπευτική ιδιότητα του γέλιου σε σχέση με το κοινό. Με απλά λόγια, ό,τι να’ ναι. Και ας θυμόμαστε πως γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
1. Η σάτιρα αποτελεί ένα πολιτισμικό ρεπερτόριο που προηγείται της κυρίαρχης επιταγής για χαρούμενους και χαμογελαστούς πολίτες. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια η σάτιρα και το γέλιο εντάσσονται στο πλέγμα της επιταγής για χαμογελαστούς ανθρώπους και συχνά κυριαρχούνται από τον θεραπευτικό περί γέλιου λόγο με μία ταυτόχρονη απουσία σοβαρής θεωρητικοποίησης.
2. Αναφέρομαι στο Holloway, J., Crack Capitalism, Pluto Press, 2010. Είναι σημαντικό να πούμε στο σημείο αυτό πως η μπαχτινική παράδοση και οι συνεχιστές της έχουν παρουσιάσει μία αποστειρωμένη εκδοχή του καρναβαλιού αποσιωπώντας το γεγονός πως τα καρναβάλια ήταν πάντα στιγμές απόλυτης ανατροπής του ψυχοκοινωνικού, που περιλάμβαναν βαρβαρότητες, όπως βίαιους ξυλοδαρμούς και ακρωτηριασμούς, μαζικούς βιασμούς γυναικών και νεαρών αγοριών, γελοιοποίηση και βιαιοπραγίες ενάντια σε δύσμορφους ανθρώπους κ.λπ.
3. Το κράτος δεν φαίνεται να ενοχλείται ιδιαίτερα απ’ όλα αυτά και μάλιστα τα χρηματοδοτεί. Ίσως γιατί ακριβώς αποτελούν πολιτικά ακίνδυνες τακτικές και βοηθούν ώστε να εκτονώνεται η οργή και να αποφεύγονται πιο βίαιες δράσεις και αντιδράσεις; Ή τελικά κάνει λάθος το κράτος και τρέφει άθελά του ένα φίδι στον κόρφο του; Δύσκολο να απαντηθεί έτσι εύκολα. Το σίγουρο είναι ότι χρειαζόμαστε μία σοβαρότερη ανάλυση από αυτήν των επιγόνων του Μπαχτίν.
Περιοδικό λεύγα τ. 8 (Σεπτ. 2012), σ. 46-52
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου