Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Άγης Πετάλας: Ουτοπία


 Αγαπητέ μου, βρίσκομαι σ’ αυτή τη θαυμαστή εξοχή, εδώ και
έξι μέρες, και δεν κουράζομαι να αποθαυμάζω τις καταπλη-
κτικές αρετές αυτού του πάρκου, με τα σκιερά δάση που δε-
σπόζουν ολόγυρα και τα χαριτωμένα μονοπάτια κατά μήκος
των ρυακιών. Η φύση και η σιωπή της, οι γαλήνιες απολαύσεις
της, η αμέριμνη ζωή στην οποία μας προσκαλεί, όλα τούτα με
γοήτευσαν. Αχ! Ιδού η αληθινή λογοτεχνία, δεν υπάρχει ποτέ
λάθος στυλ σε ένα λιβάδι.
Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Οι χωριάτες, 1844


Υπάρχουν τόποι που μπορεί κανείς να κατοικήσει κι άλλοι τους οποίους μπορεί να ενοικήσει. Υπάρχουν τόποι στους οποίους μπορεί κανείς να εργαστεί και τόποι στους οποίους μπορεί να ξαποστάσει. Ο κατακερματισμένος χώρος του «πάτριου» εδάφους (αλλού γεννιέσαι, αλλού πεθαίνεις, από αλλού κατάγεσαι), ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο θλιβερά ομοιόμορφος και παραταύτα τόσο επαναλαμβανόμενα, παγιωμένα «διαφορετικός». Οι νοηματοδοτήσεις του άστεως και της επαρχίας, μεταλλάσσονται γοργά, τα σύνορα μεταξύ τους ξαναχτίζονται και γκρεμίζονται σε μία και μόνη στιγμή. Το άστυ μας, όπως εμφανίζεται: ένα παρακμιακό συνονθύλευμα άχαρου δημόσιου χώρου και πύκνωσης μιας εξαντλητικής βιομέριμνας, μια στέρφα γη. Το άστυ εισβάλλει για τα καλά στην επαρχία: μια τρομοκρατική ληστεία, ένα αποτρόπαιο έγκλημα αλλοδαπού, από το πουθενά, σε εποχή διακοπών. Η επαρχία έχει βέβαια θερινές φωτιές που κατακαίγουν μαστιχόδεντρα, μα και το άστυ, μήπως κι αυτό δεν έχει φωτιές στα ήδη αποψιλωμένα βουνά που το περιστοιχίζουν; Το άστυ «εξάγει» στην επαρχία: εξάγει αστούς που κάνουν διακοπές και μαζί τους εξάγει στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Το άστυ μετακενώνει στην επαρχία ιδέες και πρακτικές: ρατσιστικό μίσος, ομάδες κρούσης, συγκρουσιακή αλληλεγγύη «αντίστασης», που, αναβαπτιζόμενη στο επαρχιακό κοινωνικό σύμπαν, εκτρέπεται στον προπηλακισμό του φοροεισπράκτορα (μια διακριτή μνήμη «εθνικοαπελευθερωτικής», τοπικής παλικαριάς, αυτή).

 Ό,τι εμφανίζεται και αποκρούεται ως αστικό σπίλωμα της επαρχίας, απλώς καταυγάζει τη μανιώδη επιδίωξη της τελευταίας να παραμείνει «επαρχία», με κάθε τίμημα. Μα όχι ακριβώς με την έννοια της διαφύλαξης μιας προκαπιταλιστικής, ονειρικής πρόσχωσης της φύσης, όπως θα την ήθελαν κάποιοι κατάκοποι αστοί που δεν παύουν να ερμηνεύουν την επαρχία ως ένα αισθητικό, κοινωνικά άδειο, δοχείο, κατάλληλο να υποδέχεται τα άγχη τους. Απλώς, τα στρατόπεδά της οφείλουν να μείνουν στρατόπεδα (συνοριοφύλακες της περίκλειστης, πάντοτε «ακριτικής» υπαίθρου) και όχι σταθμοί συγκέντρωσης μαυριδερών ζητιάνων (ο διάσπαρτος πληθυσμός του κινδυνώδους, κοσμοπολιτικού μας άστεως). Η επαρχία εξάγει στο άστυ την ψευδαίσθηση ότι «εκεί», έξωθεν της πόλης, υπάρχει ένα φαντασιακό καταφύγιο «αυτονομίας», που πρέπει να μείνει αμόλυντο, σαν μια απέραντη μνήμη παιδικών διακοπών, σαν ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο ακύμαντης κοινωνικής και φυσικής αταραξίας. Αυτό το πεδίο «καταφυγής» από το άστυ, επενδύεται, διόλου τυχαία, με τις ιδέες της νέας «επένδυσης». Επιστροφή στην πατρώα γη, χειροπιαστό χώμα, αγροτουρισμός, υψωμένα ιστία σε ένα κοινωνικό αρχιπέλαγος καπετανέων-skippers, φωτοβολταϊκοί λειμώνες, χυμώδεις κατακόκκινες φράουλες δίχως χημικά. Το μεγακαπιταλιστικό άστυ εισβάλλει ύπουλα στην επαρχία και ανατροφοδοτεί τις φαντασιώσεις πλουτισμού των «ευγενών αγρίων» του χωριού και της κωμόπολης, των ίδιων ανθρώπων που, μέσω του τοπικού τους βουλευτή, διαγκωνίζονταν πάντοτε για τη λήψη προγραμμάτων ανάπτυξης της υπαίθρου, για «μεγάλα έργα», ή απασχολούσαν στρατιές ειρηνοδικών με τις διασυνοριακές διαφορές των αγροτεμαχίων τους.

 Η επαρχία συναντάται μόνιμα με το άστυ, μα τώρα πια προβάλλει όσο ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν, τις αρετές της λυτρωτικής αυτονομίας της. Το αντίβαρο του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού κορεσμού του άστεως, η επαρχία, οφείλει να μείνει ένας τόπος φαντασιωτικής επένδυσης μιας νέας ζωής, από την οποία θα έχουν εξοβελιστεί οι δυσαρέσκειες της αστικής ζωής.

 Πρέπει πάση θυσία να παραμείνει επαρχία, μα τώρα πια μια νέα επαρχία: όχι ο τόπος στον οποίο επιζούν οι πολιτικές μνήμες μιας ιστορίας που διαμορφώθηκε, εν πολλοίς, «στο βουνό», ούτε ο τοπολατρικός ρομαντισμός της καταγωγικής μας αφέλειας, όπως αποτυπώνεται στην αντίστοιχη, ενοχλητικά επίμονη, ελληνική λογοτεχνία της χωριάτικης νοσταλγίας. Η νέα αυτόνομη επαρχία μας: μια κοιλάδα σιλικόνης, όπου ο τεχνολογικός μινιμαλισμός της «νέας επένδυσης», θα συνδυάζεται με το απέραντο φυσικό πάρκο, της θαλάσσιας και βουνίσιας θέας.

 Περιοδικό λεύγα τ. 8 (Σεπτ. 2012), σ. 2-3.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου