Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εν αρχή λοιπόν ήταν ο λόγος. Εντάξει, ας προχωρήσουμε λίγο πιο μπροστά. Εν αρχή ήταν οι τράπεζες. Χωρίς αυτές ο καπιταλιστικός μας κόσμος μας θα ήταν βαρετός, μέσα στην κατάθλιψη και τη μιζέρια. Θα μου πείτε και τώρα είναι· ναι, αλλά αν δεν ήταν οι τράπεζες, θα ήταν ακόμα χειρότερα, άπιστα γουρούνια.
Η τράπεζα δεν είναι ένα κανονικό παιδάκι, διότι σε αντίθεση με τα άλλα παιδάκια, μπορεί να έχει στην τσέπη της ένα ευρώ και να δανείζει καμιά εικοσαριά, τα οποία μαγικά τα εμφανίζει από το πουθενά. Αυτό επειδή είμαστε ευγενικοί άνθρωποι το ονομάζουμε πιστωτική επέκταση και όχι τύπωμα, στην ουσία όμως –τη στιγμή που συμβαίνει– είναι ένα και το αυτό. Μπορεί μια τράπεζα να δημιουργεί χρήμα κατά το δοκούν; Όχι ακριβώς, γι’ αυτό η κεντρική τράπεζα της βάζει μερικούς περιορισμούς. Οι δύο βασικοίπεριορισμοί που έχει μια τράπεζα είναι η λεγόμενη χρηματοδότηση των δανείων (ρευστότητα) και τα λεγόμενα εποπτικά κεφάλαια.
Η ρευστότητα εκφράζεται βασικά από τη σχέση μεταξύ των (ξένων) χρημάτων που διαθέτει μια τράπεζα στο ταμείο προς τα δάνεια που έχει δώσει. Στην παραδοσιακή τραπεζική των παλιών καλών χρόνων, για κάθε 10 ευρώ που μάζευες σε καταθέσεις, έδινες 7-8 ευρώ σε δάνεια. Ο λόγος ήταν πρακτικός: οι τράπεζες δανείζονται από τους καταθέτες βραχυχρόνια και δανείζουν στους δανειολήπτες μακροχρόνια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι καταθέσεις φεύγουν ανά πάσα στιγμή, τα δάνεια δεν μπορούν να αποπληρωθούν το ίδιο γρήγορα. Μια δανειακή σύμβαση έχει συνήθη διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών (τα στεγαστικά φτάνουν μέχρι τα 35 ), τη στιγμή που οι περισσότερες καταθέσεις είναι διαθέσιμες την επόμενη μέρα, άντε το επόμενο εξάμηνο, όταν μιλάμε για προθεσμιακές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχεις στην τσέπη περισσότερες καταθέσεις από δάνεια, ώστε να είσαι καλυμμένος σε μια κακή στιγμή.
Όπως όλοι ξέρουμε, οι τράπεζες παγκοσμίως πίστευαν μέχρι το 2008 πως δεν υπήρχαν κακές στιγμές. Από αυτή την πεποίθηση δεν είχαν ξεφύγει φυσικά οι ελληνικές τράπεζες, και έτσι η κρίση του Σεπτέμβρη του 2008 τις βρήκε όλες ξεβράκωτες. Το καλοκαίρι του 2008, όλες οι ελληνικές τράπεζες είχαν δανείσει περισσότερα χρήματα από όσα διέθεταν σε καταθέσεις (πλην του κακού και μη βιώσιμου κρατικοδίαιτου ΤΤ). Αυτό το ονομάζουμε χρηματοδοτικό κενό. Το 2009 τα δάνεια που είχαν δώσει οι ελληνικές τράπεζες ήταν γύρω στα 300 δισ. στο εσωτερικό και 45 -50 δισ. στο εξωτερικό, ενώ οι συνολικές καταθέσεις ήταν μόλις 290 δισ. στο εσωτερικό και αμελητέες στο εξωτερικό. Και μόλις βγάλεις από την εξίσωση το «οπισθοδρομικό» και κρατικοδίαιτο ΤΤ και τους «βλάχους» της Τράπεζας Κύπρου, η κατάσταση στην ελληνική τραπεζική αγορά ήταν για κλάματα.
Τις καλές εποχές οι τρόποι για να καλύψεις αυτό το κενό ήταν κυρίως δύο. Ή θα έπρεπε να κυνηγάς καταθέτες με το δίκαννο στο λιανοπούλι, ή θα έπρεπε να ψάξεις να βρεις τα χρήματα στη χονδρική. Όπως καταλαβαίνετε, οι πιο «μοντέρνοι» Έλληνες τραπεζίτες θεωρούσαν βαρίδι τη λιανική και δανείζονταν πάντα από τη χονδρική αγορά χρήματος. Ακόμα και η Εθνική, ο κατεξοχήν παίκτης της λιανικής, έκανε, αν θυμάστε, αρκετές κινήσεις για να διώξει τους δύστροπους και ακριβούς πελάτες της λιανικής (που χρειάζονται υπαλλήλους να τους εξυπηρετούν). Ακριβώς μετά την κρίση, το ίδιο το μειονέκτημα έγινε πλεονέκτημα. Η Εθνική ξαναθυμήθηκε πόσες καταθέσεις είχε από το περήφανο λιανοπούλι και έβγαλε μισή ντουζίνα πιαρατζούδικες ανακοινώσεις για το ζήτημα. Και το έκανε αυτό διότι οι υπόλοιποι μετά τον Σεπτέμβρη του 2008 βρέθηκαν εντελώς ξεβράκωτοι. Οι αγορές χονδρικής έκλεισαν μια για πάντα και οι περισσότερες τράπεζες του κόσμου θα είχαν κλείσει πριν προλάβει να κλείσει το έτος.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε ο Σούπερμαν με τη μορφή του Τρισέ και της ΕΚΤ, και άρχισε να μοιράζει χρήμα μέσω των γνωστών πια προγραμμάτων «έκτακτης» ρευστότητας. Πρακτικά όσες τράπεζες είχαν υπερβάλλουσες καταθέσεις τις πάρκαραν στην ΕΚΤ και η ΕΚΤ τις έδινε στις «μοντέρνες» τράπεζες που μέχρι πρότινος θεωρούσαν τις καταθέσεις βαρίδι. Καθώς μάλιστα η κρίση προχωρούσε και οι καταθέσεις μειώνονταν, η ΕΚΤ άρχισε να καλύπτει το χρηματοδοτικό κενό (που αυξανόταν συνεχώς) με χρήμα που εμφάνιζε από το πουθενά, προκειμένου να μη μείνουν τα ιδρύματα ακάλυπτα.
Αυτού του είδους η «έκτακτη» ρευστότητα συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα, και μάλιστα με απόφαση της ΕΚΤ από το φθινόπωρο του 2011 η «έκτακτη» ρευστότητα απέκτησε τριετή υπόσταση! Το χρηματοδοτικό κενό των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται γύρω σήμερα στα 110-130 δισ. ευρώ και καλύπτεται από την ΕΚΤ και τον ELA (που είναι στην ουσία ένας μηχανισμός έκτακτης ρευστότητας του παραρτήματος της ΕΚΤ στην Ελλάδα που ονομάζεται Τράπεζα της Ελλάδος). Για αυτό το κενό εγγυάται το ελληνικό δημόσιο (χα χα).
Το δεύτερο πανηγύρι
Μόλις περιγράψαμε λοιπόν την πρώτη απάτη που σήμερα συνεχίζει να θέλει να περνάει ως τραπεζική. Και τη λέω απάτη διότι, ενώ τίποτα δεν δουλεύει έτσι όπως λένε οι «κανόνες», όλοι προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει κανένα χρηματοδοτικό κενό και όλα βαίνουν καλώς, απλώς υπάρχει ένας μικρός βραχυχρόνιος λόξιγκας στην οικονομία. Ας πάμε όμως και στη δεύτερη απάτη στην οποία βασίζεται η σύγχρονη τραπεζική.
Ένα από τα βασικά θέματα αυτής της κρίσης είναι πως οι τράπεζες έδωσαν δάνεια σε κράτη, ιδιώτες και επιχειρήσεις τα οποία ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν. Για να το θέσουμε πιο ειλικρινά, οι τράπεζες τόσα χρόνια έκαναν τα στραβά μάτια αποδεχόμενες ότι όλα αυτά τα σπίτια των 300 και των 400 χιλιάδων ευρώ στη suberbia της Αθήνας θα αποπληρώνονταν με μισθούς των 1.500 και των 2.000 ευρώ. Το ίδιο έκαναν σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα για επιχειρηματικά πρότζεκτ, ΣΔΙΤ, συγχωνεύσεις με φανταστικές οικονομίες κλίμακας, εξαγορές και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας. Γιατί το έκαναν αυτό; Μα γιατί κέρδιζαν πάρα πολλά από τη διαδικασία. Θυμάστε που το κακό κρατικοδίαιτο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο δεν τα πήγαινε τόσο καλά; Ο λόγος που δεν τα πήγαινε τόσο καλά ήταν ότι δεν έδινε όλα αυτά τα θαλασσοδάνεια, πιθανότατα από τη συντηρητική του νοοτροπία. Άρα, θα μου πείτε, το ΤΤ τη γλύτωσε. Όχι βέβαια, διότι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους κατηγορούσαν το ΤΤ για τον συντηρητισμό του τις καλές μέρες, χρησιμοποιούνται και σήμερα προκειμένου να πουληθεί, ακριβώς τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο συντηρητικός ήσουν σε αυτό το πανηγύρι, τόσο το καλύτερο.
Η ρευστότητα εκφράζεται βασικά από τη σχέση μεταξύ των (ξένων) χρημάτων που διαθέτει μια τράπεζα στο ταμείο προς τα δάνεια που έχει δώσει. Στην παραδοσιακή τραπεζική των παλιών καλών χρόνων, για κάθε 10 ευρώ που μάζευες σε καταθέσεις, έδινες 7-8 ευρώ σε δάνεια. Ο λόγος ήταν πρακτικός: οι τράπεζες δανείζονται από τους καταθέτες βραχυχρόνια και δανείζουν στους δανειολήπτες μακροχρόνια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι καταθέσεις φεύγουν ανά πάσα στιγμή, τα δάνεια δεν μπορούν να αποπληρωθούν το ίδιο γρήγορα. Μια δανειακή σύμβαση έχει συνήθη διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών (τα στεγαστικά φτάνουν μέχρι τα 35 ), τη στιγμή που οι περισσότερες καταθέσεις είναι διαθέσιμες την επόμενη μέρα, άντε το επόμενο εξάμηνο, όταν μιλάμε για προθεσμιακές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχεις στην τσέπη περισσότερες καταθέσεις από δάνεια, ώστε να είσαι καλυμμένος σε μια κακή στιγμή.
Όπως όλοι ξέρουμε, οι τράπεζες παγκοσμίως πίστευαν μέχρι το 2008 πως δεν υπήρχαν κακές στιγμές. Από αυτή την πεποίθηση δεν είχαν ξεφύγει φυσικά οι ελληνικές τράπεζες, και έτσι η κρίση του Σεπτέμβρη του 2008 τις βρήκε όλες ξεβράκωτες. Το καλοκαίρι του 2008, όλες οι ελληνικές τράπεζες είχαν δανείσει περισσότερα χρήματα από όσα διέθεταν σε καταθέσεις (πλην του κακού και μη βιώσιμου κρατικοδίαιτου ΤΤ). Αυτό το ονομάζουμε χρηματοδοτικό κενό. Το 2009 τα δάνεια που είχαν δώσει οι ελληνικές τράπεζες ήταν γύρω στα 300 δισ. στο εσωτερικό και 45 -50 δισ. στο εξωτερικό, ενώ οι συνολικές καταθέσεις ήταν μόλις 290 δισ. στο εσωτερικό και αμελητέες στο εξωτερικό. Και μόλις βγάλεις από την εξίσωση το «οπισθοδρομικό» και κρατικοδίαιτο ΤΤ και τους «βλάχους» της Τράπεζας Κύπρου, η κατάσταση στην ελληνική τραπεζική αγορά ήταν για κλάματα.
Τις καλές εποχές οι τρόποι για να καλύψεις αυτό το κενό ήταν κυρίως δύο. Ή θα έπρεπε να κυνηγάς καταθέτες με το δίκαννο στο λιανοπούλι, ή θα έπρεπε να ψάξεις να βρεις τα χρήματα στη χονδρική. Όπως καταλαβαίνετε, οι πιο «μοντέρνοι» Έλληνες τραπεζίτες θεωρούσαν βαρίδι τη λιανική και δανείζονταν πάντα από τη χονδρική αγορά χρήματος. Ακόμα και η Εθνική, ο κατεξοχήν παίκτης της λιανικής, έκανε, αν θυμάστε, αρκετές κινήσεις για να διώξει τους δύστροπους και ακριβούς πελάτες της λιανικής (που χρειάζονται υπαλλήλους να τους εξυπηρετούν). Ακριβώς μετά την κρίση, το ίδιο το μειονέκτημα έγινε πλεονέκτημα. Η Εθνική ξαναθυμήθηκε πόσες καταθέσεις είχε από το περήφανο λιανοπούλι και έβγαλε μισή ντουζίνα πιαρατζούδικες ανακοινώσεις για το ζήτημα. Και το έκανε αυτό διότι οι υπόλοιποι μετά τον Σεπτέμβρη του 2008 βρέθηκαν εντελώς ξεβράκωτοι. Οι αγορές χονδρικής έκλεισαν μια για πάντα και οι περισσότερες τράπεζες του κόσμου θα είχαν κλείσει πριν προλάβει να κλείσει το έτος.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε ο Σούπερμαν με τη μορφή του Τρισέ και της ΕΚΤ, και άρχισε να μοιράζει χρήμα μέσω των γνωστών πια προγραμμάτων «έκτακτης» ρευστότητας. Πρακτικά όσες τράπεζες είχαν υπερβάλλουσες καταθέσεις τις πάρκαραν στην ΕΚΤ και η ΕΚΤ τις έδινε στις «μοντέρνες» τράπεζες που μέχρι πρότινος θεωρούσαν τις καταθέσεις βαρίδι. Καθώς μάλιστα η κρίση προχωρούσε και οι καταθέσεις μειώνονταν, η ΕΚΤ άρχισε να καλύπτει το χρηματοδοτικό κενό (που αυξανόταν συνεχώς) με χρήμα που εμφάνιζε από το πουθενά, προκειμένου να μη μείνουν τα ιδρύματα ακάλυπτα.
Αυτού του είδους η «έκτακτη» ρευστότητα συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα, και μάλιστα με απόφαση της ΕΚΤ από το φθινόπωρο του 2011 η «έκτακτη» ρευστότητα απέκτησε τριετή υπόσταση! Το χρηματοδοτικό κενό των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται γύρω σήμερα στα 110-130 δισ. ευρώ και καλύπτεται από την ΕΚΤ και τον ELA (που είναι στην ουσία ένας μηχανισμός έκτακτης ρευστότητας του παραρτήματος της ΕΚΤ στην Ελλάδα που ονομάζεται Τράπεζα της Ελλάδος). Για αυτό το κενό εγγυάται το ελληνικό δημόσιο (χα χα).
Το δεύτερο πανηγύρι
Μόλις περιγράψαμε λοιπόν την πρώτη απάτη που σήμερα συνεχίζει να θέλει να περνάει ως τραπεζική. Και τη λέω απάτη διότι, ενώ τίποτα δεν δουλεύει έτσι όπως λένε οι «κανόνες», όλοι προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει κανένα χρηματοδοτικό κενό και όλα βαίνουν καλώς, απλώς υπάρχει ένας μικρός βραχυχρόνιος λόξιγκας στην οικονομία. Ας πάμε όμως και στη δεύτερη απάτη στην οποία βασίζεται η σύγχρονη τραπεζική.
Ένα από τα βασικά θέματα αυτής της κρίσης είναι πως οι τράπεζες έδωσαν δάνεια σε κράτη, ιδιώτες και επιχειρήσεις τα οποία ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν. Για να το θέσουμε πιο ειλικρινά, οι τράπεζες τόσα χρόνια έκαναν τα στραβά μάτια αποδεχόμενες ότι όλα αυτά τα σπίτια των 300 και των 400 χιλιάδων ευρώ στη suberbia της Αθήνας θα αποπληρώνονταν με μισθούς των 1.500 και των 2.000 ευρώ. Το ίδιο έκαναν σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα για επιχειρηματικά πρότζεκτ, ΣΔΙΤ, συγχωνεύσεις με φανταστικές οικονομίες κλίμακας, εξαγορές και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας. Γιατί το έκαναν αυτό; Μα γιατί κέρδιζαν πάρα πολλά από τη διαδικασία. Θυμάστε που το κακό κρατικοδίαιτο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο δεν τα πήγαινε τόσο καλά; Ο λόγος που δεν τα πήγαινε τόσο καλά ήταν ότι δεν έδινε όλα αυτά τα θαλασσοδάνεια, πιθανότατα από τη συντηρητική του νοοτροπία. Άρα, θα μου πείτε, το ΤΤ τη γλύτωσε. Όχι βέβαια, διότι οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους κατηγορούσαν το ΤΤ για τον συντηρητισμό του τις καλές μέρες, χρησιμοποιούνται και σήμερα προκειμένου να πουληθεί, ακριβώς τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο συντηρητικός ήσουν σε αυτό το πανηγύρι, τόσο το καλύτερο.
Γιατί; Διότι όλα αυτά τα δάνεια δεν θα αποπληρωθούν. Και όταν ένα δάνειο δεν αποπληρώνεται, τότε μια τράπεζα είναι αναγκασμένη να το ξεγράψει από το δανειακό της χαρτοφυλάκιο και να το βάλει στις πιθανές ζημιές. Αν π.χ. είχε δανείσει 1 εκ. ευρώ σε μια επιχείρηση που έκλεισε, θα πρέπει αυτό το 1 εκ. να το περάσει στα επισφαλή δάνεια και να υπολογίζει χασούρα ύψους 1 εκ. Για να καλύψει αυτή τη χασούρα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα των καταθετών της (διότι δεν της ανήκουν), αλλά πρέπει να τα βάλει από την τσέπη της.
Η τσέπη της τράπεζας ονομάζεται μετοχικό κεφάλαιο, είναι δηλαδή τα χρήματα που έχουν βάλει οι ιδιοκτήτες της. Κάθε τράπεζα έχει υποχρέωση να διαθέτει ένα ποσό από δικά της χρήματα, τα οποία θα χρησιμοποιούσε σε περίπτωση που ένα δάνειο τους έσκαγε στα μούτρα. Αυτή η τσέπη, τα λεγόμενα εποπτικά κεφάλαια, θα έπρεπε να περιέχει τουλάχιστον το 4% των δανείων που είχε δώσει, και 8-9% σύμφωνα με τους καινούργιους κανόνες (της Βασιλείας ΙΙΙ). Αν δεν έχει τα χρήματα αυτά στο ταμείο, τότε η τράπεζα πρέπει να τα βρει (είτε από συσσωρευμένα κέρδη παλιότερων ετών είτε από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου) ή να χάσει την άδειά της.
Τις καλές μέρες, όταν έσκαγε ένα δάνειο, η τράπεζα το αφαιρούσε από τα κέρδη της χρονιάς. Είχες χασούρα από δάνεια 10 εκ. και κέρδη 400 εκ.; Τα κέρδη γίνονταν 390 εκ. Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που τα κέρδη μιας χρονιάς είναι λιγότερα από τις χασούρες; Τότε η τράπεζα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα εποπτικά κεφάλαια για να καλύψει τη διαφορά. Στις ελληνικές τράπεζες τα κεφάλαια αυτά έχουν πέσει κάτω από το όριο που έχει ορίσει η κεντρική τράπεζα. Και όπως μπορείτε να φανταστείτε, τόσα χρόνια τρελών κερδών δεν έχουν αφήσει στο σεντούκι αρκετά χρήματα, διότι μέτοχοι και στελέχη έτρωγαν με χρυσά κουτάλια. Κάτι που αφήνει μόνο μία διέξοδο στο πρόβλημα, κι αυτή είναι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή όπως αλλιώς την ξέρουμε...
Η ανακεφαλαιοποίηση
Σήμερα οι τράπεζες βρίσκονται στο κακό αυτό σημείο να μην έχουν φράγκο στην τσέπη. Τα παπαγαλάκια λένε πως γι’ αυτό φταίει το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, όμως αν το πρόβλημα είναι αυτό, γιατί οι τράπεζες θα πάρουν 50 δισ. (+11δισ. που έχουν πάρει ήδη) σε ζεστό ρευστό από τη στιγμή που η συνολική χασούρα από τα ομόλογα δεν ξεπερνά τα 25 δισ.; Χμμμμ....
Καθώς οι ιδιοκτήτες τους φυσικά δεν θέλουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τα ιδρύματά τους (ακόμα και στην περίφημη συγχώνευση Άλφαμπανκ-Γιούρομπανκ, οι μεγαλομέτοχοι δεν έβαζαν φράγκο από την τσέπη τους αλλά αντίθετα έβαζαν κάτι Μεσανατολίτες να κάνουν τα κορόιδα με 500 ψωροεκατομμύρια), περιμένουν από το κράτος να το κάνει. Το ίδιο κακό κράτος που μισούν και δεν θέλουν στα πόδια τους. Αυτό το κράτος λοιπόν, μέσω του διοικητή της ΤτΕ, του ηλιόδωρου κ. Προβόπουλου, αποφάσισε πως από όλες τις ελληνικές τράπεζες τέσσερις είναι αυτές που αξίζει να «σωθούν» με τα χρήματά μας: η Εθνική, η Πειραιώς, η Άλφαμπανκ και η Γιούρομπανκ. Και το ΤΤ κύριε; Το ΤΤ παιδί μου, παρότι είναι η τράπεζα με τα λιγότερα προβλήματα στην Ελλάδα, είναι κρατικό και ως τέτοιο θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί. Αλλά για να ιδιωτικοποιηθεί θα πρέπει να φανεί προβληματικό. Πώς γίνεται αυτό; Το κράτος έδωσε ήδη 19 δισ. (από τα 50 δισ.) στις 4 διαπλεκόμενες τράπεζες έτσι ώστε να καλύψουν τις χασούρες τους από ομόλογα και θαλασσοδάνεια, την ίδια στιγμή που στο ΤΤ και την Αγροτική δεν έδωσε φράγκο. Άρα η Αγροτική και το ΤΤ έχουν πρόβλημα εποπτικών κεφαλαίων, τη στιγμή που οι 4 όχι. Μαγικό; Και πού να δείτε τη συνέχεια.
Να σημειώσουμε εδώ πως οι τέσσερις τράπεζες δεν επιλέχθηκαν με βάση το πόσο καλές ή επιτυχημένες ήταν. Η Γιούρομπανκ για παράδειγμα στα περσινά στρες τεστ της Ευρωπαικής Ένωσης, που ήταν φτιαγμένα για να πετύχουν όλοι (ακόμα και αυτοί που χρεοκόπησαν αργότερα), κατάφερε να αποτύχει, την ίδια στιγμή που το ΤΤ τα περνούσε με σημαιούλες να ανεμίζουν (flying colors το λένε στο Αμέρικα). Η Πειραιώς επίσης ήταν μια κατεξοχήν προβληματική και χρεοκοπημένη τράπεζα, αλλά επιλέχθηκε να επιβιώσει, καθώς αποτελεί την τράπεζα με την οποία έκανε μπίζνες ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, πασοκικό ή νεοδημοκρατικό. Ο κ. Σάλλας όλα τα έσφαζε και τα μαχαίρωνε, κι αν θέλετε να μάθετε τον τρόπο, δεν έχετε παρά να ανατρέξετε στη νόμιμη και ηθική μπίζνα Βουλγαράκη.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην ανακεφαλαιοποίηση. Με την πρώτη δόση των χρημάτων που πήραν οι 4 ελληνικές τράπεζες από το κράτος δωρεάν, κάλυψαν τα κενά από το κούρεμα και ξεκίνησαν ένα ταχύ πρόγραμμα απορρόφησης του υπόλοιπου τραπεζικού συστήματος. Η τρόικα ήθελε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να συγχωνευθεί σε 2-3 μεγάλους ομίλους, αλλά η επιλογή των ομίλων είναι μια καθαρά ελληνική υπόθεση, διότι δεν μπορώ να φανταστώ την τρόικα να επιλέγει την Πειραιώς ή τη Γιουρομπανκ, έστω κι αν ο κ. Μπαρόσο είναι κοτεραδέρφια με τον κ. Λάτση από τα μικράτα τους.
Κάπως έτσι λοιπόν το παραμύθι των συγχωνεύσεων ξεκίνησε την άνοιξη με την απορρόφηση από την Εθνική των συναιτεριστικών τραπεζών που έκλεισε η ΤτΕ (ξέρω, δεν μάθατε τίποτα, τις έφαγε το μαύρο το σκοτάδι). Και συνεχίστηκε με την απορρόφηση ενός κομματιού της Αγροτικής από την Πειραιώς, επίσης δωρεάν. Αυτό το κομμάτι είναι το λεγόμενο καλό κομμάτι, καθώς τα θαλασσοδάνεια και διάφοροι άλλοι σκελετοί έμειναν στα χέρια του κράτους, προκειμένου να έχει να πληρώνει. Το ίδιο θα συμβεί οσονούπω και με το ΤΤ, για το οποίο ξερογλύφονται εδώ και χρόνια όλοι οι «μεγάλοι». Το ίδιο θα συμβεί και με την Εμπορική, την οποία οι Γάλλοι, βλέποντας πως μένουν έξω από τον χορό, αποφάσισαν να πουλήσουν, παρά το γεγονός πως έχουν βάλει το χέρι πολύ βαθιά στην τσέπη για να την εξυγιάνουν, από τότε που την ανέλαβαν μετά τη χρηστότατη διοίκηση του κ. Στουρνάρα.
Νομίζω ότι το μοτίβο είναι εμφανές: το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συγχωνεύεται με τα χρήματα του κράτους και τους ίδιους αποτυχημένους τραπεζίτες να κάνουν κουμάντο.
Και ο έλεγχος
Μα κύριε, πώς γίνεται οι τράπεζες να παίρνουν 50 δισ. χωρίς να χάνουν τον έλεγχο των τραπεζών τους που δεν αξίζουν όλες μαζί ούτε 5; Στον σοσιαλισμό παιδί μου όλα γίνονται. Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, τα 50 δισ. που θα πάρουν οι τράπεζες θα τα πάρουν με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, άρα είναι προφανές πως οι παλιοί ιδιοκτήτες τους θα χάσουν τον έλεγχο. Μην κρατάτε όμως την αναπνοή σας.
Για αρχή ένα μέρος των χρημάτων θα τα πάρουν με τη μορφή CoCos, κάτι απίθανων μετατρέψιμων ομολόγων που κρατάνε τη μετοχική σύνθεση ίδια (δηλαδή την παλιά), παρά το γεγονός πως ο καινούργιος μέτοχος θα βάλει περισσότερα χρήματα απ’ όσα όλοι οι παλιοί, και μετατρέπονται σε μετοχές μόνο μετά από 500 τέρμινα, κι αν οι παλιοί μέτοχοι δεν τα αποπληρώσουν κι αν το μασάζ πετύχει κι αν έχουν την ευγενή καλοσύνη.
Ένα άλλο μέρος αυτών των 50 δισ. θα πάει κατευθείαν στα «κακά» κομμάτια της Αγροτικής. Διαχωρίζοντας την Αγροτική σε καλό και κακό κομμάτι, στην ουσία χάρισαν στον Σάλλα τα κομμάτια που δεν θα δημιουργήσουν προβλήματα (λέμε τώρα, διότι πώς να θεωρήσουμε τα δάνεια προς το ΠΑΣΟΚ θα αποπληρωθούν;), ενώ το κακό κομμάτι παραμένει στα χέρια του κράτους.
Τέλος, ένα τρίτο μεγάλο κομμάτι θα δοθεί υπό τη μορφή αύξησης κεφαλαίου και θεωρητικά θα βάλουν και οι ιδιώτες μέτοχοι το χέρι στην τσέπη κατά 10%. Δηλαδή για κάθε 1.000 ευρώ ΑΜΚ, οι παλιοί ιδιοκτήτες θα δώσουν μόλις 100. Αν είχατε κι εσείς μια τραπεζική άδεια θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνετε πλούσιοι.
Άρα, αγαπητέ μου, οι τράπεζες θα γίνουν όλες κρατικές; Αμ πριτς που θα γίνουν. Καταρχήν τα 19 δισ. που πήραν πριν από δύο μήνες, τα πήραν χωρίς ΑΜΚ και στην ουσία τα πήραν ως προκαταβολή της ΑΜΚ, η οποία υποτίθεται θα γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου. Η κρυστάλινη σφαίρα μου υποψιάζεται πως διάφοροι αδιευκρίνιστοι λόγοι που έχουν να κάνουν με τις ηλιακές καταιγίδες και τον ανάδρομο Εωσφόρο θα καθυστερήσουν την αύξηση κεφαλαίου και άρα όσο δεν υπάρχει αύξηση δεν υπάρχει και νέα μετοχική σύνθεση.
Ο πράσινος δράκος της αποκάλυψης διαφωνεί με τη μαγική σφαίρα και πιστεύει πως θα γίνει μια αρχική μικρή αύξηση για να δικαιολογήσει μέρος των 19 δισ. (διότι το άλλο μέρος θα γίνει CoCos όπως είπαμε) και τελικά οι παλιοί μέτοχοι θα βάλουν από την τσέπη τους κανένα δισ. όλοι μαζί, ποσό που ίσως και να μπορέσουν να βρουν. Τα υπόλοιπα μέχρι τα 50 δισ. θα τα δώσουν πάλι έναντι και θα παίζουν κατενάτσιο σφυρίζοντας αδιάφορα.
Κρυστάλλινη σφαίρα ή πράσινος δράκος δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι αυτό που έχει την πραγματική σημασία σε αυτή την περίπτωση είναι αυτό που θα μπορούσε να μας πει και ο τελευταίος Σοβιετικός πολίτης. Το σε ποιον ανήκει το μαγαζί είναι σχετικά αδιάφορο σε σχέση με αυτόν που το διαχειρίζεται. Κι αυτή η πραγματικότητα ισχύει όλο και περισσότερο και στον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Οι μάνατζερς λοιπόν είναι στην ουσία αυτοί που νέμονται και διοικούν την τράπεζα, αυτοί που παίρνουν τα μπόνους και αυτοί που δίνουν τα δάνεια στους φίλους τους. Κι αυτοί, μέχρι να προλάβετε να πείτε κύμινο, θα έχουν εξαφανίσει τα 50 δισ. και θα ζητάνε κι άλλα. Δεν με πιστεύετε; Κοιτάξτε την περίπτωση της Dexia, που έχει «διασωθεί» ήδη δύο φορές από το γαλλικό και το βέλγικο δημόσιο και πάει ολοταχώς για τρίτη.
Στο ενδιάμεσο όμως οι μάνατζερ γίνονται ζάπλουτοι. Μόνο οι επίσημες απολαβές των υψηλόβαθμων διευθυντών και ΔΣ στα 4 ιδρύματα για το 2010 ήταν 34 ολοστρόγγυλα εκατομμύρια ευρώ, για μια χρονιά που τα ιδρύματα πήγαν κατά διαόλου. Πόσο ήταν οι ίδιες αμοιβές για το 2011 όπου τα ιδρύματα πήγαν ακόμα περισσότερο κατά διαόλου; 35 εκ ευρώ, γιατί είχαμε και πληθωρισμό, ας μην ξεχνάμε.
Και αυτά αφορούν μόνο τις επίσημες αμοιβές. Δεν περιλαμβάνουν τα χρήματα που παίρνουν μέσω διαφόρων βαλκανικών θυγατρικών και δεν εμφανίζονται, τις αμοιβές που παίρνουν διάφορες θυγατέρες και υιοί και εραστές και τρέχα γύρευε, τις μπίζνες που κάνουν με διάφορους βουλγαράκηδες οι οποίες αποκλείεται να μην έχουν την προμήθειά τους κ.λπ.
Γενικά είναι πολύ προσοδοφόρο να είσαι μεγαλοστέλεχος τράπεζας, κι εγώ χρόνια τώρα το προσπαθώ, και μετά να δείτε πως εγώ τους σκελετούς θα τους κρατήσω επ’ αόριστον όσο τρέχει το μπικικίνι. Και μη νομίσετε, δεν θέλω καν να μπω στο ΔΣ, να μια μικρή θεσούλα θέλω όπως του Φίλιππου Σαχινίδη ως «Ειδικός Συνεργάτης, Γενική Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης» της Εθνικής Τράπεζας, και σας υπόσχομαι πως και η κρυστάλλινη σφαίρα θα σβήσει και ο πράσινος δράκος της αποκάλυψης θα ξαναγίνει λούτρινο κουκλάκι κι εγώ δεν θα ξανακούσω φωνές να με καλούν.
Αχ, είναι τόσο εύκολο σήμερα να είναι κανείς τραπεζίτης, εδώ ακόμα και τύποι σαν τον Σαχινίδη, τον Στουρνάρα, τον Προβόπουλο και τον Παπαδήμο τα κατάφεραν. Και εγώ, κύριε; Γιατί όχι και εγώ;
Περιοδικό λεύγα τ. 8 (Σεπτ. 2012), σ. 9-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου