Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Βιβή Αντωνογιάννη - Γιάννης Βογιατζής: Η αυτοκτονία ως μία εκ των αντιμνημονιακών τεχνών


Η αυτοκτονία ήταν ανέκαθεν σαγηνευτική. Είτε ως αξιοπερίεργο συμβάν είτε ως «κοινωνικό φαινόμενο» ασκεί απροσδόκητη γοητεία. Το μαρτυρούν όλες οι λογοτεχνικές αυτοκτονίες της ιστορίας: αυτοκτονίες μυθιστορηματικών χαρακτήρων, αυτοκτονίες λογοτεχνών. Σε οριακές εποχές, η αυτοκτονία γίνεται πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και ο αυτόχειρας διακύβευμα για το οποίο ερίζουν πολιτικές δυνάμεις. Πάνω απ’ τον (αμήχανο) τάφο του κονταροχτυπιούνται αντίπαλες πολιτικές ιδεολογίες. Ή έτσι φαίνεται. 

Στην «κρίσιμη» εποχή μας, η σαγήνη της αυτοκτονίας έχει επιστρέψει εμφατικά, θυμίζοντας εποχές από το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν μας.

εφ. Εμπρός, 8.10.1930


Αυτοκτονίες: «η ασθένεια της εποχής»
Έχουν όντως αυξηθεί οι αυτοκτονίες στις μέρες μας; Αν πιστέψουμε τις δημοσιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, το φαινόμενο γνωρίζει «πρωτοφανή» έξαρση. Πέρα από τις αυτοκτονίες που έκαναν αίσθηση και έγιναν πρώτο θέμα στις ειδήσεις (Χριστούλας, Μετοικίδης, γιατρός στη Λαμία), οι εφημερίδες είναι καθημερινά γεμάτες με ειδήσεις για νέες αυτοκτονίες, τα ενημερωτικά site έχουν καθιερώσει σχεδόν μόνιμες στήλες για τους αυτόχειρες, ενώ συνεχώς ξεπηδούν νέα μπλογκ και ιστοσελίδες (με εύγλωττα ονόματα, όπως http://autoktoniaellada.blogspot.gr) που καταγράφουν και ταξινομούν τις αυτοκτονίες στη χώρα. Από τον χορό δεν θα μπορούσαν να λείπουν, ασφαλώς, και διάφορες ΜΚΟ, οι οποίες, επιδεικνύοντας την κοινωνική ευαισθησία τους, σπεύδουν να βάλουν και αυτές το λιθαράκι τους στον αγώνα κατά της αυτοκτονίας. Η Κλίμακα, π.χ. –ένας «Μη Κυβερνητικός Οργανισμός, με δραστηριότητες που στοχεύουν τόσο στην διάθεση υπηρεσιών ψυχικής υγείας όσο και στην υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ενσωμάτωσης ευάλωτων ομάδων πληθυσμού»– δημιούργησε το δικό της μπλογκ (http://suicidehelp-klimaka.blogspot.gr) προκειμένου να συνδράμει υποψήφιους αυτόχειρες, αλλά και να βοηθήσει στην καθημερινή καταμέτρηση των αυτοκτονιών. Καθημερινά, ανησυχητικά ρεπορτάζ και δυσοίωνες αναλύσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την «τεράστια αύξηση» του αριθμού των αυτοκτονιών (π.χ. το ΕΚΑΒ ανακοίνωσε ότι, μόνο τον Ιούνιο, σημειώθηκαν 350 απόπειρες αυτοκτονίας, εκ των οποίων, 50 «κατέληξαν»»· η είδηση έκανε αμέσως τον γύρο του ίντερνετ και των Social Media, συνοδευόμενη, συνήθως, από τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Σ. Κεδίκογλου, ότι «κινδυνεύουμε να γίνουμε χώρα αυτοκτονιών», βλ. news24.gr: http://goo.gl/B7IgL), ακόμα και η Ελληνική Αστυνομία εξέδωσε ανακοίνωση για να ενημερώσει για τις 110 απόπειρες αυτοκτονίας που κατόρθωσε να αποτρέψει μόνο μέσα στο α΄ εξάμηνο του 2012 (βλ. ΕΛ.ΑΣ., http://goo.gl/yXEoq).[1] Αναλύσεις του φαινομένου, το οποίο, κατά πώς φαίνεται, έχει λάβει «διαστάσεις χιονοστιβάδας», βρήκαν θέση και στον mainstream Τύπο (Ιωάννα Σουφλέρη, «Γιατί τόσες αυτοκτονίες;», εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 8.7.2012: http://goo.gl/TnAhu), αλλά και σε επιστημονικά, πολιτικά ή «εναλλακτικά» έντυπα (π.χ. Α. Γαλανόπουλος, «Φταίει η φτώχεια για τις αυτοκτονίες;», περ. Unfollow: http://goo.gl/AXozZ).[2]



Αν λοιπόν τα πάρουμε όλα αυτά τοις μετρητοίς, ο αριθμός των αυτοκτονιών στη «μνημονιακή Ελλάδα» έχει εκτιναχθεί σε «δυσθεώρητα ύψη», ως αποτέλεσμα φυσικά της (ψυχολογικής) δυσφορίας και της (οικονομικής) απόγνωσης των Ελλήνων πολιτών. Για πρώτη φορά στην ιστορία, τόσοι πολλοί συνάνθρωποί μας αποφασίζουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, εξαιτίας της απελπισίας τους. Για πρώτη;
εφ. Ριζοσπάστης, 6.10.1933


Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν, διαπιστώνουμε ότι οι ελληνικές εφημερίδες, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και, εντονότερα, καθ’όλη τη δεκαετία του 1930, έδειχναν μια αντίστοιχη εμμονή με τις αυτοκτονίες, οι οποίες ασκούσαν ανάλογη γοητεία. Στον Τύπο όλου του πολιτικού φάσματος, οι αναφορές σε αυτοκτονίες είναι σχεδόν καθημερινές, με πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ, αφιερώματα, συνεντεύξεις με «ειδικούς» (συνήθως νευρολόγους), κύρια άρθρα, ειδησεογραφική κάλυψη κάθε περιστατικού κ.λπ. Οι αυτοκτονίες ονομάζονται «ασθένεια της εποχής» και «επιδημία», ενώ η προσπάθεια να βρεθούν ή να αναλυθούν τα αίτιά τους εξαρτάται από την περίπτωση, αλλά και από την πολιτική ταύτιση και γραμμή κάθε εφημερίδας. Η έξαρση των αυτοκτονιών φέρνει μαζί της και τη δημόσια σαγήνη. Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Εμπρός, στο φύλλο της 8.10.1930 (με τίτλο «Είνε επιδημία αι αθρόαι αυτοκτονίαι;» και υπότιτλο «η ασθένεια της εποχής»), αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ο γιατρός μας εβεβαίωσε πως η νοσοκόμος αυτή έχει έναν ακατανόητον έρωτα με τους αυτοκτονούντας. Όταν πέση στα χέρια της μία εφημερίς κυττάζει πρώτα γεμάτη αγωνία τη στήλη των... αυτοκτονιών».

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είναι φυσιολογικό σε ιστορικά αντίστοιχες περιόδους οικονομικής κρίσης και ύφεσης να αυξάνονται οι αυτοκτονίες, καθώς και ότι η παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα και στα media δεν είναι παρά αντανάκλαση αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Κρίση τότε, κρίση σήμερα και, ως εκ τούτου, η φτώχεια και η απελπισία είναι κοινοί παρανομαστές των δύο εποχών, οδηγώντας σε «αναβίωση» του φαινομένου και εκ νέου έξαρση των αυτοκτονιών. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Από την κλασική μελέτη του Ε. Ντυρκέμ για την αυτοκτονία (1897) γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των αυτοκτονιών αυξάνεται σταθερά από χρόνο σε χρόνο. Προφανώς, αυτό οφείλεται εν μέρει στους τρόπους και τις μεθόδους καταγραφής των αυτοκτονιών (βελτίωση αρχείων και τεχνολογιών αρχειοθέτησης, άμβλυνση του ταμπού της αυτοκτονίας, το οποίο εξακολουθεί –για θρησκευτικούς ασφαλώς λόγους– να είναι ισχυρό στην Ελλάδα κ.λπ.), αλλά συνιστά και ένα αντικειμενικό δεδομένο. Το επιβεβαιώνουν άλλωστε όσα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας: στις εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας φαίνεται ότι, από το 1920 έως το 1938, οι αυτοκτονίες αυξάνονταν σταθερά (και σχεδόν κατά το ίδιο ποσοστό) από χρόνο σε χρόνο (βλ. τις «Στατιστικές των αιτιών των θανάτων» που δημοσιεύονται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη της ΕΛ.ΣΤΑΤ.: http://goo.gl/F9gAH). Από το 1928 έως το 1938, το ποσοστό των αυτοκτονιών επί του συνόλου του πληθυσμού παρουσιάζει μικρές αυξομειώσεις, ενώ το 1930 –τη χρονιά δηλαδή που το Εμπρός διαπιστώνει μεγάλη έξαρση των αυτοκτονιών–, οι αυτοκτονίες ήταν οι ίδιες την προηγούμενη και την επόμενη χρονιά. Στοιχεία για τα τελευταία χρόνιαφαίνεται να μην είναι διαθέσιμα, παρ’ όλα αυτά,σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα αυξάνονταν σταθερά, αλλά όχι θεαματικά, από το 1960 έως το 2009 (βλ. World Health Organization: http://goo.gl/Rb2AZ).

Παραμένει, ασφαλώς, ανοικτό το ερώτημα αν τα τελευταία τρία χρόνια οι αυτοκτονίες έχουν αυξηθεί τόσο θεαματικά όσο παρουσιάζονται, ωστόσο ένα σχόλιο του Ντυρκέμ στη μελέτη του παρουσιάζει ενδιαφέρον και θα μας χρησιμεύσει παρακάτω:

Άρα, εάν οι βιομηχανικές ή οι οικονομικές κρίσεις αυξάνουν τις αυτοκτονίες, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι προκαλούν πενία, αφού οι κρίσεις ευημερίας έχουν το ίδιο αποτέλεσμα· οφείλεται στο γεγονός ότι είναι κρίσεις, δηλαδή διαταραχές της συλλογικής τάξης. Κάθε ρωγμή της ισορροπίας, ακόμα και αν επιτυγχάνει, μεγαλύτερη άνεση και μια ανύψωση της γενικής ζωτικότητας, σπρώχνει στον θεληματικό θάνατο. (E. Durkheim, Κοινωνικές αιτίες της αυτοκτονίας, μτφρ. Μ. Μαρκάκης, Αναγνωστίδης, Αθήνα χ.χ., σ. 275)


Η διαπίστωση ότι οι αυτοκτονίες (ή απλώς η καταγραφή τους;) πολλαπλασιάζονται διαρκώς από χρόνο σε χρόνο έχει οδηγήσει (στα χνάρια του Ντυρκέμ) στο να αποδίδεται συνήθως το εν λόγω φαινόμενο, αφενός, στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (η οποία προκαλεί τάχα νευρώσεις και άλλες ψυχικές διαταραχές) και, αφετέρου, στη μαζικοποίηση της κοινωνίας (μοναξιά, ανωνυμία κ.λπ.). Με ένα λόγο, στην παρακμή του πολιτισμού.Η ηθικολογία είναι κοινός τόπος στην ψυχολογικοποίηση ή/και την πολιτικοποίηση της αυτοκτονίας.

«Δεν μαθαίνουμε ούτε τις μισές αυτοκτονίες»
Στον βαθμό που ο δημόσιος λόγος επανέρχεται με τέτοια ένταση στο ζήτημα των αυτοκτονιών είναι εντέλει αδιάφορο αν όντως οι αυτοκτονίες έχουν απογειωθεί ή όχι τα τελευταία χρόνια. Είναι πλέον κοινή αντίληψη ότι οι αυτοκτονίες όχι μόνο έχουν αυξηθεί, αλλά και ότι είναι σίγουρα περισσότερες από όσες «μας λένε» (π.χ. www.antinews.gr: http://goo.gl/wiK5P). Η αυτοκτονία έχει ξαναγίνει (όπως και το ’30) το κεντρικό σύμβολο που υποδεικνύει ότι οι «καιροί έχουν αλλάξει», ότι είναι πλέον ανυπόφορα ζοφεροί, καθώς και ότι η ελληνική κοινωνία μαστίζεται από πληγές που ολοένα βαθαίνουν· σ’ αυτό συμφωνούν όλες οι αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος. Το σχόλιο του αρθρογράφου της εφημερίδας Εμπρός στο β΄ μέρος του ρεπορτάζ που αναφέρθηκε παραπάνω είναι και εύγλωττο και επίκαιρο:

Τι πεζότης. Πώς άλλαξαν από τότε οι καιροί. Τότε μία ερωτική σκηνή, μία ζηλοτυπία και η τραγική συνέπεια αιμάτωνε τους βράχους της Ακροπόλεως και συνεκλόνιζε την κοινωνίαν. Σήμερα μόνον η πείνα και η δυστυχία οδηγεί προς την αυτοκτονίαν. Και ο αριθμός των ανθρώπων που τερματίζουν βιαίως την ζωήν των αυξάνει καθημερινώς εφ’ όσον εντείνεται η οικονομική κρίσις. Προχθές ένας μάγειρος ετίναξε τα μυαλά του, διότι δεν είχε να φάγη. Αυτό φυσικά δεν ήτο δυνατόν να συμβή εις την ωραίαν εκείνην εποχήν, διότι οι μάγειροι έτρωγαν ή μάλιστα παραέτρωγαν. Εάν δε τότε μια εφημερίς ανέγραφεν ένα τέτοιο γεγονός, όλοι θα απέστρεφον τους οφθαλμούς. Σήμερα όμως εγίναμεν πεζοί, τόσο πεζοί μάλιστα, που μη έχοντες να πληρώσωμεν ούτε το εισιτήριον της Πάουερ... αναγκαστικώς πεζοπορούμεν. (εφ. Εμπρός, 9.10.1930)

Δύο είναι οι στρατηγικές μέσω των οποίων ενορχηστρώνεται και συγκροτείται αυτή η «συμβολική» λειτουργία των «αυτοκτονιών». Η πρώτη είναι η ψυχολογικοποίηση. Εδώ το στρατήγημα εστιάζει στο άτομο, το οποίο συντρίβεται από τις (εξωτερικές) πιέσεις του «αβίωτου» παρόντος: από την απελπισία, την απόγνωση, την έλλειψη προοπτικής και ελπίδας. Οι κοινωνικές συνθήκες επιδρούν άμεσα στον ψυχισμό και οδηγούν στην αυτοκτονία τους απελπισμένους πολίτες της χώρας που βλέπουν τη ζωή τους να υποβαθμίζεται και δεν βρίσκουν ελπίδα πουθενά. Το κλίμα είναι άλλωστε βαρύ κι όλα γύρω μας είναι σκοτεινά, καταθλιπτικά και μίζερα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι, από τις έξι ομιλίες για ψυχολογικά θέματα που παρουσιάζει online το Ίδρυμα Μποδοσάκη (www.blod.gr), οι τρεις που αφορούν την «ψυχολογία της κρίσης» αναφέρονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην αύξηση των αυτοκτονιών (π.χ. Στ. Στυλιανίδης, «Οικονομική κρίση και ψυχική υγεία: εγώ και εμείς»: http://goo.gl/OXKvV). Σημαντική σημείωση εδώ: για τον συγκεκριμένο (κυρίαρχο και επιστημονικό) λόγο, η κρίση είναι (ή μπορεί να γίνει) και μια ευκαιρία «αναδημιουργίας» του εαυτού (και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, βλ. Κ. Ναυρίδης, «Ψυχολογία της κρίσης»: http://goo.gl/vFMMT), πράγμα που παραπέμπει πιθανόν και σε μια αντίληψη για τη μεταπολιτευτική ιστορία μας: η αύξηση των αυτοκτονιών επί κρίσης συνοψίζει και ολοκληρώνει την παρατεταμένη αυτοκτονία της χώρας ή/και του έθνους, δηλαδή τη Μεταπολίτευση, όπως θέλει να τη βλέπει ο συγκεκριμένος κυρίαρχος λόγος. Σε κάθε περίπτωση, για τη συγκεκριμένη στρατηγική, η αυτοκτονία είναι η απόληξη μιας προσωπικής διαδρομής, το αποτέλεσμα μιας ατομικής βούλησης: οικονομικά προβλήματα, ανεργία, χρέη. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι κεντροδεξιές εφημερίδες του Μεσοπολέμου αφιέρωναν (εκτενή) πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ για τον τάδε χρηματιστή που χρεοκόπησε, τον δείνα έμπορο που τον κυνηγούσαν οι πιστωτές και οι τοκογλύφοι κ.λπ.

Η δεύτερη στρατηγική είναι η πολιτικοποίηση. Κάθε αυτοκτονία είναι ένα ακόμα κάλεσμα για «αντίσταση», κάθε αυτοκτονία είναι μια «πολιτική πράξη». Είτε πρόκειται για την απόγνωση, στην οποία φέρνει τον αυτόχειρα η «πολιτική των μνημονίων», είτε για την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την ανεργία κ.ο.κ., η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα της κρίσης και αντίσταση εναντίον της. Οι αυτοκτονίες είναι ένα ακόμα βέλος στη φαρέτρα του «αντιμνημονιακού μπλοκ»: είναι «η ματωμένη πτυχή του μνημονίου» (left.gr: http://goo.gl/eRKl8), είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής των «δοσίλογων» και των «Τσολάκογλου», είναι δολοφονίες (Βαθύ Κόκκινο: http://goo.gl/KTxZT), είναι η «σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι», καθότι «το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει» (autoktoniaellada.blogspot.gr). Σ’ αυτό το ιδιότυπο τσουβάλιασμα αυτοκτονιών και απόψεων περί αυτών, κάθε αυτοκτονία είναι «κοινωνική» και κάθε αυτόχειρας «ένας μάρτυρας της αντίστασης». Αδιάφορο ποιος και γιατί. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ελλείψει άλλων βημάτων αριστερού λόγου, ο Ριζοσπάστης ήταν αυτός που είχε αναλάβει όλο το βάρος της κοινωνικής ανάδειξης των αυτοκτονιών. Για τον Ριζοσπάστη εκείνης της εποχής, όταν «λιποθυμούν στους δρόμους οι φτωχοί απ’ την πείνα» (6.10.1933 ) οι άνθρωποι αυτοκτονούν από απελπισία γιατί είναι άνεργοι, εξαθλιωμένοι, φτωχοί.

Οι δύο στρατηγικές δεν είναι αντίθετες ούτε αλληλοαποκλειόμενες, όπως ίσως φανταζόταν κανείς. Και στις δύο περιπτώσεις, η κίνηση είναι παρόμοια, καίτοι αντίστροφη: στη μία περίπτωση, ο λόγος ξεκινάει από την ψυχολογικοποίηση (τονίζοντας την προσωπική απόγνωση, την κοινωνική απελπισία, αλλά πιθανόν και την εθνική «ενοχή») για να φτάσει στην πολιτικοποίηση, ενώ στην άλλη ο λόγος αρχίζει από την «αντίσταση» και την «αντίδραση» για να φτάσει, και πάλι, στην ψυχολογικο
ποίηση («ορίστε σε τι απόγνωση μας έχουν καταντήσει οι κυβερνήσεις σας και οι πολιτικές τους»). Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε την «κραυγή απόγνωσης», στη δεύτερη, την «κραυγή ανατροπής» (τα πρωτοσέλιδα της επομένης της αυτοκτονίας Χριστούλα, στις 5 Απριλίου 2012, είναι ενδεικτικά: «Μήνυμα απόγνωσης με δημόσια αυτοκτονία»: Τα Νεα, «Μάρτυρας για την Ελλάδα»: Ελεύθερος Τύπος, «Κραυγή αφύπνισης»: Αυγή, «Σφαίρα-Κραυγή κατά του πολιτικού συστήματος»: Η Βραδυνή, «Σοκάρουν οι συνεχείς αυτοκτονίες»: Ο Λόγος, «Συνταξιούχος-μάρτυρας της κατοχικής κυβέρνησης του Μνημονίου»: Ελεύθερη Ώρα, «Η απόγνωση όπλισε το χέρι του 77χρονου»: Έθνος). Είναι σαφές ότι, στον δημόσιο λόγο, η ιδεολογική χρήση του συμβόλου των αυτοκτονιών κινείται πάνω στον ίδιο κύκλο. Μάλιστα, η σύμπτωση των δύο στρατηγικών δεν περιορίζεται μόνο στα media. Σε διάλογο που αναπτύχθηκε μεταξύ Ελλήνων ερευνητών μέσα από τις σελίδες της ιατρικής επιθεώρησης Lancet περί των επιπτώσεων της κρίσης στην ελληνική κοινωνία, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ένα: μολονότι δεν είναι σίγουρο ότι η κρίση αυξάνει τις αυτοκτονίες, είναι βέβαιο ότι αυξάνει τις ψυχιατρικές ασθένειες (και τη χρήση αντικαταθλιπτικών), τις επιδημίες (το AIDS φυσικά) και τη βία – όλα αυτά απειλούν την «απόλυτη πηγή πλούτου της χώρας: τον λαό της». Προς επίρρωση των παραπάνω, ορισμένοι εκ των ερευνητών επικαλούνται την περίφημη (και ατεκμηρίωτη) δήλωση του πρώην υπουργού Υγείας, Α. Λοβέρδου, περί αύξησης των αυτοκτονιών κατά 40%. Και άλλοι κλείνουν τον κύκλο με μια πολιτικοεπιστημονική επωδό: Η πενταετία που απαιτείται για να εξαχθούν έγκυρα επιδημιολογικά συμπεράσματα «ίσως είναι πολύ μακριά, αν οι άνθρωποι έχουν πεθάνει λόγω της έλλειψης προληπτικών στρατηγικών για τις αυτοκτονίες». (βλ. Lancet: http://goo.gl/NpD3a, http://goo.gl/T0seY, http://goo.gl/x1m8x, http://goo.gl/whE1Q)

Ο κύκλος αυτός έχει ένα κέντρο: οι αυτοκτονίες και η υποτιθέμενη έξαρσή τους «αποδεικνύουν» ότι εκτός από «ανάδελφο», είμαστε και ένα «ηρωικό» έθνος. Μια χώρα χειμαζόμενη, ένα έθνος που συντρίβεται κάτω από την μπότα του «κατακτητή», με την αρωγή των ντόπιων κολαούζων του, που όμως παραμένει ένα έθνος ηρώων: οι αυτόχειρές του είναι θυσία στους βωμούς που έχουν στήσει οι κατοχικές δυνάμεις και συνάμα οι «πρώτοι νεκροί», «το λίπασμα της λευτεριάς». Το μαρτυρικό έθνος μας αυτοκτονεί μεν, αλλά αντιστέκεται σθεναρά στον κατακτητή. Στο αντιμνημονιακό τσουβάλι όλοι οι καλοί χωράνε. Απέναντι στον πόλεμο που μας κήρυξε όλη η οικουμένη, εμείς αντιστεκόμαστε αγέρωχα και ηρωικά, χορεύοντας τον χορό του Ζαλόγγου. Αυτό που υποκρύπτει ο περί αυτοκτονιών δημόσιος λόγος δεν είναι μόνο η πολιτική και η ιδεολογία (που δεν έχουν θέση στο τσουβάλι), αλλά και η «εθνικοποίηση» της κρίσης. Είναι κοινή γνώση ότι μόνο στην Ελλάδα έχουν εκτιναχθεί οι αριθμοί των αυτοκτονιών τα χρόνια της κρίσης, είναι κοινή γνώση ότι εδώ δίνεται η μεγάλη μάχη.

Επιστροφή στην ομαλότητα
Πίσω από τον λόγο περί αυτοκτονιών, όμως, δεν κρύβεται μονάχα το «εθνικό μεγαλείο της αυτοθυσίας», αλλά και η επιθυμία για επιστροφή στους «αλλοτινούς καιρούς», στις «καλές εποχές», τότε που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν για κάποιο ιδανικό ή από έρωτα, όχι από πείνα και απόγνωση. Αν οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάζονται όταν διαταράσσεται η κοινωνική ισορροπία, δηλαδή η κανονικότητα, τότε η ανάδειξή τους σε μείζον ζήτημα της δημόσιας σφαίρας υποκρύπτει αυτή τη νοσταλγία για την εποχή της «κοινωνικής ειρήνης». Ο Ντυρκέμ, ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν υπέρμαχος του κοινωνικού ελέγχου και πολέμιος της «ανομίας» (της έλλειψης ελέγχου, δηλαδή) παρατήρησε ότι οι αυτοκτονίες δεν μειώνονταν στις εποχές της ευμάρειας και της αφθονίας, αλλά κατά τη διάρκεια πολέμων και επαναστατικών περιόδων (1848, 1871). Το συμπέρασμά του ήταν αναπόφευκτο:

Τα γεγονότα αυτά υπόκεινται κατά συνέπεια σε μία μόνο ερμηνεία· δηλαδή, ότι οι μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και οι μεγάλοι λαϊκοί πόλεμοι εξάπτουν τα συλλογικά αισθήματα, παροτρύνουν εξίσου το αντάρτικο πνεύμα και τον πατριωτισμό, την πολιτική και την εθνική πίστη και, συγκεντρώνοντας τη δραστηριότητα προς έναν μόνο σκοπό, προκαλούν, τουλάχιστον πρόσκαιρα, μια ισχυρότερη ολοκλήρωση της κοινωνίας. Η σωτήρια επίδραση που μόλις δείξαμε ότι υπάρχει οφείλεται όχι στην κρίση, αλλά στον αγώνα που προκαλεί. Καθώς οι αγώνες αυτοί αναγκάζουν τους ανθρώπους να ενώνονται για να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο, το άτομο σκέπτεται λιγότερο τον εαυτό του και περισσότερο την κοινή υπόθεση. Κατανοούν, άλλωστε, ότι αυτή η ολοκλήρωση μπορεί να μην είναι καθαρά πρόσκαιρη αλλά μερικές φορές μπορεί να επιζήσει από τις άμεσες αιτίες που την υποκίνησαν, ιδιαίτερα όταν είναι έντονη.

Το θέαμα της έσχατης επιλογής 
Πλάι στην ανάδειξη των αυτοκτονιών ως μια πράξη μαρτυρική και μεγάλη, η λίστα με τις αυτοκτονίες συμπολιτών μας, χειμαζόμενων από την οικονομική κρίση, προβάλλεται ως μια διαρκώς
αυξανόμενη λογική ακολουθία της νέας δυσβάσταχτης συνθήκης. Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων έχουν εδώ τον πρώτο λόγο. Την ώρα που η πολιτικοποίηση των αυτοκτονιών αναδύεται στον πυρήνα του δημόσιου λόγου, την ίδια ακριβώς στιγμή αυτή αποβάλλεται χάριν της λαγνείας της κλειδαρότρυπας. Οι χοντροκομμένες βινιέτες κάτω απ’ τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ («Το ματωμένο μνημόνιο», «Οι αυτοκτονίες του ΔΝΤ») αποτελούν το όριο της απόπειρας να συνδεθεί η αυτοκτονία με την επιφάνεια της πραγματικότητας. Στο επόμενο καρέ, ο φακός ζουμάρει στο αίμα. Η μεγάλη πράξη παραμένει σημείο των καιρών αλλά στην ουσία της είναι, πώς αλλιώς, πρωτίστως ατομική. Και χάριν τηλεοπτικής «οικονομίας», εμπορεύσιμη. Η κρεμασμένη θηλιά στο σαλόνι του υποψήφιου αυτόχειρα (βλ. Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα, «Η Ελλάδα της κατάθλιψης και της ελπίδας») αιχμαλωτίζει το βλέμμα και μαζί οποιαδήποτε επεξεργασία με πολιτικούς όρους του υπαρκτού αυτού προβλήματος. Η αυτοκτονία-θέαμα τρομάζει, θυμώνει, την ίδια στιγμή που καθησυχάζει τον θεατή, αναλογιζόμενο από την άλλη πλευρά του γυαλιού τη δική του καλύτερη τύχη, αφού ακόμη δουλεύει έστω για 600 ευρώ, αφού ακόμη παίρνει το επίδομα ανεργίας, αφού ακόμη γελά τα βράδια με τους φίλους του.


Ο εθισμός στη βία της τηλεοπτικής εικόνας ενός συνανθρώπου μας που για οικονομικούς λόγους αυτοκτονεί συμβάλλει στην ενοχική αποδοχή των (αυτο)καταστροφικών συνεπειών της κρίσης. Η εικόνα δεν χρειάζεται να αναλύσει για να είναι δυνατή, εδώ δεν ενδιαφέρει η αναζήτηση πολιτικών ευθυνών, το θέαμα όσο πιο πολύ σιωπά τόσο πιο αποτελεσματικό γίνεται∙ «το θέαμα δεν θέλει να καταλήξει πουθενά αλλού παρά στον ίδιο του τον εαυτό» (Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του θεάματος, μτφρ. Π. Τσαχαγέας-Ν. Αλεξίου, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1986, σ. 28). Το θέαμα υποτάσσει, καταβροχθίζει τη δυνατότητα κάθε προβληματισμού, αποκοιμίζει κάθε πολιτική εγρήγορση. Το θλιβερό γεγονός μιας αυτοκτονίας ορμώμενης από τη συγκυρία εκπίπτει σε ένα ακόμη στιγμιότυπο μιας σειράς εναλλασσόμενων εικόνων στην επιδερμίδα της πραγματικότητας. Γίνεται ακόμη μια καταγραφή σε μια μακριά λίστα που εξοργίζει και λυπεί, ένα ακόμη νούμερο που περιγράφει και μαζί ναρκώνει την αποχαυνωμένη συνείδηση της κατανάλωσης. Η αισθητικοποίηση του κύματος αυτοκτονιών από τα ΜΜΕ απογυμνώνει εντέλει την ίδια την πράξη από οποιαδήποτε πολιτική συνδήλωση θα μπορούσε αυτή να έχει. Το λειτούργημα της ενημέρωσης, άλλωστε, έχει χαρακτήρα παιδαγωγικό. Ευτυχώς, μετά την αποτρόπαια είδηση μιας ακόμη αυτοκτονίας, έχεις την ευκαιρία να παρακολουθήσεις την περίπτωση της κρίσης που έγινε ευκαιρία, σε ένα χωριό, σε ένα Πανεπιστήμιο, στην αλληλεγγύη του ΣΚΑΪ και της Εκκλησίας. Η αισθητική επικαθορίζει την πολιτική. Ο ένας πότε εξαγνίζει μαρτυρικά και πότε φωτίζει θριαμβικά τον δρόμο του μετέωρου πλήθους, των πολλών. Οι πολλοί συνεχίζουν να είναι ανεξέλεγκτοι και ζωντανοί…

Οι συνέπειες της κρίσης έγιναν από νωρίς αντικείμενο προς κατανάλωση. Η αποτύπωσή της μπήκε στα σπίτια του τηλεοπτικού κοινού με εικόνες που προκαλούν θλίψη και έλεος: εικόνες αστέγων, κλειστών μικρομάγαζων, ανθρώπων που πηδούν από μπαλκόνια. Στη θέα του μικρού καθημερινού δράματος στο δρόμο, στους χώρους εργασίας, στη μικροκλίμακα της οριοθετημένης πραγματικότητας, προστίθεται η «θεαματική» αναπαραγωγή μιας πραγματικότητας που αφαιρεί, εστιάζει, διογκώνει, παραμορφώνει το υπάρχον. Ο θυμός μετατρέπεται σε οίκτο, αποστροφή, ακόμη και σε μύχια αναζήτηση της επόμενης εικόνας πόνου, που από τη μια τρομάζει από την άλλη καθησυχάζει, μέσω μιας ασυνείδητης διαδικασίας σύγκρισης περιπτώσεων. Η βιωμένη ανέχεια φαντάζει εύνοια μπροστά στα τηλεοπτικά αποσπάσματα αυτοχειρίας, «των μη αντιμετωπίσιμων οικονομικών αδιεξόδων». Η εικόνα του αυτόχειρα μπερδεύεται με τις εικόνες των σκουριασμένων λουκέτων στους δρόμους της Σόλωνος, τους άστεγους επαίτες και τις λιποθυμίες μαθητών από ασιτία. Η εικόνα απορροφά την οργή, εκτονώνει το θυμικό, αμβλύνει τις εντάσεις διά της αποσυμπίεσης του φορτίου αυτού στην εικόνα. Η εικονοποίηση της φρίκης αποσπά το περιεχόμενο από το αντικείμενο∙ για να δημιουργηθεί η εντύπωση αρκεί το απεικόνισμά του. Η απελπισία του κοινού που παρακολουθεί συναντάται με την απόγνωση του αυτόχειρα και ασυνείδητα μπαίνει στη ζυγαριά∙ «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί». Αν επιλεγεί άλλο ρεφραίν, όπως σημειώνουν «έγκριτοι» στατιστικογράφοι, καραδοκεί ο κίνδυνος μιμητισμού. Σε κάθε περίπτωση, η θεαματική διάσταση των αυτοκτονιών, στην τηλεοπτική εκδοχή τους, εξειδικεύει την κατάληξη ενώ κυριεύει τη βιωμένη πραγματικότητα ως αφετηρία. Το ανθρωποφάγο θέαμα είναι αδιαμφισβήτητο, απρόσιτο άρα «πραγματικό»∙ είναι αυτό που φαίνεται κι αυτό που φαίνεται είναι τρομακτικό. Το θέαμα σοκάρει, μονώνει, αποτελεί ένα ακόμη γρανάζι στη μηχανή παραγωγής μιας απομακρυσμένης αναπαράστασης ιδιώτευσης. Είναι η άρνηση κάθε δραστηριότητας της συνείδησης, η άρνηση κάθε συνάντησης, κάθε διαλόγου.

Το θέαμα είναι η συντήρηση της έλλειψης συνείδησης μέσα στην πρακτική μεταβολή των συνθηκών ύπαρξης. […] Η στάση που το θέαμα αξιωματικά απαιτεί είναι αυτή η παθητική αποδοχή την οποία έχει ήδη εξασφαλίσει με τον τρόπο που εμφανίζεται χωρίς να επιδέχεται αντίρρηση, με το μονοπώλιό του της φαινομενικότητας. […] Ο συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης του θεάματος είναι ακριβώς η αφαίρεση. Μέσα στο θέαμα, ένα μέρος του κόσμου αναπαρίσταται ενώπιον του κόσμου και είναι ανώτερο απ’ αυτόν. Το θέαμα δεν είναι παρά η κοινή γλώσσα αυτού του διαχωρισμού. Αυτό που συνδέει τους θεατές είναι μια μονόδρομη σχέση με το ίδιο το κέντρο που συντηρεί την απομόνωσή τους. Το θέαμα συνενώνει το διαχωρισμένο, αλλά το συνενώνει σαν διαχωρισμένο. (Γκυ Ντεμπόρ, ό.π., σ. 27-34 ).




1. Βέβαια, αν κανείς διαβάσει με προσοχή την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., θα διαπιστώσει ότι στα αίτια των σοβαρότερων περιστατικών καταγράφονται το «σύνδρομο διπλής προσωπικότητας», τα «σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα» και τα «χρόνια ψυχολογικά προβλήματα», αίτια δηλαδή που κάθε άλλο παρά συνδέονται με την τρέχουσα συγκυρία.

2. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σε σχόλιό του (με τίτλο «Ο Πόλεμος Κατά του Έιντζ και των Αυτοκτονιών») στην ιστοσελίδα του περιοδικού Intellectum, ο αρχισυντάκτης του, Βίκτωρ Τσιλώνης, συνδέει (αθώα, εκ πρώτης όψεως) τις αυτοκτονίες με ένα άλλο «καυτό» θέμα του φετινού καλοκαιριού: «Γιατί νομίζω ότι η σκόνη από τα πτώματα των αυτόχειρων και η ακόμη πιο τεράστια αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών επιβάλλει όλως παραδόξως στην ελληνική πολιτεία να προμηθευτεί πρώτα αντικαταθλιπτικά και οπιούχα φάρμακα για τους ρημαγμένους πολίτες της» [σ.σ.: αντί για φάρμακα για το Έιτζ, προφανώς] (http://goo.gl/q1X8Q).


Περιοδικό λεύγα τ. 8 (Σεπτ. 2012), σ. 17-23.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου