Ας είμαστε σοβαροί: «νέος ελληνικός εμφύλιος» δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει πουθενά αλλού εκτός απ’ την οθόνη του μυαλού μας. Στην τρέχουσα φάση αναδιάρθρωσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μετά από δεκαετίες εντατικής υλικής και διανοητικής προσαρμογής των κοινωνικών τάξεων του δυτικού κόσμου στο καλούπι (ή το «επιστημικό καθεστώς», αν προτιμά κανείς τη θεωρητική αργκό) του μεταμοντερνισμού, οι άνθρωποι και οι κόσμοι τους έχουν εγκλωβιστεί για τα καλά, φαίνεται, σε ένα χωροχρονικό κενό όπου τίποτα δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Ελεύθεροι εσωτερικοί «εαυτοί» στέκουν ανήμποροι να αλλάξουν οτιδήποτε μέσα τους ή γύρω τους, την ώρα που οι περιβάλλοντες κόσμοι επιβάλλονται σαν μοίρα, με κανόνες αναπόδραστους, τους οποίους τηρούν υποχρεωτικά, εκόντες άκοντες, συνειδητά ή ασυνείδητα, οι ως ανωτέρω ελεύθεροι «εαυτοί». Τέτοια προκαθορισμένη αρμονία του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει ούτε ο ικανότερος φιλοσοφικός απολογητής του κλασικού απολυταρχισμού· και τέτοια άνευ έργων ή λόγων δικαίωση της «θείας χάριτος» και των εκλεκτών της ασφαλώς δεν θα ονειρευόταν ούτε ο ίδιος ο Καλβίνος. Γι’ αυτό, ό,τι μπορούμε ακόμα να παρατηρήσουμε και να αναλύσουμε δεν θα το δούμε να εκτυλίσσεται πουθενά στον «έξω κόσμο». Το μόνο που μας μένει είναι να το αναπαραστήσουμε στην οθόνη του μυαλού μας, καθώς αναφέραμε, ελπίζοντας ότι αυτή θα μπορέσει τουλάχιστον να φωτίσει την επικράτεια των κυρίαρχων αναπαραστάσεων καλύτερα απ’ ό,τι η οθόνη της τηλεόρασης, του υπολογιστή μας ή του smartphone μας.
Το πρώτο στάδιο του νέου ελληνικού εμφυλίου αναδύθηκε στις αρχές Μαΐου του 2010 και ολοκληρώθηκε ακριβώς δύο χρόνια αργότερα, με τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2012. Έχουν σημασία τα ρήματα: «αναδύθηκε», αλλά δεν άρχισε· «ολοκληρώθηκε», αλλά δεν τέλειωσε. Βρισκόμαστε ακόμα, εδώ και χρόνια, στο εν λόγω πρώτο στάδιο, αλλά είναι φανερό ότι δεν έχουμε πια τίποτα να περιμένουμε από δαύτο: όλες του οι μορφές εμφανίστηκαν και εξαντλήθηκαν, όλα τα εικονικά του γεγονότα συνέβησαν, όλες οι εικονικές του μάχες δόθηκαν.
Πράξη πρώτη: το μέτωπο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στήθηκε για πρώτη φορά στους δρόμους της Αθήνας στις 5 Μαΐου 2010, κατά τη «μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της Μεταπολίτευσης», όταν ελληνικές σημαίες ανέμιζαν μανιασμένες πάνω στα σκαλιά του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ παραδίπλα τρεις εργαζόμενοι πέθαιναν από αναθυμιάσεις μέσα στο φλεγόμενο κτίριο της Marfin Bank. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα κατέκλυζαν την ίδια ώρα τους γύρω δρόμους, δίνοντας την εντύπωση ότι η πτώση του πολιτικού συστήματος που «έκανε τη χώρα βορά των Γερμανών/δανειστών/αγορών/τραπεζών/τοκογλύφων» ήταν ζήτημα λίγων ημερών το πολύ. Τίποτα τέτοιο, φυσικά, δεν συνέβη. Όλως αντιθέτως, κατά τον επόμενο χρόνο, η Τρόικα, αυτός ο νέος «στρατός κατοχής», έγινε ήρεμα-ήρεμα μέρος της καθημερινότητάς μας, η σύνθλιψη θεμελιωδών εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων και δικαιωμάτων εξελίχθηκε χειρουργικά, και το θέατρο του δρόμου περιορίστηκε σε κάποιες αραιές 24 ωρες ή 48ωρες τελετές που έφεραν ψευδεπίγραφα την επωνυμία «γενική απεργία», προκαλώντας γνήσια έκπληξη σε πλήθος παρατηρητών, συνήθως εκτός Ελλάδας – «σε μας έχει χρόνια να γίνει γενική απεργία, ενώ εσείς έχετε κάνει δέκα μέσα σε λίγους μήνες!»: εδώ όμως συγκρίνονταν, ολοφάνερα, μήλα με πορτοκάλια.
Πράξη δεύτερη: ακριβώς ένα χρόνο μετά «τα γεγονότα» της 5ης Μαΐου 2010, και φαινομενικά χωρίς καμία σχέση με αυτά, δολοφονείται στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα σε μια σχεδόν γκετοποιημένη μεταναστευτική συνοικία με όλα τα κομφόρ (πορνεία, συμμορίες του δρόμου, αστυνομοκρατία, ακροδεξιούς παρακρατικούς), ένας Έλληνας οικογενειάρχης – δράστες, κάποιοι μετανάστες· κίνητρο, η ληστεία. Αμέσως ξεσπούν εκτεταμένα ρατσιστικά πογκρόμ σε όλη την ευρύτερη περιοχή, ενώ η δημόσια ατζέντα κυριαρχείται για μερικές εβδομάδες από τα θέματα της «λαθρομετανάστευσης», της «εγκληματικότητας» και της «αναβάθμισης της ποιότητας ζωής στην πρωτεύουσα». Καταστηματάρχες, «επιτροπές κατοίκων», ένας νεοεκλεγείς δήμαρχος και ποικίλοι ειδικοί ένθεν κακείθεν συμφωνούν, για πρώτη φορά τόσο κατάφωρα, στην εξής θέση: όταν η εργασία και η ζωή των κατοίκων της χώρας υποτιμάται τόσο βάναυσα και τόσο σχεδιασμένα, το πρόβλημα προκαλείται, ακριβώς, από την κατεξοχήν σύγχρονη φιγούρα υποτιμημένης ζωής και εργασίας – τον μετανάστη. Το μέτωπο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» ανακάμπτει ως μέτωπο ενάντια στον εσωτερικό-εξωτερικό εχθρό, αυτόν που λαθραία εισέβαλε στη ζωή μας και απειλεί να μας μιάνει παρόν, παρελθόν και μέλλον με την παρουσία του.
Πράξη τρίτη: μόλις λίγες μέρες μετά τα παραπάνω «γεγονότα», στα τέλη Μαΐου του 2011, «ο λαός μας αποφασίζει να πάρει το μήνυμα» των Ισπανών «αγανακτισμένων» και να ξεχυθεί στις πλατείες όλης της χώρας, ζητώντας, ακομμάτιστα και ειρηνικά, την απαλλαγή του από τον «ξένο ζυγό» και την παραδειγματική τιμωρία των «προδοτών πολιτικών». Απείρου κάλλους σκηνές διαδραματίζονται ιδίως στην πλατεία Συντάγματος, επίκεντρο του κινήματος της μούντζας, όπου πλανόδιοι πωλητές, γραφικοί πατριώτες και λογής-λογής «συνήθεις ύποπτοι» –αριστεροί, εναλλακτικοί, καλλιτέχνες…– ενώνουν τις δυνάμεις τους τα απογεύματα (γιατί τα πρωινά δουλεύουν, τηρώντας τους όρους του «ξένου ζυγού»), κάνοντας συνελεύσεις όπου κηρύσσεται η άμεση δημοκρατία και γενικώς… περνώντας καλά. Η εμφάνιση των Ελλήνων «αγανακτισμένων» αποφορτίζει την αφόρητη πίεση που ασκείται το προηγούμενο διάστημα στους ανυπεράσπιστους εσωτερικούς-εξωτερικούς εχθρούς της πλατείας Βικτωρίας και του Αγίου Παντελεήμονα, το ίδιο όμως το μέτωπο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» δεν αλλάζει χαρακτήρα· παραμένει στραμμένο ενάντια στον εχθρό, εσωτερικό και εξωτερικό τώρα (οι κατακτητές και οι δοσίλογοι…), αφήνοντας εκκρεμές το ερώτημα: ποιοι είμαστε «εμείς»;
Πράξη τέταρτη: αμέσως μετά το καλοκαίρι, όταν πια οι πλατείες είχαν ησυχάσει, το μέτωπο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» φάνηκε να επανέρχεται προς στιγμή στις συνθήκες μαζικότητας που είχε όταν πρωτοεμφανίστηκε, τον Μάιο του 2010. Στις 19 και 20 Οκτωβρίου εκτυλίχθηκε μία ακόμα (ομολογουμένως εντυπωσιακή) τελετή με την επωνυμία «γενική απεργία», η οποία έφερε στο προσκήνιο μια νέα παράμετρο: την υπόκωφη μέχρι τότε, ανοιχτή στις 20 Οκτωβρίου, σύγκρουση ανάμεσα στις «ακομμάτιστες», «κινηματικές», «λαϊκές», «αντιμνημονιακές» μάζες και την κοινοβουλευτική κομμουνιστική αντιπολίτευση, το ΚΚΕ. Η «αντίφαση ουσίας» την οποία φέρει ενδογενώς, εδώ και δεκαετίες, το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα συναντήθηκε στον δρόμο με τη μικροαστικού τύπου λαϊκή «αγανάκτηση», με επίδικο τον έλεγχο της πλατείας Συντάγματος, αν όχι και την πεισματικά φετιχοποιημένη «είσοδο στη Βουλή». Το θέαμα του πετροβολήματος και της «παλουκιάδας» μεταξύ Κόμματος και Κινήματος μπροστά απ’ τη «Βουλή των προδοτών» εν πολλοίς προεικόνισε το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου 2012, συνιστώντας μια αναπαράσταση εμφυλίου σε μπουκάλι: η «αντιμνημονιακή» παράταξη άρχισε να συγκροτεί το «εμείς» της, μη διστάζοντας να στραφεί ενάντια σε διαδηλωτές εργάτες που δεν ήθελαν, δεν ήξεραν ή εμποδίζονταν σκόπιμα (το ίδιο κάνει) να δουν τους εαυτούς τους ως «εξεγερμένους». Στις 5 Μαΐου 2010, τη νύφη είχαν πληρώσει, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, τρεις άτυχοι τραπεζικοί· στις 20 Οκτωβρίου 2011, τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος ανέλαβε ο ίδιος ο μηχανισμός του ΚΚΕ, εν μέσω καταιγισμού χημικών, με έναν οικοδόμο να χάνει τελικά τη ζωή του από έμφραγμα.
Πράξη πέμπτη: τον Φεβρουάριο του 2012, και ενώ το δεύτερο μνημόνιο είχε ήδη δρομολογηθεί από τη συγκυβέρνηση δεξιών, νεοδεξιών και ακροδεξιών υπό τον τέως αρχιτραπεζίτη του εκσυγχρονισμού, οι τελετές των «γενικών απεργιών» έλαβαν και επισήμως τέλος, όταν μια θλιβερή λιτανεία εργατοπατέρων στις 11 Φεβρουαρίου ακολουθήθηκε την επομένη από μια εκθαμβωτική «Κυριακή των αγανακτισμένων» με γνωρίσματα που έλειπαν παντελώς από το «κίνημα των πλατειών» της προηγούμενης άνοιξης. Αυτή τη φορά, ο χημικός πόλεμος από την αστυνομία απαντήθηκε με γενικευμένα επεισόδια, πλιάτσικα, εκτεταμένες καταστροφές «νεοκλασικών» και άλλα τινά. Το «εμείς» της «αντιμνημονιακής» παράταξης, με αυξημένη αυτοπεποίθηση πλέον, έπαψε προσωρινά να αναζητά εχθρό για να αυτοπροσδιοριστεί και κατέθεσε εμφατικά τη νεοπαγή του «ταυτότητα»: παραμένοντας μέσα σε ακραίες συνθήκες στον δρόμο, συμμετέχοντας ενεργητικά ή παθητικά στις καταστροφές τραπεζών και καταστημάτων, πετώντας ακόμα και πέτρες ενάντια στην αστυνομία. Ο «εμφύλιος σε μπουκάλι» του Οκτωβρίου μετατράπηκε σε «λαϊκή εξέγερση» σε μπουκάλι τον Φεβρουάριο: όποιος δεν είχε τον νου του, θα μπορούσε στιγμιαία να πιστέψει ότι φτιαχνόταν απ’ το πουθενά λαϊκό κίνημα χωρίς μικροαστικά συμπλέγματα, χωρίς δηλαδή την πάγια ανάγκη για εσωτερικούς-εξωτερικούς εχθρούς που, μόνη αυτή, συμφιλιώνει τον πάσχοντα μικροαστό με τον εαυτό του. Φευ…
Πράξη έκτη: η προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 ξεκινά και διεξάγεται μέσα σε έναν πυρετό μέτρων, εξαγγελιών, συζητήσεων για «το μεταναστευτικό». Από το πουθενά. Χωρίς την παραμικρή αφορμή. Σε χρόνο-ρεκόρ στήνονται στρατόπεδα συγκέντρωσης-«κέντρα φιλοξενίας», «σκούπες» πραγματοποιούνται καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας, η «ασφάλεια» γίνεται κεντρικό ζήτημα σε τηλεοπτικά προεκλογικά σποτ και πάνελ, ενώ το εντελώς πρόσφατο δεύτερο μνημόνιο, και μαζί του το επερχόμενο «δεύτερο μεσοπρόθεσμο», περνούν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Αίφνης ξεκινούν και τα ρατσιστικά εγκλήματα στην επαρχία, από «μεμονωμένους ψυχοπαθείς», σύμφωνα με τους επίσημους απολογισμούς. Τουναντίον, είναι τέλεια ενορχηστρωμένη η κρατική καμπάνια διαπόμπευσης και ποινικοποίησης οροθετικών ιερόδουλων του κέντρου της Αθήνας, με την οποία κορυφώνεται η κραταιά εκστρατεία για την πάταξη διαφόρων «υγειονομικών βομβών», από τους 300 μετανάστες απεργούς πείνας του περσινού χειμώνα μέχρι τις ιερόδουλες, τους αστέγους, και (ακόμα) πάει λέγοντας. Θεάρεστο «κλιματάκι» για εκλογές, δεν είναι έτσι;
Πράξη έβδομη· αυλαία: στις 6 Μαΐου 2012, το αποτέλεσμα των εκλογών περιορίζει τα κόμματα της συγκυβέρνησης σε ένα αξιοθρήνητο συνολικό ποσοστό του 32 %, τετραπλασιάζοντας απεναντίας την εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ (σχεδόν 17%), δίνοντας στους νεόκοπους Ανεξάρτητους (και τηλεοπτικά Καμμένους) Έλληνες ποσοστό άνω του 10% και… εικοσαπλασιάζοντας (και βάλε) το παραδοσιακά αμελητέο ποσοστό των νεοναζί της Χρυσής Αυγής (7% από 0,29%). Μέσα στην εκλογική αποτίμηση της αντιπαράθεσης «μνημονίου/αντιμνημονίου», σχεδόν απαρατήρητο περνά το ελάχιστα ανεβασμένο ποσοστό του ΚΚΕ, ομοίως το 6% της πρωτοεμφανιζόμενης Δημοκρατικής Αριστεράς (του ΠΑΣΟΚ), όχι όμως και το συνολικό 7% των –προσωρινά εξωκοινοβουλευτικών– αμιγώς νεοφιλελεύθερων κομμάτων, δύο εκ των οποίων έσπευσαν ήδη να έλθουν εις γάμου κοινωνία (το τρίτο και βαρύτερο επέστρεψε στο δεξιό μαντρί). Αναμενόμενα, εκτός κοινοβουλίου έμεινε προς το παρόν και ο καθεστωτικός αρχιλαγός της προηγούμενης διετίας, ο λάιτ ακροδεξιός και φουλ τυχοδιωκτικός ΛΑ.Ο.Σ. Η παράσταση ολοκληρώνεται χωρίς συμβάντα, αλλά με πολλές «εκπλήξεις», απαραίτητο συστατικό κάθε σωστού λαϊκού θεάματος: αριστεροί σοσιαλδημοκράτες «των κινημάτων», κρυφοχουντικοί φιλελεύθεροι και πατενταρισμένοι ναζιστές δίνουν από κοινού τον τόνο σε ένα μετεκλογικό τοπίο πιο γκρίζο κι από το εξώφυλλο της προ-προηγούμενης Λεύγας. Η πολιτική λογική λέει ότι αυτή η τριπλέτα δεν μπορεί να αποτελεί κανενός είδους «ενότητα»· μόνο που, δυστυχώς για την πολιτική λογική, υπάρχει και η κοινωνική βάση.
Είτε τα «υπεύθυνα» επιτελεία των «πρόθυμων» κομμάτων αποφασίσουν να προτάξουν το συμφέρον της τάξης τους και να σχηματίσουν άλλη μια συγκυβέρνηση, είτε ο νεοπαγής αριστερός κυβερνητισμός μετατραπεί σε ένα είδος κυβερνητικού κινηματισμού που η χώρα έχει να δει από την εποχή του «Ανένδοτου» και ξεκινήσει άλλη μία προεκλογική περίοδος, το κοινωνικό υπόβαθρο των πολιτικών εξελίξεων θα παραμείνει απαράλλακτο, εμμόνως κολλημένο σε αυτό που ονομάσαμε «πρώτο στάδιο του νέου ελληνικού εμφυλίου»: μια ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία, με χαρακτηριστικά ενός ολοένα πιο αγριωπού και απροκάλυπτου κανιβαλισμού, εσωστρεφούς, εξωστρεφούς ή και τα δύο μαζί, ασφαλώς δεν προοιωνίζεται καμιά ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, όποια εξωτερική μορφή κι αν (έχει) πάρει το εγχώριο πολιτικό σύστημα τις αμέσως επόμενες (ή προηγούμενες) εβδομάδες. Στο μέτωπο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο», όλοι πλέον είναι φανατικά «αντιμνημονιακοί» και όλοι αποδέχονται, κρυφά ή φανερά, «λίγο» ή «πολύ», το κακό που με κάθε τρόπο ξορκίζουν· «μνημόνιο» είναι το όνομα αυτού που λατρεύουμε να μισούμε αλλά που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, κι έτσι καταφεύγουμε σε κάθε διαθέσιμη φούσκα (κινηματική, πατριωτική, ρατσιστική, καταναλωτική) για να του κρυφτούμε. Σε αυτό το πρώτο «εμφυλιοπολεμικό στάδιο», η διχασμένη και διχαστική ψυχολογία του μικροαστού είναι το άλφα και το ωμέγα: ο «λαός» τρώγεται με τα ρούχα του και τρώει τις ίδιες του τις σάρκες – μόνο μην του το πείτε.
*
Το δεύτερο στάδιο του νέου ελληνικού εμφυλίου, που δεν άρχισε ακόμα και δεν προβλέπεται να αρχίσει σύντομα, συνίσταται στην υπέρβαση της μικροαστικής ψυχολογίας και την πολιτικοποίηση των εικονικών ταυτοτήτων· συνίσταται, με άλλα λόγια, στην ανεύρεση της πολιτικής ιδεολογίας, αυτού του ξεχασμένου «πράγματος» που φτιάχνεται από μια γερή δόση προκαταλήψεων, αλλά και από κάμποσα βιώματα, αρκετές μεζούρες μνήμης, μια γενική αντίληψη της ιστορίας, μια στάλα θάρρους. Ό,τι χάθηκε στις δεκαετίες της ευημερίας, μέσα στον πανζουρλισμό των πολιτισμικών, καταναλωτικών, ιδιωτικοποιημένων «ταυτοτήτων», κορυφαία έκφραση του οποίου υπήρξε η δυσοίωνη εκλογική αποδέσμευση της μικροαστικής πλειοψηφίας από «τα δύο μεγάλα κόμματα», θα χρειαστεί να ανακαλυφθεί ξανά από την αρχή, προκειμένου να εμφανιστεί επιτέλους μια κάποια ρωγμή στη σφαίρα των κυρίαρχων εικόνων. Η διαδικασία είναι απλή, αν και φαντάζει σήμερα τόσο κοσμογονική όσο και ο σχηματισμός σπονδυλικής στήλης στην εξέλιξη των ειδών: πριν βολευτώ ξανά στα επόμενα εικονικά διλήμματα μετά το «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» («φιλοευρωπαϊσμός ή αντιευρωπαϊσμός», «ευρώ ή δραχμή», «κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά»), να θυμηθώ να θυμάμαι και να ρωτάω για ό,τι δεν θυμάμαι. Δεν είναι πολύ ευχάριστο, αλλά προτείνεται ανεπιφύλακτα ως άμεσο αντίδοτο διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Δε βλέπω να απαντιέται το ερώτημα ¨ποιοι είμαστε εμείς" που τίθεται και από τον συγγραφέα. Καλή η κατηγορία των μικροαστών και η παράθεση των διαφόρων σταδίων των στάσεων τους, αλλά δε βλέπω ποιος και πώς θα συγκροτήσει αυτήν την πολιτική ιδεολογία. Και αν τέλος πάντων, ξεπεράσουμε τις εικονικές ταυτότητες, ποιες ταυτότητες θα χρησιμοποιήσουμε? Αν σταμάτησω να είμαι Αντιμνημονιακός, τι θα είμαι μετά; Τίποτα ή κάτι πρέπει να είμαι?Τι θα είναι αυτό; Νομίζω δε θίγεται καν στο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπάθησα να γράψω μια κριτική στο κείμενο σου, αλλά μου βγήκε λίγο μεγάλη, οπότε τη δημοσίευσα στο μπλογκ μου:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://polyergaleio.blogspot.gr/2012/06/jusqu-ici-tout-va-bien.html
Eλπίζω να μη κολλήσεις με το επιθετικό και ειρωνικό υφάκι, γνωρίζεις ότι δεν είναι τίποτα προσωπικό, αλλά εξυπηρετεί τη χαρά του ενδοκινηματικού διαλόγου και των απαραίτητων πολιτικών αντιπαραθέσεων -ακόμα και πολεμικών- αρκεί να βασίζονται σε (ορθο)λογικά επιχειρήματα κι όχι σε άναρθρες κραυγές, λογική που θεωρώ ότι υπηρετεί μια χαρά το περιοδικό σας.