Η ανάπηρη δημοκρατία, η ασθενική δημοκρατία, η άτυχη δημοκρατία· η Βαϊμάρη παραμένει το αδιαμφισβήτητο σύμβολο της δυνατότητας της δημοκρατίας να αυτοκτονήσει, να αυτοκαταργηθεί, να παραδοθεί δημοκρατικότατα στις ορδές του φασισμού, να επιτρέψει τον σταδιακό εκφασισμό πρώτα της κοινωνικής και έπειτα της πολιτικής ζωής. Παραμένει το τυφλό σημείο των σχέσεων δημοκρατίας και καπιταλιστικής κρίσης, γεμάτο υπερβολές και αντιφάσεις: από την ακρότητα των εξπρεσσιονιστών, μέχρι τη γοητεία του Καρλ Σμιτ στην αριστερή σκέψη, από την πρώτη μορφή ενός κράτους πρόνοιας με το επίδομα ανεργίας, μέχρι τις οδομαχίες κομμουνιστών και ναζί έξω από τα καμπαρέ του μεσοπολεμικού Βερολίνου, η Βαϊμάρη λειτούργησε μετά τον πόλεμο ως ανάμνηση μιας φευγαλέας αλλά σημαντικής στιγμής, ενός πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος που κατέρρευσε δίνοντας τη θέση του στο χάος.
Αυτή η εσωτερική, οργανική αδυναμία της «δημοκρατίας» εν γένει, η αδυναμία της να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τους κακόβουλους και σκοτεινούς παράγοντες των «άκρων», προβάλλεται κατά κόρον τον τελευταίο καιρό ως μια διδακτική αναλογία με τη σημερινή Ελλάδα.[1] Ο προοδευτικός εκσυγχρονιστικός λόγος, βλέποντας να καταρρέει το καθησυχαστικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης (που υπήρξε η βάση νομιμοποίησης και η επαγγελία του), αναζητά στο παρελθόν μια αναλογία για να μπορέσει να συλλάβει το ακατανόητο: πώς είναι δυνατόν ο τροχός της ιστορίας να κινείται αντίστροφα.
Τι μας διδάσκει αυτή η αναλογία; Πρώτον, ότι η δημοκρατία είναι το πεδίο δόξης των «μετριοπαθών», των διαλλακτικών και συμβιβαστικών, των υμνητών της ταξικής συμφιλίωσης, όχι των οραματιστών, των ουτοπιστών και των επαναστατών (αφού, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε σκέψη που υπερβαίνει τον ορίζοντα της «δημοκρατίας» είναι συγχρόνως ουτοπική και ολοκληρωτική, δηλαδή όχι μόνο πρακτικά ανεφάρμοστη αλλά και επικίνδυνη). Τη Βαϊμάρη, το σύνταγμά της, την πολιτική της ζωή, τη δημιούργησαν –λέει ο μάλλον ρηχός μύθος– οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις (σοσιαλδημοκράτες, δημοκρατικό κέντρο και οι καλοί συντηρητικοί), ενώ την πολέμησαν τα άκρα, οι φασίστες και οι κομμουνιστές, με φυσικό αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι πρώτοι και να οδηγηθούμε στη μαύρη τρύπα της ευρωπαϊκής ιστορίας, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Αυτή η συνεκφορά των άκρων, ναζί και κομμουνιστών, είναι το κεντρικό δίδαγμα της αναλογίας: γύρω από το φωτεινό κέντρο της δημοκρατικής ομαλότητας και του Λόγου, καραδοκούν σε αγαστή συνεργασία οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού. Το φασματικό «φαιοκόκκινο μέτωπο», που κραδαίνουν και σήμερα οι γραφίδες του προοδευτικού τύπου, φαίνεται να δικαιώνεται από την εθνικοπατριωτική αντιμνημονιακή γραμμή, αυτή την ανίερη συμμαχία δεξιών και αριστερών, που λειτουργεί, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ως τεκμήριο ότι οι μάζες δεν αγαπούν τη δημοκρατία και αρκεί ένας λαϊκιστής δημαγωγός για να τις ρίξει στη φωτιά, προς μεγάλη θλίψη των φιλελεύθερων διανοουμένων και των κοινοβουλευτικών συντακτών.
Υπάρχουν βέβαια ομοιότητες που κάνουν πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό της αναλογίας. Ιδίως οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία μετά το Κραχ του 1929, οι παραποιήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, τα αλλεπάλληλα πακέτα μέτρων, τα διαδοχικά μνημόνια για την αποπληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων που στραγγάλισαν τη γερμανική οικονομία, η αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της κρίσης δανεισμού, οδήγησαν σε ένα αδιέξοδο που ταιριάζει γάντι με την ειδησεογραφία των ημερών μας:
Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που, αρνητικά αυτή τη φορά, μας φέρνει πίσω στις μέρες της Βαϊμάρης είναι ο περίφημος φόβος του πληθωρισμού και συνακόλουθα η διάλυση και προλεταριοποίηση των μεσοστρωμάτων, που λυγίζουν κάτω από το διπλό βάρος της ανεργίας και της απαξίωσης του νομίσματος. Ο φόβος αυτός εξάλλου εξηγεί, υποτίθεται, τη γερμανική στάση απέναντι στην κρίση χρέους της ευρωζώνης, αλλά και τον τρόμο που προκαλεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και η επιστροφή σε μια διαρκώς υποτιμούμενη δραχμή. Το μυστικό της επιτυχίας του Χίτλερ υπήρξε άλλωστε όχι ο προσεταιρισμός των εργατικών μαζών, αλλά η σταδιακή απορρόφηση όλων των δεξιών και κεντρώων πολιτικών κομμάτων, καθώς οι μεσαίες τάξεις έχαναν τις αποταμιεύσεις μαζί με τη δουλειά τους. Η μεταπολεμική νομισματική σταθερότητα θεωρείται και εδώ το αντίδοτο στον κίνδυνο του πληθωρισμού και το θεμέλιο της πολιτικής ισορροπίας.
Η δημοκρατία λοιπόν σε κάθε «εποχή κρίσης» κινδυνεύει. Αλλά δεν κινδυνεύει από όσους ζητούν παράκαμψη της νόμιμης διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος, απομάκρυνση του εγκληματικού ενδεχομένου των εκλογών, απαγόρευση των απεργιών. Γιατί η δημοκρατία είναι αδύναμη και χρειάζεται δεκανίκια –και κάποτε και γύψο– για να σταθεί όρθια και να αντιμετωπίσει τα ακραία στοιχεία. Χρειάζεται συσπείρωση των ολίγων πιστών της ενάντια στον ολοκληρωτισμό και τη βία από όπου και αν προέρχονται, χρειάζεται καταδίκη της αριστεράς, η οποία θα χρεωθεί την προδιαγεγραμμένη επικράτηση της άκρας δεξιάς. Χρειάζεται επίσης μέτωπα των δημοκρατικών δυνάμεων μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού, μέτωπα κάθε είδους, αντιμνημονιακά, αντιφασιστικά κ.λπ. Και εδώ η αναλογία με τη Βαϊμάρη χρησιμεύει διπλά: δικαιώνει τον μεγάλο συνασπισμό των σοσιαλδημοκρατών με το κέντρο και τη δεξιά, ενόψει του κινδύνου της φασιστικής ανόδου, αλλά και βοά για την ακρότητα των κομμουνιστών, που με το σύνθημα τάξη εναντίον τάξης και τη γραμμή του σοσιαλφασισμού, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ενός μεγάλου αριστερού (διάβαζε αντιμνημονιακού) μετώπου, και ουσιαστικά άνοιξαν τον δρόμο στον φασισμό. Μέτωπα παντού, αρκεί να μη μοιάζουν με το γαλλικό ή το ισπανικό λαϊκό μέτωπο, που ως θεμέλιό τους είχαν κοινούς εργατικούς αγώνες και πρώτο μέλημά τους ήταν κάτι περίεργα και αντιαναπτυξιακά μέτρα (οκτάωρο, διακοπές, απαγόρευση απολύσεων).
Η Βαϊμάρη λοιπόν, η αναλογία με τη δεκαετία του ’30, ταιριάζει γάντι σε όλους, δικαιώνει όλες τις γραμμές, ακόμα και τις πιο αντιδραστικές. Άλλος είναι όμως ο λόγος της πραγματικής «επικαιρότητάς» της. Γιατί η Βαϊμάρη, συμπύκνωση και απόσταγμα του Μεσοπολέμου, είναι ένας παράξενος κόσμος. Αυτό που κυριαρχεί στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής είναι οι μάζες: διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, απεργιακά συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες, οδομαχίες, παρελάσεις, αυτή είναι η εικόνα της δεκαετίας του ’30 (και όχι μόνο στη Γερμανία· η ίδια εικόνα στην Αμερική του Κραχ, στη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, στη Σοβιετική Ένωση). Ειδικά όμως η Βαϊμάρη είναι ο κόσμος των αρνητικών παθών των μαζών, της μνησικακίας και του ρεβανσισμού, της εθνικιστικής ή αντιεβραϊκής υστερίας, του μίσους ενάντια στους αστούς, του πολιτικού φανατισμού και του επαναστατικού μεσσιανισμού. Είναι ο κόσμος όπου οι μάζες μπορεί να ακολουθήσουν αύριο κάποιον αριστεριστή, κάποιον αιμοδιψή κομμουνιστή, μαριονέτα των σκοτεινών μπολσεβίκικων κέντρων ή κάποιον δεκανέα που βγήκε από τα χαρακώματα της Φλάνδρας βουτηγμένος στο μίσος για τους φιλελεύθερους, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Είναι ο κόσμος όπου τα πολιτικά προτάγματα είναι απολύτως σαφή, αλλά και ο κόσμος της ακραίας ενδεχομενικότητας και του ανορθολογισμού που διέπει τη σκοτεινή κίνηση των μαζών. Η δεκαετία του ’30 είναι πρώτα από όλα ο κόσμος των μαζών. Είναι το αρνητικό της ιστορίας του 20ού αιώνα.
Τι θα προκύψει αν εμφανίσουμε αυτό το αρνητικό; Ας παρακάμψουμε για μια στιγμή το μεθοδολογικό ερώτημα για τη διαδικασία της εμφάνισης. Αν εμφανίσουμε τα ασπρόμαυρα μεσοπολεμικά αρνητικά της Βαϊμάρης, θα δούμε μπροστά μας τον εύτακτο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Οι μάζες, που στο αρνητικό αχνοφαίνονται άγριες και ανορθολογικές, έτοιμες να πιουν το αίμα των αστών ή των Εβραίων, έχουν μετατραπεί σε ευτυχισμένους εργαζόμενους, που απολαμβάνουν μια πρωτοφανή άνοδο του βιοτικού επιπέδου τους, κοινωνικό μισθό, νομισματική σταθερότητα, πολιτική και συνδικαλιστική εκπροσώπηση, χωρίς το φόβο της ανεργίας, της επισφάλειας ή της ξαφνικής προλεταριοποίησης. Η αριστερά, θεμελιώδες στοιχείο της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας, βρίσκεται παντού: στα πανίσχυρα συνδικάτα, στα μαζικά πολιτικά κόμματα, στις μεγάλες αριστερές εφημερίδες, στο πανεπιστήμιο, στον δημόσιο λόγο, στο ειρηνιστικό κίνημα. Είναι η κινητήρια δύναμη του οπτιμισμού της δεκαετίας του ’60, που βεβαίωνε ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ορθολογικός, ότι η επιστήμη και η λογική μπορούν να θριαμβεύσουν, ότι τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει τον τροχό της ιστορίας πίσω στη βαρβαρότητα της δεκαετίας του ’30. Η αντιστροφή της Βαϊμάρης είναι ο προοδευτισμός, αυτός που στην Ελλάδα γνωρίσαμε καθυστερημένα πια στην πλήρη του μορφή με τη Μεταπολίτευση, αυτός που σήμερα πνέει πλέον τα λοίσθια, χτυπημένος εκ των έσω.
Η κατάρρευση της τελεολογίας της προόδου (που εκφράστηκε κυρίαρχα τα τελευταία τριάντα χρόνια μέσα από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης) αφήνει πίσω της ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Το αποτέλεσμα είναι μια απαρχαίωση της προοδευτικής σκέψης: καθώς δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος, καθώς είναι εμφανής η οπισθοδρόμηση, καθώς γύρω μας εξαφανίζονται ένα ένα τα σημεία αναγνώρισης που καθόρισαν το μεταπολεμικό σύμπαν, από την κανονικότητα των εργασιακών σχέσεων μέχρι την άνθηση των ανθρωπιστικών σπουδών, ο προοδευτικός αδυνατεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Προσκολλημένος στο παραδείσιο κοσμοείδωλο των σίξτις, χάνει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τον κόσμο. Αντί της σταθερής πολιτικής οργάνωσης έχει μπροστά του τη μητροπολιτική αναρχία, αντί της παραδοσιακής πολιτικής συναίνεσης τον βιοπολιτικό έλεγχο, αντί της εθνικής και λαϊκής ταυτότητας τον αχανή κόσμο της μετανάστευσης και των υπερεθνικών ελίτ· και ξαφνικά δεν βλέπει τίποτα παρά μονάχα χάος, βία και ανομία.
Και αφού η επίκληση του κεϋνσιανισμού ή οι λυγμοί για επιστροφή στην «παραγωγή» ακούγονται απλώς σαν παλιό ρομαντικό τραγουδάκι, αφού η νοσταλγία για τα παλιά παραδεισένια χρόνια δεν συγκινεί τους άκαρδους «τραπεζίτες», τους «μάνατζερ», τον «διεθνοποιημένο καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης», ο προοδευτικός, συγχυσμένος και σε πλήρη αποπροσανατολισμό, καταφεύγει στον μπαμπούλα των άκρων, στο φάντασμα του (ανύπαρκτου σε όλη την Ευρώπη) κομμουνισμού, στο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού (ο οποίος όμως δεν έχει τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που του προσέδωσαν οι παλαιοί πολεμιστές και τα λούμπεν στοιχεία που σφράγισαν τον μεσοπολεμικό χαρακτήρα του).
Η αναλογία της Βαϊμάρης είναι βολική για όλους: οι μνημονιακοί εγκαλούν την αριστερά ότι με την ανένδοτη στάση της (αντίστοιχη των κομμουνιστών του ’30) καταστρέφει την πεμπτουσία της δημοκρατίας που είναι ο συμβιβασμός και η συναίνεση, οι άλλοι φωνάζουν για την ανυπαρξία ενότητας των αντιμνημονιακών δυνάμεων που στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να χαράξει μια «εθνική γραμμή» (όπως η γραμμή του σοσιαλφασισμού διέσπασε την εργατική τάξη), οι δυνάμεις της λογικής φορτώνουν στους αντιφασίστες και τον «φιλομεταναστευτισμό» την άνοδο της ακροδεξιάς, και όλοι μαζί εν χορώ προειδοποιούν για τα επερχόμενα ιστορικά δεινά. Γιατί αυτή είναι η ουσία της αναφοράς στη Βαϊμάρη: η αίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών που ζούμε. Μια ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε μια σημαντική, ιστορική εποχή, ότι ζούμε την επάνοδο της μεγάλης «ιστορίας» (του πολέμου, των μαζών, του εθνικισμού και του διεθνισμού) σε αντίθεση με την ήρεμη ζωή των μεταπολεμικών δυτικών δημοκρατιών. Το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη αδράνεια ενώπιον του θεάματος της «ιστορίας»: τα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι αναγκαία, θα επέλθουν από μόνα τους, θα συμβούν· εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απολαύσουμε τις μεγάλες στιγμές.
Γιατί η αναλογία, για να σταθεί, πρέπει να προσπεράσει δύο βασικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: πρώτον, ότι προέκυψε από μια εργατική επανάσταση και η ιστορία της σφραγίστηκε από τα εξεγερσιακά ξεσπάσματα της γερμανικής εργατικής τάξης, και δεύτερον, ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, ενώ η διάσταση και η πολεμική ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το κομμουνιστικό κόμμα εξέφραζε υπαρκτές αντιθέσεις εντός του εργατικού κινήματος, και δεν ήταν αποτέλεσμα ιδεολογικών διαφορών, εμμονών ή συμβιβασμών. Η Βαϊμάρη υπήρξε ένα πεδίο απόλυτης ιστορικής ενδεχομενικότητας, αλλά τα πολιτικά σχέδια, οι πιθανές κατευθύνσεις, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 καθαρά και ξάστερα: φασισμός, New Deal, κομμουνισμός. Και τα τρία σχέδια προϋπέθεταν την ενεργό εμπλοκή της εργατικής τάξης, είτε θετικά είτε αρνητικά· ακόμη και το κορπορατιστικό κράτος των ναζί ξεπήδησε μέσα από το εμβρυώδες κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης, με τον εξατομικευμένο έλεγχο του εργατικού δυναμικού και τη διαχείριση της ανεργίας. Εξίσου σφραγισμένο από το οργανωμένο εργατικό κίνημα είναι το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Η χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία είναι αδιανόητη χωρίς τον συνδικαλισμό, χωρίς την πολιτική οργάνωση και έκφραση της εργατικής τάξης, χωρίς σαφή σχέδια, προτάγματα και οράματα που να προέρχονται από τη μεριά των εργαζόμενων μαζών.
Ποια αναλογία μπορεί να υπάρξει με τη σημερινή πλήρη απουσία σχεδίων, με την ανυπαρξία πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, με την εξαφάνιση ακόμα και της έννοιας της τάξης, την οποία τείνουμε να υποκαθιστούμε με λέξεις ουδέτερες (στρώματα, ομάδες κ.λπ.). Είναι σήμερα εφικτή η γενική πολιτική απεργία, αυτή η ύψιστη στιγμή της ταξικής πάλης που τόσο κομβική θέση έχει στο μεσοπολεμικό και μεταπολεμικό φαντασιακό; Ή μήπως είναι εντέλει διδακτικότερη ως ιστορικό προηγούμενο η Μακρά Ύφεση, που κράτησε είκοσι χρόνια (1873-1896), στη διάρκεια των οποίων δεν εμφανίστηκε κανένα σχέδιο, καμιά λογική της ιστορίας, οι ιστορικές δυναμικές παρέμειναν αφανείς και η αναρχική τρομοκρατία ήταν το μόνο κίνημα που ανατάραζε τα στεκούμενα νερά, την ώρα που η υπερεθνική καταστολή έφτανε στο απόγειό της; Η ρητορική άλλωστε εναντίον των εκλογών ή ακόμα και υπέρ της αναβολής τους μοιάζει να μεταφέρει αυτούσια τα επιχειρήματα των συντηρητικών του 19ου αιώνα εναντίον του γενικού εκλογικού δικαιώματος, εναντίον των επικίνδυνων τάξεων.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είμαστε εξίσου απομακρυσμένοι τόσο από το αρνητικό όσο και από το θετικό όραμα που φαινομενικά συγκροτούν τη σημερινή αντίθεση, ότι ισαπέχουμε από τη Βαϊμάρη και από το μεταπολεμικό κράτος. Και θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η κρίση του 2008 και οι συνέπειές της θα μοιάζουν σε πενήντα χρόνια πολύ περισσότερο με τις ξεχασμένες κρίσεις του τέλους του 19ου αιώνα, μια ασήμαντη καμπύλη μέσα στους μεγάλους οικονομικούς κύκλους. Η αναλογία με τη Βαϊμάρη είναι μια αισθητικοποίηση, εξίσου παραπλανητική με τον πολιτικό στόχο της επιστροφής στο μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Είναι η «προοδευτική» αισθητικοποίηση της Κρίσης με Κ κεφαλαίο, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, η αισθητικοποίηση της ιστορίας και της πολιτικής. Αυτή η αισθητικοποίηση μοιάζει να αποτελεί σήμερα το τελευταίο δεκανίκι της δικής μας ανάπηρης δημοκρατίας.
Σημειώσεις
[1] Τρεις εκδόσεις μετράει ήδη το βιβλίο του Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις, Αθήνα 2011, καθώς και αμέτρητες βιβλιοκρισίες· βλ. ακόμη Peter Gay, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919-1933), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010· Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα 2011· αλλά και Sergio Bologna, Ναζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, Antifa Scripta, Αθήνα 2011.^
[2] H. A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία, ό.π., σ. 215-216.^
Αυτή η εσωτερική, οργανική αδυναμία της «δημοκρατίας» εν γένει, η αδυναμία της να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τους κακόβουλους και σκοτεινούς παράγοντες των «άκρων», προβάλλεται κατά κόρον τον τελευταίο καιρό ως μια διδακτική αναλογία με τη σημερινή Ελλάδα.[1] Ο προοδευτικός εκσυγχρονιστικός λόγος, βλέποντας να καταρρέει το καθησυχαστικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης (που υπήρξε η βάση νομιμοποίησης και η επαγγελία του), αναζητά στο παρελθόν μια αναλογία για να μπορέσει να συλλάβει το ακατανόητο: πώς είναι δυνατόν ο τροχός της ιστορίας να κινείται αντίστροφα.
Τι μας διδάσκει αυτή η αναλογία; Πρώτον, ότι η δημοκρατία είναι το πεδίο δόξης των «μετριοπαθών», των διαλλακτικών και συμβιβαστικών, των υμνητών της ταξικής συμφιλίωσης, όχι των οραματιστών, των ουτοπιστών και των επαναστατών (αφού, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε σκέψη που υπερβαίνει τον ορίζοντα της «δημοκρατίας» είναι συγχρόνως ουτοπική και ολοκληρωτική, δηλαδή όχι μόνο πρακτικά ανεφάρμοστη αλλά και επικίνδυνη). Τη Βαϊμάρη, το σύνταγμά της, την πολιτική της ζωή, τη δημιούργησαν –λέει ο μάλλον ρηχός μύθος– οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις (σοσιαλδημοκράτες, δημοκρατικό κέντρο και οι καλοί συντηρητικοί), ενώ την πολέμησαν τα άκρα, οι φασίστες και οι κομμουνιστές, με φυσικό αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι πρώτοι και να οδηγηθούμε στη μαύρη τρύπα της ευρωπαϊκής ιστορίας, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Αυτή η συνεκφορά των άκρων, ναζί και κομμουνιστών, είναι το κεντρικό δίδαγμα της αναλογίας: γύρω από το φωτεινό κέντρο της δημοκρατικής ομαλότητας και του Λόγου, καραδοκούν σε αγαστή συνεργασία οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού. Το φασματικό «φαιοκόκκινο μέτωπο», που κραδαίνουν και σήμερα οι γραφίδες του προοδευτικού τύπου, φαίνεται να δικαιώνεται από την εθνικοπατριωτική αντιμνημονιακή γραμμή, αυτή την ανίερη συμμαχία δεξιών και αριστερών, που λειτουργεί, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ως τεκμήριο ότι οι μάζες δεν αγαπούν τη δημοκρατία και αρκεί ένας λαϊκιστής δημαγωγός για να τις ρίξει στη φωτιά, προς μεγάλη θλίψη των φιλελεύθερων διανοουμένων και των κοινοβουλευτικών συντακτών.
Υπάρχουν βέβαια ομοιότητες που κάνουν πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό της αναλογίας. Ιδίως οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία μετά το Κραχ του 1929, οι παραποιήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, τα αλλεπάλληλα πακέτα μέτρων, τα διαδοχικά μνημόνια για την αποπληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων που στραγγάλισαν τη γερμανική οικονομία, η αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της κρίσης δανεισμού, οδήγησαν σε ένα αδιέξοδο που ταιριάζει γάντι με την ειδησεογραφία των ημερών μας:
Το Ράιχ δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να εξασφαλίσει δάνεια από το εξωτερικό. [...] Το Ράιχσταγκ συμφώνησε [...] σε ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα το οποίο προέβλεπε την αύξηση των εισφορών στο ταμείο ανεργίας [...], την αύξηση της φορολόγησης του καπνού, τη μείωση των άμεσων φόρων με σκοπό την ενίσχυση της συσσώρευσης κεφαλαίου και την εξαγγελία ενός νόμου για τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους. Δύο ημέρες αργότερα όμως ο Schlacht [επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας] χαρακτήρισε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του υπουργικού συμβουλίου ανεπαρκή [...]. Στις 22 Δεκεμβρίου [1929] το Ράιχσταγκ ενέκρινε το τροποποιημένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Schlacht νομοσχέδιο. [2]Η συνέχεια είναι πάνω κάτω γνωστή: η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας και η αλματώδης αύξηση της ανεργίας (3 εκατομμύρια άνεργοι το 1929, 3,5 το 1930, 4,5 το 1931, 6 εκατομμύρια το 1932), η διάλυση του πολιτικού συνασπισμού της Βαϊμάρης (σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι, μετριοπαθής δεξιά), η εκρηκτική εκλογική άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού (2,8% στις εκλογές του Μαΐου 1928, 18,3% τον Σεπτέμβριο του 1930, 37,4% τον Ιούλιο 1932, 43,9% τον Μάρτιο του 1933), αποτελούν τον μόνιμο εφιάλτη όλης της μεταπολεμικής πολιτικής. Η αποφυγή αυτής της διπλής, οικονομικής και πολιτικής, κατάρρευσης υπήρξε ο πυρήνας της τάξης πραγμάτων που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, η οποία άλλωστε είδε στο κράτος πρόνοιας που σε εμβρυώδη κατάσταση υπήρξε στη Βαϊμάρη, κυρίως με τη μορφή του επιδόματος ανεργίας και των πρώτων κοινωνικών υπηρεσιών, μια προδρομική μορφή της. Η αποσύνθεση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, η πλήρης νομιμοποίηση της ακροδεξιάς, η εξαφάνιση των προνοιακών δομών, η διάχυση της πολιτικής βίας, μοιάζουν να μας οδηγούν αναπόφευκτα στην αναλογία.
Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που, αρνητικά αυτή τη φορά, μας φέρνει πίσω στις μέρες της Βαϊμάρης είναι ο περίφημος φόβος του πληθωρισμού και συνακόλουθα η διάλυση και προλεταριοποίηση των μεσοστρωμάτων, που λυγίζουν κάτω από το διπλό βάρος της ανεργίας και της απαξίωσης του νομίσματος. Ο φόβος αυτός εξάλλου εξηγεί, υποτίθεται, τη γερμανική στάση απέναντι στην κρίση χρέους της ευρωζώνης, αλλά και τον τρόμο που προκαλεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και η επιστροφή σε μια διαρκώς υποτιμούμενη δραχμή. Το μυστικό της επιτυχίας του Χίτλερ υπήρξε άλλωστε όχι ο προσεταιρισμός των εργατικών μαζών, αλλά η σταδιακή απορρόφηση όλων των δεξιών και κεντρώων πολιτικών κομμάτων, καθώς οι μεσαίες τάξεις έχαναν τις αποταμιεύσεις μαζί με τη δουλειά τους. Η μεταπολεμική νομισματική σταθερότητα θεωρείται και εδώ το αντίδοτο στον κίνδυνο του πληθωρισμού και το θεμέλιο της πολιτικής ισορροπίας.
Η δημοκρατία λοιπόν σε κάθε «εποχή κρίσης» κινδυνεύει. Αλλά δεν κινδυνεύει από όσους ζητούν παράκαμψη της νόμιμης διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος, απομάκρυνση του εγκληματικού ενδεχομένου των εκλογών, απαγόρευση των απεργιών. Γιατί η δημοκρατία είναι αδύναμη και χρειάζεται δεκανίκια –και κάποτε και γύψο– για να σταθεί όρθια και να αντιμετωπίσει τα ακραία στοιχεία. Χρειάζεται συσπείρωση των ολίγων πιστών της ενάντια στον ολοκληρωτισμό και τη βία από όπου και αν προέρχονται, χρειάζεται καταδίκη της αριστεράς, η οποία θα χρεωθεί την προδιαγεγραμμένη επικράτηση της άκρας δεξιάς. Χρειάζεται επίσης μέτωπα των δημοκρατικών δυνάμεων μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού, μέτωπα κάθε είδους, αντιμνημονιακά, αντιφασιστικά κ.λπ. Και εδώ η αναλογία με τη Βαϊμάρη χρησιμεύει διπλά: δικαιώνει τον μεγάλο συνασπισμό των σοσιαλδημοκρατών με το κέντρο και τη δεξιά, ενόψει του κινδύνου της φασιστικής ανόδου, αλλά και βοά για την ακρότητα των κομμουνιστών, που με το σύνθημα τάξη εναντίον τάξης και τη γραμμή του σοσιαλφασισμού, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ενός μεγάλου αριστερού (διάβαζε αντιμνημονιακού) μετώπου, και ουσιαστικά άνοιξαν τον δρόμο στον φασισμό. Μέτωπα παντού, αρκεί να μη μοιάζουν με το γαλλικό ή το ισπανικό λαϊκό μέτωπο, που ως θεμέλιό τους είχαν κοινούς εργατικούς αγώνες και πρώτο μέλημά τους ήταν κάτι περίεργα και αντιαναπτυξιακά μέτρα (οκτάωρο, διακοπές, απαγόρευση απολύσεων).
Η Βαϊμάρη λοιπόν, η αναλογία με τη δεκαετία του ’30, ταιριάζει γάντι σε όλους, δικαιώνει όλες τις γραμμές, ακόμα και τις πιο αντιδραστικές. Άλλος είναι όμως ο λόγος της πραγματικής «επικαιρότητάς» της. Γιατί η Βαϊμάρη, συμπύκνωση και απόσταγμα του Μεσοπολέμου, είναι ένας παράξενος κόσμος. Αυτό που κυριαρχεί στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής είναι οι μάζες: διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, απεργιακά συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες, οδομαχίες, παρελάσεις, αυτή είναι η εικόνα της δεκαετίας του ’30 (και όχι μόνο στη Γερμανία· η ίδια εικόνα στην Αμερική του Κραχ, στη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, στη Σοβιετική Ένωση). Ειδικά όμως η Βαϊμάρη είναι ο κόσμος των αρνητικών παθών των μαζών, της μνησικακίας και του ρεβανσισμού, της εθνικιστικής ή αντιεβραϊκής υστερίας, του μίσους ενάντια στους αστούς, του πολιτικού φανατισμού και του επαναστατικού μεσσιανισμού. Είναι ο κόσμος όπου οι μάζες μπορεί να ακολουθήσουν αύριο κάποιον αριστεριστή, κάποιον αιμοδιψή κομμουνιστή, μαριονέτα των σκοτεινών μπολσεβίκικων κέντρων ή κάποιον δεκανέα που βγήκε από τα χαρακώματα της Φλάνδρας βουτηγμένος στο μίσος για τους φιλελεύθερους, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Είναι ο κόσμος όπου τα πολιτικά προτάγματα είναι απολύτως σαφή, αλλά και ο κόσμος της ακραίας ενδεχομενικότητας και του ανορθολογισμού που διέπει τη σκοτεινή κίνηση των μαζών. Η δεκαετία του ’30 είναι πρώτα από όλα ο κόσμος των μαζών. Είναι το αρνητικό της ιστορίας του 20ού αιώνα.
Τι θα προκύψει αν εμφανίσουμε αυτό το αρνητικό; Ας παρακάμψουμε για μια στιγμή το μεθοδολογικό ερώτημα για τη διαδικασία της εμφάνισης. Αν εμφανίσουμε τα ασπρόμαυρα μεσοπολεμικά αρνητικά της Βαϊμάρης, θα δούμε μπροστά μας τον εύτακτο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Οι μάζες, που στο αρνητικό αχνοφαίνονται άγριες και ανορθολογικές, έτοιμες να πιουν το αίμα των αστών ή των Εβραίων, έχουν μετατραπεί σε ευτυχισμένους εργαζόμενους, που απολαμβάνουν μια πρωτοφανή άνοδο του βιοτικού επιπέδου τους, κοινωνικό μισθό, νομισματική σταθερότητα, πολιτική και συνδικαλιστική εκπροσώπηση, χωρίς το φόβο της ανεργίας, της επισφάλειας ή της ξαφνικής προλεταριοποίησης. Η αριστερά, θεμελιώδες στοιχείο της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας, βρίσκεται παντού: στα πανίσχυρα συνδικάτα, στα μαζικά πολιτικά κόμματα, στις μεγάλες αριστερές εφημερίδες, στο πανεπιστήμιο, στον δημόσιο λόγο, στο ειρηνιστικό κίνημα. Είναι η κινητήρια δύναμη του οπτιμισμού της δεκαετίας του ’60, που βεβαίωνε ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ορθολογικός, ότι η επιστήμη και η λογική μπορούν να θριαμβεύσουν, ότι τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει τον τροχό της ιστορίας πίσω στη βαρβαρότητα της δεκαετίας του ’30. Η αντιστροφή της Βαϊμάρης είναι ο προοδευτισμός, αυτός που στην Ελλάδα γνωρίσαμε καθυστερημένα πια στην πλήρη του μορφή με τη Μεταπολίτευση, αυτός που σήμερα πνέει πλέον τα λοίσθια, χτυπημένος εκ των έσω.
Η κατάρρευση της τελεολογίας της προόδου (που εκφράστηκε κυρίαρχα τα τελευταία τριάντα χρόνια μέσα από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης) αφήνει πίσω της ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Το αποτέλεσμα είναι μια απαρχαίωση της προοδευτικής σκέψης: καθώς δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος, καθώς είναι εμφανής η οπισθοδρόμηση, καθώς γύρω μας εξαφανίζονται ένα ένα τα σημεία αναγνώρισης που καθόρισαν το μεταπολεμικό σύμπαν, από την κανονικότητα των εργασιακών σχέσεων μέχρι την άνθηση των ανθρωπιστικών σπουδών, ο προοδευτικός αδυνατεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Προσκολλημένος στο παραδείσιο κοσμοείδωλο των σίξτις, χάνει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τον κόσμο. Αντί της σταθερής πολιτικής οργάνωσης έχει μπροστά του τη μητροπολιτική αναρχία, αντί της παραδοσιακής πολιτικής συναίνεσης τον βιοπολιτικό έλεγχο, αντί της εθνικής και λαϊκής ταυτότητας τον αχανή κόσμο της μετανάστευσης και των υπερεθνικών ελίτ· και ξαφνικά δεν βλέπει τίποτα παρά μονάχα χάος, βία και ανομία.
Και αφού η επίκληση του κεϋνσιανισμού ή οι λυγμοί για επιστροφή στην «παραγωγή» ακούγονται απλώς σαν παλιό ρομαντικό τραγουδάκι, αφού η νοσταλγία για τα παλιά παραδεισένια χρόνια δεν συγκινεί τους άκαρδους «τραπεζίτες», τους «μάνατζερ», τον «διεθνοποιημένο καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης», ο προοδευτικός, συγχυσμένος και σε πλήρη αποπροσανατολισμό, καταφεύγει στον μπαμπούλα των άκρων, στο φάντασμα του (ανύπαρκτου σε όλη την Ευρώπη) κομμουνισμού, στο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού (ο οποίος όμως δεν έχει τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που του προσέδωσαν οι παλαιοί πολεμιστές και τα λούμπεν στοιχεία που σφράγισαν τον μεσοπολεμικό χαρακτήρα του).
Η αναλογία της Βαϊμάρης είναι βολική για όλους: οι μνημονιακοί εγκαλούν την αριστερά ότι με την ανένδοτη στάση της (αντίστοιχη των κομμουνιστών του ’30) καταστρέφει την πεμπτουσία της δημοκρατίας που είναι ο συμβιβασμός και η συναίνεση, οι άλλοι φωνάζουν για την ανυπαρξία ενότητας των αντιμνημονιακών δυνάμεων που στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να χαράξει μια «εθνική γραμμή» (όπως η γραμμή του σοσιαλφασισμού διέσπασε την εργατική τάξη), οι δυνάμεις της λογικής φορτώνουν στους αντιφασίστες και τον «φιλομεταναστευτισμό» την άνοδο της ακροδεξιάς, και όλοι μαζί εν χορώ προειδοποιούν για τα επερχόμενα ιστορικά δεινά. Γιατί αυτή είναι η ουσία της αναφοράς στη Βαϊμάρη: η αίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών που ζούμε. Μια ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε μια σημαντική, ιστορική εποχή, ότι ζούμε την επάνοδο της μεγάλης «ιστορίας» (του πολέμου, των μαζών, του εθνικισμού και του διεθνισμού) σε αντίθεση με την ήρεμη ζωή των μεταπολεμικών δυτικών δημοκρατιών. Το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη αδράνεια ενώπιον του θεάματος της «ιστορίας»: τα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι αναγκαία, θα επέλθουν από μόνα τους, θα συμβούν· εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απολαύσουμε τις μεγάλες στιγμές.
Γιατί η αναλογία, για να σταθεί, πρέπει να προσπεράσει δύο βασικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: πρώτον, ότι προέκυψε από μια εργατική επανάσταση και η ιστορία της σφραγίστηκε από τα εξεγερσιακά ξεσπάσματα της γερμανικής εργατικής τάξης, και δεύτερον, ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, ενώ η διάσταση και η πολεμική ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το κομμουνιστικό κόμμα εξέφραζε υπαρκτές αντιθέσεις εντός του εργατικού κινήματος, και δεν ήταν αποτέλεσμα ιδεολογικών διαφορών, εμμονών ή συμβιβασμών. Η Βαϊμάρη υπήρξε ένα πεδίο απόλυτης ιστορικής ενδεχομενικότητας, αλλά τα πολιτικά σχέδια, οι πιθανές κατευθύνσεις, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 καθαρά και ξάστερα: φασισμός, New Deal, κομμουνισμός. Και τα τρία σχέδια προϋπέθεταν την ενεργό εμπλοκή της εργατικής τάξης, είτε θετικά είτε αρνητικά· ακόμη και το κορπορατιστικό κράτος των ναζί ξεπήδησε μέσα από το εμβρυώδες κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης, με τον εξατομικευμένο έλεγχο του εργατικού δυναμικού και τη διαχείριση της ανεργίας. Εξίσου σφραγισμένο από το οργανωμένο εργατικό κίνημα είναι το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Η χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία είναι αδιανόητη χωρίς τον συνδικαλισμό, χωρίς την πολιτική οργάνωση και έκφραση της εργατικής τάξης, χωρίς σαφή σχέδια, προτάγματα και οράματα που να προέρχονται από τη μεριά των εργαζόμενων μαζών.
Ποια αναλογία μπορεί να υπάρξει με τη σημερινή πλήρη απουσία σχεδίων, με την ανυπαρξία πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, με την εξαφάνιση ακόμα και της έννοιας της τάξης, την οποία τείνουμε να υποκαθιστούμε με λέξεις ουδέτερες (στρώματα, ομάδες κ.λπ.). Είναι σήμερα εφικτή η γενική πολιτική απεργία, αυτή η ύψιστη στιγμή της ταξικής πάλης που τόσο κομβική θέση έχει στο μεσοπολεμικό και μεταπολεμικό φαντασιακό; Ή μήπως είναι εντέλει διδακτικότερη ως ιστορικό προηγούμενο η Μακρά Ύφεση, που κράτησε είκοσι χρόνια (1873-1896), στη διάρκεια των οποίων δεν εμφανίστηκε κανένα σχέδιο, καμιά λογική της ιστορίας, οι ιστορικές δυναμικές παρέμειναν αφανείς και η αναρχική τρομοκρατία ήταν το μόνο κίνημα που ανατάραζε τα στεκούμενα νερά, την ώρα που η υπερεθνική καταστολή έφτανε στο απόγειό της; Η ρητορική άλλωστε εναντίον των εκλογών ή ακόμα και υπέρ της αναβολής τους μοιάζει να μεταφέρει αυτούσια τα επιχειρήματα των συντηρητικών του 19ου αιώνα εναντίον του γενικού εκλογικού δικαιώματος, εναντίον των επικίνδυνων τάξεων.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είμαστε εξίσου απομακρυσμένοι τόσο από το αρνητικό όσο και από το θετικό όραμα που φαινομενικά συγκροτούν τη σημερινή αντίθεση, ότι ισαπέχουμε από τη Βαϊμάρη και από το μεταπολεμικό κράτος. Και θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η κρίση του 2008 και οι συνέπειές της θα μοιάζουν σε πενήντα χρόνια πολύ περισσότερο με τις ξεχασμένες κρίσεις του τέλους του 19ου αιώνα, μια ασήμαντη καμπύλη μέσα στους μεγάλους οικονομικούς κύκλους. Η αναλογία με τη Βαϊμάρη είναι μια αισθητικοποίηση, εξίσου παραπλανητική με τον πολιτικό στόχο της επιστροφής στο μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Είναι η «προοδευτική» αισθητικοποίηση της Κρίσης με Κ κεφαλαίο, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, η αισθητικοποίηση της ιστορίας και της πολιτικής. Αυτή η αισθητικοποίηση μοιάζει να αποτελεί σήμερα το τελευταίο δεκανίκι της δικής μας ανάπηρης δημοκρατίας.
* * *
Σημειώσεις
[1] Τρεις εκδόσεις μετράει ήδη το βιβλίο του Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις, Αθήνα 2011, καθώς και αμέτρητες βιβλιοκρισίες· βλ. ακόμη Peter Gay, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919-1933), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010· Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα 2011· αλλά και Sergio Bologna, Ναζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, Antifa Scripta, Αθήνα 2011.^
[2] H. A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία, ό.π., σ. 215-216.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου