Στον συρφετό δημόσιων κειμένων που αποκηρύσσουν ή συνιστούν τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο ως ιδανική αναλογία για την τρέχουσα κρίση, η βασική έγνοια είναι μία: μην τυχόν «φτάσουν τα πράγματα στα άκρα», μην τυχόν πολωθεί η κοινωνική σύγκρουση και συσταθεί σε αντίπαλα μέτωπα, «όπως τότε», που η Γηραιά Ήπειρος σαρωνόταν από εξεγέρσεις και αντεξεγέρσεις, επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις. Διεθνείς και ντόπιοι ειδήμονες, «συστημικοί» και «αντισυστημικοί», συμφωνούν σ’ αυτό: κάπως πρέπει να ενοποιηθεί η επιφάνεια της σπαραγμένης κοινωνίας, να σκεπαστεί μ’ ένα οποιοδήποτε ιδεολογικό πέπλο η καταρρέουσα βάση. Μια «νέα Ευρώπη», ένα «πατριωτικό κίνημα», ένα «ΕΑΜ της εποχής μας», μια «λαϊκή ενότητα» στη διαμαρτυρία – αντίστροφες ή πλάγιες όψεις του μείζονος καθεστωτικού προτάγματος, της «σωτηρίας», εθνικής, ευρωπαϊκής, νομισματικής, χρηματοοικονομικής, καπιταλιστικής. Λένε οι σοφοί: οτιδήποτε είναι προτιμότερο από το να «εκφυλιστεί» η κρίση σε ταξικό πόλεμο, οτιδήποτε «κάνει» προκειμένου να μην επαναληφθεί το μεσοπολεμικό τέρας, να μην υλοποιηθεί ποτέ-ξανά εκείνο το τριτοδιεθνιστικό σύνθημα, τάξη εναντίον τάξης, που σύντριψε προσωρινά τη Δημοκρατία ανάμεσα στους δίδυμους Ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα. Ακόμα και η ίδια η περίβλεπτη Δημοκρατία μπορεί να θυσιαστεί, ακόμα και πόλεμοι μπορούν να ξεσπάσουν ανά πάσα στιγμή – αρκεί ν’ αποτραπεί ο μισητός ταξικός πόλεμος που θα οδηγήσει την Ανθρωπότητα στον όλεθρο.
Το Κόμμα της Τάξης, όπου συνωστίζονται «συστημικοί» και «αντισυστημικοί», έχει ήδη πάρει θέση δίπλα στον νικητή στη σύγκρουση που εκφραζόταν άλλοτε ως «τάξη εναντίον τάξης». Κάτω από τον μανδύα της Δημοκρατίας και της Σωτηρίας ημών, η μια τάξη, η αστική, έχει κατατροπώσει προ πολλού την άλλη, την εργατική, και το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι διαχείριση της νίκης της. Προσοχή, η δουλειά δεν είναι απλή· απαιτείται συνεχής επιφυλακή για να μην εμφανιστεί ξανά, από το πουθενά, το φάντασμα που κάποτε πλανιόταν, λέει, πάνω από την Ευρώπη. Το μέγα ζητούμενο σ’ αυτή τη διαχείριση της νίκης της αστικής τάξης είναι να μη φαίνονται πουθενά εργάτες: ας φαίνονται «μετανάστες», «ισλαμιστές», «πατριώτες», «διαδηλωτές», «γενιά», «πολίτες», «αγανακτισμένοι», «αριστεροί», «αναρχικοί», «αντεξουσιαστές», «ακτιβιστές», «παιδιά», «φοιτητές», μέχρι και… «άνεργοι»· όσο δεν φαίνονται εργάτες, η νίκη παραμένει εξασφαλισμένη.
Στα καθ’ ημάς, η αστική τάξη διαχειρίστηκε συνολικά τη νίκη της στον «ελληνικό εμφύλιο» ήδη από τα πρώτα «μετεμφυλιακά» χρόνια. Παράλληλα –και σε αγαστή σύμπνοια– με όλες τις «θερμές» μορφές εξόντωσης της εργατικής τάξης (εξορία, παρακράτος, μετανάστευση, δικτατορία, πογκρόμ μεταναστών, αστυνομική καταστολή), οι διαχειριστές του καθεστώτος εκμεταλλεύτηκαν από νωρίς τη στρατηγική της συγκάλυψης για να δώσουν στην τάξη τους το ενοποιητικό κεφαλαίο αρχικό που έχει ανάγκη κάθε κοινωνική τάξη με αξιώσεις οικουμενικότητας: να κάνουν την αστική τάξη συνώνυμη της Τάξης. Με παροχές κι αντιπαροχές, με υποσχέσεις κοινωνικής ανέλιξης ή έστω μόνο κοινωνικής επιβίωσης, με μικρογραφίες «ιστορικού συμβιβασμού», μ’ έναν γενικό συμβολικό «εξηλεκτρισμό της χώρας», σε βάρος «κάθε ισχύος των Σοβιέτ», ξαπόστειλε το περιπλανώμενο φαντασματάκι μας στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, απ’ όπου πλέον το βγάζουν τελετουργικά, σαν αποκριάτικη στολή, κάθε λογής καρναβαλιστές: φοιτητοπατέρες κι εργατοπατέρες, κομματικοί ιθύνοντες, διανοούμενοι, «εξεγερμένοι» και βλαχοδήμαρχοι διαφόρων αποχρώσεων, αλλά πάντα
ελληνικής πατέντας.
Από την πλευρά των ηττημένων, η καθολική υπερίσχυση της αστικής τάξης ως Τάξης έκανε την εργατική τάξη να περιέλθει ουσιαστικά σε κατάσταση μη τάξης, κι έτσι να φαντάζει μοιραία ως μη Τάξη. Ο μηχανισμός παραγωγής του αποβολιμαίου Άλλου, που τόσο έχει αναλυθεί αναφορικά με τον ρατσισμό, τον σεξισμό ή την ξενοφοβία, αποκτά εδώ δομικές διαστάσεις (αν δεν βρίσκει την ίδια τη θεωρητική και πρακτική του μήτρα). Και οι στρατηγικές αντίστασης του πάλαι ποτέ περήφανου κι απειλητικού προλεταριάτου δεν θα μπορούσαν να μην παλινωδούν ανάμεσα στο αίτημα εξόδου του από το περιθώριο της μη Τάξης και το αίτημα δραπέτευσής του από τα υπόγεια της μη τάξης· είτε όμως ζητώντας ν’ αναγνωριστεί ως μέρος της Τάξης είτε ζητώντας να γίνει κι αυτό μέρος –οσοδήποτε θλιβερό– της επικρατούσας τάξης, το θετικά σκεπτόμενο σύγχρονο προλεταριάτο, υπό τις ανάμικτες βιομηχανικές-μαζικές και μεταβιομηχανικές-εξατομικευμένες μορφές του στον σύγχρονο καπιταλισμό, άλλο δεν κάνει από το να χορεύει στον σκοπό που του βαράει ο νικητής, η αστική τάξη-ως-Τάξη. Μήπως θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
Θα μπορούσε. Μια μη τάξη που καταδικάστηκε να υπάρχει ως μη Τάξη είναι παράλογο να προσβλέπει να γίνει τάξη και Τάξη. Το λογικό –το μόνο πραγματικό για τον Χέγκελ– είναι ν’ αγωνίζεται για να γίνει μη-μη τάξη και μη-μη Τάξη, επιτελώντας εκείνη την περίφημη «άρνηση της άρνησης» που ένας ορισμένος μαρξισμός εκτόπισε έγκαιρα στο Τέλος της Ιστορίας. Τώρα όμως που η Ιστορία μάς Τέλειωσε, και δεν μπορούμε να (θέλουμε να) είμαστε ή να (θέλουμε να) γίνουμε ούτε τακτικοί προλετάριοι ούτε τακτικό (μικρομέγαλο) κομμάτι των αστών, καιρός ν’ αρνηθούμε τον από αμνημονεύτων απαρνημένο εαυτό μας. Δεν είναι λίγο γι’ αρχή.
Το Κόμμα της Τάξης, όπου συνωστίζονται «συστημικοί» και «αντισυστημικοί», έχει ήδη πάρει θέση δίπλα στον νικητή στη σύγκρουση που εκφραζόταν άλλοτε ως «τάξη εναντίον τάξης». Κάτω από τον μανδύα της Δημοκρατίας και της Σωτηρίας ημών, η μια τάξη, η αστική, έχει κατατροπώσει προ πολλού την άλλη, την εργατική, και το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι διαχείριση της νίκης της. Προσοχή, η δουλειά δεν είναι απλή· απαιτείται συνεχής επιφυλακή για να μην εμφανιστεί ξανά, από το πουθενά, το φάντασμα που κάποτε πλανιόταν, λέει, πάνω από την Ευρώπη. Το μέγα ζητούμενο σ’ αυτή τη διαχείριση της νίκης της αστικής τάξης είναι να μη φαίνονται πουθενά εργάτες: ας φαίνονται «μετανάστες», «ισλαμιστές», «πατριώτες», «διαδηλωτές», «γενιά», «πολίτες», «αγανακτισμένοι», «αριστεροί», «αναρχικοί», «αντεξουσιαστές», «ακτιβιστές», «παιδιά», «φοιτητές», μέχρι και… «άνεργοι»· όσο δεν φαίνονται εργάτες, η νίκη παραμένει εξασφαλισμένη.
Στα καθ’ ημάς, η αστική τάξη διαχειρίστηκε συνολικά τη νίκη της στον «ελληνικό εμφύλιο» ήδη από τα πρώτα «μετεμφυλιακά» χρόνια. Παράλληλα –και σε αγαστή σύμπνοια– με όλες τις «θερμές» μορφές εξόντωσης της εργατικής τάξης (εξορία, παρακράτος, μετανάστευση, δικτατορία, πογκρόμ μεταναστών, αστυνομική καταστολή), οι διαχειριστές του καθεστώτος εκμεταλλεύτηκαν από νωρίς τη στρατηγική της συγκάλυψης για να δώσουν στην τάξη τους το ενοποιητικό κεφαλαίο αρχικό που έχει ανάγκη κάθε κοινωνική τάξη με αξιώσεις οικουμενικότητας: να κάνουν την αστική τάξη συνώνυμη της Τάξης. Με παροχές κι αντιπαροχές, με υποσχέσεις κοινωνικής ανέλιξης ή έστω μόνο κοινωνικής επιβίωσης, με μικρογραφίες «ιστορικού συμβιβασμού», μ’ έναν γενικό συμβολικό «εξηλεκτρισμό της χώρας», σε βάρος «κάθε ισχύος των Σοβιέτ», ξαπόστειλε το περιπλανώμενο φαντασματάκι μας στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, απ’ όπου πλέον το βγάζουν τελετουργικά, σαν αποκριάτικη στολή, κάθε λογής καρναβαλιστές: φοιτητοπατέρες κι εργατοπατέρες, κομματικοί ιθύνοντες, διανοούμενοι, «εξεγερμένοι» και βλαχοδήμαρχοι διαφόρων αποχρώσεων, αλλά πάντα
ελληνικής πατέντας.
Από την πλευρά των ηττημένων, η καθολική υπερίσχυση της αστικής τάξης ως Τάξης έκανε την εργατική τάξη να περιέλθει ουσιαστικά σε κατάσταση μη τάξης, κι έτσι να φαντάζει μοιραία ως μη Τάξη. Ο μηχανισμός παραγωγής του αποβολιμαίου Άλλου, που τόσο έχει αναλυθεί αναφορικά με τον ρατσισμό, τον σεξισμό ή την ξενοφοβία, αποκτά εδώ δομικές διαστάσεις (αν δεν βρίσκει την ίδια τη θεωρητική και πρακτική του μήτρα). Και οι στρατηγικές αντίστασης του πάλαι ποτέ περήφανου κι απειλητικού προλεταριάτου δεν θα μπορούσαν να μην παλινωδούν ανάμεσα στο αίτημα εξόδου του από το περιθώριο της μη Τάξης και το αίτημα δραπέτευσής του από τα υπόγεια της μη τάξης· είτε όμως ζητώντας ν’ αναγνωριστεί ως μέρος της Τάξης είτε ζητώντας να γίνει κι αυτό μέρος –οσοδήποτε θλιβερό– της επικρατούσας τάξης, το θετικά σκεπτόμενο σύγχρονο προλεταριάτο, υπό τις ανάμικτες βιομηχανικές-μαζικές και μεταβιομηχανικές-εξατομικευμένες μορφές του στον σύγχρονο καπιταλισμό, άλλο δεν κάνει από το να χορεύει στον σκοπό που του βαράει ο νικητής, η αστική τάξη-ως-Τάξη. Μήπως θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
Θα μπορούσε. Μια μη τάξη που καταδικάστηκε να υπάρχει ως μη Τάξη είναι παράλογο να προσβλέπει να γίνει τάξη και Τάξη. Το λογικό –το μόνο πραγματικό για τον Χέγκελ– είναι ν’ αγωνίζεται για να γίνει μη-μη τάξη και μη-μη Τάξη, επιτελώντας εκείνη την περίφημη «άρνηση της άρνησης» που ένας ορισμένος μαρξισμός εκτόπισε έγκαιρα στο Τέλος της Ιστορίας. Τώρα όμως που η Ιστορία μάς Τέλειωσε, και δεν μπορούμε να (θέλουμε να) είμαστε ή να (θέλουμε να) γίνουμε ούτε τακτικοί προλετάριοι ούτε τακτικό (μικρομέγαλο) κομμάτι των αστών, καιρός ν’ αρνηθούμε τον από αμνημονεύτων απαρνημένο εαυτό μας. Δεν είναι λίγο γι’ αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου