Το ΛΑ.Ο.Σ. είναι πλέον στην κυβέρνηση: κι όμως, οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν για τούτη την (αδόκητη για κάποιους) εξέλιξη, αντίθετα από ό,τι ίσως θα ανέμενε κανείς, κινούνται στο πλαίσιο ενός σχετικά ήπιου σκεπτικισμού. Σε τι οφείλεται άραγε αυτή η νωθρότητα των «δημοκρατών» μας; Ας αποτολμήσουμε κάποιες υποθέσεις.
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, φαίνεται ως εάν οι «δημοκράτες» να πιάστηκαν «με τις πιτζάμες». Ο βασανιστικά αργόσυρτος πολιτικός χρόνος του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης μεταμορφώθηκε, μέσω της τηλεοπτικής του αναμετάδοσης, σε έναν στατικό πολιτικό χρόνο ταραχώδους ύπνου. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια μερίδα «δημοκρατών» που ξύπνησαν βίαια από το τηλεοπτικό ενύπνιό τους,αναμαλλιασμένοι και αξύριστοι, ενώ την ίδια στιγμή οι υπουργοί του ΛΑ.Ο.Σ. ορκίζονταν ενώπιον του αρχιεπισκόπου, με τις άψογες χωρίστρες και τα λεία μάγουλά τους ν’ αστράφτουν κάτω από τα πολυβολικά φλας των φωτογράφων.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, φαίνεται ως εάν οι δημοκράτες μας να είχαν ασυνείδητα συνηθίσει στην ιδέα ότι το ΛΑ.Ο.Σ., εδώ και καιρό, ήταν πράγματι στην κυβέρνηση. H υπερψήφιση του μνημονίου, ο ηγεμονικός καθορισμός της πολιτικής ατζέντας στο ζήτημα του μεταναστευτικού «προβλήματος», η προώθηση του ζητήματος της κατάργησης του ασύλου ως κομβικού στοιχείου για την επίτευξη μιας πλατιάς συναίνεσης στην ψήφιση του νόμου για την παιδεία, τα απλόχερα συγχαρητήρια για την «υπεύθυνη» στάση του ΛΑ.Ο.Σ. από την κυβέρνηση Παπανδρέου και τα στελέχη της, αποτελούν ενδείξεις μιας αρκετά δυναμικής παρουσίας του ΛΑ.Ο.Σ. όχι στο περιθώριο της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά μάλλον στον πυρήνα της.
Σύμφωνα με την τρίτη υπόθεση, φαίνεται ως εάν να μην υπάρχουν πια «δημοκράτες». Πράγματι, από την ύστερη Μεταπολίτευση κι έπειτα η «δημοκρατία» θεωρείται δεδομένη και το πολίτευμα ακατάλυτο, ούτως ώστε καμία υπαρκτή απειλή δεν φαίνεται να καθιστά αναγκαία ή πολιτικά δραστική την επίκληση της ταυτότητας «δημοκράτης» και τη σύμπηξη, γύρω από την ταυτότητα αυτή, μιας συμμαχίας ή ενός μετώπου ενάντια σε μια (απίθανη) συνταγματική εκτροπή.
Σύμφωνα με την τέταρτη και τελευταία υπόθεση, φαίνεται ως εάν οι «δημοκράτες» να έχουν απόλυτη επίγνωση του ότι η σύγχρονη ακροδεξιά δεν αποτελεί παράγοντα δυνητικής αντιδημοκρατικής εκτροπής, αλλά αντίθετα έναν πολιτικό χώρο που κινείται σε ένα άκρο που όμως βρίσκεται εντός του «συνταγματικού τόξου». Με αυτή την έννοια, οι πιο «πεφωτισμένοι ορθολογιστές» από αυτούς αναγνωρίζουν στην περίπτωση ΛΑ.Ο.Σ. όχι μια επιβουλή κατά της «δημοκρατίας», αλλά ένα νόμιμο στόχο πολιτικής κριτικής του λαϊκισμού, τον ίδιο πάνω-κάτω που απευθύνουν και κατά της «ανορθολογικής», «νεοσταλινικής» ή «κινηματικής» αριστεράς.
Θα ήμασταν άδικοι αν δεν εντοπίζαμε μια μικρή, μαχητική εξαίρεση σε όλα τούτα: η «ανανεωτική» αριστερά εξέφρασε έντονα την πολιτισμική της αγανάκτηση, με όλη εκείνη τη γλυκερή μελαγχολία που φαίνεται να της προκαλεί η μεγαλυνόμενη σύγκρουση ανάμεσα στη «συντηρητικοποίηση» της «κοινωνίας» και το διαρκώς ματαιούμενο ιδεώδες ενός διανοητικού «αριστερού προοδευτισμού», του οποίου το φορτίο μοιάζει τώρα να μπαρκάρει, μακριά από τη χώρα, σε ένα κοντέινερ πλοίου του εμπορικού μας ναυτικού, υπό τις οδηγίες του νέου υφυπουργού Ναυτιλίας Άδωνη Γεωργιάδη.
Η τοξική «αταξικότητα» του ΛΑ.Ο.Σ.
Η ανάδειξη της ιδεολογίας και της ιδεολογικής πρακτικής του ΛΑ.Ο.Σ. ως κόμματος της εθνικιστι κής και ρατσιστικής ακροδεξιάς έχει συντελεστεί εδώ και καιρό με αρκετά αναλυτικό τρόπο. Το ΛΑ.Ο.Σ. συγκρότησε πράγματι μια συνθετική ακροδεξιά ιστορικότητα, ως κοινότητα καταβολών (η μεταξική δικτατορία, η ελληνική χούντα και ο εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός), που λειτούργησε ενοποιητικά για τον κατακερματισμένο ακροδεξιό χώρο. Ταυτόχρονα, συνέπλευσε με τα
πρότυπα της νέας ακροδεξιάς: την πολιτική ρητορεία και πρακτική του σεβασμού των κοινοβουλευτικών θεσμών (την ίδια στιγμή που οι «ριζοσπαστικές πρακτικές» του παρελθόντος ανασύρονται μόνο στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο, στο πλαίσιο των νοσταλγικών δεσμών που συγκροτούν την ετερόκλητη κοινότητα καταβολών του κόμματος)· τον εξοβελισμό, στο επίπεδο της πολιτισμικής πρακτικής, της «λιτότητας αξιωματικού του στρατεύματος» προς όφελος ενός λαϊφ-στάιλ σαλντιμπαγκισμού· και τον αγώνα κατά της μετανάστευσης, ως ζητήματος πολιτικής αιχμής και συγκρότησης της δυναμικής ταυτότητας του κόμματος (εις βάρος του παρωχημένου, εν πολλοίς, πολεμικού εθνικισμού έναντι του εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού).
Παρότι οι ιδεολογικές πρακτικές του ΛΑ.Ο.Σ. έχουν υπεραναλυθεί, ένα ερώτημα παραμένει ακόμη αναπάντητο: ποιες κοινωνικές τάξεις εκφράζει και από ποιες κοινωνικές τάξεις (πράγμα κάπως διαφορετικό) αντλεί πολιτική δύναμη;
Είναι αλήθεια πως δεν έχουμε καμία πληροφορία για την ταξική σύνθεση του κόμματος, ούτε για τις διαστρωματώσεις της σύνθεσης αυτής. Προχωρώντας στα τυφλά, ας επιχειρήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στο ίδιο το πρόγραμμα του ΛΑ.Ο.Σ.: σε αυτό συναντούμε τον αυτοχαρακτηρισμό του κόμματος ως προστάτη «των μη προνομιούχων Ελλήνων». Στο προγραμματικό κείμενο του ΛΑ.Ο.Σ., ως μη προνομιούχοι χαρακτηρίζονται όσοι έχουν μηνιαίο εισόδημα κάτω των 1.500 ευρώ, σε αντίθεση με τους «προνομιούχους» (όσους έχουν εισόδημα από 1.500 έως 6.000 ευρώ) και τους «πλούσιους» (όσους έχουν εισόδημα άνω των 6.000 ευρώ). Η αποτελεσματική πολιτική εκπροσώπηση των «μη προνομιούχων», διακηρύσσει το ΛΑ.Ο.Σ., απαιτεί την υπέρβαση του σχήματος «αριστερά-κέντρο-δεξιά» και την άντληση σημείων τοποθέτησης από καθεμιά από τις τρεις παραπάνω πολιτικές θέσεις, ανάλογα κάθε φορά με το συμφέρον των «κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων». Αν και το ΛΑ.Ο.Σ. διακηρύσσει ότι πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την ελεύθερη αγορά ως «κοινωνική δράση για το καλό της κοινωνίας μας», διαπιστώνει ότι χρειάζεται «μια ανθρώπινη λειτουργία των νόμων της αγοράς» καθώς επίσης και λελογισμένος κρατικός παρεμβατισμός όπου το επιβάλλει το συμφέρον της χώρας και «τα ανθρώπινα δικαιώματα» (sic). Από το προγραμματικό κείμενο του ΛΑ.Ο.Σ. απουσιάζει κάθε άλλη ταξική αναφορά, καθώς επίσης και κάθε είδους ειδική υπεράσπιση των μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων έναντι του «μεγάλου κεφαλαίου», εν είδει τυπικού μικροαστικού «αντικαπιταλισμού».
Ας περάσουμε κατόπιν στην ιδεολογική πρακτική του κόμματος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε –οδηγούμενοι σε έναν τέτοιο ισχυρισμό περισσότερο από μια θεωρητική «υπόθεση»– ότι πράγματι η λαϊκότητα της ακροδεξιάς ρητορείας, ο εθνικιστικός αντικοσμοπολιτισμός, η προσήλωση στην «τάξη και την ασφάλεια» κ.ο.κ. είναι αναγνωρίσιμα στοιχεία πολιτικής και ιδεολογικής έγκλησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (κυρίως των μικρεμπόρων, καταστηματαρχών, ιδιοκτητών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκύρηδων ιδιοκτητών ακινήτων), και ειδικότερα, στην περίπτωση ΛΑ.Ο.Σ., ενός χαμηλού εισοδηματικά, γηραλέου και ημιαστικοποιημένου τμήματός της. Να όμως που στο σημείο αυτό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αρχική διάψευση των θεωρητικών μας ευκολιών: στις δημοσκοπικές «ακτινογραφίες» των ψηφοφόρων του ΛΑ.Ο.Σ. καταγράφεται μια δυναμική υπεροχή του κόμματος στις ηλικίες από 24 έως 44 ετών και στους αποφοίτους μέσης και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όσο για την κοινωνική θέση των ψηφοφόρων αυτών, συναντούμε μια σχεδόν ισοδύναμη διασπορά της απήχησης του κόμματος σε εργοδότες/αυτοαπασχολούμενους (χωρίς δυστυχώς περισσότερα στοιχεία ειδικότερης διαστρωμάτωσης, που θα ήταν πολύτιμα για την εξαγωγή συμπερασμάτων), μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ανέργους και φοιτητές (sic).
Όλα τα παραπάνω μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια (ακόμη) πολιτική υπόθεση: το ΛΑ.Ο.Σ. δεν φαίνεται να αποκτά ή να επιδιώκει να αποκτήσει χαρακτηριστικά δυναμικής εμφάνισης μιας τάξης (ή έστω κάποιου τμήματός της), η οποία να διαθέτει κάποιου είδους σπερματική αυτοσυνείδηση για την ανάληψη ενός ενεργητικά διακριτού πολιτικού ρόλου. Το συμπέρασμα αυτό, αν είναι ορθό, θα είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία: στην περίπτωση του ΛΑ.Ο.Σ., μπορούμε να μιλάμε για ένα κόμμα που δεσμεύει πολιτικά κάποια τμήματα της μικροαστικής ψήφου, αλλά όχι κατά τρόπο ώστε να προσδίδει σε αυτή την ψήφο χαρακτηριστικά ανάδυσης μιας έστω αμφίρροπης πολιτικά ταξικής δύναμης όπως
είναι η μικροαστική τάξη.
Το γεγονός ότι το ΛΑ.Ο.Σ. δεν αναλαμβάνει τον ρόλο μιας συγκρουσιακής πολιτικής έκφρασης της (παραδοσιακής) μικροαστικής τάξης ως τέτοιας το καθιστά ένα κόμμα που μπορεί να λειτουργεί με ακραία ευελιξία σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, προσαρμόζοντας κάθε φορά τον λόγο και την πρακτική του ανάλογα με τη συγκυρία ή και τις διακυμάνσεις του «κοινού νου», η έκφραση του οποίου διαφεύγει από τον περιλάλητο «ξύλινο λόγο» των καθιερωμένων πολιτικών σχηματισμών. Η καταστατική απροθυμία του ΛΑ.Ο.Σ. να επιτελέσει ρόλο προνομιακού εκφραστή μιας συγκεκριμένης τάξης ή μιας ορισμένης μερίδας της τάξης αυτής απελευθερώνει πλήρως το κόμμα από τις χαρακτηριστικές δεσμεύσεις που συναντιούνται στα τυπικά πολιτικά κόμματα: ο ηγέτης και η ηγετική ομάδα του ΛΑ.Ο.Σ. ενεργούν σχεδόν με απόλυτη αυτονομία έναντι του αφανούς σώματος των «μελών» του ΛΑ.Ο.Σ. (ή των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπούνται από αυτό). Ακόμη περισσότερο, η πολιτική-ρητορική αυτονομία και τυχοδιωκτική ευελιξία του ηγετικού πυρήνα του ΛΑ.Ο.Σ. ενδυναμώνεται από άλλο ένα «ελκυστικό» (για όποιον αποσκοπεί σε συμμαχίες) χαρακτηριστικό του: δεν φαίνεται να υπάρχουν στο ΛΑ.Ο.Σ. εκείνες οι δομές με τις οποίες τα τυπικά κόμματα συμμετέχουν κι επενεργούν στους κοινωνικούς χώρους (π.χ. συνδικαλιστικό πεδίο, επαγγελματικούς ή κλαδικούς εργοδοτικούς συλλόγους κ.ο.κ.). Ως αποτέλεσμα, η εκάστοτε πολιτική γραμμή του κόμματος δεν βρίσκει κανένα πεδίο αντιστάσεων ή «καθυστερήσεων», όπως αυτές που συναντώνται στα μαζικά πολιτικά κόμματα εξαιτίας της ταξικής πολυσυλλεκτικότητάς τους (π.χ. συνδικαλιστές ΠΑΣΟΚ, αγρότες ΝΔ).
Το ποντίκι, ο λαγός και το μαγικό ραβδί της αστικής τάξης
Η ραγδαία πολιτική άνοδος του ΛΑ.Ο.Σ. οφείλεται κατά πολλούς στην καιροσκοπική πολιτική πρακτική και τους επιτυχημένους ελιγμούς του, με τους οποίους κατάφερε να καρπωθεί τα οφέλη από την κρίση των κομμάτων του διπολισμού. Το ΛΑ.Ο.Σ. έως σήμερα ακολουθούσε την τακτική του ποντικού: ροκάνιζε σταθερά το τείχος που το χώριζε από την κεντρική πολιτική σκηνή και, τελικώς, τρύπωσε σε αυτήν από τη χαραμάδα. Για να το καταφέρει, αναγκάστηκε να παραμερίσει σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο λόγο του τα «παρωχημένα» ιδεολογικά χαρακτηριστικά που προέτασσε και που προκαλούσαν την αμφιθυμία της (κοσμοπολίτικης και «δημοκρατικής») αστικής τάξης έναντί του. Τελικά, με μια εντυπωσιακή στροφή, εμφανίστηκε ως το πολιτικό κόμμα της σύνεσης και της αστικής συναίνεσης. Η υποστήριξη του μνημονίου (την ίδια στιγμή που οι μόνιμοι εσωτερικοί τριγμοί στο ΠΑΣΟΚ καθιστούσαν μονίμως ασταθή την προώθηση της πολιτικής αυτής, και την ίδια ώρα που η ΝΔ επέλεγε έναν υποκριτικό αντιμνημονιακό λαϊκισμό, αταίριαστο σε σύγχρονο αστικό-φιλελεύθερο κόμμα) αποτέλεσε το διαπιστευτήριο για την οικοδόμηση μιας ανυπόκριτης πολιτικής εμπιστοσύνης με την οποία η αστική τάξη περιέβαλλε εφεξής το ΛΑ.Ο.Σ. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο «πατριωτισμός» του ΛΑ.Ο.Σ. νοηματοδοτήθηκε ανέλπιστα ως ένας ρεαλιστικός πατριωτισμός της «αστικής σύνεσης» για «τη σωτηρία της πατρίδας» από την κρίση, και όχι ως ένας παροξυσμικός εθνικιστικός αμυντισμός έναντι της «ξένης κατοχής» ή των «Εβραίων τραπεζιτών», όπως ίσως θα περίμενε κανείς από ένα τυπικό ακροδεξιό κόμμα.
Έχουμε λόγους να υποθέτουμε ότι σε κάποια αθέατη λόχμη του πολιτικού σκηνικού, σε κάποια δυσδιάκριτη στιγμή του πολιτικού χρόνου, το ΛΑ.Ο.Σ. αναβαθμίστηκε επιτέλους από «ποντικός» στις παρυφές του επίσημου πολιτικού συστήματος σε «λαγό», κατά το κοινώς λεγόμενο, της αστικής τάξης. Το τρωκτικό με την ακροδεξιά ουρά, που κατόρθωσε να «διεισδύσει» στην επίσημη πολιτική σκηνή και να καθιερωθεί σε αυτήν, μεταμορφώθηκε πλέον με το μαγικό ραβδάκι της αστικής τάξης, στον γοργοπόδαρο εντεταλμένο αγγελιαφόρο και σκαπανέα της, που πίσω του φάνηκαν να ακολουθούν ασθμαίνοντα τα δυσκίνητα, ξεδοντιασμένα λιοντάρια της πολιτικής μας πανίδας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ας δούμε τα στοιχεία που έχουμε μπροστά στα μάτια μας και μας κάνουν να διατυπώνουμε αυτή την υποψία:
Ο ρόλος του Γ. Καρατζαφέρη στην επιλογή της υποψηφιότητας Παπαδήμου για την πρωθυπουργία, σε μια στιγμή κατά την οποία, για δικούς τους λόγους, οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ φαίνεται ότι δεν την πρόκριναν, συνέπεσε με τη λυσσαλέα προσπάθεια δύο παραδοσιακών συγκροτημάτων ΜΜΕ (που ταυτίζονται αντίστοιχα με το κατασκευαστικό και το ναυτιλιακό κεφάλαιο) να επιβάλουν την ίδια λύση. Αυτή η «σύμπτωση» απόψεων, που εκδηλώθηκε με τη σχεδόν έξαλλη επιμονή του Γ. Καρατζαφέρη να λειτουργήσει ως προωθητική δύναμη για τη «συγκόλληση» του κυβερνητικού μπλοκ υπό τον εκλεκτό τεχνοκράτη, μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Γ. Καρατζαφέρης έπαιξε ένα ρόλο συνειδητής διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πολιτικής κρίσης. Περιττεύει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η επιλογή του Γ. Καρατζαφέρη να υποστηρίξει τον Λ. Παπαδήμο είναι αρκετά παράξενη για ένα ακροδεξιό κόμμα: στο πρόσωπό του ένας ακροδεξιός (και όχι μόνο) θα αναγνώριζε πρωτίστως τον «υπάλληλο της Τριμερούς» και της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, τον «εντολοδόχο» της Goldman Sachs και του «άξονα Ουάσινγκτον-Βερολίνου». Παραδόξως, ένας «ακροδεξιός» της κοπής του Γ. Καρατζαφέρη δεν εντόπισε τίποτε από όλα αυτά στην προσωπικότητα του νυν πρωθυπουργού.
Ας εξετάσουμε έπειτα τις θέσεις που πήρε το ΛΑ.Ο.Σ. στη νέα κυβέρνηση: ο Μ. Βορίδης χρίστηκε υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και ο Α. Γεωργιάδης υφυπουργός Ναυτιλίας. Ειδικά στην περίπτωση του πρώτου, πολλοί δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία του συγκεκριμένου υπουργικού θώκου: η έμφαση δεν βρίσκεται στον τίτλο του ως υπουργού Μεταφορών (δεν πρόκειται, φευ, για το διορισμό ενός λαϊκιστή σε ρόλο κατευνασμού των ταξιτζήδων) αλλά στον τίτλο του ως υπουργού Υποδομών (πρόκειται για τον διορισμό ενός υπουργού που καλείται να διαχειριστεί τις υποθέσεις του κατασκευαστικού κεφαλαίου). Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η ευκολία ή η αμεριμνησία με την οποία οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ «παραχώρησαν» μια τόσο φανερά κρίσιμη υπουργική θέση σε ένα «εξωτικό» πολιτικό πρόσωπο. Αν η αφέλεια ομολογουμένως δεν συγκαταλέγεται στα πολιτικά χαρακτηριστικά των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, τότε, αναλογιζόμενοι και τη μακρά θητεία του Μ. Βορίδη στις εκπομπές του Γ. Πρετεντέρη, δικαιούμαστε να δηλώνουμε την καχυποψία μας απέναντι στους ιθύνοντες νόες της απονομής στο ΛΑ.Ο.Σ. ενός τέτοιου υπουργείου. Για την επιλογή του Α. Γεωργιάδη στο υφυπουργείο Ναυτιλίας, η υπόθεση βοά: η κρουαζιέρα, για την οποία το συγκρότημα Αλαφούζου έδωσε «μάχες», δηλώθηκε ως πρώτη προτεραιότητα ενός αρχαιολάτρη που σαλπάρει για την Κολχίδα με το μονοπύθμενό του.
Η εγκόλπωση του αντικομμουνισμού και η υποστηρικτική ανοχή του ρατσισμού
Σημαίνουν όλα τούτα ότι το ΛΑ.Ο.Σ. απόλεσε συνειδητά ή αναγκάστηκε να παραμερίσει οριστικά τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του; Όχι ακριβώς. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αφενός μεν για μια ροπή θετικής εγκόλπωσης κάποιων τέτοιων χαρακτηριστικών εκ μέρους της αστικής τάξης, αφετέρου δε για μια τάση υποστηρικτικής ανοχής κάποιων άλλων: η αστική τάξη φαίνεται πρόθυμη να αναγνωρίσει και να χρησιμοποιήσει τις πολύτιμες υπηρεσίες λαϊκού αντικομμουνισμού που προσφέρει το ΛΑ.Ο.Σ. Πράγματι, το αυξανόμενο κύρος του ΚΚΕ καθιστά κρίσιμη την ανάπτυξη ενός αντικομμουνιστικού λόγου τον οποίο το ΠΑΣΟΚ, λόγω καταβολών, αδυνατεί να παραγάγει με την απαιτούμενη ένταση, η δε ΝΔ, ως κληρονόμος των αμαρτημάτων του παρελθόντος, θα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να αναλάβει· όσο για τον φιλελεύθερο αντικομμουνισμό των ορθολογιστών διανοουμένων, αυτός δεν μπορεί να αγγίξει μεγαλύτερο κοινό από εκείνο που απαρτίζουν οι αναγνώστες της Athens Review of Books…
Περαιτέρω, φαίνεται ότι κάποιου είδους αναβαπτισμένος «αυταρχισμός», είναι εξίσου χρηστικός και απαραίτητος. Θα λέγαμε ότι δεν πρόκειται για έναν (ευθειών φασιστικών καταβολών) αυταρχισμό λατρείας του κράτους ή για έναν σύγχρονο «νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό», αλλά μάλλον για ένα πιο δραστικό μίγμα πρακτικού, αστικού λαϊκισμού, τον οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «αυταρχισμό του κοινού νου». Πασπαλισμένη με τη σκαμπρόζικη καρατζαφερική ρητορεία (σε αντίθεση με την αποκρουστική παγκαλική αλαζονεία που παρήγαγε τα αντίθετα αποτελέσματα), η επίκληση του «κοινού νου» επιτάσσει την αυταρχική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής «ανομίας» και της «ανυπακοής» που στρέφεται κατά του «κοινού συμφέροντος» (οι πορείες διαλύουν τον εμπορικό ιστό της Αθήνας, οι ναυτεργατικές απεργίες στερούν από τους μαγαζάτορες τη δυνατότητα να πουλήσουν φολκλορικά αντικείμενα στους τουρίστες του πολιορκημένου κρουαζιερόπλοιου, οι απεργίες επιδεινώνουν τη θέση των ίδιων των εργαζομένων καταστρέφοντας τις επιχειρήσεις, η φορολογία του κεφαλαίου αποτρέπει την «επένδυση» κ.ο.κ.).
Την ίδια στιγμή που η αστική τάξη εγκολπώνεται τις ιδεολογικές πρακτικές του αντικομμουνισμού και του «αυταρχισμού του κοινού νου», στις οποίες πρωτεύει το ΛΑ.Ο.Σ., είναι αναγκασμένη να παραχωρήσει στο κόμμα αυτό έναν χώρο αυτοανάπτυξης, ώστε να μπορεί να διατηρήσει ένα διακριτό πολιτικό στίγμα που, εξαιτίας της συστημικής του απορρόφησης, κινδυνεύει να χάσει. Έτσι, για να αποτραπεί η συγχώνευσή του με το παραδοσιακό πολιτικό κόμμα με το οποίο συγγενεύει (τη ΝΔ), και για να αποτραπεί η καταστροφική ταύτισή του με τον μνημονιακό όλεθρο του ΠΑΣΟΚ, η αστική τάξη είναι πρόθυμη να παραχωρήσει στο ΛΑ.Ο.Σ. ένα ακίνδυνο (και εν πολλοίς αδιάφορο) για την ίδια πεδίο πολιτικής δράσης διαμέσου του οποίου θα μπορεί να διατηρεί μια διακριτή πολιτική-ιδεολογική ταυτότητα και μαζική-λαϊκή απεύθυνση. Αυτό το πεδίο δεν είναι άλλο από το μεταναστευτικό ζήτημα. Έχουμε βάσιμους λόγους να υποπτευόμαστε ότι η ανάδυση του ρατσιστικού κινδύνου, σε μια συγκυρία απόλυτης συστημικής σύμπλευσης του ΛΑ.Ο.Σ. και γενικότερης άμβλυνσης της ακροδεξιάς ρητορικής του, δεν θα ήταν καθόλου αντιφατική. Μόνο που δεν αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο αυτό ως αυτόνομη απόρροια της διείσδυσης του ΛΑ.Ο.Σ. στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ολέθριας σχέσης στο πλαίσιο της οποίας η ίδια η αστική τάξη είναι πρόθυμη να παραμερίσει τον υποκριτικό λόγο περί «δικαιωμάτων» και τον «πεφωτισμένο» φιλάνθρωπο κοσμοπολιτισμό (με τον οποίο θα προτιμούσε να καλύψει τις αντιμεταναστευτικές θηριωδίες της), προκειμένου να παραχωρήσει στην πολιτική της εφεδρεία τον απαραίτητο ελεύθερο πολιτικό χώρο για την εξασφάλιση της πολιτικής της αυτονομίας και της μαζικής της απεύθυνσης. Ταυτόχρονα, με τη χειρονομία των εκλογικών μηχανισμών των υπουργείων που δόθηκαν στο ΛΑ.Ο.Σ., καθώς και με την υπεσχημένη υπερπροβολή από τα ΜΜΕ, επιχειρείται να αντισταθμιστεί η απώλεια ψήφων που ενδεχομένως θα επιφέρει η γενναιόδωρη πρόσδεση του ΛΑ.Ο.Σ. στο άρμα της αντιδημοφιλούς μνημονιακής πολιτικής και να διασφαλιστεί η λαϊκή-πολιτική του απήχηση.
Έχει, άραγε, γερούς αρμούς η διαφαινόμενη συμμαχία μεταξύ της αστικής τάξης και του ΛΑ.Ο.Σ. ή πρόκειται για ένα στιγμιότυπο αμφίπλευρου, συγκυριακού καιροσκοπισμού; Η θεαματική ρευστότητα με την οποία αναδιατάσσονται οι συμμαχίες, εκπροσωπήσεις και ταυτίσεις στο πολιτικό πεδίο δεν επιτρέπει κανενός είδους πρόβλεψη. Οι «ορθολογιστές δημοκράτες», οι «υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι «προοδευτικοί διανοούμενοι» έχουν ακόμη το δικαίωμα να ελπίζουν: είναι πιθανό ο Γ. Καρατζαφέρης ν’ αποδειχθεί ένας αναξιόπιστος condottiero, και η αστική τάξη να δώσει σύντομα την εμπιστοσύνη της σε ένα ολοκαίνουργιο πολιτικό σχήμα, αποκαθαρμένο από λαϊκιστικές προσμίξεις. Και τότε οι φιλοπρόοδοι διανοούμενοί μας θα ησυχάσουν: θα μπορούν να ερίζουν για τις τιμές «ορθολογικότητας» και «υπευθυνότητας» των επιλογών μιας νέας κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα από τις αίθουσες διαλέξεων θ’ αντηχούν ελεύθερα οι ψαλμωδίες της «Ιερότητας του Προσώπου του Άλλου», των «Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» και της «Προστασίας της Ετερότητας», με τις οποίες θα νοστιμίζει η κοινωνική μας έρημος, χωρίς τον φόβο να παρεμβληθεί στη θεία αυτή μελωδία το μεγαφωνικό παράσιτο της φωνής ενός λαϊκιστή τηλεβιβλιοπώλη.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, φαίνεται ως εάν οι δημοκράτες μας να είχαν ασυνείδητα συνηθίσει στην ιδέα ότι το ΛΑ.Ο.Σ., εδώ και καιρό, ήταν πράγματι στην κυβέρνηση. H υπερψήφιση του μνημονίου, ο ηγεμονικός καθορισμός της πολιτικής ατζέντας στο ζήτημα του μεταναστευτικού «προβλήματος», η προώθηση του ζητήματος της κατάργησης του ασύλου ως κομβικού στοιχείου για την επίτευξη μιας πλατιάς συναίνεσης στην ψήφιση του νόμου για την παιδεία, τα απλόχερα συγχαρητήρια για την «υπεύθυνη» στάση του ΛΑ.Ο.Σ. από την κυβέρνηση Παπανδρέου και τα στελέχη της, αποτελούν ενδείξεις μιας αρκετά δυναμικής παρουσίας του ΛΑ.Ο.Σ. όχι στο περιθώριο της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά μάλλον στον πυρήνα της.
Σύμφωνα με την τρίτη υπόθεση, φαίνεται ως εάν να μην υπάρχουν πια «δημοκράτες». Πράγματι, από την ύστερη Μεταπολίτευση κι έπειτα η «δημοκρατία» θεωρείται δεδομένη και το πολίτευμα ακατάλυτο, ούτως ώστε καμία υπαρκτή απειλή δεν φαίνεται να καθιστά αναγκαία ή πολιτικά δραστική την επίκληση της ταυτότητας «δημοκράτης» και τη σύμπηξη, γύρω από την ταυτότητα αυτή, μιας συμμαχίας ή ενός μετώπου ενάντια σε μια (απίθανη) συνταγματική εκτροπή.
Σύμφωνα με την τέταρτη και τελευταία υπόθεση, φαίνεται ως εάν οι «δημοκράτες» να έχουν απόλυτη επίγνωση του ότι η σύγχρονη ακροδεξιά δεν αποτελεί παράγοντα δυνητικής αντιδημοκρατικής εκτροπής, αλλά αντίθετα έναν πολιτικό χώρο που κινείται σε ένα άκρο που όμως βρίσκεται εντός του «συνταγματικού τόξου». Με αυτή την έννοια, οι πιο «πεφωτισμένοι ορθολογιστές» από αυτούς αναγνωρίζουν στην περίπτωση ΛΑ.Ο.Σ. όχι μια επιβουλή κατά της «δημοκρατίας», αλλά ένα νόμιμο στόχο πολιτικής κριτικής του λαϊκισμού, τον ίδιο πάνω-κάτω που απευθύνουν και κατά της «ανορθολογικής», «νεοσταλινικής» ή «κινηματικής» αριστεράς.
Θα ήμασταν άδικοι αν δεν εντοπίζαμε μια μικρή, μαχητική εξαίρεση σε όλα τούτα: η «ανανεωτική» αριστερά εξέφρασε έντονα την πολιτισμική της αγανάκτηση, με όλη εκείνη τη γλυκερή μελαγχολία που φαίνεται να της προκαλεί η μεγαλυνόμενη σύγκρουση ανάμεσα στη «συντηρητικοποίηση» της «κοινωνίας» και το διαρκώς ματαιούμενο ιδεώδες ενός διανοητικού «αριστερού προοδευτισμού», του οποίου το φορτίο μοιάζει τώρα να μπαρκάρει, μακριά από τη χώρα, σε ένα κοντέινερ πλοίου του εμπορικού μας ναυτικού, υπό τις οδηγίες του νέου υφυπουργού Ναυτιλίας Άδωνη Γεωργιάδη.
Η τοξική «αταξικότητα» του ΛΑ.Ο.Σ.
Η ανάδειξη της ιδεολογίας και της ιδεολογικής πρακτικής του ΛΑ.Ο.Σ. ως κόμματος της εθνικιστι κής και ρατσιστικής ακροδεξιάς έχει συντελεστεί εδώ και καιρό με αρκετά αναλυτικό τρόπο. Το ΛΑ.Ο.Σ. συγκρότησε πράγματι μια συνθετική ακροδεξιά ιστορικότητα, ως κοινότητα καταβολών (η μεταξική δικτατορία, η ελληνική χούντα και ο εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός), που λειτούργησε ενοποιητικά για τον κατακερματισμένο ακροδεξιό χώρο. Ταυτόχρονα, συνέπλευσε με τα
πρότυπα της νέας ακροδεξιάς: την πολιτική ρητορεία και πρακτική του σεβασμού των κοινοβουλευτικών θεσμών (την ίδια στιγμή που οι «ριζοσπαστικές πρακτικές» του παρελθόντος ανασύρονται μόνο στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο, στο πλαίσιο των νοσταλγικών δεσμών που συγκροτούν την ετερόκλητη κοινότητα καταβολών του κόμματος)· τον εξοβελισμό, στο επίπεδο της πολιτισμικής πρακτικής, της «λιτότητας αξιωματικού του στρατεύματος» προς όφελος ενός λαϊφ-στάιλ σαλντιμπαγκισμού· και τον αγώνα κατά της μετανάστευσης, ως ζητήματος πολιτικής αιχμής και συγκρότησης της δυναμικής ταυτότητας του κόμματος (εις βάρος του παρωχημένου, εν πολλοίς, πολεμικού εθνικισμού έναντι του εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού).
Παρότι οι ιδεολογικές πρακτικές του ΛΑ.Ο.Σ. έχουν υπεραναλυθεί, ένα ερώτημα παραμένει ακόμη αναπάντητο: ποιες κοινωνικές τάξεις εκφράζει και από ποιες κοινωνικές τάξεις (πράγμα κάπως διαφορετικό) αντλεί πολιτική δύναμη;
Ludwig Richter (1802-1884), Der Kampf mit dem Drachen. |
Ας περάσουμε κατόπιν στην ιδεολογική πρακτική του κόμματος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε –οδηγούμενοι σε έναν τέτοιο ισχυρισμό περισσότερο από μια θεωρητική «υπόθεση»– ότι πράγματι η λαϊκότητα της ακροδεξιάς ρητορείας, ο εθνικιστικός αντικοσμοπολιτισμός, η προσήλωση στην «τάξη και την ασφάλεια» κ.ο.κ. είναι αναγνωρίσιμα στοιχεία πολιτικής και ιδεολογικής έγκλησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (κυρίως των μικρεμπόρων, καταστηματαρχών, ιδιοκτητών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και νοικοκύρηδων ιδιοκτητών ακινήτων), και ειδικότερα, στην περίπτωση ΛΑ.Ο.Σ., ενός χαμηλού εισοδηματικά, γηραλέου και ημιαστικοποιημένου τμήματός της. Να όμως που στο σημείο αυτό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αρχική διάψευση των θεωρητικών μας ευκολιών: στις δημοσκοπικές «ακτινογραφίες» των ψηφοφόρων του ΛΑ.Ο.Σ. καταγράφεται μια δυναμική υπεροχή του κόμματος στις ηλικίες από 24 έως 44 ετών και στους αποφοίτους μέσης και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όσο για την κοινωνική θέση των ψηφοφόρων αυτών, συναντούμε μια σχεδόν ισοδύναμη διασπορά της απήχησης του κόμματος σε εργοδότες/αυτοαπασχολούμενους (χωρίς δυστυχώς περισσότερα στοιχεία ειδικότερης διαστρωμάτωσης, που θα ήταν πολύτιμα για την εξαγωγή συμπερασμάτων), μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ανέργους και φοιτητές (sic).
Όλα τα παραπάνω μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια (ακόμη) πολιτική υπόθεση: το ΛΑ.Ο.Σ. δεν φαίνεται να αποκτά ή να επιδιώκει να αποκτήσει χαρακτηριστικά δυναμικής εμφάνισης μιας τάξης (ή έστω κάποιου τμήματός της), η οποία να διαθέτει κάποιου είδους σπερματική αυτοσυνείδηση για την ανάληψη ενός ενεργητικά διακριτού πολιτικού ρόλου. Το συμπέρασμα αυτό, αν είναι ορθό, θα είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία: στην περίπτωση του ΛΑ.Ο.Σ., μπορούμε να μιλάμε για ένα κόμμα που δεσμεύει πολιτικά κάποια τμήματα της μικροαστικής ψήφου, αλλά όχι κατά τρόπο ώστε να προσδίδει σε αυτή την ψήφο χαρακτηριστικά ανάδυσης μιας έστω αμφίρροπης πολιτικά ταξικής δύναμης όπως
είναι η μικροαστική τάξη.
Το γεγονός ότι το ΛΑ.Ο.Σ. δεν αναλαμβάνει τον ρόλο μιας συγκρουσιακής πολιτικής έκφρασης της (παραδοσιακής) μικροαστικής τάξης ως τέτοιας το καθιστά ένα κόμμα που μπορεί να λειτουργεί με ακραία ευελιξία σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, προσαρμόζοντας κάθε φορά τον λόγο και την πρακτική του ανάλογα με τη συγκυρία ή και τις διακυμάνσεις του «κοινού νου», η έκφραση του οποίου διαφεύγει από τον περιλάλητο «ξύλινο λόγο» των καθιερωμένων πολιτικών σχηματισμών. Η καταστατική απροθυμία του ΛΑ.Ο.Σ. να επιτελέσει ρόλο προνομιακού εκφραστή μιας συγκεκριμένης τάξης ή μιας ορισμένης μερίδας της τάξης αυτής απελευθερώνει πλήρως το κόμμα από τις χαρακτηριστικές δεσμεύσεις που συναντιούνται στα τυπικά πολιτικά κόμματα: ο ηγέτης και η ηγετική ομάδα του ΛΑ.Ο.Σ. ενεργούν σχεδόν με απόλυτη αυτονομία έναντι του αφανούς σώματος των «μελών» του ΛΑ.Ο.Σ. (ή των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπούνται από αυτό). Ακόμη περισσότερο, η πολιτική-ρητορική αυτονομία και τυχοδιωκτική ευελιξία του ηγετικού πυρήνα του ΛΑ.Ο.Σ. ενδυναμώνεται από άλλο ένα «ελκυστικό» (για όποιον αποσκοπεί σε συμμαχίες) χαρακτηριστικό του: δεν φαίνεται να υπάρχουν στο ΛΑ.Ο.Σ. εκείνες οι δομές με τις οποίες τα τυπικά κόμματα συμμετέχουν κι επενεργούν στους κοινωνικούς χώρους (π.χ. συνδικαλιστικό πεδίο, επαγγελματικούς ή κλαδικούς εργοδοτικούς συλλόγους κ.ο.κ.). Ως αποτέλεσμα, η εκάστοτε πολιτική γραμμή του κόμματος δεν βρίσκει κανένα πεδίο αντιστάσεων ή «καθυστερήσεων», όπως αυτές που συναντώνται στα μαζικά πολιτικά κόμματα εξαιτίας της ταξικής πολυσυλλεκτικότητάς τους (π.χ. συνδικαλιστές ΠΑΣΟΚ, αγρότες ΝΔ).
Το ποντίκι, ο λαγός και το μαγικό ραβδί της αστικής τάξης
Η ραγδαία πολιτική άνοδος του ΛΑ.Ο.Σ. οφείλεται κατά πολλούς στην καιροσκοπική πολιτική πρακτική και τους επιτυχημένους ελιγμούς του, με τους οποίους κατάφερε να καρπωθεί τα οφέλη από την κρίση των κομμάτων του διπολισμού. Το ΛΑ.Ο.Σ. έως σήμερα ακολουθούσε την τακτική του ποντικού: ροκάνιζε σταθερά το τείχος που το χώριζε από την κεντρική πολιτική σκηνή και, τελικώς, τρύπωσε σε αυτήν από τη χαραμάδα. Για να το καταφέρει, αναγκάστηκε να παραμερίσει σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο λόγο του τα «παρωχημένα» ιδεολογικά χαρακτηριστικά που προέτασσε και που προκαλούσαν την αμφιθυμία της (κοσμοπολίτικης και «δημοκρατικής») αστικής τάξης έναντί του. Τελικά, με μια εντυπωσιακή στροφή, εμφανίστηκε ως το πολιτικό κόμμα της σύνεσης και της αστικής συναίνεσης. Η υποστήριξη του μνημονίου (την ίδια στιγμή που οι μόνιμοι εσωτερικοί τριγμοί στο ΠΑΣΟΚ καθιστούσαν μονίμως ασταθή την προώθηση της πολιτικής αυτής, και την ίδια ώρα που η ΝΔ επέλεγε έναν υποκριτικό αντιμνημονιακό λαϊκισμό, αταίριαστο σε σύγχρονο αστικό-φιλελεύθερο κόμμα) αποτέλεσε το διαπιστευτήριο για την οικοδόμηση μιας ανυπόκριτης πολιτικής εμπιστοσύνης με την οποία η αστική τάξη περιέβαλλε εφεξής το ΛΑ.Ο.Σ. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο «πατριωτισμός» του ΛΑ.Ο.Σ. νοηματοδοτήθηκε ανέλπιστα ως ένας ρεαλιστικός πατριωτισμός της «αστικής σύνεσης» για «τη σωτηρία της πατρίδας» από την κρίση, και όχι ως ένας παροξυσμικός εθνικιστικός αμυντισμός έναντι της «ξένης κατοχής» ή των «Εβραίων τραπεζιτών», όπως ίσως θα περίμενε κανείς από ένα τυπικό ακροδεξιό κόμμα.
Έχουμε λόγους να υποθέτουμε ότι σε κάποια αθέατη λόχμη του πολιτικού σκηνικού, σε κάποια δυσδιάκριτη στιγμή του πολιτικού χρόνου, το ΛΑ.Ο.Σ. αναβαθμίστηκε επιτέλους από «ποντικός» στις παρυφές του επίσημου πολιτικού συστήματος σε «λαγό», κατά το κοινώς λεγόμενο, της αστικής τάξης. Το τρωκτικό με την ακροδεξιά ουρά, που κατόρθωσε να «διεισδύσει» στην επίσημη πολιτική σκηνή και να καθιερωθεί σε αυτήν, μεταμορφώθηκε πλέον με το μαγικό ραβδάκι της αστικής τάξης, στον γοργοπόδαρο εντεταλμένο αγγελιαφόρο και σκαπανέα της, που πίσω του φάνηκαν να ακολουθούν ασθμαίνοντα τα δυσκίνητα, ξεδοντιασμένα λιοντάρια της πολιτικής μας πανίδας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ας δούμε τα στοιχεία που έχουμε μπροστά στα μάτια μας και μας κάνουν να διατυπώνουμε αυτή την υποψία:
Ο ρόλος του Γ. Καρατζαφέρη στην επιλογή της υποψηφιότητας Παπαδήμου για την πρωθυπουργία, σε μια στιγμή κατά την οποία, για δικούς τους λόγους, οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ φαίνεται ότι δεν την πρόκριναν, συνέπεσε με τη λυσσαλέα προσπάθεια δύο παραδοσιακών συγκροτημάτων ΜΜΕ (που ταυτίζονται αντίστοιχα με το κατασκευαστικό και το ναυτιλιακό κεφάλαιο) να επιβάλουν την ίδια λύση. Αυτή η «σύμπτωση» απόψεων, που εκδηλώθηκε με τη σχεδόν έξαλλη επιμονή του Γ. Καρατζαφέρη να λειτουργήσει ως προωθητική δύναμη για τη «συγκόλληση» του κυβερνητικού μπλοκ υπό τον εκλεκτό τεχνοκράτη, μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Γ. Καρατζαφέρης έπαιξε ένα ρόλο συνειδητής διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πολιτικής κρίσης. Περιττεύει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η επιλογή του Γ. Καρατζαφέρη να υποστηρίξει τον Λ. Παπαδήμο είναι αρκετά παράξενη για ένα ακροδεξιό κόμμα: στο πρόσωπό του ένας ακροδεξιός (και όχι μόνο) θα αναγνώριζε πρωτίστως τον «υπάλληλο της Τριμερούς» και της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, τον «εντολοδόχο» της Goldman Sachs και του «άξονα Ουάσινγκτον-Βερολίνου». Παραδόξως, ένας «ακροδεξιός» της κοπής του Γ. Καρατζαφέρη δεν εντόπισε τίποτε από όλα αυτά στην προσωπικότητα του νυν πρωθυπουργού.
Ας εξετάσουμε έπειτα τις θέσεις που πήρε το ΛΑ.Ο.Σ. στη νέα κυβέρνηση: ο Μ. Βορίδης χρίστηκε υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και ο Α. Γεωργιάδης υφυπουργός Ναυτιλίας. Ειδικά στην περίπτωση του πρώτου, πολλοί δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία του συγκεκριμένου υπουργικού θώκου: η έμφαση δεν βρίσκεται στον τίτλο του ως υπουργού Μεταφορών (δεν πρόκειται, φευ, για το διορισμό ενός λαϊκιστή σε ρόλο κατευνασμού των ταξιτζήδων) αλλά στον τίτλο του ως υπουργού Υποδομών (πρόκειται για τον διορισμό ενός υπουργού που καλείται να διαχειριστεί τις υποθέσεις του κατασκευαστικού κεφαλαίου). Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η ευκολία ή η αμεριμνησία με την οποία οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ «παραχώρησαν» μια τόσο φανερά κρίσιμη υπουργική θέση σε ένα «εξωτικό» πολιτικό πρόσωπο. Αν η αφέλεια ομολογουμένως δεν συγκαταλέγεται στα πολιτικά χαρακτηριστικά των στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, τότε, αναλογιζόμενοι και τη μακρά θητεία του Μ. Βορίδη στις εκπομπές του Γ. Πρετεντέρη, δικαιούμαστε να δηλώνουμε την καχυποψία μας απέναντι στους ιθύνοντες νόες της απονομής στο ΛΑ.Ο.Σ. ενός τέτοιου υπουργείου. Για την επιλογή του Α. Γεωργιάδη στο υφυπουργείο Ναυτιλίας, η υπόθεση βοά: η κρουαζιέρα, για την οποία το συγκρότημα Αλαφούζου έδωσε «μάχες», δηλώθηκε ως πρώτη προτεραιότητα ενός αρχαιολάτρη που σαλπάρει για την Κολχίδα με το μονοπύθμενό του.
Η εγκόλπωση του αντικομμουνισμού και η υποστηρικτική ανοχή του ρατσισμού
Σημαίνουν όλα τούτα ότι το ΛΑ.Ο.Σ. απόλεσε συνειδητά ή αναγκάστηκε να παραμερίσει οριστικά τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του; Όχι ακριβώς. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αφενός μεν για μια ροπή θετικής εγκόλπωσης κάποιων τέτοιων χαρακτηριστικών εκ μέρους της αστικής τάξης, αφετέρου δε για μια τάση υποστηρικτικής ανοχής κάποιων άλλων: η αστική τάξη φαίνεται πρόθυμη να αναγνωρίσει και να χρησιμοποιήσει τις πολύτιμες υπηρεσίες λαϊκού αντικομμουνισμού που προσφέρει το ΛΑ.Ο.Σ. Πράγματι, το αυξανόμενο κύρος του ΚΚΕ καθιστά κρίσιμη την ανάπτυξη ενός αντικομμουνιστικού λόγου τον οποίο το ΠΑΣΟΚ, λόγω καταβολών, αδυνατεί να παραγάγει με την απαιτούμενη ένταση, η δε ΝΔ, ως κληρονόμος των αμαρτημάτων του παρελθόντος, θα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να αναλάβει· όσο για τον φιλελεύθερο αντικομμουνισμό των ορθολογιστών διανοουμένων, αυτός δεν μπορεί να αγγίξει μεγαλύτερο κοινό από εκείνο που απαρτίζουν οι αναγνώστες της Athens Review of Books…
Περαιτέρω, φαίνεται ότι κάποιου είδους αναβαπτισμένος «αυταρχισμός», είναι εξίσου χρηστικός και απαραίτητος. Θα λέγαμε ότι δεν πρόκειται για έναν (ευθειών φασιστικών καταβολών) αυταρχισμό λατρείας του κράτους ή για έναν σύγχρονο «νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό», αλλά μάλλον για ένα πιο δραστικό μίγμα πρακτικού, αστικού λαϊκισμού, τον οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «αυταρχισμό του κοινού νου». Πασπαλισμένη με τη σκαμπρόζικη καρατζαφερική ρητορεία (σε αντίθεση με την αποκρουστική παγκαλική αλαζονεία που παρήγαγε τα αντίθετα αποτελέσματα), η επίκληση του «κοινού νου» επιτάσσει την αυταρχική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής «ανομίας» και της «ανυπακοής» που στρέφεται κατά του «κοινού συμφέροντος» (οι πορείες διαλύουν τον εμπορικό ιστό της Αθήνας, οι ναυτεργατικές απεργίες στερούν από τους μαγαζάτορες τη δυνατότητα να πουλήσουν φολκλορικά αντικείμενα στους τουρίστες του πολιορκημένου κρουαζιερόπλοιου, οι απεργίες επιδεινώνουν τη θέση των ίδιων των εργαζομένων καταστρέφοντας τις επιχειρήσεις, η φορολογία του κεφαλαίου αποτρέπει την «επένδυση» κ.ο.κ.).
A. Paul Weber (1893-1980), Kraken. |
Έχει, άραγε, γερούς αρμούς η διαφαινόμενη συμμαχία μεταξύ της αστικής τάξης και του ΛΑ.Ο.Σ. ή πρόκειται για ένα στιγμιότυπο αμφίπλευρου, συγκυριακού καιροσκοπισμού; Η θεαματική ρευστότητα με την οποία αναδιατάσσονται οι συμμαχίες, εκπροσωπήσεις και ταυτίσεις στο πολιτικό πεδίο δεν επιτρέπει κανενός είδους πρόβλεψη. Οι «ορθολογιστές δημοκράτες», οι «υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι «προοδευτικοί διανοούμενοι» έχουν ακόμη το δικαίωμα να ελπίζουν: είναι πιθανό ο Γ. Καρατζαφέρης ν’ αποδειχθεί ένας αναξιόπιστος condottiero, και η αστική τάξη να δώσει σύντομα την εμπιστοσύνη της σε ένα ολοκαίνουργιο πολιτικό σχήμα, αποκαθαρμένο από λαϊκιστικές προσμίξεις. Και τότε οι φιλοπρόοδοι διανοούμενοί μας θα ησυχάσουν: θα μπορούν να ερίζουν για τις τιμές «ορθολογικότητας» και «υπευθυνότητας» των επιλογών μιας νέας κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα από τις αίθουσες διαλέξεων θ’ αντηχούν ελεύθερα οι ψαλμωδίες της «Ιερότητας του Προσώπου του Άλλου», των «Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» και της «Προστασίας της Ετερότητας», με τις οποίες θα νοστιμίζει η κοινωνική μας έρημος, χωρίς τον φόβο να παρεμβληθεί στη θεία αυτή μελωδία το μεγαφωνικό παράσιτο της φωνής ενός λαϊκιστή τηλεβιβλιοπώλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου