Από τις εκλογές του Ιουνίου του 2010 μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου 2011 το Βέλγιο δεν είχε κυβέρνηση. Αυτό τουλάχιστον γραφόταν στα ΜΜΕ. Ήταν όμως το Βέλγιο κάτι σαν πραγμάτωση της αναρχίας, όπως τη φαντάζονται Δυτικοευρωπαίοι ρεφορμιστές διανοούμενοι για να την απορρίψουν (σαν τον Τζωρτζ Μόνμπιο,[1] που απορρίπτει την αναρχία με βάση τη... σομαλική εμπειρία); Κάθε άλλο. Απλούστατα, σε μια χώρα που από το 1916 κυβερνάται από συνασπισμούς κομμάτων, το αποτέλεσμα των εκλογών του 2010 έκανε ασύμφορο τον σχηματισμό κυβέρνησης για τα περισσότερα κόμματα, για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω. Ο τρόπος με τον οποίο λύθηκε το αδιέξοδο ήταν απλός και... δημοκρατικός: συνέχισε να κυβερνά η κυβέρνηση που είχε προκύψει από τις εκλογές του 2007, αφού αναβαπτίστηκε σε «υπηρεσιακή». Ακόμα όμως κι αν δεν υπήρχε η υπηρεσιακή κυβέρνηση, το Βέλγιο δεν θα ήταν ακριβώς ακυβέρνητο. Πέρα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση (για την οποία στήθηκαν οι κάλπες το 2010), το Βέλγιο έχει άλλες πέντε κυβερνήσεις «καβάντζα»: Φλάνδρα, Βαλονία, Βρυξέλλες, γαλλόφωνη κοινότητα και γερμανόφωνη κοινότητα, έχουν όλες την κυβέρνησή τους και το δικό τους κοινοβούλιο.
Οι Βρυξέλλες είναι η μόνη δίγλωσση περιφέρεια. Οι (ολλανδόφωνοι) Φλαμανδοί –που αποτελούν το 60% του πληθυσμού του Βελγίου– έχουν θέσει τις πολιτικές παιδείας και πολιτισμού τόσο στη Φλάνδρα όσο και στις Βρυξέλλες υπό την ενιαία φλαμανδική κυβέρνηση, ώστε να δείξουν ότι θεωρούν και την πρωτεύουσα κομμάτι της, έστω κι αν πάνω από το 80% των κατοίκων των Βρυξελλών είναι γαλλόφωνοι. Επειδή όμως οι Βρυξελλέζοι δεν ανέχονται να τους αποκαλούν Βαλόνους και τούμπαλιν, έχει διατηρηθεί η γαλλόφωνη κοινότητα ως διακριτή δομή, υπεύθυνη για τη γαλλόφωνη εκπαίδευση και στις δύο αυτές περιφέρειες (Βρυξέλλες και Βαλονία). Η δε γερμανόφωνη κοινότητα είναι ένα μικρό κομμάτι της Βαλονίας, με 75 χιλιάδες κατοίκους και μερική αυτονομία, σε γλωσσικά κυρίως θέματα. Το συμπέρασμα είναι ότι, με συνολικά 48 υπουργεία σε όλες αυτές τις κυβερνήσεις και υποκυβερνήσεις, και 553 βουλευτές, αυτή τη χώρα των 11 εκατομμυρίων όλο και κάποιος θα βρεθεί να την κυβερνήσει.
Και οι ίδιοι οι Βέλγοι αλλά και όσοι έρχονται σε επαφή με τη βελγική πραγματικότητα κάνουν πλάκα με την όλη κατάσταση. Πίσω όμως από αυτό το κουβάρι κρύβεται μια διοίκηση που σπάνια δίνει λογαριασμό στους πολίτες για τις μέρες και τα έργα της. Τα πραγματικά (κοινωνικά κυρίως) προβλήματα επικαλύπτονται από συχνά τεχνητές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κύριες γλωσσικές κοινότητες. Η ολική διγλωσσία της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια θα έλυνε τα γλωσσικά ζητήματα. Η λύση αυτή όμως δεν συνάδει με την εδώ και δεκαετίες πολιτική επένδυση των αστικών δυνάμεων, και από τις δύο πλευρές, στον κοινοτισμό.
Οι κυρίαρχες ελίτ καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να στρεβλώνουν τα σημαντικά θέματα μέσα από τις κοινοτικές διαμάχες: για τη μη αύξηση των μισθών στη Φλάνδρα φταίνε οι «τεμπέληδες Βαλόνοι, των οποίων η ανεργία πληρώνεται με τους φόρους μας», ενώ για τη μαζική και μακροχρόνια ανεργία τόσο στις λαϊκές γειτονιές των Βρυξελλών όσο και στα ερείπια των ορυχείων και της χαλυβουργίας στη Βαλονία φταίνε οι Φλαμανδοί, που «δεν ξέρουν να μοιράζονται όπως κάναμε εμείς όταν ήμασταν οι πιο πλούσιοι κι αυτοί οι πιο φτωχοί».
Το 2008, το βελγικό κράτος παρείχε 20 δισ. ρευστό και 32 9 δισ. εγγυήσεις για να σώσει τις ράπεζες. Όλα έδειχναν ότι μια μακρά περίοδος οικονομικών δυσχερειών ερχόταν, και η ανάπτυξη ήταν αρνητική το 2009. Το 2010, τα κόμματα του προηγούμενου κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν όλα πανωλεθρία, εκτός από τους γαλλόφωνους σοσιαλιστές, που θεωρούνται στη Βαλονία οι «εγγυητές του επιδόματος ανεργίας σε δύσκολους καιρούς». Φλαμανδοί και γαλλόφωνοι χριστιανοδημοκράτες και φιλελεύθεροι, καθώς και οι Φλαμανδοί σοσιαλιστές,[2] καταβαραθρώθηκαν, ενώ οι Πράσινοι[3] δεν ανέβηκαν, έτσι ώστε η εξίσωση να μην μπορεί να λυθεί με την αντικατάσταση κάποιων κομμάτων στην κυβέρνηση από αυτούς. Αυτοί που είχαν σαρώσει ήταν το εθνικιστικό φλαμανδικό κόμμα N-VA, το οποίο είχε μόλις σπάσει τη συμμαχία του με τους χριστιανοδημοκράτες, τινάζοντάς τους κυριολεκτικά στον αέρα. Πήρε ψήφους και από το ανοιχτά ρατσιστικό και αποσχιστικό Vlaams Belang, το κόμμα των απογόνων των φλαμανδικών SS. To N-VA είναι κι αυτό υπέρ της ανεξαρτητοποίησης της Φλάνδρας, αλλά λιγότερο ανοιχτά ρατσιστικό. Το ψήφισαν και πολλοί Φλαμανδοί που σίγουρα δεν είναι υπέρ της απόσχισης, αλλά είχαν κουραστεί από το γαϊτανάκι των κυβερνήσεων συνεργασίας, για τις οποίες θεωρούσαν ότι αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση.
Το Ν-VA δεν είχε συμφέρον να συμμετέχει στην κυβέρνηση, αφού κατά βάση προσπαθεί να αποδείξει ότι το ομοσπονδιακό κράτος δεν λειτουργεί, ενώ τα υπόλοιπα φλαμανδικά κόμματα συναγωνίζονται να αποδείξουν ποιο είναι καλύτερο στην απόσπαση αρμοδιοτήτων από το ομοσπονδιακό στο περιφερειακό επίπεδο. Η «προσωρινή» κυβέρνηση βέβαια μόνο ως τέτοια δεν συμπεριφέρθηκε, αφού πήρε διόλου υπηρεσιακές αποφάσεις, όπως η πανάκριβη συμμετοχή του Βελγίου στον πόλεμο της Λιβύης, ενώ συγκατατέθηκε στην αλλαγή της συνθήκης της ΕΕ για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), συμβάλλοντας και χρήματα για τη σωτηρία των δανειστών της Ελλάδας.
Το θετικό της «ακυβερνησίας» ήταν ότι δεν αγγίχτηκαν ζητήματα φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως οι συντάξεις, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ή η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών. Δεν επιβλήθηκαν δηλαδή «μέτρα λιτότητας» με αποτέλεσμα (κατά διαβολική σύμπτωση) το Βέλγιο να έχει το 2011 ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.[4] Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν πριονίστηκε ο συσχετισμός εργασίας-κεφαλαίου με αρκετά σχέδια αναδιάρθρωσης σε πολλές εταιρείες και με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση του 2011 να επιβάλλεται τελικά από το κράτος υπέρ των εργοδοτών, παρά τη διαφωνία δύο εκ των τριών εθνικών συνδικάτων. Βλέποντας όμως τα μέτρα λιτότητας σε γύρω χώρες (Αγγλία, Γαλλία), αλλά και την κοινωνική φρίκη στον ευρωπαϊκό νότο, πολλοί Βέλγοι θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερα που στη χώρα δεν υπήρχε κυβέρνηση ικανή να πάρει την ευθύνη ανάλογων μέτρων. Πολλοί στην Ελλάδα έκαναν τη σύγκριση λέγοντας ότι «στο Βέλγιο, ενάμιση χρόνο χωρίς κυβέρνηση, λειτουργούσαν τα πάντα, ενώ στην Ελλάδα, μέσα σε μια βδομάδα, όλα σταμάτησαν να λειτουργούν». Ωστόσο, η γενική αποδιάρθρωση στην Ελλάδα δεν οφείλεται στις δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού, αλλά στα φρενήρη μέτρα ΕΕ-ΔΝΤ: κάθε κυβέρνηση που εφαρμόζει τέτοια μέτρα είναι παράγοντας αστάθειας, όχι σταθερότητας. Αντίστοιχα λοιπόν και στο Βέλγιο, αν επέλθει χάος, δεν θα έχει σχέση τόσο με τον υπηρεσιακό ή μη χαρακτήρα των κυβερνήσεων, αλλά με τη βιαιότητα των αντεργατικών μέτρων.
Τον Οκτώβριο του 2011, η βελγική προσωρινή κυβέρνηση παρείχε μερικά ακόμα δισ. στην τράπεζα Dexia που παρέπαιε. Ένα μήνα αργότερα, η Standard & Poor’s υποβάθμισε τη δανειακή αξιοπιστία της χώρας. Αφού λοιπόν τα πράγματα ζόριζαν, η Κομισιόν, με το γνωστό στιλ που υιοθετεί τελευταία, κάλεσε τα βελγικά κόμματα να σχηματίσουν επειγόντως κυβέρνηση, καθώς είχε κάνει και συγκεκριμένες υποδείξεις για μέτρα που η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν μπορούσε να προωθήσει. Όπερ και εγένετο, με τα ίδια πάλι κόμματα όπως πριν. Η αναμονή των Βέλγων πολιτών μέχρι να τους ανακοινωθεί η κυβέρνησή τους, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις και υπό την πίεση της Κομισιόν και των «αγορών», συνέπεσε με την αντίστοιχη αναμονή των Ελλήνων και των Ιταλών. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις που προέκυψαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση μακρινά ξαδέρφια των όποιων εκλογικών διαδικασιών. Το μόνο δείγμα αντιστοιχίας με τη «λαϊκή εντολή» στο Βέλγιο ήταν η τοποθέτηση ως πρωθυπουργού του αρχηγού του μοναδικού από τα κόμματα που είχε σημειώσει άνοδο στις εκλογές: των γαλλόφωνων σοσιαλιστών.
Οι σοσιαλιστές τόλμησαν μάλιστα να χαρακτηρίσουν «προοδευτική» τη νέα κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που ήρθε με ένα πρόγραμμα ριζικών περικοπών των επιδομάτων ανεργίας και αύξησης-σοκ των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης. Η επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις αναμένεται να ακολουθήσει μετά τις εκλογές στα συνδικάτα, ώστε να μην προκαλέσει την εκλογή ριζοσπαστών αντιπροσώπων των εργαζομένων. Παρότι το κράτος «χρειάζεται ρευστό» για να ανταποκριθεί στο ογκούμενο χρέος του, καμιά αλλαγή δεν θα γίνει στη φορολογική νομοθεσία, που επιτρέπει σε πολυεθνικές να πληρώνουν φόρους της τάξης των 400 ευρώ τον χρόνο (λιγότερα δηλαδή από όσα πληρώνει ένας χαμηλόμισθος τον μήνα), όπως αποκάλυψε έρευνα του Κόμματος Εργασίας του Βελγίου (PTB), του μοναδικού δίγλωσσου και ενιαίου σε εθνικό επίπεδο κόμματος.[5]
Άλλη μια χώρα λοιπόν στην οποία οι σοσιαλδημοκράτες θα μπουν μπροστά σε μια επιχείρηση κοινωνικής κατεδάφισης, πιστοί στις παραδόσεις τους. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας άρχισαν στο Βέλγιο αφού οι σοσιαλδημοκράτες αντάλλαξαν τη συμμετοχή τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το γενικό δικαίωμα ψήφου. Στον Β΄ Παγκόσμιο, ο επικεφαλής τους, Χένρι Ντε Μαν, υποδέχτηκε τους Ναζί ως ελευθερωτές. Κατά τη χρυσή τριακοντοαετία μετά τον Πόλεμο, επανεδραίωσαν την επιρροή τους.
Το Βέλγιο είναι η δεύτερη χώρα στον πλανήτη που εκβιομηχανίστηκε. Η εργατική τάξη οργανώθηκε σε κόμματα και συνδικάτα από τον 19ο αιώνα, ενώ η δράση της είχε παίξει ρόλο και στην ίδια την ίδρυση του βελγικού κράτους το 1830. Έχει δώσει πολλές αιματηρές μάχες, από τον 19ο αιώνα μέχρι τις απεργίες του 1960 και του 1971, αλλά και κατά τη δεκαετία του ’90. Το μοντέλο της ταξικής συνεργασίας στο οποίο έχει γαλουχηθεί για τόσες δεκαετίες («παλεύουμε για να μας σέβονται, αλλά όχι για την εξουσία») φαίνεται ότι φτάνει στα ιστορικά του όρια, μέσα στη μανία με την οποία ο καπιταλισμός επιτίθεται στις εργατικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα ώστε να αντιμετωπίσει την παγκόσμια κρίση του. Το 2012 αναμένεται θερμό. Στις 2 Δεκεμβρίου, 80.000 εργαζόμενοι διαδήλωσαν στις Βρυξέλλες αντιδρώντας στο πρόγραμμα λιτότητας της νέας κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου έγινε γενική απεργία στην περιοχή της Λιέγης, σε συμπαράσταση στους εργάτες της Arcelor Mittal, που θέλει να κλείσει τα μεταλλουργία της περιοχής. Οι εργάτες και τα συνδικάτα τους δεν ζητούν τίποτα λιγότερο από την εθνικοποίηση της μεταλλουργίας με εργατικό έλεγχο.
Στις Βρυξέλλες αναπτύσσεται εδώ κι έξι μήνες μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία: οι Επιτροπές Δράσης (Comités Action), που συνενώνουν συνδικαλιστές βάσεις και από τις δύο μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας, τη «σοσιαλιστική» FGTB και τη «χριστιανική» CSC, οι οποίες έχουν ποσοστά συνδικαλισμένων άπιαστα για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και άλλους αγωνιστές, με σκοπό την οργάνωση δράσεων αντίστασης στα μέτρα, πέρα από αυτές που θα αποφασίζουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Στην τελευταία συνέλευση των Comités, ακούσαμε Φλαμανδό εκπρόσωπο των αποσκευοφορέων του αεροδρομίου να μιλά για την ενότητα μεταξύ Φλαμανδών, γαλλόφωνων και μεταναστών εργατών που γίνεται πράξη στο σωματείο του. Έλεγε, βέβαια, ότι με τους Φλαμανδούς εργάτες χρειάζεται καμιά φορά περισσότερη προσπάθεια, αφού έχουν την τάση να κατηγορούν τους δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας για άδικη απομύζηση των κόπων τους και είναι πιο συντηρητικοί απέναντι στην προοπτική απεργίας. Η φράση αυτή προκάλεσε τον θυμό μιας Ισπανίδας αγωνίστριας, που έλεγε στον διάδρομο: «φεύγω, δεν τους μπορώ τους Φλαμανδούς, αυτός δεν είναι καν πεισμένος ότι πρέπει να κινητοποιήσει τους συναδέλφους του».
Χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο για τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που δυσκολεύουν την ενότητα της εργατικής τάξης σε μια χώρα όπως το Βέλγιο, όπου η αστική τάξη έχει χρησιμοποιήσει επί πολλές δεκαετίες τις υπαρκτές διαφορές προκειμένου να κάμψει τους εργαζόμενους. Ας θυμηθούμε όμως και το τηλεφωνικό μήνυμα του εκπροσώπου των απεργών της Ελληνικής Χαλυβουργίας προς τους Βέλγους εργαζόμενους, σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης στις Βρυξέλλες: «οι εργαζόμενοι πρέπει να είμαστε παντού μονιασμένοι και αδερφωμένοι απέναντι στην επίθεση που μας γίνεται, παρά τις διαφορές μας».
[1] George Monbiot, The Age of Consent. A Manifesto for a New World Order (2003). Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας χωρίζει το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης σε αναρχία, μαρξισμό και δημοκρατικό ρεφορμισμό. Απορρίπτει τις δύο πρώτες τάσεις με χαρακτηριστική ευκολία, και, για να θεμελιώσει το ανεπιθύμητο της πρώτης, φέρνει ως επιχείρημα ότι η απουσία κρατικών δομών στη Σομαλία δεν έχει βελτιώσει τα πράγματα.^
[2] Από το 2009, οι Φλαμανδοί σοσιαλιστές συγκυβερνούν τη Φλάνδρα μαζί με τους χριστιανοδημοκράτες και τους εθνικιστές του N-VA.^
[3] Σημειωτέον ότι στο Βέλγιο όλα τα κόμματα υπάρχουν εις διπλούν: σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθεροι και πράσινοι υπάρχουν τόσο σε γαλλόφωνη όσο και σε ολλανδόφωνη (φλαμανδική) έκδοση.^
Οι Βρυξέλλες είναι η μόνη δίγλωσση περιφέρεια. Οι (ολλανδόφωνοι) Φλαμανδοί –που αποτελούν το 60% του πληθυσμού του Βελγίου– έχουν θέσει τις πολιτικές παιδείας και πολιτισμού τόσο στη Φλάνδρα όσο και στις Βρυξέλλες υπό την ενιαία φλαμανδική κυβέρνηση, ώστε να δείξουν ότι θεωρούν και την πρωτεύουσα κομμάτι της, έστω κι αν πάνω από το 80% των κατοίκων των Βρυξελλών είναι γαλλόφωνοι. Επειδή όμως οι Βρυξελλέζοι δεν ανέχονται να τους αποκαλούν Βαλόνους και τούμπαλιν, έχει διατηρηθεί η γαλλόφωνη κοινότητα ως διακριτή δομή, υπεύθυνη για τη γαλλόφωνη εκπαίδευση και στις δύο αυτές περιφέρειες (Βρυξέλλες και Βαλονία). Η δε γερμανόφωνη κοινότητα είναι ένα μικρό κομμάτι της Βαλονίας, με 75 χιλιάδες κατοίκους και μερική αυτονομία, σε γλωσσικά κυρίως θέματα. Το συμπέρασμα είναι ότι, με συνολικά 48 υπουργεία σε όλες αυτές τις κυβερνήσεις και υποκυβερνήσεις, και 553 βουλευτές, αυτή τη χώρα των 11 εκατομμυρίων όλο και κάποιος θα βρεθεί να την κυβερνήσει.
Και οι ίδιοι οι Βέλγοι αλλά και όσοι έρχονται σε επαφή με τη βελγική πραγματικότητα κάνουν πλάκα με την όλη κατάσταση. Πίσω όμως από αυτό το κουβάρι κρύβεται μια διοίκηση που σπάνια δίνει λογαριασμό στους πολίτες για τις μέρες και τα έργα της. Τα πραγματικά (κοινωνικά κυρίως) προβλήματα επικαλύπτονται από συχνά τεχνητές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κύριες γλωσσικές κοινότητες. Η ολική διγλωσσία της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια θα έλυνε τα γλωσσικά ζητήματα. Η λύση αυτή όμως δεν συνάδει με την εδώ και δεκαετίες πολιτική επένδυση των αστικών δυνάμεων, και από τις δύο πλευρές, στον κοινοτισμό.
Οι κυρίαρχες ελίτ καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να στρεβλώνουν τα σημαντικά θέματα μέσα από τις κοινοτικές διαμάχες: για τη μη αύξηση των μισθών στη Φλάνδρα φταίνε οι «τεμπέληδες Βαλόνοι, των οποίων η ανεργία πληρώνεται με τους φόρους μας», ενώ για τη μαζική και μακροχρόνια ανεργία τόσο στις λαϊκές γειτονιές των Βρυξελλών όσο και στα ερείπια των ορυχείων και της χαλυβουργίας στη Βαλονία φταίνε οι Φλαμανδοί, που «δεν ξέρουν να μοιράζονται όπως κάναμε εμείς όταν ήμασταν οι πιο πλούσιοι κι αυτοί οι πιο φτωχοί».
Henri Cartier-Bresson |
Το Ν-VA δεν είχε συμφέρον να συμμετέχει στην κυβέρνηση, αφού κατά βάση προσπαθεί να αποδείξει ότι το ομοσπονδιακό κράτος δεν λειτουργεί, ενώ τα υπόλοιπα φλαμανδικά κόμματα συναγωνίζονται να αποδείξουν ποιο είναι καλύτερο στην απόσπαση αρμοδιοτήτων από το ομοσπονδιακό στο περιφερειακό επίπεδο. Η «προσωρινή» κυβέρνηση βέβαια μόνο ως τέτοια δεν συμπεριφέρθηκε, αφού πήρε διόλου υπηρεσιακές αποφάσεις, όπως η πανάκριβη συμμετοχή του Βελγίου στον πόλεμο της Λιβύης, ενώ συγκατατέθηκε στην αλλαγή της συνθήκης της ΕΕ για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), συμβάλλοντας και χρήματα για τη σωτηρία των δανειστών της Ελλάδας.
Το θετικό της «ακυβερνησίας» ήταν ότι δεν αγγίχτηκαν ζητήματα φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως οι συντάξεις, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ή η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών. Δεν επιβλήθηκαν δηλαδή «μέτρα λιτότητας» με αποτέλεσμα (κατά διαβολική σύμπτωση) το Βέλγιο να έχει το 2011 ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.[4] Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν πριονίστηκε ο συσχετισμός εργασίας-κεφαλαίου με αρκετά σχέδια αναδιάρθρωσης σε πολλές εταιρείες και με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση του 2011 να επιβάλλεται τελικά από το κράτος υπέρ των εργοδοτών, παρά τη διαφωνία δύο εκ των τριών εθνικών συνδικάτων. Βλέποντας όμως τα μέτρα λιτότητας σε γύρω χώρες (Αγγλία, Γαλλία), αλλά και την κοινωνική φρίκη στον ευρωπαϊκό νότο, πολλοί Βέλγοι θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερα που στη χώρα δεν υπήρχε κυβέρνηση ικανή να πάρει την ευθύνη ανάλογων μέτρων. Πολλοί στην Ελλάδα έκαναν τη σύγκριση λέγοντας ότι «στο Βέλγιο, ενάμιση χρόνο χωρίς κυβέρνηση, λειτουργούσαν τα πάντα, ενώ στην Ελλάδα, μέσα σε μια βδομάδα, όλα σταμάτησαν να λειτουργούν». Ωστόσο, η γενική αποδιάρθρωση στην Ελλάδα δεν οφείλεται στις δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού, αλλά στα φρενήρη μέτρα ΕΕ-ΔΝΤ: κάθε κυβέρνηση που εφαρμόζει τέτοια μέτρα είναι παράγοντας αστάθειας, όχι σταθερότητας. Αντίστοιχα λοιπόν και στο Βέλγιο, αν επέλθει χάος, δεν θα έχει σχέση τόσο με τον υπηρεσιακό ή μη χαρακτήρα των κυβερνήσεων, αλλά με τη βιαιότητα των αντεργατικών μέτρων.
Τον Οκτώβριο του 2011, η βελγική προσωρινή κυβέρνηση παρείχε μερικά ακόμα δισ. στην τράπεζα Dexia που παρέπαιε. Ένα μήνα αργότερα, η Standard & Poor’s υποβάθμισε τη δανειακή αξιοπιστία της χώρας. Αφού λοιπόν τα πράγματα ζόριζαν, η Κομισιόν, με το γνωστό στιλ που υιοθετεί τελευταία, κάλεσε τα βελγικά κόμματα να σχηματίσουν επειγόντως κυβέρνηση, καθώς είχε κάνει και συγκεκριμένες υποδείξεις για μέτρα που η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν μπορούσε να προωθήσει. Όπερ και εγένετο, με τα ίδια πάλι κόμματα όπως πριν. Η αναμονή των Βέλγων πολιτών μέχρι να τους ανακοινωθεί η κυβέρνησή τους, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις και υπό την πίεση της Κομισιόν και των «αγορών», συνέπεσε με την αντίστοιχη αναμονή των Ελλήνων και των Ιταλών. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις που προέκυψαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση μακρινά ξαδέρφια των όποιων εκλογικών διαδικασιών. Το μόνο δείγμα αντιστοιχίας με τη «λαϊκή εντολή» στο Βέλγιο ήταν η τοποθέτηση ως πρωθυπουργού του αρχηγού του μοναδικού από τα κόμματα που είχε σημειώσει άνοδο στις εκλογές: των γαλλόφωνων σοσιαλιστών.
Οι σοσιαλιστές τόλμησαν μάλιστα να χαρακτηρίσουν «προοδευτική» τη νέα κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που ήρθε με ένα πρόγραμμα ριζικών περικοπών των επιδομάτων ανεργίας και αύξησης-σοκ των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης. Η επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις αναμένεται να ακολουθήσει μετά τις εκλογές στα συνδικάτα, ώστε να μην προκαλέσει την εκλογή ριζοσπαστών αντιπροσώπων των εργαζομένων. Παρότι το κράτος «χρειάζεται ρευστό» για να ανταποκριθεί στο ογκούμενο χρέος του, καμιά αλλαγή δεν θα γίνει στη φορολογική νομοθεσία, που επιτρέπει σε πολυεθνικές να πληρώνουν φόρους της τάξης των 400 ευρώ τον χρόνο (λιγότερα δηλαδή από όσα πληρώνει ένας χαμηλόμισθος τον μήνα), όπως αποκάλυψε έρευνα του Κόμματος Εργασίας του Βελγίου (PTB), του μοναδικού δίγλωσσου και ενιαίου σε εθνικό επίπεδο κόμματος.[5]
Άλλη μια χώρα λοιπόν στην οποία οι σοσιαλδημοκράτες θα μπουν μπροστά σε μια επιχείρηση κοινωνικής κατεδάφισης, πιστοί στις παραδόσεις τους. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας άρχισαν στο Βέλγιο αφού οι σοσιαλδημοκράτες αντάλλαξαν τη συμμετοχή τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το γενικό δικαίωμα ψήφου. Στον Β΄ Παγκόσμιο, ο επικεφαλής τους, Χένρι Ντε Μαν, υποδέχτηκε τους Ναζί ως ελευθερωτές. Κατά τη χρυσή τριακοντοαετία μετά τον Πόλεμο, επανεδραίωσαν την επιρροή τους.
Το Βέλγιο είναι η δεύτερη χώρα στον πλανήτη που εκβιομηχανίστηκε. Η εργατική τάξη οργανώθηκε σε κόμματα και συνδικάτα από τον 19ο αιώνα, ενώ η δράση της είχε παίξει ρόλο και στην ίδια την ίδρυση του βελγικού κράτους το 1830. Έχει δώσει πολλές αιματηρές μάχες, από τον 19ο αιώνα μέχρι τις απεργίες του 1960 και του 1971, αλλά και κατά τη δεκαετία του ’90. Το μοντέλο της ταξικής συνεργασίας στο οποίο έχει γαλουχηθεί για τόσες δεκαετίες («παλεύουμε για να μας σέβονται, αλλά όχι για την εξουσία») φαίνεται ότι φτάνει στα ιστορικά του όρια, μέσα στη μανία με την οποία ο καπιταλισμός επιτίθεται στις εργατικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα ώστε να αντιμετωπίσει την παγκόσμια κρίση του. Το 2012 αναμένεται θερμό. Στις 2 Δεκεμβρίου, 80.000 εργαζόμενοι διαδήλωσαν στις Βρυξέλλες αντιδρώντας στο πρόγραμμα λιτότητας της νέας κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου έγινε γενική απεργία στην περιοχή της Λιέγης, σε συμπαράσταση στους εργάτες της Arcelor Mittal, που θέλει να κλείσει τα μεταλλουργία της περιοχής. Οι εργάτες και τα συνδικάτα τους δεν ζητούν τίποτα λιγότερο από την εθνικοποίηση της μεταλλουργίας με εργατικό έλεγχο.
Στις Βρυξέλλες αναπτύσσεται εδώ κι έξι μήνες μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία: οι Επιτροπές Δράσης (Comités Action), που συνενώνουν συνδικαλιστές βάσεις και από τις δύο μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας, τη «σοσιαλιστική» FGTB και τη «χριστιανική» CSC, οι οποίες έχουν ποσοστά συνδικαλισμένων άπιαστα για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και άλλους αγωνιστές, με σκοπό την οργάνωση δράσεων αντίστασης στα μέτρα, πέρα από αυτές που θα αποφασίζουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Στην τελευταία συνέλευση των Comités, ακούσαμε Φλαμανδό εκπρόσωπο των αποσκευοφορέων του αεροδρομίου να μιλά για την ενότητα μεταξύ Φλαμανδών, γαλλόφωνων και μεταναστών εργατών που γίνεται πράξη στο σωματείο του. Έλεγε, βέβαια, ότι με τους Φλαμανδούς εργάτες χρειάζεται καμιά φορά περισσότερη προσπάθεια, αφού έχουν την τάση να κατηγορούν τους δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας για άδικη απομύζηση των κόπων τους και είναι πιο συντηρητικοί απέναντι στην προοπτική απεργίας. Η φράση αυτή προκάλεσε τον θυμό μιας Ισπανίδας αγωνίστριας, που έλεγε στον διάδρομο: «φεύγω, δεν τους μπορώ τους Φλαμανδούς, αυτός δεν είναι καν πεισμένος ότι πρέπει να κινητοποιήσει τους συναδέλφους του».
Χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο για τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που δυσκολεύουν την ενότητα της εργατικής τάξης σε μια χώρα όπως το Βέλγιο, όπου η αστική τάξη έχει χρησιμοποιήσει επί πολλές δεκαετίες τις υπαρκτές διαφορές προκειμένου να κάμψει τους εργαζόμενους. Ας θυμηθούμε όμως και το τηλεφωνικό μήνυμα του εκπροσώπου των απεργών της Ελληνικής Χαλυβουργίας προς τους Βέλγους εργαζόμενους, σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης στις Βρυξέλλες: «οι εργαζόμενοι πρέπει να είμαστε παντού μονιασμένοι και αδερφωμένοι απέναντι στην επίθεση που μας γίνεται, παρά τις διαφορές μας».
* * *
Σημειώσεις
[1] George Monbiot, The Age of Consent. A Manifesto for a New World Order (2003). Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας χωρίζει το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης σε αναρχία, μαρξισμό και δημοκρατικό ρεφορμισμό. Απορρίπτει τις δύο πρώτες τάσεις με χαρακτηριστική ευκολία, και, για να θεμελιώσει το ανεπιθύμητο της πρώτης, φέρνει ως επιχείρημα ότι η απουσία κρατικών δομών στη Σομαλία δεν έχει βελτιώσει τα πράγματα.^
[2] Από το 2009, οι Φλαμανδοί σοσιαλιστές συγκυβερνούν τη Φλάνδρα μαζί με τους χριστιανοδημοκράτες και τους εθνικιστές του N-VA.^
[3] Σημειωτέον ότι στο Βέλγιο όλα τα κόμματα υπάρχουν εις διπλούν: σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθεροι και πράσινοι υπάρχουν τόσο σε γαλλόφωνη όσο και σε ολλανδόφωνη (φλαμανδική) έκδοση.^
[4] http://goo.gl/VOzJT ^
[5] Μαρξιστικό κόμμα, γέννημα των απεργιών του 1971. Με εκλογικό ποσοστό σήμερα γύρω στο 1.6%, είναι το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα στη χώρα. Το τροτσκιστικό PSL/LSP είναι επίσης δίγλωσσο, αλλά δεν κατεβαίνει μόνο του κι ενιαία στις εκλογές.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου