Ο παράδεισος δεν είχε γη. Ήταν εσωτερικού χώρου… είχε υποκοριστικό…
χωρούσε ελάχιστους και ήταν δικός μας. Ακουγόταν πειστικό![1]
Απόσπασμα ημερολογίου του ιατρικού επισκέπτη Μπε-Εν-Πε 32Α
«Σφίξαμε τις ζώνες για να αποφύγουμε τον μανδύα. Δεθήκαμε σταυρωτά στο κάθισμα μήπως και διατηρήσουμε τη θέση μας. Η σύντομη πτήση ήταν σύντομη. Οι τρόφιμοι είχαν τον νου τους στην προσγείωση. Οι τρόφιμοι είχαν τον νου τους.
Δεν χρειάστηκε επεξήγηση· το βεβιασμένο σινιάλο υποχώρησης ήταν αρκετό. Το ιδανικό ελιξίριο έμεινε σαν διαφήμιση χωρίς προϊόν. Περιττό. Στη θέση ενός, θα τα πάρουμε όλα. Μα όλα τα σκευάσματα μαζί δεν είναι συνταγή, είναι απελπισία. Χαρούμενη επιστήμη και θλιμμένοι μεσάζοντες πετούσαμε στα σύννεφα. Κάτω από τα ιπτάμενα πούπουλα η βροχή λάσπωνε την έρημο. Οι τρόφιμοι είχαν τον νου τους».
Τα πρώτα νέα μετά την ανάκληση ήταν τόσο απειλητικά ώστε κανείς δεν βιαζόταν να μάθει τα δεύτερα. Ωστόσο οι φόβοι των «δημιουργών» της Μπε-Εν-Πε για διαρροές δεν επιβεβαιώθηκαν.[2] Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Η εταιρεία δεν κινδύνευε από τα επίλεκτα στελέχη, από τους «λειτουργούς» της. Σιγά μην κινδύνευε. Κανείς δεν ήπιε νερό, κανείς δεν σηκώθηκε για κατούρημα, κανείς για κανέναν εντός θαλάμου της ήττας. Η τσιριχτή φωνή των αεροσυνοδών ήταν το τελευταίο δόλωμα για την υστερία. Δεν τσίμπησε κανείς. Οι τρόφιμοι είχαν τον νου τους.
Το αντίδοτο της πλήρους αποτυχίας κρατούσε μέχρι τα τελευταία λεπτά στον αέρα. Ένα σωτήριο τηλεφώνημα, μια απότομη αλλαγή πορείας, ένα μιλιγκράμ λογικής πριν την άνευ όρων παράδοση στην ουσία. Στην ήπια βουτιά του αεροσκάφους, το στομάχι χώνεψε την αυταπάτη σαν τριγωνομετρικό υπόδειγμα. Εμείς που μουλιάσαμε τα ακόρεστα μέλη μας στην απόλαυση ενώ τα υπόλοιπα μέλη αγωνιούσαν, εμείς που φωτογραφίζαμε τον πολύχρωμο βυθό ενώ μας κατάπινε, εμείς που σπαταλήσαμε την τελευταία ευκαιρία για όλους, λάβαμε τουλάχιστον ένα μικρό αντίδωρο για την εξορία. Ότι εμείς –όχι άλλοι, αλλά εμείς– οι τελευταίοι κοινοί επισκέπτες του παραδείσου. Ένα μικρό αντίδωρο μεγαλομανίας για την προσγείωση.
Η τροχοδρόμηση έβαλε τέλος στη συλλογική προσευχή. Καθώς το σιδερένιο πουλί τσουλούσε ράθυμα στην ασφάλτινη νησίδα, εμείς, οι πρώην συνεπείς, αρχίσαμε να εποπτεύουμε το περίγραμμα του απαράλλακτου τοπίου που είχαμε ταχθεί να αλλάξουμε. Λύσαμε απρόθυμα τις ζώνες ασφαλείας και βαδίσαμε αργά, με πλήρη συνείδηση πια, προς την είσοδο της μεγάλης κλινικής όπου απελευθερώθηκαν οι δόσεις. Σταθήκαμε αμίλητοι σε μια νοητή σειρά παράταξης, δέκα μέτρα μακριά από τον κυλιόμενο διάδρομο.
Πλησιάζαμε ένας ένας, τελετουργικά, να κοινωνήσουμε και να συλλέξουμε τα ατομικά μας είδη. Τότε κοιτάξαμε για πρώτη φορά, αποφεύγοντας βλέμματα αλλήλων, γύρω μας… τα άλλα μέλη, το σκηνικό, τις κοντινές εξόδους σε περίπτωση αναγνώρισης. Σκορπίσαμε χωρίς άλλο προς όλες τις κατευθύνσεις. Στα πρώτα μέτρα αέρος-εδάφους τραβήξαμε βουλιμικά μια τζούρα του αγαπημένου τόπου. Ανάμικτη νικοτίνη κάθε είδους, ληγμένα ψυχοφάρμακα κάθε μάρκας – και γίναμε καπνός. Οι τρόφιμοι είχαν τον νου τους».
(11η εβδομάδα μ.Γ.) [3]
Στην έξοδο των cargo, επιβιβάστηκα στο ασημένιο τζιπ κι επιτέλους η απόσταση από το έδαφος μου φάνηκε ιδανική. Ο ανώνυμος οδηγός με υποδέχθηκε με το γνωστό μελετημένο χαμόγελο και τις επεξεργασμένες κατά τα συμφέροντα και τα γούστα μου πληροφορίες. Ο προσωπικός μου ανώνυμος ήταν μια από τις πιο επιτυχημένες επιλογές των τελευταίων ετών. Ένας εχέμυθος δουλευτής από την αρχαία Ανατολή, αποκλειστικός αντιπρόσωπος της πιο ανελαστικής εταιρείας: της καταγωγής. Ξεκινήσαμε την καθιερωμένη μας δίωρη περιήγηση σε όσα έπρεπε να δω. Δέχθηκα την ξενάγηση αδιαμαρτύρητα και από το υπερυψωμένο μου βάθρο χάζευα, ήδη ανακουφισμένος, πελάτες και συνεταίρους.
Καθώς τριγυρίζαμε, μιλούσε αργά αλλά ακατάπαυστα. Αναρωτιόμουν πώς παίρνει ανάσα και σκεφτόμουν τα δικά μου. Ήμουν χωρίς αμφιβολία ένας από τους ελάχιστους παίχτες που ευνοήθηκαν τόσο κατά τη μεγάλη ησυχία.[4] Ίσως ο τελευταίος της σειριακής μου κατάταξης που πρόλαβε τέτοια μεγαλεία, που δοκίμασε γεύση και οσμές από τα σύμβολα της μητρικής σειράς των «δημιουργών». Στις ημέρες της ομοιομορφίας όλα μύριζαν πιο έντονα. Όπως έρεαν οι ποταμοί, τα γεγονότα και τα μοντέλα, όπως εναλλάσσονταν η τεχνολογία αιχμής με τις αιχμές για τους «καθυστερημένους», όπως χάνονταν τα ονόματα, τα χαρακτηριστικά και οι ατέλειες... το μόνο διακριτικό, το τελευταίο ρομαντικό κατάλοιπο ήταν αυτή η μυρωδιά – η ακαταμάχητη τρυφερότητα της βρώμας, το έσχατο ανθρώπινο κεκτημένο.
Κάποια στιγμή το σπικάζ με ερέθισε και συγκεντρώθηκα στο κινούμενο θέαμα. Η ευεργετική επίδραση ήταν εμφανής διά γυμνού οφθαλμού. Οι κόγχες των ασθενών όπου πρότερα λαμπύριζε η αγωνία τώρα αρμένιζαν αλλήθωρα στη γαλήνη της καταστολής. Κατάφωτες πλατείες κι εταιρικά πάρκινγκ, αλυσίδες υπερκαταστημάτων και προαύλια σχολείων, είχαν όλα αποκτήσει την άσπιλη λευκότητα του χειρουργείου. «Λειτουργοί» και απλοί «εφαρμοστές», οι ασκούμενοι για ένταξη και σύσσωμο το πλήθος των ανωνύμων, ακόμα και κάποιοι αδύναμοι χαρακτήρες ανάμεσα στους «δημιουργούς», έδειχναν κουρνιασμένοι στην απόλυτη ρύθμιση της ουσίας.
Ξεκίνησα να ρωτάω. Με τέτοια ένταση και ταχύτητα που είναι βέβαιο ότι κι εκείνος θαύμασε την αναπνευστική μου επάρκεια. Μου απαντούσε αυτόματα. Κάθε φορά αντιφατικά, κάθε φορά πιο επιβλητικά, με μεγαλύτερη βεβαιότητα, με πιο ενοχλητικό στόμφο, στην ίδια πάντα ερώτηση. Έφτιαχνε σενάρια, χανόταν στην αφήγηση, κοιτούσε με απλανές βλέμμα τον δρόμο και έφτανε ως το τέλος. Σε κάθε ιστορία και διαφορετικό, στο ίδιο πάντα μοτίβο, χωρίς πλέον να περιμένει την ερώτηση. Αυτή ήταν η πρώτη μου καθαρή δόση· τη μετάλαβα σε ένα έθνικ γλωσσικό ικρίωμα με ντελιριακό παλμό, από τα πιο οικεία ανώνυμα χείλη. Κι όμως, θα μπορούσα να το είχα φανταστεί, θα έπρεπε να το είχα εντάξει στο επιχειρηματικό πλάνο. Ήταν η μία τοις χιλίοις σε χίλιες εκδοχές, σε πλάνο ατομικό, ραμμένη στα μέτρα σου, με ανθρώπινο πρόσωπο: το δικό σου.
Όλα τα όρια χαράσσονταν και καταργούνταν κατά περίσταση: το τέλος της ιστορίας, το τέλος της ταξικής πάλης, το τέλος της μικρής μας πόλης, το τέλος της μεταπολίτευσης, το τέλος του κόσμου – το τέλος όποιου έχετε ευχαρίστηση. Οι προφητείες ήταν το ναρκωτικό του καιρού, η πιο άμεση απειλή και είδος πρώτης ανάγκης. Τις πίναμε όπως τα σκευάσματα, μονορούφι. Η συνειδητοποίηση της πτώσης είχε μηχανικά αντικατασταθεί από την αδράνεια της απόλυτης πίστης. Σε κάθε ζευγάρι μάτια διαφορετική, σε κάθε γωνιά του δρόμου άλλη. Οι άπειρες πιθανότητες είχαν πολλαπλασιαστεί άπειρες φορές με τη μονάδα και όλες οι εξαιρέσεις είχαν ενταχθεί στον κανόνα: κάθε ημέρα της εβδομάδας είχε άλλη χρονολογία, κάθε ανάσα άλλη μυρωδιά, κάθε τέλος άλλη αιτία, σαν τυχαία παρενέργεια ψυχοφαρμάκου. Η καθοριστική τράμπα είχε γίνει ταχυδακτυλουργικά, όπως αλλάζεις ένα ποτήρι νερό με ένα ποτήρι νερό. Στο δεύτερο, μέσα σε μια δίνη από φουσκαλίτσες και ζαχαρώδεις κόκκους, διαλυόταν αργά το 7ο αναβράζον δισκίο της ημερήσιας δόσης. Είναι αλήθεια πως ακούγεται βαρύ, αλλά παρά τις στερεοτυπικές διαδόσεις δεν υπήρχε σοβαρός κίνδυνος.
Το μικρόβιο, λένε, εκκολάφθηκε σε μια αίρεση περιθωριακών, που για αιώνες τρέφονταν με τις φαντασιώσεις της κόκκινης σκόνης των αρχών του αιώνα 19 (με την αρχαία αρίθμηση), ενώ πιο ψαγμένες φατρίες πήγαιναν ακόμα πιο πίσω, μνημόνευαν ακόμα και μια βίαια εξέγερση των παλιών εργατών γης στα δεκαπέντε και κάτι. Φυσικά, οι περιθωριακοί αποσιωπούσαν επιμελώς πώς κατέληξαν αυτές οι ιστορίες, αλλά αυτό ήταν συνηθισμένο στις προφητείες. Αρχικά δεν θορύβησε κανέναν. Τα ναρκωτικά των περιθωριακών ήταν ούτως ή άλλως εκτός εμπορίου. Κατά τη διάρκεια των Γεγονότων,[5] όμως, η συμφορά πέρασε από τα υγρά λαγούμια στην επιφάνεια και διαχύθηκε παντού. Εκμεταλλεύτηκε όλα τα αδύνατα σημεία του καιρού, ξελόγιασε τις πιο αθώες αναζητήσεις, κόλλησε ύπουλα σαν τσίχλα στο κράσπεδο. Όλοι οι περαστικοί, κυνηγοί ή κυνηγημένοι, την πάτησαν τουλάχιστον μια φορά. Κατά τη διάρκεια της απουσίας μου απλώς ξηλώθηκε το πέπλο της συγκάλυψης. Η ακαταμάχητη γοητεία της προφητείας είχε μπολιάσει και τους πιο αεροστεγείς διαύλους του πολιτισμού μας: τους ενσωματωμένους δέκτες ψυχαγωγίας, τον ατομικό ψηφιακό αισθητήρα παραβάσεων, ακόμα και τις μήτρες τεχνητής νοημοσύνης – το άβατο των «δημιουργών».
Φάρμακα και προφητείες, η συνταγή των συνταγών... Οι κουρνιασμένοι έβλεπαν ασπρόμαυρους εφιάλτες με αραιωμένη φασολάδα, τραχανά και ανατιναγμένες γέφυρες. Βούιζαν τα αυτιά τους από γερμανικά εμβατήρια και ματωμένες επετείους. Όταν πετάγονταν από τον βαθύ ύπνο, έβλεπαν τον τόπο τους κατεχόμενο, σπαρασσόμενο, ξένο. Ξεσπούσαν γιορτινά, εθιμοτυπικά, συντεταγμένα, και πόνταραν τα ρέστα τους στον επόμενο διαχειριστή, στον αυτοσκοπό μιας σωτηρίας, στο υψηλό των ημερών· σε έναν σοβαρό άνθρωπο, για να τους γράψει τη δόση τους ή να τους πει ένα παραμύθι.
Στην αγορά κυκλοφορούσαν τα πάντα εν αφθονία: σενάρια φυσικών καταστροφών, δόσεις κοσμολογικής μυθολογίας, τηλεοπτικές εκδοχές επέλασης μεταλλαγμένων όντων και τα λοιπά. Ήταν όμως η εποχή της προσγείωσης, και οι τρόφιμοι είχαν μάθει να φοβούνται τη σκιά τους –ή έστω τον ίσκιο του διπλανού– περισσότερο από κάποια αφηρημένη νέμεση. Παρά την ποικιλία των εμπορευμάτων, είχαν εντέλει συνειδητοποιήσει ότι τα πιο επικίνδυνα θηρία βρίσκονταν ανάμεσά τους, ενίοτε και στον καθρέφτη τους. Έτσι επιδόθηκαν στο παρηγορητικό παιχνίδι των αναχρονισμών και των αναγωγών για να εντοπίσουν την άγνωστη απειλή, να ανακαλύψουν τα ίχνη και τους κλώνους
της, να την κρατήσουν σε απόσταση ασφαλείας από τον κατατρομοκρατημένο εαυτό.
Στη ρουλέτα της ιστορίας μπήκαν όλες οι ιστορίες και όλα τα απωθημένα. Ο φόβος άλλαζε μάσκα σαν τρελός: πότε ήταν το άγνωστο σμήνος των ανωνύμων, πότε οι κόκκινοι νοσταλγοί, πότε ο εσωτερικός εχθρός, πότε ο εξωτερικός, ενίοτε και ο παράξενος γείτονας του πρώτου ορόφου. Παρά την καταιγιστική ανανέωση της έρευνας και της μόδας, σε πρώτη ζήτηση παρέμεναν τα ξανθωπά βόρεια στρατιωτάκια που σάρωσαν τον αιώνα 19, είτε στολισμένα με τα αυτοκρατορικά τους άμφια είτε καθοδηγούμενα από εκείνο το μανιακό καρτούν με την αηδιαστική τρίχινη λωρίδα κάτω από τη μύτη. Γι’ αυτό και οι περισσότερες αφηγήσεις διανθίζονταν με ένα δυσνόητο αστείο που βασιζόταν στο γνωμικό κάποιου θεωρητικού του παλιού κόσμου με εξαιρετικά οικείο όνομα. Η ατάκα ήταν ένα είδος περιπαικτικού σχολίου για τις επιδόσεις ενός βόρειου φύλου με μεγάλη επιρροή τότε στα πράγματα. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ήξερε την ακριβή μετάφραση, την καταγωγή του φημισμένου ρήτορα, ποιο φύλο ειρωνευόταν και ποιο ήταν το πεδίο του ανταγωνισμού· μόνο ο μουσικός ήχος της φράσης είχε επιβιώσει, σαν ρεφρέν τραγουδιού κάποιας νεκρής γλώσσας που σώθηκε τυχαία από το ναυάγιο κι επιπλέει στον αφρό των ημερών. Είχε βοηθήσει βέβαια και η προφητική αντήχηση του ονόματος του ρήτορα. Ήταν κι αυτός όπως κι εμείς «ενταγμένος», επώνυμος με διακριτικά, ασφαλής από το χάος χωρίς όνομα· ένας χαμένος πρόγονος, ένας δικός μας άσημος στην πλεκτάνη της διασημότητας των αρχαίων. Η δική του εταιρεία λεγόταν ΛΙ-ΝΕ-ΚΕΡ ή κάπως έτσι. Α, και δεν μάθαμε ποτέ τον εξατομικευμένο του αριθμό· αλλά αυτός ήταν αναμενόμενο να χαθεί στα βάθη της ιστορίας. Σε αδρές γραμμές, το ευφυολόγημα έλεγε πως όσοι είναι επίμονοι στο κεφάλι και γρήγοροι στα πόδια στο τέλος επικρατούν. Κοινότοπες εξυπνάδες.
Μετά τα ανέκδοτα ακολούθησαν τα μαθηματικά. Η χιλιαστική πανδημία εδραίωσε την ανάγκη καταστολής. Τα φάρμακα εδραίωσαν τη θέση των «δημιουργών» τους. Η μαζική κατανάλωση έφερε υψηλά κέρδη, τα κέρδη γενική ευφορία – ε, και η υπερβολή της έφερε και μερικές στραβές. Όπως είπα, δεν υπήρχε στ’ αλήθεια σοβαρός κίνδυνος, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη διασπορά πλήθους ανεύθυνων διαδόσεων για δήθεν παρενέργειες.
Σχηματικά, διακρίνονταν στις εξής κατηγορίες:
Τις κοινότοπες: λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, εκχυμώσεις, ανορεξία με απώλεια βάρους, παγκρεατίτιδα, αιματολογικές δυσκρασίες, κολπική αιμορραγία.
Τα λιμά: κοιλιακό άλγος, πυρετός, δυσπεψία, ναυτία, εμετός, διάρροια, φαρυγγίτιδα, ξηροστομία, δύσπνοια.
Και τα παράπονα: παράνοια, ψύχωση, καταναγκαστική συμπεριφορά, βλάβες των νεύρων, φυσιολογική και ψυχική εξάρτηση.
Για τις δύο πρώτες κατηγορίες, είναι αποδεδειγμένο ότι με την κατάλληλη τροποποίηση της δόσης τα συμπτώματα υποχωρούν σε 2-4 εβδομάδες: ψιλοπράγματα. Για την τρίτη, στενάχωρο βέβαια αν σου τύχει, αλλά είναι εντελώς εγωιστικό να φορτώνεις την κακή σου τύχη στην επιστήμη ή στις πλάτες μας.
Είναι γνωστό ότι η βασική τομή έγινε με την πρόοδο των νευροεπιστημών. 120.000 ανεξάρτητες έρευνες σε 3.000.000 ανώνυμα δείγματα απέδειξαν με μεθοδολογική ακρίβεια αυτό που ήδη γνωρίζαμε καλά: ότι πλέον μόνο η υποβολιμαία κριτική αναγνωρίζει ως παρενέργεια τη διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος (σύγχυση, κατάθλιψη, επιθετικότητα, άγχος, κεφαλαλγία, ζάλη, εφίδρωση, αϋπνία, δυσκινησία, πανικός). Στο συγκαιρινό απόγειο της προληπτικής υγιεινής και του ορθού λόγου, αυτές οι ασήμαντες αμυχές ήταν απλό παράσημο από τη μία και μόνη θετική ενέργεια, την εργασία.
Είναι ακόμα η σεξουαλική δυσλειτουργία (καθυστερημένη εκσπερμάτωση, ανοργασμία, ανικανότητα, μείωση της libido και τα ρέστα) που πιπιλούσαν διαρκώς κάποιοι λίγοι μανιακοί. Αλλά, καθώς λέει και η ανώνυμη σοφία: άμα δεν σου σηκώνεται, μένεις με την πιπίλα. Οι μανιακοί ήταν πάντοτε δυσλειτουργικοί και σκέφτονταν μόνο το κρεβάτι τους.
Τέλος, είχαμε να κάνουμε και με τα συμπτώματα των ανώνυμων «ευαίσθητων»: σπασμοί, αλλεργικές αντιδράσεις, υπομανία ή μανία, βίαιη συμπεριφορά και κυρίως έντονες σκέψεις θανάτου (αυτοκτονικός ιδεασμός) κατά τη σισύφεια προσπάθεια ανάρρωσης από την κατάθλιψη. Θα ακουστεί σκληρό, το ξέρω, αλλά κάποιες φορές, για κάποιους, ίσως να είναι καλύτερο να μην αναρρώνουν. Νισάφι πια με την γκρίνια!
Η ανοιχτή κοινωνία όμως φρόντισε για όλους, ακόμα και για δαύτους. Η εταιρεία εκτύπωσε χιλιάδες φύλλα πορείας της διάθεσης. Τα πολύτιμα αντίδοτα διανέμονταν παντού: σε φαρμακεία, περίπτερα, στη λαϊκή, με delivery, ακόμα και χέρι με χέρι. Οι πλασιέ και οι καλοθελητές έφτασαν σε κάθε πόρτα. Η διαπραγμάτευση ήταν εξαντλητική και οι ευκαιρίες σε όλα τα χρώματα και milligram. Η χαπακωμένη «μέση διάθεση» διώχνει κάθε αδιαθεσία. Ο κόσμος λύνει τα πραγματικά του προβλήματα γιατί η πραγματικότητα εξαφανίζεται. Όταν κάποιος συνδρομητής λαμβάνει με συνέπεια όλες τις δόσεις, τότε η έσχατη, η υπερβολική, είναι κερασμένη.
Έπρεπε να υποκλιθείς στη σοφία τους. Οι «δημιουργοί» δικαίωσαν τον τίτλο τους. Φάρμακα και προφητείες: μόνο έτσι μπορούσες να καλουπώσεις τον αέρα. Το είδωλο της μανίας δεν καθρεφτιζόταν πουθενά γιατί οι διαφάνειες εξαφανίστηκαν. Όλα ήταν ρυθμισμένα. Μετά το σοκ της πλήρους απελευθέρωσης, το δόγμα των συνταγών ήταν η αποστομωτική απάντηση. Αν υπήρχε ένα τελευταίο αδύναμο σημείο, ήταν μόνο αυτό: η απόλυτη ρύθμιση. Για να βαδίσει όμως κανείς την ανηφόρα, έπρεπε να κινείται με μοιρογνωμόνιο και να ψιθυρίζει στα κρυφά το όνομά του. Η απόλυτη εξατομίκευση – αυτός ήταν ο παράδεισος που αντικατέστησε τον χαμένο, η μόνη αληθινή παρενέργεια. Όλα τα άλλα ήταν κοινά και ανώνυμα…
* * *
Σημειώσεις
[1] «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τέταρτο: Μιλιγκράμ», Λεύγα 4, Νοέμβριος 2011, σ. 64.^
[2] Ό.π., σ. 66.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου