Τα τελευταία δύο χρόνια ξεπετάγονται συνεχώς, τόσο στην Αθήνα όσο και σε επαρχιακά αστικά κέντρα, εθελοντικές οργανώσεις τύπου «Atenistas, Αθηναίοι στη πράξη» (για όσους δεν τους γνωρίζουν (βλ. www.atenistas.gr). Αυτοπροσδιορίζονται ως «μια ανοιχτή κοινότητα πολιτών […] που αγαπάνε την πόλη τους και πιστεύουν ότι ο συμβιβασμός με τις πιο προβληματικές της πλευρές διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο ανορθολογισμού, στασιμότητας, δυσφήμησης, υπανάπτυξης και τελικά αυτοϋπονόμευσης των προοπτικών της». Υποστηρίζουν πως αντλούνε «δύναμη και ενέργεια από την κοινωνία των πολιτών, τους χιλιάδες ανυπεράσπιστους πολίτες που θέλουν να κάνουν κάτι για την πόλη τους και μέχρι σήμερα δεν έβρισκαν ένα κανάλι δημιουργικής συμμετοχής στις ανοιχτές υποθέσεις της». Δεν είναι κομματικός οργανισμός ούτε δημοτική παράταξη, απεχθάνονται την πολιτική και σίγουρα έχουν κουραστεί να ακούνε ότι «μας φταίνε πάντα οι άλλοι ή το κράτος», όπως δηλώνουν.
Οι ίδιοι θεωρούν την υπεράσπιση της προσβασιμότητας στον δημόσιο χώρο στρατηγικό στόχο, πιστεύουν στη δύναμη της μικρής κλίμακας, οι δράσεις τους δεν «είναι μια και έξω», επικαλούνται τη νομιμότητα, έχουν μανία με την καθαριότητα, είναι δίπλα στους τουρίστες, αγαπάνε τα μέσα μεταφοράς και το ποδήλατο, συγκεντρώνουν χρήματα για καλό σκοπό, βλέπουν τις θετικές πλευρές της πόλης και έχουν πίστη στις μικρές νίκες που καταφέρνουν. Η δράση τους προβάλλεται θετικά από τα ΜΜΕ, σε αντίθεση με τις δράσεις συνδικαλιστικών ή πολιτικών χώρων. Αξιοσημείωτη δε είναι και η θετική προβολή τους στο διαδίκτυο και στον ελεύθερο τύπο (free press) της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων.
Το 2011 είναι ευρωπαϊκό έτος εθελοντισμού. Ο εθελοντισμός αναλύεται από τους ειδικούς ως μια διαδικασία αλτρουιστική και ελπιδοφόρα ενόψει της ανυπαρξίας ενός στοιχειώδους κράτους πρόνοιας, και ειδικά στη σημερινή εποχή η συνεχώς αυξανόμενη τάση δραστηριοποίησης εθελοντικών ομάδων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας τόσο του κράτους όσο και των μηχανισμών της αγοράς να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τα ολοένα και πιο σύνθετα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη καμπάνια για προσέλκυση εθελοντών έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν 7.000 άνθρωποι συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην προετοιμασία και διεξαγωγή των αγώνων, ενώ δίπλα τους είχε στηθεί χορός δισεκατομμυρίων ευρώ. Ήταν σαφέστατα, και αυτό είναι γνωστό, μια καμπάνια από το κεφάλαιο και τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ας επιστρέψουμε όμως στον εθελοντισμό από «τα κάτω». Όλες αυτές οι ομάδες με κατάληξη -istas, που νοητά παραπέμπουν σε επαναστατικές ταυτότητες της νοτίου Αμερικής –με τις οποίες μάλλον δεν θα ήθελαν να είχαν καμία σχέση– αγωνίζονται για πιο όμορφες και πράσινες πόλεις. Οι Atenistas, Thessalonistas, Kantunistas, Arcadistas, Komotinistas, Omiristas, Minoistas, Sarpidonistas, Aeolistas κ.ά., χρησιμοποιώντας στο όνομά τους τη διαδικτυακή, μοντέρνα greeklish γραφή, οργανώνονται αποκλειστικά μέσα από δημοφιλείς ηλεκτρονικούς χώρους κοινωνικής δικτύωσης και ιστότοπους. Οι δράσεις τους περιορίζονται κυρίως στον καθαρισμό πεζοδρομίων, ζαρντινιέρων, οικοπέδων, παιδικών χαρών με ή χωρίς τη βοήθεια χορηγών ή του δήμου. Όλα αυτά χωρίς κανένα τόνο κριτικής απέναντι στις δημοτικές αρχές που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, άλλα υπερτονίζοντας μερικές φορές την ευθύνη των πολιτών, τη μιζέρια τους και την ανύπαρκτη δράση τους, ίσως πολύ κοντά στην «παγκαλίστικη» λογική της συλλογικής ευθύνης.
Ο «ηλεκτρονικός» κόσμος μας είναι γεμάτος με οικολόγους εθελοντές, που η προέκτασή του χεριού τους είναι το ποντίκι του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Συμμετέχουν «ενεργά» από το σπίτι τους σε όλες τις δράσεις πατώντας «like», δηλώνοντας έτσι τη συμπάθειά τους σε κάθε ανάρτηση που σχετίζεται με αυτές, και βιάζονται να σβήσουν από τους ηλεκτρονικούς χώρους που διαχειρίζονται οποιαδήποτε «άσχετη» ανάρτηση για πολιτική δράση τονίζοντας ότι «δεν επιτρέπονται οι πολιτικές αναρτήσεις, εμείς εδώ δεν κάνουμε τέτοιου είδους δράσεις… απλά θέλουμε να ομορφαίνουμε την πόλη μας» (ανάρτηση στη διαδικτυακή ομάδα Αrcadistas από τον διαχειριστή της). Οι αντίστοιχες ομάδες στις επαρχιακές πόλεις δεν έχουν έντονη δράση αλλά κυρίως λειτουργούν διαδικτυακά. Οι τοπικές κοινωνίες συνήθως δεν τους γνωρίζουν ή αδιαφορούν για τις δραστηριότητές τους. Βέβαια για να είμαι δίκαιος, ανάλογα με την περιοχή διαφέρει και η στάση απέναντι σε διάφορα ζητήματα. Για παράδειγμα η ομάδα της Θεσσαλονίκης προέτρεπε τους συμμετέχοντες να πάνε στις συνελεύσεις του Λευκού Πύργου τον Ιούνιο, με το ίδιο απολιτικό σκεπτικό, ενώ στην Αθήνα ούτε λόγος για ό,τι συνέβαινε και συμβαίνει στις πλατείες, στους δρόμους, στα σωματεία και στις συνελεύσεις. Φαίνεται πως οι ομάδες της επαρχίας, παρότι επιμένουν στις αρχικές θέσεις των Atenistas, παράλληλα, ανάλογα με τα άτομα που δραστηριοποιούνται κατά τόπους, αλλάζουν και λίγο τη φυσιογνωμία τους. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζονται ως ανεξάρτητες σε σχέση με την ομάδα της Αθήνας. Επί το πλείστον οι επαρχιακές ομάδες, όμως, είναι ανύπαρκτες στην καθημερινότητα και στο επίπεδο του λόγου αλλά και της δράσης.
Οι «Αθηναίοι στην πράξη» είναι δίπλα στους τουρίστες, όπως τονίζουν στις θέσεις τους, αλλά κανένας λόγος για τους μετανάστες που βρίσκονται δίπλα τους. Το «τουριστικό ζήτημα» βέβαια, χρησιμοποιείται στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο σε κάθε αντίδραση πληττόμενων κοινωνικών ομάδων, καθώς με τις έντονες εκδηλώσεις τους η τουριστική κίνηση κάνει «κοιλιά». Οι εμπνευστές του «κινήματος», τόσο στα ΜΜΕ όσο και στο διαδίκτυο, μέσα από συνεντεύξεις και άρθρα τους έχουν δώσει το στίγμα για την πόλη που θέλουν. Μια πόλη βασίλειο καταναλωτισμού, με τεράστια αλλά καλαίσθητα πολυκαταστήματα τύπου «mall». Φτάνει βέβαια κάποιος να έχει τη δυνατότητα να τα προσεγγίσει με το ποδήλατό του μέσα από υπέροχα καταπράσινα, πεντακάθαρα πάρκα(;). Εκτός από τη στήριξη των ΜΜΕ, φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα ούτε με άλλους μηχανισμούς καταστολής. Ένας εκ των εμπνευστών των Atenistas δήλωσε σε γνωστό γυναικείο περιοδικό: «Ακόμα και η ίδια η Αστυνομία! [μας βοηθά] Παραβιάζουμε ένα οικόπεδο για να το καθαρίσουμε, π.χ., και μας λένε ό,τι χρειαστείτε, πείτε μας» (από συνέντευξη του Τ. Χαλικιόπουλου και του Δ. Ρηγόπουλου, εμπνευστών των Atenistas, στο Madame Figaro, 21.2.11).
Τον τελευταίο χρόνο, το διαδίκτυο ως μέσο επικοινωνίας μαζικής χρήσης και ο απολιτικός λόγος ως κοινωνική κριτική φαίνεται να συνυπάρχουν, και το ένα να προωθεί το άλλο, διαμορφώνοντας έτσι μια νέα «δομή της αίσθησης» για την παρακμάζουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Διαφαίνεται μια νέα κουλτούρα απολιτικής σκέψης, με μια υποβόσκουσα διάθεση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα, αντικαθιστώντας τα με μικρές κινήσεις εντυπωσιασμού, επενδυμένες με τα λαμπερά φώτα των ΜΜΕ, χωρίς κανένα απολύτως περιεχόμενο. Μια κοινωνία των πολιτών που την ενδιαφέρει το καθαρό πεζοδρόμιο αλλά όχι πόσοι άστεγοι κοιμούνται σε αυτό, και παρατηρεί τις αφίσες και τα συνθήματα στους τοίχους ως βρωμιές, ξηλώνοντας ή καθαρίζοντάς τα, μη σκεπτόμενη τα σημαινόμενα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης. Ομάδες πολιτών με «πιασάρικους» τίτλους και οικολογική διάθεση που αναλώνονται σε δράσεις καθαρισμού, χωρίς βέβαια να είναι αυτό κακό, αλλά από μόνο του μάλλον δεν έχει να πει τίποτα. Σκεπτόμενος τη δράση και το λόγο που παράγουν αυτές οι ομάδες, η παρέμβασή τους καταλήγει να είναι πολιτική, καθώς διαμορφώνει σιγά σιγά νέες πολυσυλλεκτικές πολιτικές ταυτότητες, χωρίς ιδεολογία, ικανές να αντιδράσουν μόνο «στα μικρά», που δεν είναι ικανές να δουν πέρα από τη γειτονιά τους.
Ο εθελοντισμός από την άλλη προβάλλεται και ως μια νέα μορφή εργασίας, απλήρωτης, φυσικά ανασφάλιστης και βολικής για ποικίλους εργασιακούς φορείς. Οι νέοι που επιθυμούν να μπουν για πρώτη φορά στην αγορά, στην ανάγκη εξασφάλισης προϋπηρεσίας αλλά και δημιουργίας ενός δικτύου επαγγελματικών γνωριμιών, αναγκάζονται να εργαστούν εθελοντικά άμισθοι, εξυπηρετώντας τις ανάγκες θέσεων μερικής απασχόλησης ή ακόμα και οργανικών θέσεων εργασίας. Πολλές φορές ακόμα και η ανεργία καθώς και η ανάγκη να παραγάγουν και να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, τους οδηγεί σε τέτοιες μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης. Μήπως τελικά το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη αυτούς τους πολίτες τη δεδομένη στιγμή;
Εντέλει, όσο επικίνδυνη παρουσιάζεται η ενασχόληση με την πολιτική άλλο τόσο επικίνδυνη μοιάζει να είναι και η απαξίωσή της. Μια κοινωνία πολιτών που δρα χωρίς να νοιάζεται για οτιδήποτε πολιτικό συμβαίνει, ενώ παράλληλα υλοποιεί δράσεις που αυτονόητα έπρεπε να πραγματώνει η κρατική διοίκηση, μάλλον αποτελεί έναν εξαίρετο μηχανισμό για μια κοινωνία με διεφθαρμένους ανεξέλεγκτους πολιτικούς. Το πρόβλημα δεν είναι σίγουρα η δράση τέτοιων ομάδων. Η κριτική μου ξεκινάει όταν αυτή η δράση προβάλλεται ως απάντηση στην υποβάθμιση του αστικού τρόπου ζωής μας ή ως απάντηση στην ανυπαρξία του κράτους. Η προσπάθεια να εξωραΐσουμε το πρόβλημα, καθαρίζοντας και βάφοντας γωνιές, δεν σημαίνει την οριστική απαλλαγή από αυτό αλλά αντίθετα την παροδική κάλυψή του και μια ένεση στη συνείδηση συμμετοχής μας στον δημόσιο χώρο και λόγο. Ο εθελοντισμός έρχεται σταδιακά να υπερκαλύψει άλλες έννοιες και πρακτικές κοινωνικά αναγκαίες, όπως η αλληλεγγύη και η εργασία. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό στις μέρες μας να υπάρχουν ομάδες που δραστηριοποιούνται κοινωνικά σε διάφορους τομείς, οι οποίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από τα όρια του πολιτικού προβληματισμού. Με μια άλλη ματιά μπορεί κάποιος να υποθέσει πως είναι σημαντικό τα υποκείμενα να δρουν συλλογικά ακόμα και έτσι, καθώς μέσα σε συλλογικότητες δίνονται ερεθίσματα ώστε η σκέψη να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Αλλά πώς θα γίνει αυτό, όταν εξ ορισμού έχουν εξοστρακιστεί από τον λόγο και τη δράση της όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν μια ομάδα ριζοσπαστική και επιθετική απέναντι στα προβλήματα που έχουν προκαλέσει τη δημιουργία και ύπαρξή της; Ίσως το πιο επίκαιρο ερώτημα δεν είναι πώς θα κάνουμε πιο όμορφο το αστικό περιβάλλον που ζούμε, αλλά αν και πώς θα καταφέρουμε, με όλα αυτά που συμβαίνουν, να επιβιώσουμε σε αυτό.
Οι ίδιοι θεωρούν την υπεράσπιση της προσβασιμότητας στον δημόσιο χώρο στρατηγικό στόχο, πιστεύουν στη δύναμη της μικρής κλίμακας, οι δράσεις τους δεν «είναι μια και έξω», επικαλούνται τη νομιμότητα, έχουν μανία με την καθαριότητα, είναι δίπλα στους τουρίστες, αγαπάνε τα μέσα μεταφοράς και το ποδήλατο, συγκεντρώνουν χρήματα για καλό σκοπό, βλέπουν τις θετικές πλευρές της πόλης και έχουν πίστη στις μικρές νίκες που καταφέρνουν. Η δράση τους προβάλλεται θετικά από τα ΜΜΕ, σε αντίθεση με τις δράσεις συνδικαλιστικών ή πολιτικών χώρων. Αξιοσημείωτη δε είναι και η θετική προβολή τους στο διαδίκτυο και στον ελεύθερο τύπο (free press) της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων.
Το 2011 είναι ευρωπαϊκό έτος εθελοντισμού. Ο εθελοντισμός αναλύεται από τους ειδικούς ως μια διαδικασία αλτρουιστική και ελπιδοφόρα ενόψει της ανυπαρξίας ενός στοιχειώδους κράτους πρόνοιας, και ειδικά στη σημερινή εποχή η συνεχώς αυξανόμενη τάση δραστηριοποίησης εθελοντικών ομάδων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας τόσο του κράτους όσο και των μηχανισμών της αγοράς να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τα ολοένα και πιο σύνθετα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη καμπάνια για προσέλκυση εθελοντών έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν 7.000 άνθρωποι συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην προετοιμασία και διεξαγωγή των αγώνων, ενώ δίπλα τους είχε στηθεί χορός δισεκατομμυρίων ευρώ. Ήταν σαφέστατα, και αυτό είναι γνωστό, μια καμπάνια από το κεφάλαιο και τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ας επιστρέψουμε όμως στον εθελοντισμό από «τα κάτω». Όλες αυτές οι ομάδες με κατάληξη -istas, που νοητά παραπέμπουν σε επαναστατικές ταυτότητες της νοτίου Αμερικής –με τις οποίες μάλλον δεν θα ήθελαν να είχαν καμία σχέση– αγωνίζονται για πιο όμορφες και πράσινες πόλεις. Οι Atenistas, Thessalonistas, Kantunistas, Arcadistas, Komotinistas, Omiristas, Minoistas, Sarpidonistas, Aeolistas κ.ά., χρησιμοποιώντας στο όνομά τους τη διαδικτυακή, μοντέρνα greeklish γραφή, οργανώνονται αποκλειστικά μέσα από δημοφιλείς ηλεκτρονικούς χώρους κοινωνικής δικτύωσης και ιστότοπους. Οι δράσεις τους περιορίζονται κυρίως στον καθαρισμό πεζοδρομίων, ζαρντινιέρων, οικοπέδων, παιδικών χαρών με ή χωρίς τη βοήθεια χορηγών ή του δήμου. Όλα αυτά χωρίς κανένα τόνο κριτικής απέναντι στις δημοτικές αρχές που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, άλλα υπερτονίζοντας μερικές φορές την ευθύνη των πολιτών, τη μιζέρια τους και την ανύπαρκτη δράση τους, ίσως πολύ κοντά στην «παγκαλίστικη» λογική της συλλογικής ευθύνης.
Ο «ηλεκτρονικός» κόσμος μας είναι γεμάτος με οικολόγους εθελοντές, που η προέκτασή του χεριού τους είναι το ποντίκι του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Συμμετέχουν «ενεργά» από το σπίτι τους σε όλες τις δράσεις πατώντας «like», δηλώνοντας έτσι τη συμπάθειά τους σε κάθε ανάρτηση που σχετίζεται με αυτές, και βιάζονται να σβήσουν από τους ηλεκτρονικούς χώρους που διαχειρίζονται οποιαδήποτε «άσχετη» ανάρτηση για πολιτική δράση τονίζοντας ότι «δεν επιτρέπονται οι πολιτικές αναρτήσεις, εμείς εδώ δεν κάνουμε τέτοιου είδους δράσεις… απλά θέλουμε να ομορφαίνουμε την πόλη μας» (ανάρτηση στη διαδικτυακή ομάδα Αrcadistas από τον διαχειριστή της). Οι αντίστοιχες ομάδες στις επαρχιακές πόλεις δεν έχουν έντονη δράση αλλά κυρίως λειτουργούν διαδικτυακά. Οι τοπικές κοινωνίες συνήθως δεν τους γνωρίζουν ή αδιαφορούν για τις δραστηριότητές τους. Βέβαια για να είμαι δίκαιος, ανάλογα με την περιοχή διαφέρει και η στάση απέναντι σε διάφορα ζητήματα. Για παράδειγμα η ομάδα της Θεσσαλονίκης προέτρεπε τους συμμετέχοντες να πάνε στις συνελεύσεις του Λευκού Πύργου τον Ιούνιο, με το ίδιο απολιτικό σκεπτικό, ενώ στην Αθήνα ούτε λόγος για ό,τι συνέβαινε και συμβαίνει στις πλατείες, στους δρόμους, στα σωματεία και στις συνελεύσεις. Φαίνεται πως οι ομάδες της επαρχίας, παρότι επιμένουν στις αρχικές θέσεις των Atenistas, παράλληλα, ανάλογα με τα άτομα που δραστηριοποιούνται κατά τόπους, αλλάζουν και λίγο τη φυσιογνωμία τους. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζονται ως ανεξάρτητες σε σχέση με την ομάδα της Αθήνας. Επί το πλείστον οι επαρχιακές ομάδες, όμως, είναι ανύπαρκτες στην καθημερινότητα και στο επίπεδο του λόγου αλλά και της δράσης.
Οι «Αθηναίοι στην πράξη» είναι δίπλα στους τουρίστες, όπως τονίζουν στις θέσεις τους, αλλά κανένας λόγος για τους μετανάστες που βρίσκονται δίπλα τους. Το «τουριστικό ζήτημα» βέβαια, χρησιμοποιείται στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο σε κάθε αντίδραση πληττόμενων κοινωνικών ομάδων, καθώς με τις έντονες εκδηλώσεις τους η τουριστική κίνηση κάνει «κοιλιά». Οι εμπνευστές του «κινήματος», τόσο στα ΜΜΕ όσο και στο διαδίκτυο, μέσα από συνεντεύξεις και άρθρα τους έχουν δώσει το στίγμα για την πόλη που θέλουν. Μια πόλη βασίλειο καταναλωτισμού, με τεράστια αλλά καλαίσθητα πολυκαταστήματα τύπου «mall». Φτάνει βέβαια κάποιος να έχει τη δυνατότητα να τα προσεγγίσει με το ποδήλατό του μέσα από υπέροχα καταπράσινα, πεντακάθαρα πάρκα(;). Εκτός από τη στήριξη των ΜΜΕ, φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα ούτε με άλλους μηχανισμούς καταστολής. Ένας εκ των εμπνευστών των Atenistas δήλωσε σε γνωστό γυναικείο περιοδικό: «Ακόμα και η ίδια η Αστυνομία! [μας βοηθά] Παραβιάζουμε ένα οικόπεδο για να το καθαρίσουμε, π.χ., και μας λένε ό,τι χρειαστείτε, πείτε μας» (από συνέντευξη του Τ. Χαλικιόπουλου και του Δ. Ρηγόπουλου, εμπνευστών των Atenistas, στο Madame Figaro, 21.2.11).
Τον τελευταίο χρόνο, το διαδίκτυο ως μέσο επικοινωνίας μαζικής χρήσης και ο απολιτικός λόγος ως κοινωνική κριτική φαίνεται να συνυπάρχουν, και το ένα να προωθεί το άλλο, διαμορφώνοντας έτσι μια νέα «δομή της αίσθησης» για την παρακμάζουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Διαφαίνεται μια νέα κουλτούρα απολιτικής σκέψης, με μια υποβόσκουσα διάθεση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα, αντικαθιστώντας τα με μικρές κινήσεις εντυπωσιασμού, επενδυμένες με τα λαμπερά φώτα των ΜΜΕ, χωρίς κανένα απολύτως περιεχόμενο. Μια κοινωνία των πολιτών που την ενδιαφέρει το καθαρό πεζοδρόμιο αλλά όχι πόσοι άστεγοι κοιμούνται σε αυτό, και παρατηρεί τις αφίσες και τα συνθήματα στους τοίχους ως βρωμιές, ξηλώνοντας ή καθαρίζοντάς τα, μη σκεπτόμενη τα σημαινόμενα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης. Ομάδες πολιτών με «πιασάρικους» τίτλους και οικολογική διάθεση που αναλώνονται σε δράσεις καθαρισμού, χωρίς βέβαια να είναι αυτό κακό, αλλά από μόνο του μάλλον δεν έχει να πει τίποτα. Σκεπτόμενος τη δράση και το λόγο που παράγουν αυτές οι ομάδες, η παρέμβασή τους καταλήγει να είναι πολιτική, καθώς διαμορφώνει σιγά σιγά νέες πολυσυλλεκτικές πολιτικές ταυτότητες, χωρίς ιδεολογία, ικανές να αντιδράσουν μόνο «στα μικρά», που δεν είναι ικανές να δουν πέρα από τη γειτονιά τους.
Ο εθελοντισμός από την άλλη προβάλλεται και ως μια νέα μορφή εργασίας, απλήρωτης, φυσικά ανασφάλιστης και βολικής για ποικίλους εργασιακούς φορείς. Οι νέοι που επιθυμούν να μπουν για πρώτη φορά στην αγορά, στην ανάγκη εξασφάλισης προϋπηρεσίας αλλά και δημιουργίας ενός δικτύου επαγγελματικών γνωριμιών, αναγκάζονται να εργαστούν εθελοντικά άμισθοι, εξυπηρετώντας τις ανάγκες θέσεων μερικής απασχόλησης ή ακόμα και οργανικών θέσεων εργασίας. Πολλές φορές ακόμα και η ανεργία καθώς και η ανάγκη να παραγάγουν και να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, τους οδηγεί σε τέτοιες μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης. Μήπως τελικά το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη αυτούς τους πολίτες τη δεδομένη στιγμή;
Εντέλει, όσο επικίνδυνη παρουσιάζεται η ενασχόληση με την πολιτική άλλο τόσο επικίνδυνη μοιάζει να είναι και η απαξίωσή της. Μια κοινωνία πολιτών που δρα χωρίς να νοιάζεται για οτιδήποτε πολιτικό συμβαίνει, ενώ παράλληλα υλοποιεί δράσεις που αυτονόητα έπρεπε να πραγματώνει η κρατική διοίκηση, μάλλον αποτελεί έναν εξαίρετο μηχανισμό για μια κοινωνία με διεφθαρμένους ανεξέλεγκτους πολιτικούς. Το πρόβλημα δεν είναι σίγουρα η δράση τέτοιων ομάδων. Η κριτική μου ξεκινάει όταν αυτή η δράση προβάλλεται ως απάντηση στην υποβάθμιση του αστικού τρόπου ζωής μας ή ως απάντηση στην ανυπαρξία του κράτους. Η προσπάθεια να εξωραΐσουμε το πρόβλημα, καθαρίζοντας και βάφοντας γωνιές, δεν σημαίνει την οριστική απαλλαγή από αυτό αλλά αντίθετα την παροδική κάλυψή του και μια ένεση στη συνείδηση συμμετοχής μας στον δημόσιο χώρο και λόγο. Ο εθελοντισμός έρχεται σταδιακά να υπερκαλύψει άλλες έννοιες και πρακτικές κοινωνικά αναγκαίες, όπως η αλληλεγγύη και η εργασία. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό στις μέρες μας να υπάρχουν ομάδες που δραστηριοποιούνται κοινωνικά σε διάφορους τομείς, οι οποίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από τα όρια του πολιτικού προβληματισμού. Με μια άλλη ματιά μπορεί κάποιος να υποθέσει πως είναι σημαντικό τα υποκείμενα να δρουν συλλογικά ακόμα και έτσι, καθώς μέσα σε συλλογικότητες δίνονται ερεθίσματα ώστε η σκέψη να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Αλλά πώς θα γίνει αυτό, όταν εξ ορισμού έχουν εξοστρακιστεί από τον λόγο και τη δράση της όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν μια ομάδα ριζοσπαστική και επιθετική απέναντι στα προβλήματα που έχουν προκαλέσει τη δημιουργία και ύπαρξή της; Ίσως το πιο επίκαιρο ερώτημα δεν είναι πώς θα κάνουμε πιο όμορφο το αστικό περιβάλλον που ζούμε, αλλά αν και πώς θα καταφέρουμε, με όλα αυτά που συμβαίνουν, να επιβιώσουμε σε αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου