Φτάσατε τη χώρα σ’ αυτό το σημείο, όχι γιατί ήσασταν ανίκανοι,
όχι γιατί ήσασταν απατεώνες –εγώ δεν μπαίνω σ’ αυτές τις λογικές–,
αλλά γιατί φοβηθήκατε να κυβερνήσετε. Φοβηθήκατε κοιτάζοντας
προς τη μια πλευρά… [δείχνοντας προς την Αριστερά, σ.σ.]
Γ. Καρατζαφέρης, από το βήμα της Βουλής, 6.5.2010
Η παραπάνω αποστροφή του λόγου του αρχηγού του ΛΑΟΣ, την ημέρα που επικυρώθηκε η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μεταπολίτευσης, πέρα από το να υπενθυμίζει για πολλοστή φορά τον βαθιά συστημικό χαρακτήρα της ελληνικής ακροδεξιάς, και πόρρω απέχοντας από το να αποτελεί ακραία εκδοχή του κυρίαρχου λόγου, παρατίθεται εδώ ακριβώς ως μια διαυγής έκφραση των πολιτικών και ιδεολογικών αναστοχασμών των κυρίαρχων τάξεων.[1] Αναστοχασμών που αφορούν όλο το εύρος των επιλογών, των πρακτικών, των πολιτικών και, σε τελική ανάλυση, των στρατηγικών εκπροσώπησης που δοκιμάστηκαν στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας. Στη βάση όλων αυτών των προβληματισμών βρίσκεται μια ρητή ή, συνηθέστερα, υπόρρητη παραδοχή: η Μεταπολίτευση, «έτσι όπως έγινε», ήταν ένα «ιστορικό ατύχημα». Σε τι συνίσταται το ατυχές της μετάβασης από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία; Η τελευταία προέκυψε από μια αναγκαστική όσο και ξαφνική κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος, τον Ιούλιο του 1974, επιβάλλοντας σοβαρές πολιτικές (κατά βάση) υποχωρήσεις του αστικού πολιτικού προσωπικού προς την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα.[2]
Η συλλογιστική αυτή γίνεται ολοένα πιο οικεία όσο πλησιάζουμε στην αποκρυστάλλωση ενός νέου μοντέλου διευθέτησης του κοινωνικού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας «νέας Μεταπολίτευσης» που βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Ωστόσο, εκείνο που συνήθως αποκρύπτεται είναι ότι αυτός ο «νέος τύπος Μεταπολίτευσης» δεν είναι και τόσο νέος. Αντίθετα, είναι η αποτυχία ενός μοντέλου περιορισμένης, αυταρχικής δημοκρατίας, τον Νοέμβρη του 1973, που προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα διεργασίες: το «συμβάν» Πολυτεχνείο ακύρωσε στην πράξη το εγχείρημα της ελεγχόμενης μετάβασης από το στρατιωτικό καθεστώς σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και συγκέντρωνε τη στήριξη των δυναμικότερων και ισχυρότερων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου σε κλίμα πειθαρχίας και ασφάλειας. Από τη στιγμή εκείνη, τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία της χούντας αναλαμβάνουν δράση, προκαλώντας ένα βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό του κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας και οδηγώντας, μέσα σε υπερεθνικιστικό παροξυσμό, στην κυπριακή τραγωδία που θα σημάνει και το δικό τους τέλος.
Η τρέχουσα δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα περί κρίσης –στενά συνυφασμένη με τη φιλολογία για τη Μεταπολίτευση–, προκειμένου να υποστηρίξει τη μία ή την άλλη άποψη για το δέον γενέσθαι, συχνά αξιοποιεί διεθνείς εμπειρίες, επιχειρώντας να αναδείξει ένα ισχυρό παράδειγμα που θα συνηγορεί υπέρ των εκάστοτε ισχυρισμών. Σε αυτή τη λίστα, τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν τα παραδείγματα της Αργεντινής (περί παύσης πληρωμών και αποδέσμευσης από τη σκληρή ισοτιμία με ξένο νόμισμα) και της Ιρλανδίας (περί χαμηλής φορολόγησης των επιχειρήσεων). Η χώρα που λάμπει διά της απουσίας της από τη σχετική λίστα είναι η Χιλή, η οποία ωστόσο αποτελεί το αγαπημένο παράδειγμα των νεοφιλελεύθερων μίντια αναφορικά με την ομαλή μετάβαση από μια σκληρή στρατιωτική δικτατορία σε μια στέρεη δημοκρατία, χωρίς να διακυβευτεί η αναπτυξιακή δυναμική.[3] Η απουσία αυτή, βέβαια, δεν συνιστά παράδοξο. Η περίπτωση της Χιλής, παρόλο που συγκεντρώνει τα ιδεατά εκείνα χαρακτηριστικά που οι τιμητές της ελληνικής Μεταπολίτευσης έχουν αναγάγει σε υπέρτατες αξίες (κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας και απουσία κοινωνικών κινημάτων κλίμακας ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης), και πέρα από το τριτοκοσμικό της πρόσημο (σε σύγκριση, ας πούμε, με το μέχρι πρόσφατα αγαπημένο παράδειγμά τους, της «κέλτικης τίγρης»), φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα του ρόλου του στρατού σε αυτή τη διαδικασία· ερώτημα με το οποίο οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι σε θέση να αναμετρηθούν ανοιχτά μετά την τραυματική εμπειρία του 1973-74.[4]
Πολύ πρόσφατα, ωστόσο, η Χιλή βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος για λόγους διαφορετικούς από τη σημασία της για την ελληνική εμπειρία. Από τον Απρίλιο του 2011, ένα πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της Χιλής φοιτητικό κίνημα έχει εφορμήσει βίαια στο προσκήνιο, πυροδοτώντας ευρύτερες διεργασίες στη χιλιανή κοινωνία.[5] Η εμφάνιση του κινήματος αυτού συναντιέται με πραγματικές αγωνίες μεγάλων μερίδων της χιλιανής κοινωνίας, οξύνει υπαρκτές αντιθέσεις στη χώρα και θέτει για πρώτη φορά με τέτοια ένταση ζητήματα που άπτονται της συνολικής φιλοσοφίας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία –με διαφορές μόνο στη δοσολογία– έλκει την καταγωγή της απευθείας από την περίοδο του Πινοσέτ.
Η Χιλή αποτελεί το πρώτο και αρτιότερο παράδειγμα στρατιωτικής επέμβασης στην υπηρεσία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών αρχών και των συνακόλουθων πολιτικών και ιδεολογικών προτεραιοτήτων.[6] Η παρατεταμένη ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, μάλιστα, δεν εξαντλήθηκε στη 17ετή δικτατορία, αλλά η στρατιωτική μηχανή ήταν επιπλέον αυτή που δρομολόγησε, επέβλεψε και εγγυήθηκε την ομαλή μετάβαση σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία χωρίς να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι επιτεύξεις της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής.[7] Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα ανέλαβε η θεσμική θωράκιση, με όργανα απρόσβλητα από τον λαϊκό έλεγχο, και οι διεθνείς οργανισμοί της οικονομικής αστυνόμευσης, με τον αποφασιστικό ρόλο τεχνοκρατών οι οποίοι κατείχαν μονοπωλιακά το «μυστικό της γνώσης» της οικονομικής ευημερίας. Η πολιτική αυτή υλοποιήθηκε (με επιμέρους διαφοροποιήσεις) από όλες τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και για μεγάλο διάστημα εποπτεύτηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον Πινοσέτ, ο οποίος διατήρησε την ηγετική θέση του στον στρατό μέχρι το 1998, με αξιώσεις διαιώνισης του νεοφιλελεύθερου παραδείσου που οικοδομήθηκε στα συντρίμμια του αναπτυσσόμενου προδικτατορικού κοινωνικού κράτους.
Ο πρόσφατος φοιτητικός ξεσηκωμός, έχοντας την αφετηρία του σε οικονομικά αιτήματα, αμφισβήτησε σταδιακά τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, που στον χώρο της Παιδείας μεταφράζεται σε ένα σχεδόν πλήρως ιδιωτικοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα, απαιτώντας την οικοδόμηση ενός κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος και μια ορισμένη αναδιανεμητική πολιτική, προσανατολισμένη σε πλατιά κοινωνικά στρώματα. Τα αιτήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν με την κεκτημένη κρατική αυταρχικότητα από τον δισεκατομμυριούχο πρόεδρο Πινιέρα, τον πρώτο δεξιό πολιτικό που καταλαμβάνει το προεδρικό αξίωμα μετά την πτώση του Πινοσέτ. Απέναντι σε αυτή την κρατική αντίδραση, η χιλιανή κοινωνία έδειξε εντυπωσιακά αντανακλαστικά αλληλεγγύης, βγαίνοντας στους δρόμους και προκαλώντας πρωτοφανείς τριγμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο και στην εικόνα του ίδιου του Πινιέρα.[8]
Τι συμπεράσματα μπορεί να αντλήσει κανείς από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της χιλιανής κοινωνίας; Ο διεθνής Τύπος, που τόσο πολύ έχει γοητευθεί από τη σαγήνη του «χιλιανού οικονομικού θαύματος», όταν δεν εξαντλεί την αρθρογραφία του στην περιγραφή της χαρισματικής προσωπικότητας της προέδρου της Φοιτητικής Ένωσης Καμίλα Βαγιέχο,[9] επιχειρεί να ερμηνεύσει την άνοδο των κοινωνικών αγώνων ως κλασική διαδικασία εμφάνισης στο προσκήνιο δυναμικών μεσοστρωμάτων που διεκδικούν αναβαθμισμένο ρόλο έπειτα από δεκαετίες ανάπτυξης.[10] Ισχύει; Εν μέρει...
Εκείνο που συσκοτίζουν οι προσεγγίσεις αυτές δεν είναι τόσο το κοινωνικό υποκείμενο των κινητοποιήσεων, ο προσδιορισμός του οποίου μοιάζει με σπαζοκεφαλιά σε χώρες όπως η Χιλή,[11] όσο η ιστορική διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Γιατί σε συνθήκες μακρόχρονης οικονομικής ανάπτυξης, μετά από δεκαετίες πολέμου ενάντια στην κουλτούρα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας και διάλυσης κάθε ίχνους κοινωνικής πολιτικής υπό το άγρυπνο βλέμμα του στρατού, επανεμφανίζεται με ορμή η κοινωνική κινητοποίηση, αμφισβητώντας τον πυρήνα των κυρίαρχων πολιτικών. Ιδιαίτερα η νεολαία, η γενιά που δεν έζησε τον τρόμο των «εξαφανίσεων», των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έγινε όμως το πειραματόζωο της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας του ατομικισμού και της πειθάρχησης, έρχεται να συναντήσει «ανήσυχες» κοινωνικές κατηγορίες συμβάλλοντας στην αφύπνιση μιας βαθιά τραυματισμένης κοινωνίας. Αυτή η στιγμή της συνάντησης υπόγειων κοινωνικών διεργασιών, και η εκρηκτική της διάσταση που υπογραμμίζει τον ουτοπικό χαρακτήρα της «αιώνιας κοινωνικής γαλήνης» που ονειρεύονταν οι χιλιανοί στρατοκράτες,[12] είναι το νέο στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας στη Χιλή. Στοιχείο το οποίο καταδεικνύει την ιδεολογική αποτυχία ενός μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας που γεννήθηκε μέσα από την ωμή, αχαλίνωτη βία που απαιτήθηκε για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας, με στόχο την επιβολή μιας διαρκούς ακινησίας.
Το χιλιανό παράδειγμα ίσως αφήνει ανικανοποίητους όσους αναζητούν εμμόνως μια πολιτική «αξία χρήσης» στις διεθνείς εμπειρίες – και μάλλον όχι άδικα: οποιαδήποτε απόπειρα άμεσης συσχέτισης με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη να εγκλωβιστεί είτε σε παράτολμες αναλογίες είτε σε έναν άκρατο διδακτισμό. Δύσκολα ωστόσο μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι, μέσα από μια ιδιότυπη πανουργία της ιστορίας, μας υπενθυμίζει μια (ελληνική) παρελθοντική σκηνή που, σε συσκευασία (χιλιανού) παρόντος, φαντάζει βγαλμένη από ένα μέλλον που ήδη έχει τεθεί σε κίνηση διεθνώς. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, το χαραγμένο σε μια από τις στήλες της πύλης του Πολυτεχνείου σύνθημα, «Κάτω η χούντα – Allende», δεν μας θυμίζει σήμερα μόνο τις μέρες της εξέγερσης του Νοέμβρη, ούτε ταράζει απλώς τον ύπνο των νοσταλγών μιας κοινωνικής ευταξίας που ακυρώθηκε εν τη γενέσει της από το φοιτητικό ξεσηκωμό· πολύ περισσότερο, είναι η συμπυκνωμένη διατύπωση μιας δυνατότητας η οποία ορίζει με σαφήνεια το διακύβευμα για το μέλλον.
[1] Για μια πυκνή αναπαραγωγή των σχετικών φληναφημάτων περί της Μεταπολίτευσης ως μείγματος σοσιαλιστικής κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης, ρωμαϊκού οργίου, υπερτροφίας του κράτους και ασυδοσίας των πολιτών, βλ. εφ. Η Καθημερινή, 2.5.2010 και εφ. Τα Νέα, 30.4-2.5.2010.^
[2] Για μια πρόσφατη διεκτραγώδηση αυτών των υποχωρήσεων, βλ. Στέφανος Κασιμάτης, «Το πρόσχημα της συναίνεσης και τα κακά του Μπίσμαρκ», εφ. Η Καθημερινή, 25.5.2011, όπου ο αρθρογράφος επισημαίνει: «Το ΚΚΕ, με τη στάση που τηρεί, επιβεβαιώνει πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίησή του το 1974».^
[3] Βλ. εντελώς ενδεικτικά «Protests in Chile. The discontents of a healthy Democracy», The Economist, 23.6.2011.^
Η συλλογιστική αυτή γίνεται ολοένα πιο οικεία όσο πλησιάζουμε στην αποκρυστάλλωση ενός νέου μοντέλου διευθέτησης του κοινωνικού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας «νέας Μεταπολίτευσης» που βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Ωστόσο, εκείνο που συνήθως αποκρύπτεται είναι ότι αυτός ο «νέος τύπος Μεταπολίτευσης» δεν είναι και τόσο νέος. Αντίθετα, είναι η αποτυχία ενός μοντέλου περιορισμένης, αυταρχικής δημοκρατίας, τον Νοέμβρη του 1973, που προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα διεργασίες: το «συμβάν» Πολυτεχνείο ακύρωσε στην πράξη το εγχείρημα της ελεγχόμενης μετάβασης από το στρατιωτικό καθεστώς σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και συγκέντρωνε τη στήριξη των δυναμικότερων και ισχυρότερων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου σε κλίμα πειθαρχίας και ασφάλειας. Από τη στιγμή εκείνη, τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία της χούντας αναλαμβάνουν δράση, προκαλώντας ένα βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό του κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας και οδηγώντας, μέσα σε υπερεθνικιστικό παροξυσμό, στην κυπριακή τραγωδία που θα σημάνει και το δικό τους τέλος.
Η τρέχουσα δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα περί κρίσης –στενά συνυφασμένη με τη φιλολογία για τη Μεταπολίτευση–, προκειμένου να υποστηρίξει τη μία ή την άλλη άποψη για το δέον γενέσθαι, συχνά αξιοποιεί διεθνείς εμπειρίες, επιχειρώντας να αναδείξει ένα ισχυρό παράδειγμα που θα συνηγορεί υπέρ των εκάστοτε ισχυρισμών. Σε αυτή τη λίστα, τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν τα παραδείγματα της Αργεντινής (περί παύσης πληρωμών και αποδέσμευσης από τη σκληρή ισοτιμία με ξένο νόμισμα) και της Ιρλανδίας (περί χαμηλής φορολόγησης των επιχειρήσεων). Η χώρα που λάμπει διά της απουσίας της από τη σχετική λίστα είναι η Χιλή, η οποία ωστόσο αποτελεί το αγαπημένο παράδειγμα των νεοφιλελεύθερων μίντια αναφορικά με την ομαλή μετάβαση από μια σκληρή στρατιωτική δικτατορία σε μια στέρεη δημοκρατία, χωρίς να διακυβευτεί η αναπτυξιακή δυναμική.[3] Η απουσία αυτή, βέβαια, δεν συνιστά παράδοξο. Η περίπτωση της Χιλής, παρόλο που συγκεντρώνει τα ιδεατά εκείνα χαρακτηριστικά που οι τιμητές της ελληνικής Μεταπολίτευσης έχουν αναγάγει σε υπέρτατες αξίες (κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας και απουσία κοινωνικών κινημάτων κλίμακας ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης), και πέρα από το τριτοκοσμικό της πρόσημο (σε σύγκριση, ας πούμε, με το μέχρι πρόσφατα αγαπημένο παράδειγμά τους, της «κέλτικης τίγρης»), φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα του ρόλου του στρατού σε αυτή τη διαδικασία· ερώτημα με το οποίο οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι σε θέση να αναμετρηθούν ανοιχτά μετά την τραυματική εμπειρία του 1973-74.[4]
Πολύ πρόσφατα, ωστόσο, η Χιλή βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος για λόγους διαφορετικούς από τη σημασία της για την ελληνική εμπειρία. Από τον Απρίλιο του 2011, ένα πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της Χιλής φοιτητικό κίνημα έχει εφορμήσει βίαια στο προσκήνιο, πυροδοτώντας ευρύτερες διεργασίες στη χιλιανή κοινωνία.[5] Η εμφάνιση του κινήματος αυτού συναντιέται με πραγματικές αγωνίες μεγάλων μερίδων της χιλιανής κοινωνίας, οξύνει υπαρκτές αντιθέσεις στη χώρα και θέτει για πρώτη φορά με τέτοια ένταση ζητήματα που άπτονται της συνολικής φιλοσοφίας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία –με διαφορές μόνο στη δοσολογία– έλκει την καταγωγή της απευθείας από την περίοδο του Πινοσέτ.
Η Χιλή αποτελεί το πρώτο και αρτιότερο παράδειγμα στρατιωτικής επέμβασης στην υπηρεσία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών αρχών και των συνακόλουθων πολιτικών και ιδεολογικών προτεραιοτήτων.[6] Η παρατεταμένη ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, μάλιστα, δεν εξαντλήθηκε στη 17ετή δικτατορία, αλλά η στρατιωτική μηχανή ήταν επιπλέον αυτή που δρομολόγησε, επέβλεψε και εγγυήθηκε την ομαλή μετάβαση σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία χωρίς να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι επιτεύξεις της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής.[7] Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα ανέλαβε η θεσμική θωράκιση, με όργανα απρόσβλητα από τον λαϊκό έλεγχο, και οι διεθνείς οργανισμοί της οικονομικής αστυνόμευσης, με τον αποφασιστικό ρόλο τεχνοκρατών οι οποίοι κατείχαν μονοπωλιακά το «μυστικό της γνώσης» της οικονομικής ευημερίας. Η πολιτική αυτή υλοποιήθηκε (με επιμέρους διαφοροποιήσεις) από όλες τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και για μεγάλο διάστημα εποπτεύτηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον Πινοσέτ, ο οποίος διατήρησε την ηγετική θέση του στον στρατό μέχρι το 1998, με αξιώσεις διαιώνισης του νεοφιλελεύθερου παραδείσου που οικοδομήθηκε στα συντρίμμια του αναπτυσσόμενου προδικτατορικού κοινωνικού κράτους.
Ο πρόσφατος φοιτητικός ξεσηκωμός, έχοντας την αφετηρία του σε οικονομικά αιτήματα, αμφισβήτησε σταδιακά τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, που στον χώρο της Παιδείας μεταφράζεται σε ένα σχεδόν πλήρως ιδιωτικοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα, απαιτώντας την οικοδόμηση ενός κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος και μια ορισμένη αναδιανεμητική πολιτική, προσανατολισμένη σε πλατιά κοινωνικά στρώματα. Τα αιτήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν με την κεκτημένη κρατική αυταρχικότητα από τον δισεκατομμυριούχο πρόεδρο Πινιέρα, τον πρώτο δεξιό πολιτικό που καταλαμβάνει το προεδρικό αξίωμα μετά την πτώση του Πινοσέτ. Απέναντι σε αυτή την κρατική αντίδραση, η χιλιανή κοινωνία έδειξε εντυπωσιακά αντανακλαστικά αλληλεγγύης, βγαίνοντας στους δρόμους και προκαλώντας πρωτοφανείς τριγμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο και στην εικόνα του ίδιου του Πινιέρα.[8]
Τι συμπεράσματα μπορεί να αντλήσει κανείς από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της χιλιανής κοινωνίας; Ο διεθνής Τύπος, που τόσο πολύ έχει γοητευθεί από τη σαγήνη του «χιλιανού οικονομικού θαύματος», όταν δεν εξαντλεί την αρθρογραφία του στην περιγραφή της χαρισματικής προσωπικότητας της προέδρου της Φοιτητικής Ένωσης Καμίλα Βαγιέχο,[9] επιχειρεί να ερμηνεύσει την άνοδο των κοινωνικών αγώνων ως κλασική διαδικασία εμφάνισης στο προσκήνιο δυναμικών μεσοστρωμάτων που διεκδικούν αναβαθμισμένο ρόλο έπειτα από δεκαετίες ανάπτυξης.[10] Ισχύει; Εν μέρει...
Εκείνο που συσκοτίζουν οι προσεγγίσεις αυτές δεν είναι τόσο το κοινωνικό υποκείμενο των κινητοποιήσεων, ο προσδιορισμός του οποίου μοιάζει με σπαζοκεφαλιά σε χώρες όπως η Χιλή,[11] όσο η ιστορική διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Γιατί σε συνθήκες μακρόχρονης οικονομικής ανάπτυξης, μετά από δεκαετίες πολέμου ενάντια στην κουλτούρα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας και διάλυσης κάθε ίχνους κοινωνικής πολιτικής υπό το άγρυπνο βλέμμα του στρατού, επανεμφανίζεται με ορμή η κοινωνική κινητοποίηση, αμφισβητώντας τον πυρήνα των κυρίαρχων πολιτικών. Ιδιαίτερα η νεολαία, η γενιά που δεν έζησε τον τρόμο των «εξαφανίσεων», των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έγινε όμως το πειραματόζωο της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας του ατομικισμού και της πειθάρχησης, έρχεται να συναντήσει «ανήσυχες» κοινωνικές κατηγορίες συμβάλλοντας στην αφύπνιση μιας βαθιά τραυματισμένης κοινωνίας. Αυτή η στιγμή της συνάντησης υπόγειων κοινωνικών διεργασιών, και η εκρηκτική της διάσταση που υπογραμμίζει τον ουτοπικό χαρακτήρα της «αιώνιας κοινωνικής γαλήνης» που ονειρεύονταν οι χιλιανοί στρατοκράτες,[12] είναι το νέο στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας στη Χιλή. Στοιχείο το οποίο καταδεικνύει την ιδεολογική αποτυχία ενός μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας που γεννήθηκε μέσα από την ωμή, αχαλίνωτη βία που απαιτήθηκε για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας, με στόχο την επιβολή μιας διαρκούς ακινησίας.
Το χιλιανό παράδειγμα ίσως αφήνει ανικανοποίητους όσους αναζητούν εμμόνως μια πολιτική «αξία χρήσης» στις διεθνείς εμπειρίες – και μάλλον όχι άδικα: οποιαδήποτε απόπειρα άμεσης συσχέτισης με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη να εγκλωβιστεί είτε σε παράτολμες αναλογίες είτε σε έναν άκρατο διδακτισμό. Δύσκολα ωστόσο μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι, μέσα από μια ιδιότυπη πανουργία της ιστορίας, μας υπενθυμίζει μια (ελληνική) παρελθοντική σκηνή που, σε συσκευασία (χιλιανού) παρόντος, φαντάζει βγαλμένη από ένα μέλλον που ήδη έχει τεθεί σε κίνηση διεθνώς. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, το χαραγμένο σε μια από τις στήλες της πύλης του Πολυτεχνείου σύνθημα, «Κάτω η χούντα – Allende», δεν μας θυμίζει σήμερα μόνο τις μέρες της εξέγερσης του Νοέμβρη, ούτε ταράζει απλώς τον ύπνο των νοσταλγών μιας κοινωνικής ευταξίας που ακυρώθηκε εν τη γενέσει της από το φοιτητικό ξεσηκωμό· πολύ περισσότερο, είναι η συμπυκνωμένη διατύπωση μιας δυνατότητας η οποία ορίζει με σαφήνεια το διακύβευμα για το μέλλον.
* * *
Σημειώσεις[1] Για μια πυκνή αναπαραγωγή των σχετικών φληναφημάτων περί της Μεταπολίτευσης ως μείγματος σοσιαλιστικής κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης, ρωμαϊκού οργίου, υπερτροφίας του κράτους και ασυδοσίας των πολιτών, βλ. εφ. Η Καθημερινή, 2.5.2010 και εφ. Τα Νέα, 30.4-2.5.2010.^
[2] Για μια πρόσφατη διεκτραγώδηση αυτών των υποχωρήσεων, βλ. Στέφανος Κασιμάτης, «Το πρόσχημα της συναίνεσης και τα κακά του Μπίσμαρκ», εφ. Η Καθημερινή, 25.5.2011, όπου ο αρθρογράφος επισημαίνει: «Το ΚΚΕ, με τη στάση που τηρεί, επιβεβαιώνει πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίησή του το 1974».^
[3] Βλ. εντελώς ενδεικτικά «Protests in Chile. The discontents of a healthy Democracy», The Economist, 23.6.2011.^
[4] Αν και οι πιο αποχαλινωμένοι εκφραστές τους αρέσκονται να επισείουν την απειλή «ευρώ ή τανκς» όταν τα πράγματα ζορίζουν επικίνδυνα, όπως τον περασμένο Ιούνιο...^
[5] Με πιο πρόσφατα παραδείγματα τη λαϊκή κινητοποίηση για την υπεράσπιση των φοιτητών μετά την άγρια καταστολή της 4ης Αυγούστου, αλλά και τη 48ωρη πανεργατική απεργία στις 24-25 του ίδιου μήνα. Για μια συνεκτική παρουσίαση των γεγονότων και της σημασίας τους, βλ. Βικτόρ ντε λα Φουέντε, «Το φοιτητικό κίνημα και η κληρονομιά του Αλιέντε», εφ. Η Αυγή – «Ενθέματα», 2.10.2011. ^
[6] Από την αχανή βιβλιογραφία για το θέμα, βλ. Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, μτφρ. Α. Φιλιππάτος, Λιβάνης, Αθήνα 2010, σ. 102-177. ^
[7] Και οι συνακόλουθες κοινωνικές επιπτώσεις της: η Χιλή παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες (8η θέση στη σχετική κατάταξη του ΟΗΕ). Στοιχεία για την υπερχρέωση των νοικοκυριών σε αυτή τη χώρα-πρότυπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας δίνει η Marta Harnecker, Πραγματοποιώντας το αδύνατο, μτφρ. Δ. Κουφοντίνας, επιμ. Β. Πισσίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2007, σ. 206-207. Στοιχεία για τις ανισότητες στην εκπαίδευση δίνει ο Βικτόρ ντε λα Φουέντε, ό.π.^
[8] Ο οποίος είχε την «αγαθή τύχη», λίγο μετά την εκλογή του, να πρωταγωνιστήσει στο «ριάλιτι» της διάσωσης των χιλιανών μεταλλωρύχων, που εκτόξευσε τα ποσοστά δημοτικότητάς του σε δυσθεώρητα ύψη.^
[9] Γι’ αυτή την αντιμετώπιση από μια έγκυρη εφημερίδα, βλ. ενδεικτικά «Chile’s Commander Camila, the student who can shut down a city», The Guardian, 24.8.2011.^
[10] Γι’ αυτή την προσέγγιση, βλ. «Aufstand der Mitte», Der Spiegel, 5.9.2011, και «Politics in emerging markets. The new middle classes rise up. Marx’s revolutionary bourgeoisie finds its voice again», The Economist, 3.9.2011.^
[11] Στο ίδιο άρθρο του Economist (3.9.2011) σχετικοποιείται αυτομάτως ο ορισμός της «μεσαίας τάξης», αφού, όπως επισημαίνεται, τα στοιχεία αντλούνται από τοπικά παρατηρητήρια τα οποία συχνά ορίζουν ως «μεσαία τάξη» όσους βρίσκονται απλώς πάνω από το όριο της φτώχειας. Με βάση τα ίδια στοιχεία, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο απόλυτος αριθμός αυτών των στρωμάτων έχει τροποποιηθεί ελάχιστα μεταξύ 1990 και 2008, αποτελώντας πάντως τα ¾ του πληθυσμού... ^
[12] Στη διακήρυξη αρχών του Πινοσέτ μετά την επιβολή της δικτατορίας δηλωνόταν καθαρά ότι αποστολή του ήταν «μια παρατεταμένη και εις βάθος επιχείρηση για να αλλάξει η νοοτροπία των Χιλιανών» (βλ. Klein, ό. π., σ. 145).^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου