Οι νουθεσίες και οι προτροπές των οργανικών «διανοουμένων» της εποχής μας έχουν αλλάξει τόνο και ύφος. Ενώ μέχρι πριν δυο μήνες διάβαζε κανείς κείμενα που κινούνταν στα όρια της σατιρικής ευθυμίας, η σκωπτική περιγραφή της πραγματικότητας έχει δώσει τη θέση της σε μια υποτίθεται τεχνική και προσγειωμένη στους αριθμούς ανάλυση, αλλά και στις ριψοκίνδυνες, στην ουσία όμως τρομοκρατικές, προβλέψεις ενός ζοφερού μέλλοντος. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι η επίκληση της πρώτης τη τάξει αξίας της μεταβατικής εποχής μας, της σοβαρότητας, παρότι ομολογουμένως ο τρόπος που χρησιμοποιείται έχει αλλάξει πολύ. Συναντούσε και συναντά ίσως κανείς ακόμα αναλύσεις για τις «χρόνιες παθογένειες», που καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις, και γλαφυρές περιγραφές μιας παράλογης αντινομικής κατάστασης, που ερμηνεύεται από το θεωρητικό σχήμα της κατακερματισμένης κοινωνίας και την πολιτισμική κυριαρχία της αριστεράς. Ξαφνικά, με μια ρητορική μεταστροφή που εκδηλώνεται μετά την πρώτη παράγραφο του κειμένου, ο τόνος αλλάζει: το χαμόγελο που αποσπάται εκβιαστικά από τον αναγνώστη, αξιοποιώντας τη φυσική μεταρρυθμιστική του ροπή, παγώνει, γιατί το κείμενο τον προσγειώνει απότομα και πλήρη ενοχών σε μια δυσαρμονική πραγματικότητα: «ας σοβαρευτούμε», «κακά τα ψέματα», «έτσι έχει η κατάσταση» κ.ο.κ. Η ρητορική αυτή φιλοδοξεί να επικαλεστεί το παράδειγμα των «σοβαρών χωρών», δηλαδή εκείνων που διαθέτουν «σοβαρή ιθύνουσα τάξη», αναφέρεται σε «σοβαρούς επενδυτές», ακόμα και σε «σοβαρούς Έλληνες του εξωτερικού», που, μέσα στα πράγματα καθώς είναι, γνωρίζουν και κρίνουν πολύ καλύτερα.
Αυτή η νοοτροπία από καιρό εκδηλώνεται (αλλά και πάντοτε εκδηλωνόταν) με διάφορους τρόπους, που ποικίλλουν ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο: όσοι την υιοθετούν μπορεί να μυκτηρίζουν το «Ελλαδιστάν», ή ακόμα το «Ελλάντα» ή, αν ανήκουν σε ανώτερο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτισμικής ιεραρχίας, πιστεύουν πως «δεν αξίζει πια να έχεις περιουσία στην Ελλάδα» (αν και αξίζει να δημιουργείς περιουσία εδώ). Σε κάθε περίπτωση νιώθουν μεμονωμένες φωνές σε ένα παράλογο βασίλειο, μια μυστική κοινότητα φωτισμένων. Σε μια άλλη τους, υβριδική, εκδοχή περηφανεύονται για το παρθένο Ε9 τους, έχοντας ξεπεράσει την μικροαστική εμμονή του ιδιόκτητου διαμερίσματος, ακριβώς επειδή έχουν πρόσβαση σε ασφαλιστικές δικλείδες πολύ πιο αποτελεσματικές και πολύ λιγότερο φετιχιστικές. Γιατί εκεί ακριβώς επικεντρώνεται η κριτική τους, στον αταβιστικό φετιχισμό της μικροαστικής λογικής.
Μεταμφιεσμένη και παραλλαγμένη, η ίδια νοοτροπία υποδεικνύει την ανάγκη για ένα πολιτικό κόμμα της σοβαρότητας, και μάλιστα αριστερό, όπως αντίστοιχα υπήρξε παλιότερα η τάση για ένα πολιτικό κόμμα που θα συγκέντρωνε όλες τις συνιστώσες του εκσυγχρονισμού. Η στάση του δεν μπορεί παρά να είναι –και αποδείχτηκε και στην πράξη– καταστατικά αλλοπρόσαλλη, γιατί το να υποδύεσαι τον σοβαρό, μέσα στη γενικευμένη ασοβαρότητα που καταγγέλλεις, σε οδηγεί πολύ γρήγορα στον κυνισμό ή σε κάνει άθυρμα της περίστασης. Το αίτημα ενός πολιτικού ορθολογισμού, και κυρίως ο τρόπος που τίθεται από αυτή τη νοοτροπία της σοβαρότητας, επιτείνει τη δυσαρμονία που καταγγέλλει. Καθώς κινείται σε αφηρημένο επίπεδο προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από τις αιτίες που δημιούργησαν μια κληροδοτημένη στρεβλή κατάσταση, επιλέγει να μη νομιμοποιεί καθόλου έναν λόγο που στηρίζεται στα επιμέρους συμφέροντα και τη σύγκρουσή τους. Έτσι η σύγκρουση συμφερόντων συρρικνώνεται σε σύγκρουση νοοτροπιών, και, στο εσωτερικό της συζήτησης αυτής, μετατρέπεται σε σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών εκδοχών ή, σε τελική ανάλυση, μεταξύ διαφορετικών φορέων της σοβαρότητας. Προσφέρει έτσι το έδαφος για μια πλήρως διαστρεβλωμένη αναπαράσταση της πολιτικής ζωής: δεν συγκρούεται πια ούτε το ένα συμφέρον με το άλλο ούτε ένας αφηρημένος λόγος με το ιδιοτελές συμφέρον (πώς θα μπορούσε άλλωστε το συμφέρον να μιλάει στο ίδιο επίπεδο με τον λόγο, πώς θα γινόταν να συνομιλούν ως ισότιμοι σε μια σοβαρή συζήτηση;), ούτε καν μία εκδοχή ορθού λόγου με την άλλη, αλλά ο ένας φορέας του ορθού λόγου με τον άλλον.
Έτσι, η «ιθύνουσα τάξη», που είναι η δεξιά εκδοχή της σοβαρότητας, βρίσκει την αντίστοιχή της αριστερή εκδοχή στις πολιτικές αυθεντίες (λέμε, «είναι οικονομολόγος, τα λέει “αριστερά”, αλλά είναι σοβαρός»), που κατεβάζουν γραμμή με βάση δεδομένα που μέχρι πριν λίγο οι υπόλοιποι αγνοούσαμε και τα οποία πολύ πιθανόν να παραμείνουν σε ισχύ για ελάχιστο χρόνο, χωρίς αυτό να ενδιαφέρει κανέναν. Προσπαθώντας να συγκροτήσει μια ορθολογική απόκριση στην τυρβώδη κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει, προτιμά να στηριχτεί σε ένα στιγμιότυπό της. Ενώ στην περίπτωση της «ιθύνουσας» τάξης, η αξία κρίνεται από την υποτιθέμενη προσήλωσή της στον στόχο, προσήλωση που αποτελεί οπωσδήποτε εγγύηση σοβαρότητας όσο ξένος και αν μας είναι ο στόχος, στη δεύτερη, την αριστερή εκδοχή, στηρίζεται σε μια επιδειξιομανή γνώση στοιχείων, αλλά κυρίως στο ήθος του ρήτορα, που συνήθως εξασφαλίζεται με μια αφηρημένη αναφορά στο πολιτικό (λένε, «το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό», χωρίς να εννοούν τίποτα).
Το αίτημα της σοβαρότητας, που μπορεί να ταυτιστεί με το αίτημα ενός επείγοντος εξορθολογισμού, ανάγει εντέλει το πολιτικό πρόβλημα είτε στον φετιχισμό του μέσου (αδιαφορώντας ή ακυρώνοντας τον σκοπό, ή ακόμα παραβλέποντας τη σχέση των μέσων που χρησιμοποιεί προς τον σκοπό που διακηρύσσει) είτε στη λεπτομερή, αλλά αποσπασματική, ανάλυση, που, προκειμένου να διαφυλάξει τη δική της σοβαρότητα, δεν θα έλεγε όχι (και πολύ συχνά το ομολογεί ανοιχτά) στη συμμαχία με έναν ηγέτη εθνικής κλίμακας, τον οποίον στερείται η ίδια. Χρειάζεται έναν λαϊκισμό τον οποίον, είτε τον αναλαμβάνει η ίδια με αδέξιο και μη στοχευμένο τρόπο (δεν μπορεί ασφαλώς να κερδίσει κάτι η αριστερά προασπιζόμενη συμφέροντα που είναι εξαρχής ταγμένα σε άλλο στρατόπεδο), είτε δεν τολμά και δεν διανοείται να τον επωμιστεί με όλες του τις συνέπειες, αλλά τον αναθέτει σε άλλους. Αυτή η απομονωμένη στα δικά της σοβαρότητα δημιουργεί και στις δύο περιπτώσεις την πιο κωμική εικόνα.
Πού βρίσκει κανείς τη διάκριση έτσι ώστε να μη γελοιοποιείται την ώρα ακριβώς που βαδίζει ευθυτενής και σοβαρός προς αυτό που δείχνει «λογικό»; Αυτή η ασθένεια της σοβαρότητας έχει πλήξει ακόμα και τις μη θεσμικές μορφές της άρνησης, τόσο αυτή της σάτιρας όσο και εκείνη της ριζοσπαστικής κριτικής. Η σάτιρα γίνεται μελοδραματική, προτάσσοντας τη θυμική αντίδραση της γιαγιάς ή του «λαού», ενώ η ριζοσπαστική κριτική, επιχειρώντας να διαρρήξει την αφόρητα ρεαλιστική πραγματικότητα των αριθμών εγκαταλείπεται σε μια αυτοαναφορική ρητορική «για τη ζωή μας» και αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό σε αυτήν. Πώς να είναι λοιπόν κανείς σοβαρός με τα σοβαρά και ελαφρός με τα υπόλοιπα;
Αυτή η νοοτροπία από καιρό εκδηλώνεται (αλλά και πάντοτε εκδηλωνόταν) με διάφορους τρόπους, που ποικίλλουν ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο: όσοι την υιοθετούν μπορεί να μυκτηρίζουν το «Ελλαδιστάν», ή ακόμα το «Ελλάντα» ή, αν ανήκουν σε ανώτερο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτισμικής ιεραρχίας, πιστεύουν πως «δεν αξίζει πια να έχεις περιουσία στην Ελλάδα» (αν και αξίζει να δημιουργείς περιουσία εδώ). Σε κάθε περίπτωση νιώθουν μεμονωμένες φωνές σε ένα παράλογο βασίλειο, μια μυστική κοινότητα φωτισμένων. Σε μια άλλη τους, υβριδική, εκδοχή περηφανεύονται για το παρθένο Ε9 τους, έχοντας ξεπεράσει την μικροαστική εμμονή του ιδιόκτητου διαμερίσματος, ακριβώς επειδή έχουν πρόσβαση σε ασφαλιστικές δικλείδες πολύ πιο αποτελεσματικές και πολύ λιγότερο φετιχιστικές. Γιατί εκεί ακριβώς επικεντρώνεται η κριτική τους, στον αταβιστικό φετιχισμό της μικροαστικής λογικής.
Μεταμφιεσμένη και παραλλαγμένη, η ίδια νοοτροπία υποδεικνύει την ανάγκη για ένα πολιτικό κόμμα της σοβαρότητας, και μάλιστα αριστερό, όπως αντίστοιχα υπήρξε παλιότερα η τάση για ένα πολιτικό κόμμα που θα συγκέντρωνε όλες τις συνιστώσες του εκσυγχρονισμού. Η στάση του δεν μπορεί παρά να είναι –και αποδείχτηκε και στην πράξη– καταστατικά αλλοπρόσαλλη, γιατί το να υποδύεσαι τον σοβαρό, μέσα στη γενικευμένη ασοβαρότητα που καταγγέλλεις, σε οδηγεί πολύ γρήγορα στον κυνισμό ή σε κάνει άθυρμα της περίστασης. Το αίτημα ενός πολιτικού ορθολογισμού, και κυρίως ο τρόπος που τίθεται από αυτή τη νοοτροπία της σοβαρότητας, επιτείνει τη δυσαρμονία που καταγγέλλει. Καθώς κινείται σε αφηρημένο επίπεδο προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από τις αιτίες που δημιούργησαν μια κληροδοτημένη στρεβλή κατάσταση, επιλέγει να μη νομιμοποιεί καθόλου έναν λόγο που στηρίζεται στα επιμέρους συμφέροντα και τη σύγκρουσή τους. Έτσι η σύγκρουση συμφερόντων συρρικνώνεται σε σύγκρουση νοοτροπιών, και, στο εσωτερικό της συζήτησης αυτής, μετατρέπεται σε σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών εκδοχών ή, σε τελική ανάλυση, μεταξύ διαφορετικών φορέων της σοβαρότητας. Προσφέρει έτσι το έδαφος για μια πλήρως διαστρεβλωμένη αναπαράσταση της πολιτικής ζωής: δεν συγκρούεται πια ούτε το ένα συμφέρον με το άλλο ούτε ένας αφηρημένος λόγος με το ιδιοτελές συμφέρον (πώς θα μπορούσε άλλωστε το συμφέρον να μιλάει στο ίδιο επίπεδο με τον λόγο, πώς θα γινόταν να συνομιλούν ως ισότιμοι σε μια σοβαρή συζήτηση;), ούτε καν μία εκδοχή ορθού λόγου με την άλλη, αλλά ο ένας φορέας του ορθού λόγου με τον άλλον.
Έτσι, η «ιθύνουσα τάξη», που είναι η δεξιά εκδοχή της σοβαρότητας, βρίσκει την αντίστοιχή της αριστερή εκδοχή στις πολιτικές αυθεντίες (λέμε, «είναι οικονομολόγος, τα λέει “αριστερά”, αλλά είναι σοβαρός»), που κατεβάζουν γραμμή με βάση δεδομένα που μέχρι πριν λίγο οι υπόλοιποι αγνοούσαμε και τα οποία πολύ πιθανόν να παραμείνουν σε ισχύ για ελάχιστο χρόνο, χωρίς αυτό να ενδιαφέρει κανέναν. Προσπαθώντας να συγκροτήσει μια ορθολογική απόκριση στην τυρβώδη κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει, προτιμά να στηριχτεί σε ένα στιγμιότυπό της. Ενώ στην περίπτωση της «ιθύνουσας» τάξης, η αξία κρίνεται από την υποτιθέμενη προσήλωσή της στον στόχο, προσήλωση που αποτελεί οπωσδήποτε εγγύηση σοβαρότητας όσο ξένος και αν μας είναι ο στόχος, στη δεύτερη, την αριστερή εκδοχή, στηρίζεται σε μια επιδειξιομανή γνώση στοιχείων, αλλά κυρίως στο ήθος του ρήτορα, που συνήθως εξασφαλίζεται με μια αφηρημένη αναφορά στο πολιτικό (λένε, «το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό», χωρίς να εννοούν τίποτα).
Το αίτημα της σοβαρότητας, που μπορεί να ταυτιστεί με το αίτημα ενός επείγοντος εξορθολογισμού, ανάγει εντέλει το πολιτικό πρόβλημα είτε στον φετιχισμό του μέσου (αδιαφορώντας ή ακυρώνοντας τον σκοπό, ή ακόμα παραβλέποντας τη σχέση των μέσων που χρησιμοποιεί προς τον σκοπό που διακηρύσσει) είτε στη λεπτομερή, αλλά αποσπασματική, ανάλυση, που, προκειμένου να διαφυλάξει τη δική της σοβαρότητα, δεν θα έλεγε όχι (και πολύ συχνά το ομολογεί ανοιχτά) στη συμμαχία με έναν ηγέτη εθνικής κλίμακας, τον οποίον στερείται η ίδια. Χρειάζεται έναν λαϊκισμό τον οποίον, είτε τον αναλαμβάνει η ίδια με αδέξιο και μη στοχευμένο τρόπο (δεν μπορεί ασφαλώς να κερδίσει κάτι η αριστερά προασπιζόμενη συμφέροντα που είναι εξαρχής ταγμένα σε άλλο στρατόπεδο), είτε δεν τολμά και δεν διανοείται να τον επωμιστεί με όλες του τις συνέπειες, αλλά τον αναθέτει σε άλλους. Αυτή η απομονωμένη στα δικά της σοβαρότητα δημιουργεί και στις δύο περιπτώσεις την πιο κωμική εικόνα.
Πού βρίσκει κανείς τη διάκριση έτσι ώστε να μη γελοιοποιείται την ώρα ακριβώς που βαδίζει ευθυτενής και σοβαρός προς αυτό που δείχνει «λογικό»; Αυτή η ασθένεια της σοβαρότητας έχει πλήξει ακόμα και τις μη θεσμικές μορφές της άρνησης, τόσο αυτή της σάτιρας όσο και εκείνη της ριζοσπαστικής κριτικής. Η σάτιρα γίνεται μελοδραματική, προτάσσοντας τη θυμική αντίδραση της γιαγιάς ή του «λαού», ενώ η ριζοσπαστική κριτική, επιχειρώντας να διαρρήξει την αφόρητα ρεαλιστική πραγματικότητα των αριθμών εγκαταλείπεται σε μια αυτοαναφορική ρητορική «για τη ζωή μας» και αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό σε αυτήν. Πώς να είναι λοιπόν κανείς σοβαρός με τα σοβαρά και ελαφρός με τα υπόλοιπα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου