Οι ανθρώπινες κοινωνίες οργανώνονται γύρω από θεσμούς και τελετουργίες μέσω των οποίων εκφράζονται, σφυρηλατούνται και επιβεβαιώνονται με συλλογικό τρόπο οι κοινωνικοί τους δεσμοί. Το αίσθημα της κοινότητας, του συνανήκειν, πρέπει να εξωτερικεύεται με πράξεις και με σύμβολα, ενώ παράλληλα χρειάζεται να υποδηλώνεται συνεχώς μέσα από την επανάληψη.
Είναι γνωστό ότι εδώ και πολλούς αιώνες το συλλογικό φαγοπότι εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο, αυτή την τελετουργία. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινότητα. Τι κάνει ένα ζευγάρι όταν παντρεύεται; Μα, φυσικά, «τραπέζι»· η γέννηση ενός παιδιού συνοδεύεται από την ίδια πρακτική· κι όταν ο κανακάρης φεύγει φαντάρος, τι άλλο παρά φαγοπότι συνοδεύει αυτήν την ιδιότυπη, και ελληνοπρεπέστατη, τελετή ενηλικίωσης. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σε κάποιες περιστάσεις, το στοιχείο της χαράς και της ευθυμίας δεν είναι τόσο προφανές, αν και σε τελική ανάλυση πρόκειται και πάλι γι’ αυτό: σε πολλά μέρη η κηδεία φτάνει στην κορύφωσή της όχι με την κάθοδο της κάσας στη γη και τον θρήνο, αλλά με την ευφορία από τη συλλογική κατανάλωση ψαρόσουπας και κρασιού, ενώ αργότερα η αναβίωση της κηδείας, το μνημόσυνο, καταλήγει επίσης σε ομαδική βρώση.
Θέση στα τραπεζώματα αυτά δεν έχουν όλοι. Η πρόσκληση κάποιου να συμμετάσχει σε κάποια από τις παραπάνω εκδηλώσεις συνιστά αυτόματα το διαβατήριό του στην επικράτεια της οικογένειας, της φυλής κ.ο.κ. Σημαίνει ότι λογίζεται μέρος ισότιμο της κοινότητας και ότι αυτομάτως αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη συνθήκη. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο στην περίπτωση των δημόσιων γευμάτων. Στα χωριά, η κοινωνική ζωή δομείται γύρω από φαγοπότια με αφορμή είτε τον αγροτικό κύκλο (σπορά, θερισμός, τρύγος, απόσταξη κ.λπ.) είτε τον εορτασμό του προστάτη αγίου της κοινότητας. Ακόμα και στο μικρό γαλατικό χωριό, η ευτυχής κατάληξη της περιπέτειας των ηρώων διατυμπανίζεται με ένα μεγαλοπρεπές τσιμπούσι. Τα παραπάνω δείχνουν ότι αυτό που βαραίνει φαντασιακά και συμβολικά δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το γεύμα.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, στη μελέτη του Τοτέμ και ταμπού, πολύ σωστά υποστηρίζει ότι, «αν τρώγεις και πίνεις με κάποιον άλλο μαζί, είναι συγχρόνως ένα σύμβολο και μια επιβεβαίωση του κοινωνικού πνεύματος και της διάθεσης για ανάληψη κοινωνικών υποχρεώσεων».[1] Μέχρι εδώ όλα καλά. Το μοίρασμα του φαγητού με κάποιον άλλο είναι έκφραση και επιβεβαίωση ενός δεσμού, και η πρακτική αυτή είναι πανάρχαια. Στην αρχική της μορφή, ωστόσο, η τελετουργία αυτή συνοδευόταν και από κάτι άλλο εξίσου σημαντικό – τη θυσία ζώων και την προσφορά του αίματος στον θεό: «Μια τέτοια θυσία ήταν μια δημόσια τελετή, μια γιορτή για όλη τη φυλή. […] Θυσία και γιορτή συμπίπτουν σε όλους τους λαούς, κάθε θυσία συνυπάρχει με μια γιορτή και δεν μπορεί να γίνει γιορτή χωρίς θυσία».[2] Η θυσία γίνεται προς τον θεό, τον συλλογικό πατέρα-πατριάρχη, όχι για την εξασφάλιση της εύνοιάς του, αλλά με στόχο τη συμβολική και κυριολεκτική «κοινωνία» με αυτόν. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Φρόιντ, για «μια πράξη κοινωνικής συντροφικότητας μεταξύ της θεότητας και των πιστών της», «μια πράξη κοινωνικότητας, μια επικοινωνία των πιστών με τον θεό τους». Γιατί όμως πρόσφεραν ως θυσία φαΐ και ποτό; Γιατί αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης απόλαυσης, το θεμελιώδες που ένωνε τη φυλή ως συλλογικότητα. Γι’ αυτό και οι προσφορές καταναλώνονταν στη συνέχεια από όλους, θεό και μέλη της φυλής.
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, διατυπώνοντας τον περίφημο αφορισμό «όλοι μαζί τα φάγαμε», εισήλθε άθελά του στο πεδίο της ανθρωπολογίας και της ψυχανάλυσης. Δεν είναι τυχαίο ότι από το πλήθος των κατά καιρούς «προκλητικών» του δηλώσεων (ο κατάλογος είναι μακρύς), η παραπάνω φράση ήταν αυτή που ενόχλησε, εξόργισε και συζητήθηκε πιο πολύ. Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι, ενδόμυχα, ερέθισε αυτήν ακριβώς την αταβιστική διάσταση του συλλογικού γεύματος. Στην αντίληψη των πιστών-μελών της φυλής, πρόκειται για καθαρή προδοσία: ο θεός-κοινωνός των προσφορών, αφού χόρτασε με τις θυσίες της φυλής, την κατηγορεί για συνενοχή και συμμετοχή σε ένα αμαρτωλό φαγοπότι. Έτσι, διαρρηγνύει τα άγια των αγίων, το φαντασιακό του κοινοτικού δεσμού, και απειλεί να αφήσει τα παιδιά του χωρίς «σύντροφο». Ταυτόχρονα, αντιστρέφει το νόημα του συλλογικού γεύματος: το τελευταίο δεν σηματοδοτεί πλέον μια κατάσταση απόλαυσης και ευφορίας, αλλά μια ένοχη πράξη (αμαρτία), που βιώνεται πια όχι μόνο συλλογικά («όλοι μαζί»), αλλά και ατομικά («όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης»). Αυτή η ηθική απαξίωση ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε κοινωνική καταστροφή: «Η γιορτή της θυσίας ήταν μια ευκαιρία για να σηκωθούν τα άτομα πάνω από τα προσωπικά τους συμφέροντα μέσα σε ένα κλίμα χαράς και ευθυμίας και να τονίσουν τους δεσμούς που έχουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τη θεότητα».[3] Η περίοδος π.χ. των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 αναμφίβολα βιώθηκε από πολλούς ως μια τέτοια «γιορτή».
Η ενοχοποίηση αυτή του συλλογικού γεύματος στην πραγματικότητα επικυρώνει τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, αφού «η ηθική αξία του δημόσιου γεύματος της θυσίας απορρέει από τις πανάρχαιες ιδέες για τη σημασία που έχει για τους ανθρώπους να τρώνε και να πίνουν μαζί».[4] Από την άλλη, ενυπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος για τον συλλογικό πατέρα. Η ρήξη αυτή απειλεί όχι μόνο το εσωτερικό της κοινότητας-φυλής, αλλά και την εξουσία της θεότητας απέναντι στην τελευταία. Αν αποσυρθεί από το κοινό τραπέζι, η θεότητα υπονομεύει και τις υλικές προϋποθέσεις του δεσμού της με την κοινότητα. Η απόσταση από τη συντροφικότητα στην εχθρότητα δεν είναι μεγάλη. Ο Φρόιντ σημειώνει με νόημα πως «όποιος μοιράστηκε με έναν Βεδουίνο και την πιο μικρή μπουκιά ή ήπιε μια γουλιά από το γάλα του, δεν χρειάζεται πια να τον φοβάται σαν εχθρό του, αλλά πρέπει να είναι βέβαιος ότι θα τον προστατεύσει και θα τον βοηθήσει. Όχι βέβαια για απεριόριστο χρονικό διάστημα· για την ακρίβεια για τόσο χρόνο, όσο υποτίθεται ότι μένει μέσα στο σώμα το πράγμα που έφαγαν μαζί. Σε τέτοια ρεαλιστική βάση τοποθετείται ο κοινός δεσμός· χρειάζεται την επανάληψη, για να δυναμώσει και να είναι διαρκής».[5]
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο. Ενεργώντας ως συλλογικός πατέρας, αποσκοπεί να συνετίσει τα άτακτα παιδιά· αλλά η καλλιέργεια ενοχής σε πρώην ομοτράπεζους για την πράξη τους μπορεί εύκολα να μετατραπεί από ένα εσωτερικευμένο αίσθημα απογοήτευσης και αμηχανίας σε ανοικτή εκδήλωση εχθρότητας απέναντι στον καλλιεργητή της ενοχής. Ο πατέρας δεν επιτρέπεται να προβεί δημόσια σε αυτοκριτική, γιατί έτσι υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του κύρους του απέναντι στα παιδιά του. Χάνει την αξιοπιστία του, δεν μπορεί πια να υπάρξει ως προστάτης και συλλογικός εκφραστής της κοινότητας. Ο κατήγορος αυτόματα μετατρέπεται σε κατηγορούμενο, ακόμα κι αν είναι η ίδια η θεότητα, αφού «στο γεύμα της θυσίας εκφράζεται άμεσα ότι ο θεός και οι πιστοί του είναι ομοτράπεζοι, αλλά και κάθε άλλη σχέση, που υποτίθεται ότι υπάρχει μεταξύ τους περιλαμβάνεται σε αυτό».[6]
Το συλλογικό γεύμα είναι λοιπόν μια πράξη ταύτισης και συμπόρευσης, μια «κοινωνία» με πανίσχυρους υλικούς και συμβολικούς αρμούς. Στο κοινό φαγοπότι, θεός και φυλή επιβεβαιώνουν αμοιβαίους δεσμούς: «όταν κάποιος μοιράζεται το φαΐ με τον θεό του, εκφράζει την πεποίθησή του ότι αυτός και ο θεός είναι από την ίδια ποιότητα, γιατί φυσικά κανείς δεν μοιράζεται φαΐ με αυτόν που θεωρεί ξένο του».[7] Όμως αυτή η διάρρηξη θεού-κοινότητας, όπως σημειώσαμε, μεταφέρεται και στο εσωτερικό της δεύτερης. Εδώ κάνει πανηγυρικά την εμφάνισή της η ιστορικότητα, φωτίζεται το εσωτερικό της και οι αντιθέσεις της. Όταν αποσύρεται η θεότητα, η κοινότητα έρχεται αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της. Χωρίς την κάλυψη πια του θεού-πατέρα, αναδύεται η ιστορία.
Ο Σπύρος Ασδραχάς σημειώνει: «Οι αρχαίοι θεοί αρκούνταν στην τσίκνα των θυσιών και οι βροτοί απολάμβαναν τη σάρκα των αμνών της θυσίας. Τώρα ενοχοποιούνται όλοι για τη συμμετοχή τους στην πρόσκαιρη ευμάρεια του υπερδανεισμού».[8] Τώρα όλοι κοιτούν τον διπλανό τους και βλέπουν όχι μια κοινότητα, μια φυλή, αλλά ένα συγκροτημένο σε κοινωνικές τάξεις έθνος. Αυτό που ενοχοποιείται, που κατηγορείται και απαξιώνεται είναι το «έθνος των αδυνάτων», τα φτωχά λαϊκά στρώματα: «φταίει αυτό το δύσμοιρο έθνος, αυτή η τραγική συλλογικότητα που ενσωμάτωσε όλες τις μεταμορφώσεις της ιστορικότητάς του, έθνος τραγικό και όχι μόνο ρομαντικό».[9] Τελικά το φαγοπότι δεν ήταν μόνο γιορτή, αλλά και διαμάχη: «είμαστε όλοι ένοχοι και υπό κατάργηση γιατί ο φτωχός Λάζαρος κάτι πήρε από τα αποφάγια του πλούσιου».[10] Πρόκειται για τον κλασικό μηχανισμό που επιχειρεί να παρουσιάσει το έθνος ως μια εσωτερικά αδιαφοροποίητη κοινότητα-φυλή (το «Γένος»). Αν η ευθύνη είναι συλλογική, το έγκλημα δεν έχει δράστη: «η ευθύνη όμως, ακλιμάκωτη, πέφτει σε όλους και απενοχοποιούνται οι ένοχοι».[11] Ο Θεόδωρος Πάγκαλος το είπε ξεκάθαρα.
Στο σχήμα του Φρόιντ, οι γιοι, ζηλεύοντας την υπέρτατη πατρική εξουσία, προβαίνουν σε μια επαναστατική πράξη: συνωμοτούν εναντίον του για να του πάρουν την εξουσία, τον σκοτώνουν και τον τρώνε συλλογικά. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποιούν ότι το κενό εξουσίας μοιράζεται σε ατέρμονες διαμάχες μεταξύ τους και, μετανιωμένοι, τον αποκαθιστούν συμβολικά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος τελικά ίσως δεν μιλάει ως ο συλλογικός πατέρας, αλλά ως ο μεγάλος αδελφός. Μας προειδοποιεί υπενθυμίζοντας το άσκοπο της πράξης των γιων: είναι μια ένοχη πράξη που δεν οδηγεί στην απελευθέρωση. Οι παραγωγοί του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν έχουν θέση στο τραπέζι και, όπως ο Κακοφωνίξ, θα πρέπει να περιμένουν να τελειώσει το τσιμπούσι για να λυθούν από τα δεσμά τους.
* * *
Σημειώσεις
[1] Σίγκμουντ Φρόιντ, Τοτέμ και ταμπού, μτφρ. Χρήστος Αντωνίου, Επίκουρος, Αθήνα 1978, σ. 170.^
[2] Ό.π., σ. 169.^
[3] Ό.π.^
[4] Ό.π., σ. 170.^
[5] Ό.π.^
[6] Ό.π.^
[7] Ό.π., σ. 171.^
[8] Σπύρος Ασδραχάς, «Η αμαρτία και η συλλογική ενοχή», εφ. Καθημερινή, 2.10.2011.^
[9] Ό.π.^
[10] Ό.π.^
[11] Ό.π.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου