9.9.2011. Οδός Καλλιδρομίου, Αθήνα, Κέντρο. Δύο γηραίοι κύριοι συνομιλούν, ώσπου ο ένας αναφωνεί: «ξέρεις όλη αυτή η ιστορία με το Ματαρόα και τους αριστερούς διανοούμενους που σώθηκαν το 1945 είναι παραμύθι... Δεν επρόκειτο για καμιά ανθρωπιστική ενέργεια των Γάλλων, του Ντε Γκωλ ή του Μερλιέ, αυτό που θέλαν ήταν να εξασφαλίσουν για τη Γαλλία τα καλύτερα μυαλά. Έτσι άλλωστε έκαναν την ίδια στιγμή οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί με τους φυσικούς επιστήμονες του Χίτλερ, που τους φτιάξανε τη Βόμβα».
Εντυπωσιάζεται κανείς με το πλήθος των αναφορών σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, σε σελίδες ειδήσεων, αλλά και σε απλά μπλογκ, για το κύμα μετανάστευσης νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των δύο τελευταίων χρόνων. Αν και η προβληματική αυτή σερνόταν ήδη στα ΜΜΕ από την άνοιξη του 2010 και την έναρξη της μνημονιακής πολιτικής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η πραγματική έκρηξη έρχεται μόλις το καλοκαίρι του 2011. Μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο μπορεί πολύ εύκολα να καταδείξει ότι από το καλοκαίρι του ’11, και μετά την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου, το κίνημα των Αγανακτισμένων και όλα όσα περάσαμε αυτούς του τελευταίους μήνες, υπάρχει μια εκτίναξη θεμάτων στο πεδίο του δημόσιου λόγου για τις ευκαιρίες που αναζητούν οι νέοι συμπολίτες μας στο εξωτερικό, καθώς τα σχετικά άρθρα σχεδόν τριπλασιάζονται για κάθε μήνα αναζήτησης.
Αν χρειαζόμαστε όμως ένα χρονικό ορόσημο για την κλιμάκωση αυτή, τότε στον θερινό ορίζοντα ξεχωρίζει η πολυδιαφημισμένη συζήτηση-ντιμπέιτ που διοργάνωσε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ στις 5.7.2011 για τον «αν πρέπει κανείς να μείνει ή να φύγει από την Ελλάδα της Κρίσης», με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών και επιτυχημένων επιχειρηματιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει η χρονική αυτή στιγμή με τις μέρες που ο εν λόγω σταθμός ξεκινά να διαρρηγνύει τις σχέσεις του με το κίνημα των Αγανακτισμένων, που τόσο είχε υποστηρίξει ώς τότε και για δύο περίπου συνεχόμενους μήνες.
Το ίδιο το ντιμπέιτ που φιλοξενήθηκε στη νεότευκτη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί, σε προσεκτικότερη εξέταση, μια χαρακτηριστική περίπτωση νέας εκσυγχρονιστικής ελληνικής επιχειρηματικότητας και έμμεσα απαντάει στο ίδιο το δίλημμα που θέτει. Διοργανωτής υπήρξε μια νέα (μη κερδοσκοπική) εταιρεία που συστήθηκε μόλις τον προηγούμενο χρόνο: η IntelligenceSquared Ελλάδας (www.intelligencesquared.gr), franchise της ομώνυμης αμερικανικής εταιρείας που θεωρείται η παγκόσμια αυθεντία στα ντιμπέιτ, με θυγατρικές σε διάφορες χώρες στον κόσμο. Πρόκειται για χώρο συντηρητικής συνήθως κριτικής, όπου χαρακτηριστικά τις ίδιες ημέρες (5.7.2011) φιλοξενούσε την καίρια συζήτηση «Ζίζεκ ή Ασάντζ; Ποιος είναι πιο επικίνδυνος για την Αμερική;», ενώ η πιο επιτυχημένη εκδήλωσή της την προηγούμενη χρονιά είχε θέμα «Αθεΐα: ο νέος φονταμενταλισμός».[1]
Αλλά όπως συνήθως στην περίπτωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, η μόνη δράση που έχει να επιδείξει από σύστασής της η νέα αυτή εταιρεία –όποια σχέση και αν διατηρεί με τον έγκριτο τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, φανατικό υποστηρικτή της κατάργησης καθετί δημόσιου– είναι η παραπάνω εκδήλωση και αυτή με πλήρη χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά, και συγκεκριμένα τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, όπως η ίδια μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα της. Άλλωστε και ο πρόεδρος της Εταιρείας, Ερρίκος Αρώνες, ανήκει στη μακρά παράδοση επιχειρηματιών που βασικά συνεργάζονται με το κράτος, καθώς η οικογενειακή του επιχείρηση «Ερρίκος Αρώνες ΑΕ», που ειδικεύεται στην εισαγωγή και διάθεση χαρτιού, υπερηφανεύεται στην ιστοσελίδα της «ότι κατέχει μέχρι και σήμερα εξέχουσα θέση στις κρατικές προμήθειες» (www.arones.gr). Και όλα αυτά εν μέσω μια συνεχούς επίθεσης προς το ελληνικό κράτος καθώς, κατά την κραταιά νεοφιλελεύθερη άποψη και όπως αναδείχθηκε και στη συζήτηση, αυτό ευθύνεται για τη μη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
Τους επόμενους μήνες και μέχρι και σήμερα ξεκινά λοιπόν ένας καταιγισμός δημοσιευμάτων για τον μονόδρομο που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα να μεταναστεύσουν. Τα θέματα αυτά κινούνται συνήθως ανάμεσα στη κυνική παραδοχή του αδιεξόδου και τη συναισθηματική αναπαραγωγή μοτίβων του διαχρονικού Έλληνα μετανάστη. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι συνήθως η υπερβολή και η ανακρίβεια. Διαβάζουμε, λ.χ., την 1.8.2011 στην ηλεκτρονική εκδοχή της εφ. Πρώτο Θέμα εκτεταμένο άρθρο με την αποκάλυψη ότι 70.000 Έλληνες έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς στην Αμερική «αυτή την περίοδο» (;), χωρίς καμία ένδειξη ούτε για την πηγή των στοιχείων ούτε και για την περίοδο που περιγράφεται.[2] Στις ΗΠΑ των σκληρών αντιμεταναστευτικών νόμων, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια μαζική εισβολή Ελλήνων κυνηγημένων από την κρίση, σε αριθμούς που θα ζήλευαν και οι παράνομοι μετανάστες από το Μεξικό που περνάνε με κίνδυνο της ζωής τους τα οχυρωμένα αμερικανικά σύνορα. Συγκεκριμένα το 2010, χρονιά που ήδη είχε ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα ο αριθμός Ελλήνων που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ είναι ο χαμηλότερος της τελευταίας δεκαετίας, όπως βλέπουμε στον πίνακα 1.
Αλλά αξίζει να εξετάσουμε τον πίνακα αυτό λίγο πιο προσεκτικά. Παρατηρούμε τα αναλυτικά αριθμητικά στοιχεία Ελλήνων πολιτών που μετανάστευσαν για εργασία στους τρεις πιο σημαντικούς ιστορικά προορισμούς ελληνικής μετανάστευσης: την Αυστραλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Δυστυχώς για την περίπτωση της Αυστραλίας και της Γερμανίας τα στοιχεία φτάνουν μέχρι το 2006, ενώ αντίθετα για τις ΗΠΑ έχουμε στοιχεία ως και το 2010. Με κάθε επιφύλαξη για τέτοιου είδους στοιχεία, η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Γερμανία κρατάει τα ηνία, όντας μακράν η κατεξοχήν επιλογή, σε σχέση με τους δύο άλλους εξωτικούς εργασιακούς παραδείσους. Και στις τρεις όμως περιπτώσεις παρακολουθούμε μια κοινή σχετικά εξέλιξη των τάσεων: ο αριθμός των Ελλήνων που αναζητούν εργασία στις χώρες αυτές κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. σταθεροποιείται και μειώνεται άλλοτε θεαματικά και άλλοτε εντός λογικού πλαισίου. Όσο και αν τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκρύπτουν μεγαλύτερα νούμερα άλλων μορφών μετανάστευσης, μοιάζει λογικό να δεχτούμε ότι σε κάθε περίπτωση οι τάσεις που καταμαρτυρούνται είναι πραγματικές. Χρήσιμη ίσως για την κατανόηση των αριθμών είναι η σύγκριση με δύο άλλες χώρες αποστολής μεταναστών στους παραπάνω προορισμούς, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία – χώρες αρκετά διαφορετικές από την Ελλάδα, αλλά με πληθυσμό και μέγεθος αντίστοιχο με της πατρίδας μας, γεγονός που δικαιολογεί τη σύγκριση. Στον πίνακα 2 λοιπόν μπορούμε να δούμε τον μέσο όρο αποστολής μεταναστών από τις τρεις χώρες κατά έτος και ανά προορισμό τα τελευταία χρόνια. Αν εξαιρέσουμε τη σταθερή σχέση που έχει η ελληνική μετανάστευση με τη Γερμανία, παρατηρούμε ότι, δεδομένου του μεγέθους του πληθυσμού της, η Ελλάδα δεν μοιάζει να αποτελεί ειδική περίπτωση και εντάσσεται εντός ενός πλαισίου που μοιράζονται χώρες όπως η σαφώς φτωχότερη Βουλγαρία, με την εξαγωγή εργατικού δυναμικού, αλλά και η πλουσιότερη Σουηδία, που πιθανότατα εξάγει επιστημονικό και υψηλά καταρτισμένο προσωπικό. Άλλωστε και σε ένα άλλο πλαίσιο αριθμών, στα στοιχεία για την αναλογία εισερχόμενων μεταναστών προς τους απερχόμενους και σε προκαταρκτικά δεδομένα για το Α΄ εξάμηνο του 2011, η Ελλάδα εμφανίζει θετική αναλογία: +2,32, παρά τη μαινόμενη κρίση, σχεδόν διπλάσια αναλογία από τη Σουηδία, που είναι μια ακόμη χώρα κυρίως υποδοχής μεταναστών με +1,65, και πολύ μακριά από τη Βουλγαρία, που αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αποκομμουνιστικοποιημένης χώρας και πλέον κράτος αποστολής μεταναστών, με αρνητικό λόγο στα -2,82.[3]
Οι παρατηρήσεις αυτές βοηθούν να μετριαστούν οι κορώνες για την απώλεια της εργατικής δύναμης της χώρας. Μπορούμε επιπλέον να συγκρίνουμε τον συνολικό αριθμό μεταναστών που εγκαταλείπουν τη χώρα την πρόσφατη περίοδο 1999-2006, για την οποία έχουμε στοιχεία και για τους τρεις προορισμούς, με την επταετία 1971-1977, η οποία ακολουθεί τα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης (πίνακας 3). Παρατηρούμε λοιπόν ότι μολονότι υπάρχει μείωση –που βέβαια θα ήταν πολύ μικρότερη αν συνυπολογίζαμε όλους τους προορισμούς και την ευκολία εγκατάστασης σε χώρες εντός ΕΕ– το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει σταθερά χαρακτηριστικά που δεν σχετίζονται μόνο με την κρίση, καθώς το νούμερο είναι σημαντικό ακόμη και για τα χρόνια της «ισχυρής» Ελλάδας του Σημίτη και της Ολυμπιάδας.
Βέβαια οι πίνακες αυτοί αναφέρονται σε νόμιμα εργαζόμενους, και μπορεί πίσω από τους αριθμούς να διαφεύγουν μεγάλα κομμάτια μετανάστευσης, πιο περιοδικής ίσως, όπως φοιτητές, ειδικευόμενοι, συνοδευτικά μέλη οικογενειών, εργαζόμενα ή μη. Δεν παύουν όμως να δίνουν μια τάξη μεγέθους, ιδίως εφόσον οι όποιες ανακρίβειες θα πρέπει να αναχθούν και στις άλλες χώρες προέλευσης που είδαμε.
Τα στοιχεία λοιπόν αυτά είναι χρήσιμα όχι για να αρνηθούμε ότι σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας φλερτάρει με την ιδέα του εξωτερικού, ιδίως όσο συντηρείται η κρίση και η ύφεση, αλλά για να θέσουμε τα ερωτήματα σε άλλη βάση. Είναι βέβαιο ότι η δραματική αύξηση της ανεργίας, αλλά και το διάχυτο κλίμα απαισιοδοξίας, κάνει ολοένα και περισσότερους να αναζητούν με κάθε τρόπο μια καλύτερη τύχη, όπως άλλωστε φαίνεται στις απαντήσεις πρόσφατων δημοσκοπήσεων για το αν θα μετανάστευε κανείς προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή του. Η εκδηλωμένη πρόθεση όμως, ή και έστω η διερώτηση, απέχει έτη φωτός από τη συντελεσμένη απόφαση της εγκατάλειψης της πατρίδας με μόνιμο ή ημιμόνιμο χαρακτήρα. Και ακόμη και αν αυτή η πρόθεση επιχειρηθεί να λάβει σάρκα και οστά, πρέπει να υπερβεί πρώτα τους μεταναστευτικούς κανόνες, που ιδίως για μη ευρωπαϊκούς προορισμούς είναι εξοντωτικά αυστηροί.
Ίσως αυτό που είναι άξιο ιδιαίτερου σχολιασμού είναι ο χειρισμός όλης αυτής της συζήτησης από τα ΜΜΕ. Μέσα στο κλίμα της κρίσης και ήδη από αρκετά νωρίς άρχισε να κυκλοφορεί η ιδέα «της Ελλάδας που δεν είναι ικανή να κρατήσει τα παιδιά της ή δεν προσφέρει τις ευκαιρίες που δίνει το εξωτερικό»: αρκεί να θυμηθούμε τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσιογραφικά αφιερώματα στους πετυχημένους συμπολίτες μας που αποφάσισαν να μη γυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά να ασκήσουν το επάγγελμα ή την επιστήμη τους στις χώρες που είχαν πάει για σπουδές. Η φυγή προς το εξωτερικό, άλλοτε πιο κυνικά και άλλοτε με καζαντζίδειους συναισθηματικούς βερμπαλισμούς, παρουσιαζόταν έμμεσα ή και άμεσα ως η μοναδική δυνατότητα διαφυγής, αλλά και εκπλήρωσης των ονείρων μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πατρίδα και ένα ελληνικό κράτος εχθρικό και αποφασισμένο να τους στερήσει κάθε ευκαιρία.
Μέσα λοιπόν από την ίδια τη συζήτηση που εμφανίζεται ως προβληματισμός για το φαντασιακό ή επερχόμενο μεταναστευτικό ενδεχόμενο, ουσιαστικά διαφημίζεται και αποκτά καίρια θέση η λύση της φυγής. Και είναι ενδιαφέρον ότι απουσιάζει σχεδόν πλήρως κάποιας μορφής αντίλογος, πέραν του προσχηματικού, ο οποίος να υποστηρίζει μια ενσυνείδητη στάση παραμονής και προσπάθειας αλλαγής, συλλογικής ή ατομικής. Η απουσία αυτή υπογραμμίζεται από τις ελάχιστες και σπασμωδικές παρεμβάσεις από τα κόμματα εξουσίας, όπως αυτή του Αντώνη Σαμαρά σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Θεσσαλονίκης (15.9.2011) με θέμα «Να μείνω ή να φύγω από την Ελλάδα της κρίσης;», όπου η μόνη πολιτική που είχε να αντιπροτείνει ήταν ότι «μπορείς να μείνεις εδώ [στην Ελλάδα] κάτω από χειρότερες συνθήκες, αρκεί να αισθάνεσαι αξιοπρεπής. Αυτό είναι που λείπει σήμερα από την πατρίδα μας» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.9.2011).
Για άλλη μια φορά, ο πολιτικός χώρος που δείχνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ενδεχόμενη αποστράγγιση της Ελλάδας από τους ταλαντούχους νέους της είναι η ακροδεξιά, με συχνές παρεμβάσεις όπως, λ.χ., η εκδήλωση της Τοπικής Οργάνωσης Πειραιά της Χρυσής Αυγής στις 14 Οκτώβρη 2011 με θέμα «Μετανάστευση Ελλήνων», όπου το κύριο μήνυμα της ομιλίας ήταν: να μην ενδώσουμε στην εύκολη λύση, «να μην γίνουμε ρίψασπεις» (sic), εγκαταλείποντας την Ελλάδα τη στιγμή που μας έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ, «Δεν σωζόμεθα διά της φυγής, παρά να αποθάνωμεν αδόξως, προτιμότερον να αποθάνωμεν ενδόξως αγωνιζόμενοι».
Η βασική όμως θέση του κατεστημένου ήρθε από τα υψηλότερα δυνατά χείλη, αυτά του ίδιου του πλέον αποτυχημένου Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Α. Παπανδρέου, σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Η κρίση δεν θα διαρκέσει για πάντα. Μπορούμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας και θα την αλλάξουμε. Κατανοώ απόλυτα την ανάγκη να βρει ο νέος τον δρόμο του εκτός Ελλάδος, έστω και προσωρινά τη δύσκολη αυτή περίοδο όπου τα περιθώρια στένεψαν σημαντικά» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.10.2011). Η προτροπή αυτή του ίδιου του πρωθυπουργού προς τους Έλληνες πολίτες να μεταναστεύσουν αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο ότι η μετανάστευση δεν είναι απλώς μια αντίδραση στην κρίση, αλλά μια κρατική πολιτική που καλλιεργείται με περισσότερο ή λιγότερο συστηματικό τρόπο.
Άλλωστε για το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα που μέσω της οικονομικής κρίσης επιχειρεί να αναδιοργανώσει την κερδοφορία του, οι κρίσεις αποτελούν και ρητά, όπως μας πληροφορεί πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, μοναδική ευκαιρία για δημογραφικές αλλαγές σε μεγάλη κλίμακα με την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού.[4]
Μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά απεχθής είναι για το όραμα μιας μονίμως μνημονιακής Ελλάδας, όπου πρέπει να υπάρξει πλήρης απορρύθμιση και αναδιάταξη της αγοράς εργασίας και της παραγωγής. Σε αυτό το περιβάλλον, η μετανάστευση αποτελεί ένα θετικό παράγοντα, καθώς λειτουργεί, αφενός, σαν βαλβίδα κοινωνικής ασφαλείας και, αφετέρου, σαν πηγή ενδεχομένων εσόδων με τη μορφή των περίφημων εμβασμάτων. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε τον οργανικό ρόλο που έπαιξε η χούντα των συνταγματαρχών στην εμπέδωση και οργάνωση των μεταναστευτικών μηχανισμών, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έτσι ζούμε το παράδοξο, που είχε περιγράψει σε μια από τις τελευταίες μελέτες του ο Έρικ Χομπσμπάουμ, να έχουμε εργαζόμενους που αγωνιούν για τις πολιτικές εξελίξεις μιας χώρας, στην οποία δεν ζουν πια, ενώ στις κοινωνίες που πραγματικά μετέχουν, να μην έχουν κανένα δικαίωμα λόγου, ούτε καν τα στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά.[5]
Αλλά και οποιαδήποτε σκέψη αρθρώνεται για επανάκαμψη του επιστημονικού ή εργατικού προσωπικού που φεύγει τώρα ή ζει και εργάζεται ήδη στο εξωτερικό είναι ψευδεπίγραφη, καθώς μια τέτοια προσπάθεια πρέπει να συνοδευτεί και από όραμα που θα νοηματοδοτούσε την ανάλογη κίνηση, όραμα προσωπικό αλλά κυρίως συλλογικό. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία μας υποδεικνύει ως μόνη στιγμή μιας τέτοιας υλοποίησης τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν άνθρωποι του μόχθου, της επιστήμης και των τεχνών επέλεξαν, μέσα από το προοδευτικό όραμα της αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας και την ελπίδα μιας μορφής σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από τόπους εξορίας, αυτοεξορίας, αλλά και μετανάστευσης.
Αν χρειαζόμαστε όμως ένα χρονικό ορόσημο για την κλιμάκωση αυτή, τότε στον θερινό ορίζοντα ξεχωρίζει η πολυδιαφημισμένη συζήτηση-ντιμπέιτ που διοργάνωσε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ στις 5.7.2011 για τον «αν πρέπει κανείς να μείνει ή να φύγει από την Ελλάδα της Κρίσης», με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών και επιτυχημένων επιχειρηματιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει η χρονική αυτή στιγμή με τις μέρες που ο εν λόγω σταθμός ξεκινά να διαρρηγνύει τις σχέσεις του με το κίνημα των Αγανακτισμένων, που τόσο είχε υποστηρίξει ώς τότε και για δύο περίπου συνεχόμενους μήνες.
Το ίδιο το ντιμπέιτ που φιλοξενήθηκε στη νεότευκτη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί, σε προσεκτικότερη εξέταση, μια χαρακτηριστική περίπτωση νέας εκσυγχρονιστικής ελληνικής επιχειρηματικότητας και έμμεσα απαντάει στο ίδιο το δίλημμα που θέτει. Διοργανωτής υπήρξε μια νέα (μη κερδοσκοπική) εταιρεία που συστήθηκε μόλις τον προηγούμενο χρόνο: η IntelligenceSquared Ελλάδας (www.intelligencesquared.gr), franchise της ομώνυμης αμερικανικής εταιρείας που θεωρείται η παγκόσμια αυθεντία στα ντιμπέιτ, με θυγατρικές σε διάφορες χώρες στον κόσμο. Πρόκειται για χώρο συντηρητικής συνήθως κριτικής, όπου χαρακτηριστικά τις ίδιες ημέρες (5.7.2011) φιλοξενούσε την καίρια συζήτηση «Ζίζεκ ή Ασάντζ; Ποιος είναι πιο επικίνδυνος για την Αμερική;», ενώ η πιο επιτυχημένη εκδήλωσή της την προηγούμενη χρονιά είχε θέμα «Αθεΐα: ο νέος φονταμενταλισμός».[1]
Αλλά όπως συνήθως στην περίπτωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, η μόνη δράση που έχει να επιδείξει από σύστασής της η νέα αυτή εταιρεία –όποια σχέση και αν διατηρεί με τον έγκριτο τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, φανατικό υποστηρικτή της κατάργησης καθετί δημόσιου– είναι η παραπάνω εκδήλωση και αυτή με πλήρη χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά, και συγκεκριμένα τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, όπως η ίδια μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα της. Άλλωστε και ο πρόεδρος της Εταιρείας, Ερρίκος Αρώνες, ανήκει στη μακρά παράδοση επιχειρηματιών που βασικά συνεργάζονται με το κράτος, καθώς η οικογενειακή του επιχείρηση «Ερρίκος Αρώνες ΑΕ», που ειδικεύεται στην εισαγωγή και διάθεση χαρτιού, υπερηφανεύεται στην ιστοσελίδα της «ότι κατέχει μέχρι και σήμερα εξέχουσα θέση στις κρατικές προμήθειες» (www.arones.gr). Και όλα αυτά εν μέσω μια συνεχούς επίθεσης προς το ελληνικό κράτος καθώς, κατά την κραταιά νεοφιλελεύθερη άποψη και όπως αναδείχθηκε και στη συζήτηση, αυτό ευθύνεται για τη μη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
Τους επόμενους μήνες και μέχρι και σήμερα ξεκινά λοιπόν ένας καταιγισμός δημοσιευμάτων για τον μονόδρομο που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα να μεταναστεύσουν. Τα θέματα αυτά κινούνται συνήθως ανάμεσα στη κυνική παραδοχή του αδιεξόδου και τη συναισθηματική αναπαραγωγή μοτίβων του διαχρονικού Έλληνα μετανάστη. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι συνήθως η υπερβολή και η ανακρίβεια. Διαβάζουμε, λ.χ., την 1.8.2011 στην ηλεκτρονική εκδοχή της εφ. Πρώτο Θέμα εκτεταμένο άρθρο με την αποκάλυψη ότι 70.000 Έλληνες έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς στην Αμερική «αυτή την περίοδο» (;), χωρίς καμία ένδειξη ούτε για την πηγή των στοιχείων ούτε και για την περίοδο που περιγράφεται.[2] Στις ΗΠΑ των σκληρών αντιμεταναστευτικών νόμων, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια μαζική εισβολή Ελλήνων κυνηγημένων από την κρίση, σε αριθμούς που θα ζήλευαν και οι παράνομοι μετανάστες από το Μεξικό που περνάνε με κίνδυνο της ζωής τους τα οχυρωμένα αμερικανικά σύνορα. Συγκεκριμένα το 2010, χρονιά που ήδη είχε ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα ο αριθμός Ελλήνων που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ είναι ο χαμηλότερος της τελευταίας δεκαετίας, όπως βλέπουμε στον πίνακα 1.
Αλλά αξίζει να εξετάσουμε τον πίνακα αυτό λίγο πιο προσεκτικά. Παρατηρούμε τα αναλυτικά αριθμητικά στοιχεία Ελλήνων πολιτών που μετανάστευσαν για εργασία στους τρεις πιο σημαντικούς ιστορικά προορισμούς ελληνικής μετανάστευσης: την Αυστραλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Δυστυχώς για την περίπτωση της Αυστραλίας και της Γερμανίας τα στοιχεία φτάνουν μέχρι το 2006, ενώ αντίθετα για τις ΗΠΑ έχουμε στοιχεία ως και το 2010. Με κάθε επιφύλαξη για τέτοιου είδους στοιχεία, η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Γερμανία κρατάει τα ηνία, όντας μακράν η κατεξοχήν επιλογή, σε σχέση με τους δύο άλλους εξωτικούς εργασιακούς παραδείσους. Και στις τρεις όμως περιπτώσεις παρακολουθούμε μια κοινή σχετικά εξέλιξη των τάσεων: ο αριθμός των Ελλήνων που αναζητούν εργασία στις χώρες αυτές κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. σταθεροποιείται και μειώνεται άλλοτε θεαματικά και άλλοτε εντός λογικού πλαισίου. Όσο και αν τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκρύπτουν μεγαλύτερα νούμερα άλλων μορφών μετανάστευσης, μοιάζει λογικό να δεχτούμε ότι σε κάθε περίπτωση οι τάσεις που καταμαρτυρούνται είναι πραγματικές. Χρήσιμη ίσως για την κατανόηση των αριθμών είναι η σύγκριση με δύο άλλες χώρες αποστολής μεταναστών στους παραπάνω προορισμούς, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία – χώρες αρκετά διαφορετικές από την Ελλάδα, αλλά με πληθυσμό και μέγεθος αντίστοιχο με της πατρίδας μας, γεγονός που δικαιολογεί τη σύγκριση. Στον πίνακα 2 λοιπόν μπορούμε να δούμε τον μέσο όρο αποστολής μεταναστών από τις τρεις χώρες κατά έτος και ανά προορισμό τα τελευταία χρόνια. Αν εξαιρέσουμε τη σταθερή σχέση που έχει η ελληνική μετανάστευση με τη Γερμανία, παρατηρούμε ότι, δεδομένου του μεγέθους του πληθυσμού της, η Ελλάδα δεν μοιάζει να αποτελεί ειδική περίπτωση και εντάσσεται εντός ενός πλαισίου που μοιράζονται χώρες όπως η σαφώς φτωχότερη Βουλγαρία, με την εξαγωγή εργατικού δυναμικού, αλλά και η πλουσιότερη Σουηδία, που πιθανότατα εξάγει επιστημονικό και υψηλά καταρτισμένο προσωπικό. Άλλωστε και σε ένα άλλο πλαίσιο αριθμών, στα στοιχεία για την αναλογία εισερχόμενων μεταναστών προς τους απερχόμενους και σε προκαταρκτικά δεδομένα για το Α΄ εξάμηνο του 2011, η Ελλάδα εμφανίζει θετική αναλογία: +2,32, παρά τη μαινόμενη κρίση, σχεδόν διπλάσια αναλογία από τη Σουηδία, που είναι μια ακόμη χώρα κυρίως υποδοχής μεταναστών με +1,65, και πολύ μακριά από τη Βουλγαρία, που αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αποκομμουνιστικοποιημένης χώρας και πλέον κράτος αποστολής μεταναστών, με αρνητικό λόγο στα -2,82.[3]
Οι παρατηρήσεις αυτές βοηθούν να μετριαστούν οι κορώνες για την απώλεια της εργατικής δύναμης της χώρας. Μπορούμε επιπλέον να συγκρίνουμε τον συνολικό αριθμό μεταναστών που εγκαταλείπουν τη χώρα την πρόσφατη περίοδο 1999-2006, για την οποία έχουμε στοιχεία και για τους τρεις προορισμούς, με την επταετία 1971-1977, η οποία ακολουθεί τα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης (πίνακας 3). Παρατηρούμε λοιπόν ότι μολονότι υπάρχει μείωση –που βέβαια θα ήταν πολύ μικρότερη αν συνυπολογίζαμε όλους τους προορισμούς και την ευκολία εγκατάστασης σε χώρες εντός ΕΕ– το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει σταθερά χαρακτηριστικά που δεν σχετίζονται μόνο με την κρίση, καθώς το νούμερο είναι σημαντικό ακόμη και για τα χρόνια της «ισχυρής» Ελλάδας του Σημίτη και της Ολυμπιάδας.
Βέβαια οι πίνακες αυτοί αναφέρονται σε νόμιμα εργαζόμενους, και μπορεί πίσω από τους αριθμούς να διαφεύγουν μεγάλα κομμάτια μετανάστευσης, πιο περιοδικής ίσως, όπως φοιτητές, ειδικευόμενοι, συνοδευτικά μέλη οικογενειών, εργαζόμενα ή μη. Δεν παύουν όμως να δίνουν μια τάξη μεγέθους, ιδίως εφόσον οι όποιες ανακρίβειες θα πρέπει να αναχθούν και στις άλλες χώρες προέλευσης που είδαμε.
Τα στοιχεία λοιπόν αυτά είναι χρήσιμα όχι για να αρνηθούμε ότι σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας φλερτάρει με την ιδέα του εξωτερικού, ιδίως όσο συντηρείται η κρίση και η ύφεση, αλλά για να θέσουμε τα ερωτήματα σε άλλη βάση. Είναι βέβαιο ότι η δραματική αύξηση της ανεργίας, αλλά και το διάχυτο κλίμα απαισιοδοξίας, κάνει ολοένα και περισσότερους να αναζητούν με κάθε τρόπο μια καλύτερη τύχη, όπως άλλωστε φαίνεται στις απαντήσεις πρόσφατων δημοσκοπήσεων για το αν θα μετανάστευε κανείς προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή του. Η εκδηλωμένη πρόθεση όμως, ή και έστω η διερώτηση, απέχει έτη φωτός από τη συντελεσμένη απόφαση της εγκατάλειψης της πατρίδας με μόνιμο ή ημιμόνιμο χαρακτήρα. Και ακόμη και αν αυτή η πρόθεση επιχειρηθεί να λάβει σάρκα και οστά, πρέπει να υπερβεί πρώτα τους μεταναστευτικούς κανόνες, που ιδίως για μη ευρωπαϊκούς προορισμούς είναι εξοντωτικά αυστηροί.
Ίσως αυτό που είναι άξιο ιδιαίτερου σχολιασμού είναι ο χειρισμός όλης αυτής της συζήτησης από τα ΜΜΕ. Μέσα στο κλίμα της κρίσης και ήδη από αρκετά νωρίς άρχισε να κυκλοφορεί η ιδέα «της Ελλάδας που δεν είναι ικανή να κρατήσει τα παιδιά της ή δεν προσφέρει τις ευκαιρίες που δίνει το εξωτερικό»: αρκεί να θυμηθούμε τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσιογραφικά αφιερώματα στους πετυχημένους συμπολίτες μας που αποφάσισαν να μη γυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά να ασκήσουν το επάγγελμα ή την επιστήμη τους στις χώρες που είχαν πάει για σπουδές. Η φυγή προς το εξωτερικό, άλλοτε πιο κυνικά και άλλοτε με καζαντζίδειους συναισθηματικούς βερμπαλισμούς, παρουσιαζόταν έμμεσα ή και άμεσα ως η μοναδική δυνατότητα διαφυγής, αλλά και εκπλήρωσης των ονείρων μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πατρίδα και ένα ελληνικό κράτος εχθρικό και αποφασισμένο να τους στερήσει κάθε ευκαιρία.
Μέσα λοιπόν από την ίδια τη συζήτηση που εμφανίζεται ως προβληματισμός για το φαντασιακό ή επερχόμενο μεταναστευτικό ενδεχόμενο, ουσιαστικά διαφημίζεται και αποκτά καίρια θέση η λύση της φυγής. Και είναι ενδιαφέρον ότι απουσιάζει σχεδόν πλήρως κάποιας μορφής αντίλογος, πέραν του προσχηματικού, ο οποίος να υποστηρίζει μια ενσυνείδητη στάση παραμονής και προσπάθειας αλλαγής, συλλογικής ή ατομικής. Η απουσία αυτή υπογραμμίζεται από τις ελάχιστες και σπασμωδικές παρεμβάσεις από τα κόμματα εξουσίας, όπως αυτή του Αντώνη Σαμαρά σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Θεσσαλονίκης (15.9.2011) με θέμα «Να μείνω ή να φύγω από την Ελλάδα της κρίσης;», όπου η μόνη πολιτική που είχε να αντιπροτείνει ήταν ότι «μπορείς να μείνεις εδώ [στην Ελλάδα] κάτω από χειρότερες συνθήκες, αρκεί να αισθάνεσαι αξιοπρεπής. Αυτό είναι που λείπει σήμερα από την πατρίδα μας» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.9.2011).
Για άλλη μια φορά, ο πολιτικός χώρος που δείχνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ενδεχόμενη αποστράγγιση της Ελλάδας από τους ταλαντούχους νέους της είναι η ακροδεξιά, με συχνές παρεμβάσεις όπως, λ.χ., η εκδήλωση της Τοπικής Οργάνωσης Πειραιά της Χρυσής Αυγής στις 14 Οκτώβρη 2011 με θέμα «Μετανάστευση Ελλήνων», όπου το κύριο μήνυμα της ομιλίας ήταν: να μην ενδώσουμε στην εύκολη λύση, «να μην γίνουμε ρίψασπεις» (sic), εγκαταλείποντας την Ελλάδα τη στιγμή που μας έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ, «Δεν σωζόμεθα διά της φυγής, παρά να αποθάνωμεν αδόξως, προτιμότερον να αποθάνωμεν ενδόξως αγωνιζόμενοι».
Η βασική όμως θέση του κατεστημένου ήρθε από τα υψηλότερα δυνατά χείλη, αυτά του ίδιου του πλέον αποτυχημένου Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Α. Παπανδρέου, σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Η κρίση δεν θα διαρκέσει για πάντα. Μπορούμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας και θα την αλλάξουμε. Κατανοώ απόλυτα την ανάγκη να βρει ο νέος τον δρόμο του εκτός Ελλάδος, έστω και προσωρινά τη δύσκολη αυτή περίοδο όπου τα περιθώρια στένεψαν σημαντικά» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.10.2011). Η προτροπή αυτή του ίδιου του πρωθυπουργού προς τους Έλληνες πολίτες να μεταναστεύσουν αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο ότι η μετανάστευση δεν είναι απλώς μια αντίδραση στην κρίση, αλλά μια κρατική πολιτική που καλλιεργείται με περισσότερο ή λιγότερο συστηματικό τρόπο.
Άλλωστε για το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα που μέσω της οικονομικής κρίσης επιχειρεί να αναδιοργανώσει την κερδοφορία του, οι κρίσεις αποτελούν και ρητά, όπως μας πληροφορεί πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, μοναδική ευκαιρία για δημογραφικές αλλαγές σε μεγάλη κλίμακα με την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού.[4]
Μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά απεχθής είναι για το όραμα μιας μονίμως μνημονιακής Ελλάδας, όπου πρέπει να υπάρξει πλήρης απορρύθμιση και αναδιάταξη της αγοράς εργασίας και της παραγωγής. Σε αυτό το περιβάλλον, η μετανάστευση αποτελεί ένα θετικό παράγοντα, καθώς λειτουργεί, αφενός, σαν βαλβίδα κοινωνικής ασφαλείας και, αφετέρου, σαν πηγή ενδεχομένων εσόδων με τη μορφή των περίφημων εμβασμάτων. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε τον οργανικό ρόλο που έπαιξε η χούντα των συνταγματαρχών στην εμπέδωση και οργάνωση των μεταναστευτικών μηχανισμών, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έτσι ζούμε το παράδοξο, που είχε περιγράψει σε μια από τις τελευταίες μελέτες του ο Έρικ Χομπσμπάουμ, να έχουμε εργαζόμενους που αγωνιούν για τις πολιτικές εξελίξεις μιας χώρας, στην οποία δεν ζουν πια, ενώ στις κοινωνίες που πραγματικά μετέχουν, να μην έχουν κανένα δικαίωμα λόγου, ούτε καν τα στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά.[5]
Αλλά και οποιαδήποτε σκέψη αρθρώνεται για επανάκαμψη του επιστημονικού ή εργατικού προσωπικού που φεύγει τώρα ή ζει και εργάζεται ήδη στο εξωτερικό είναι ψευδεπίγραφη, καθώς μια τέτοια προσπάθεια πρέπει να συνοδευτεί και από όραμα που θα νοηματοδοτούσε την ανάλογη κίνηση, όραμα προσωπικό αλλά κυρίως συλλογικό. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία μας υποδεικνύει ως μόνη στιγμή μιας τέτοιας υλοποίησης τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν άνθρωποι του μόχθου, της επιστήμης και των τεχνών επέλεξαν, μέσα από το προοδευτικό όραμα της αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας και την ελπίδα μιας μορφής σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από τόπους εξορίας, αυτοεξορίας, αλλά και μετανάστευσης.
* * *
Σημειώσεις
[3] The CIA factbook for 2011, www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/.^
[4] Khalid Khoser, «The Impact of Financial Crises on International Migration: Lessons Learned», International Organization for Migration, Γενεύη 2009, 33 (www.iom.ch/ jahia/webdav/shared/shared/mainsite/published_docs/serial_publications/mrs_37_en.pdf).^
[5] Έρικ Χόμπσμπάουμ, Στους ορίζοντες του 21ου αιώνα: Μετά την εποχή των άκρων: Συνομιλία με τον Antonio Polito, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 2000.^
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου