το παρακάτω τρίπτυχο δημοσιεύτηκε στη λεύγα 04 τον Νοέμβριο του 2011
Επισκέπτομαι συχνά την κα Κρα*, μια αξιαγάπητη, ηλικιωμένη κυρία που με τιμά με τη φιλία της. Η κυρία Κρα* είναι κυρία ενός πελώριου οροφοδιαμερίσματος, στην κομψότερη συνοικία των Αθηνών· κι ακόμη, είναι ιδιοκτήτρια όλων των διαμερισμάτων των κατώτερων ορόφων της πολυκατοικίας κι ενός παλιού αρχοντικού στην Άνδρο, το οποίο νοικιάζει τα καλοκαίρια στην ίδια πάντα οικογένεια ευκατάστατων Γάλλων.
Εκείνο το σούρουπο του Σεπτέμβρη καθόμουν απέναντί της, στο ευρύχωρο καθιστικό της. Πίσω από την πολυθρόνα της, δέσποζε μια ανεκτίμητη θαλασσογραφία του Βολανάκη, που δεν χόρταινα να παρατηρώ. Την είχε αποκτήσει ύστερα από μια περιπετειώδη δημοπρασία στους Sotheby’s, η οποία χαρακτηρίστηκε στους κύκλους των συλλεκτών ως ο «πλειοδοτικός θρίαμβος της κυρίας Κρα*». Οι διακριτικές πέρλες στ’ αυτιά της, τα σχολαστικά φορμαρισμένα ξανθοκόκκινα μαλλιά της, το κόκκινο κραγιόν στα λεπτά της χείλη, της προσέδιδαν μια όψη αγαλμάτινης αξιοπρέπειας.
Η κυρία Κρα* μιλούσε περί ανέμων και υδάτων: μου διηγήθηκε το πώς ο γιος της (διευθυντής μιας μεγάλης τράπεζας, της μόνης που αρίστευσε στα πρόσφατα stress tests) είχε αποποιηθεί το επίδομα πολυτέκνου που δικαιούνταν, για να συνεισφέρει στην προσπάθεια συμμαζέματος των οικονομικών της χώρας· και πώς, έπειτα από μια συνέντευξη που εκείνος έδωσε, εκφράζοντας την ευχή ο παραδοσιακός και ο νεότερος αστικός κόσμος, συσπειρωμένος, να αναλάβει επιτέλους τα ηνία της χώρας, είχε καταστεί στόχος κάμποσων λαϊκιστών δημοσιογράφων.
Έξαφνα, η κυρία Κρα*, έπιασε το φύλλο της Καθημερινής από το τραπεζάκι πλάι στην πολυθρόνα της και μου απεύθυνε μια παράξενη ερώτηση: «Αλήθεια, αγαπητέ μου, πόσον καιρό έχετε να ακούσετε τη φράση “ό,τι προαιρείσθε” από έναν ζητιάνο;»
«Πολύ καιρό, πράγματι», παρατήρησα.
«Στον καιρό μου, ξέρετε, ακουγόταν συχνά αυτή η εύηχη φράση από τα χείλη τους. Σημάδι κάποιας παιδείας, δεν νομίζετε; Δεν ψήφισα ποτέ τους σοσιαλδημοκράτες, φυσικά», συνέχισε, «μα η υπουργός παιδείας έχει ανέβει πολύ στην εκτίμησή μου. Στα χρόνια μου, κύριε Δ*, η Αριστεία ήταν μια γενική αξία της παιδείας μας, που δεν ωφελούσε μόνο τους αρίστους. Ιδού γιατί τότε ακόμη μπορούσες να ακούσεις από έναν ζητιάνο τη φράση “ό,τι προαιρείσθε”, ενώ τώρα ακούς από το στόμα τους γογγυσμούς ή αχρείαστες επεξηγήσεις του ύφους “για να πάρω ένα σάντουιτς, κυρία”. Δεν θα δίνατε κι εσείς ευχαρίστως ελεημοσύνη σε κάποιον που χρησιμοποιεί την ωραία λέξη “προαίρεση”; Δεν νομίζετε πως θα αναγνωρίζατε στη χρήση αυτής της λέξης μια εγγραματοσύνη άξια να την επιβραβεύσεις; Δεν θα αποκομίζατε την αισιόδοξη εντύπωση πως, για να χρησιμοποιεί ένας ζητιάνος τούτη τη φράση, κάτι επιτέλους –εννοώ το σύστημα παιδείας μας– δουλεύει σωστά σ’ αυτή τη χώρα; Η Αριστεία επιστρέφει! Ω, κύριε Δ*, είμαι τόσο αισιόδοξη… Πιστεύω πως σύντομα θ’ ακούσουμε πάλι μια ωραία, σωστά συνταγμένη φράση από έναν ζητιάνο.»
Θαύμασα την οξυδέρκεια της κας Κρα*. Στα λόγια της αναγνώρισα ότι αργά ή γρήγορα οι κοινωνίες επιστρέφουν, όπως εγώ επιστρέφω πάντοτε σε εκείνο το σαλόνι, στις αξίες που ενσαρκώνει η κα Κρα*: στις αναλλοίωτες αξίες του κλασικού.
Άγης Πετάλας
ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ TΡΟΪΚΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ!
Η Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη συμφωνία του μνημονίου βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στη χρεοκοπία παρά ποτέ, ενώ την ίδια στιγμή έχει παγώσει κυριολεκτικά κάθε οικονομική πρωτοβουλία. Είναι προφανείς τόσο οι ευθύνες της κυβέρνησης, που επί μήνες δεν έκανε αυτό που έπρεπε και κωλυσιεργούσε, όσο και της αντιπολίτευσης, που υπονόμευσε με κάθε δυνατό τρόπο τη δημοσιονομική προσπάθεια και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Για όσα συνέβησαν έχει όμως σοβαρές ευθύνες και η τρόικα. […]
Στο οικονομικό επίπεδο τα θεμελιώδη λάθη του προγράμματος ήταν η διάρκειά του, η αναλογία φόρων και δαπανών και η χρησιμοποίηση των χρημάτων των Ευρωπαίων για κατανάλωση αντί για επενδύσεις. […] Από πού κι ως πού η χρεοκοπημένη Ελλάδα θα μπορούσε να δικαιολογήσει πρωτογενές έλλειμμα για νέες καταναλωτικές δαπάνες του κράτους ύψους σχεδόν 20 δισ. το 2010 και το 2011; Και με δεδομένο ότι ο κεντρικός στόχος του προγράμματος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, γιατί έπρεπε να τεθεί ο στόχος να συμβεί αυτό το 2012 και όχι το 2010; […] Ταυτόχρονα –παρά το γεγονός ότι και η ίδια η τρόικα διακήρυσσε ότι προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος έχει η περικοπή των δαπανών και όχι η αύξηση των φόρων– αποδέχθηκε την αντίθετη πολιτική την οποία ακολούθησε η κυβέρνηση. […] Τέλος, παράλογο από οικονομικής πλευράς και εξαιρετικά επιπόλαιο είναι και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που προωθείται. […] Τα σοβαρότερα λάθη εντούτοις της τρόικας αφορούν την πλήρη αδυναμία της να κατανοήσει την πολιτική και κοινωνική διάσταση του εγχειρήματος που ανέλαβε. Παρά το γεγονός ότι στο ίδιο το αρχικό μνημόνιο αναγράφεται ότι «η κυβέρνηση δεσμεύευεται σε δίκαι κατανομή του κόστους προσαρμογής», η τρόικα ανέχθηκε την βαθιά άδικη κατανομή που είχε ως στόχο τη διατήρηση των προνομίων του πολιτικού και κομματικού συστήματος εξουσίας και την προστασία των φαύλων και διεφθαρμένων πελατειακών σχέσεων που είχε αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες. […] Αντίστοιχα υπέρ των προνομιούχων του Δημοσίου και του κομματικού συστήματος λειτούργησε η τρόικα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. […] Στο πολιτικό μέρος τώρα, η τρόικα θεώρησε ότι οι δραστηριότητές της ήταν καθαρά τεχνοκρατικές και όχι πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως λειτούργησε πολιτικά εις βάρος των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων και προς όφελος των χειρότερων αντιπάλων τους. […]
Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτές τις συμπεριφορές; Ασφαλώς δεν πρόκειται για κακή πρόθεση. Οι Ευρωπαίοι και άλλοι αρμόδιοι δεν έχουν λόγο να αποτύχει το πρόγραμμα. Για να ερμηνεύσει κανείς τη συμπεριφορά τους θα πρέπει να αναζητήσει ψυχολογικές και θεσμολαγνικές ερμηνείες. Λίγο η γαλατική ευγένεια και η βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση, λίγο η δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία, λίγο οι κανόνες περί ownership του προγράμματος, που προωθεί το ΔΝΤ (ότι πρέπει δηλαδή όσοι εφαρμόζουν το πρόγραμμα να αισθάνονται ότι είναι «δικό τους»). […] Έτσι η τρόικα αντί να συμμαχήσει με τον ελληνικό λαό, την ώρα που του προσφέρει τεράστια ποσά βοήθειας, κατέληξε να βλάπτει όσους θα έπρεπε να τη στηρίζουν, να υπονομεύει τους φίλους των μεταρρυθμίσεων και να βοηθά τους αντιπάλους τους. Τόσο που να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε τελικά και την τρόικα που μας αξίζει!
The Athens Review of Books, τεύχος 22, Οκτώβριος 2011
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Σ’ ένα απόσπασμα της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, που ελάχιστοι διανοούμενοί μας το γνωρίζουν και που αναφέρεται στην τρομοκρατία των κυβερνήσεων, ο Χέγκελ λέει: «Ώστε η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται σαν φατρία. Αυτό που ονομάζουμε κυβέρνηση είναι απλώς η νικηφόρα φατρία, και στο γεγονός ακριβώς ότι είναι φατρία βρίσκεται αμέσως η αναγκαιότητα της παρακμής της· και, αντίστροφα, το γεγονός ότι βρίσκεται στην κυβέρνηση την καθιστά φατρία και ένοχη... Το να είσαι ύποπτος παίρνει τη θέση του να είσαι ένοχος, ή τουλάχιστον έχει την ίδια έννοια και το ίδιο αποτέλεσμα».
Όταν η αυθαιρεσία δεν φοβάται πια να φανεί τέτοια που ήταν πάντα, όταν η ενοχή ή η αθωότητα δεν έχουν πια καμία σημασία, αφού η καταδίκη γίνεται η μόνη βεβαιότητα, τότε εκείνος που πολεμάει την αυθαιρεσία δεν έχει πια να φοβηθεί μήπως είναι ένοχος: μια που θα καταδικαστεί, τουλάχιστον ας καταδικαστεί για ένα έγκλημα που να τον τιμάει. Δεν μπορούμε ν’ αφήνουμε αθώα να μας κυβερνούν. Και μέχρι να καταστρέψουμε όλες τις φυλακές, ας δώσουμε του εχθρού καλές αφορμές για να τις γεμίσει, όχι βέβαια πέφτοντας στην καλοστημένη παγίδα της τρομοκρατίας, παρά μάλλον πολεμώντας ανοιχτά και με κάθε τρόπο όλους όσους τη χρησιμοποιούν και την ασκούν σήμερα, τους υπουργούς, τους πολιτικούς, τα αφεντικά και τους αστυνομικούς.
Στην εποχή μας, ο διανοητικός ιησουϊτισμός ονομάζει «δημοκρατία» την αυθαιρεσία, «ελευθερία» την ελευθερία να λες ψέματα και «μαρτυρία» τη συστηματική και υποχρεωτική κατάδοση: «Έτσι τώρα προσελκύουν με ανταμοιβές τους καταδότες, φάρα που φτιάχτηκε για τον δημόσιο χαλασμό και που ούτε η τιμωρία δεν τους συγκρατεί ποτέ αρκετά», έλεγε ο Τάκιτος, που αντίθετα από τους διανοούμενούς μας όμως, ομολογούσε πως προτιμούσε τους κινδύνους της ελευθερίας από την ηρεμία της σκλαβιάς. Οι ίδιοι αυτοί διανοούμενοι, αφού εξέτασαν το ζήτημα του θάρρους απ’ όλες τις μεριές, συμπέραναν περήφανα πως σήμερα πρέπει κανείς να έχει το θάρρος να είναι δειλός. Ο συλλογισμός που είναι περισσότερο της μόδας αυτόν τον καιρό είναι απλός: αν αγαπάτε τη δημοκρατία, πρέπει να την υπερασπιστείτε· για να την υπερασπιστείτε πρέπει να πολεμήσετε τους εχθρούς της· καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη, αν είναι να πολεμήσετε τους εχθρούς της δημοκρατίας: ο ευγενής σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα· καμιά δημοκρατία για τους εχθρούς της δημοκρατίας! Αυτό που ουσιαστικά δεν ήταν δημοκρατία, τώρα έπαψε εμφανώς να ’ναι δημοκρατία.
Και ποιοι είναι δηλαδή αυτοί οι εχθροί της δημοκρατίας; Εχθροί της δημοκρατίας είναι όλοι όσοι αντικειμενικά τη βάζουν σε κίνδυνο, υπερασπίζοντας ιδέες πού είναι ασυμβίβαστες μ’ αυτήν, και επίσης όλοι όσοι, με το να μην υποστηρίζουν αυτό το Κράτος, υποστηρίζουν αντικειμενικά τους εχθρούς του. Με μια λέξη, εχθροί αυτής της δημοκρατίας είναι όλοι όσοι εφαρμόζουν τη δημοκρατία.
Τζανφράνκο Σανγκουινέτι, «Πρόλογος στη γαλλική έκδοση»,
Περί της τρομοκρατίας και του κράτους, μτφρ. Κ. Κουρεμένος,
εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980, σ. 19-21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου