Ήταν πιο αδύνατη και πιο ψηλή τώρα, και για ένα δευτερόλεπτο
μου φάνηκε ότι το πρόσωπό της ήταν λιγότερο όμορφο από το νοερό εγχάραγμα
που είχα λατρέψει για περισσότερο από ένα μήνα… κι εκείνη η πρώτη εντύπωση
(ένα πολύ σύντομο ανθρώπινο διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χτυποκάρδια τίγρη)
έφερε την καθαρή νύξη ότι το μόνο που είχε να κάνει, ήθελε να κάνει ή θα έκανε
ο χήρος Χάμπερτ ήταν να προσφέρει σ’ αυτό το κάπως χλωμό
αν και ηλιοκαμένο μικρό ορφανό aux yeux battus (…), ναι, να της προσφέρει
μια καλή εκπαίδευση, μια υγιή και ευτυχισμένη κοριτσίστικη ζωή, ένα καθαρό σπιτικό,
χαριτωμένες φίλες της ηλικίας της… Αλλά «μεμιάς», καθώς λένε οι Γερμανοί, αυτή
η αγαθοεργός και αγγελική αντιμετώπιση εξαλείφθηκε και πρόφτασα και ξανάπιασα
τη λεία μου (ο χρόνος είναι πιο γρήγορος από τις φαντασιώσεις μας!), και ήταν
και πάλι η δική μου Λολίτα – και μάλιστα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά
η Λολίτα μου, η δική μου Λολίτα.[1]
Η Λολίτα του Ναμπόκοφ διαβάζεται συνήθως ως μια περίτεχνη αλληγορία όπου η λογοτεχνική αφήγηση είναι αυστηρά, και σκοπίμως παραπλανητικά για τον αναγνώστη, το αντεστραμμένο είδωλο μιας αληθινής, ηθικής πραγματικότητας: ο εστέτ πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Χάμπερτ Χάμπερτ, βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο, ως αφηγητής άλλωστε, ενώ η ηρωίδα του τίτλου, η μικρή Ντολόρες Χέιζ, κατασκευάζεται «αισθητικά» ως ένα πρότυπο νυμφίδιο που πλάθεται και κυριαρχείται πλήρως από τον πατριό-εραστή της. Μέσα από ένα ακατάπαυστο παιχνίδι αντικατοπτρισμών και διακειμενικών αναφορών, ο συγγραφέας (υποτίθεται ότι) παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ηθική λήθη μέσα στην οποία μια ούτε καν έφηβη κοπελίτσα μετατρέπεται σε διαβολικό σεξουαλικό αντικείμενο, η σταθερά παρούσα οδύνη της περνά απαρατήρητη, το σθένος της και η ίδια η τελική λύτρωσή της γίνονται αντιληπτά ως προδοσία και πτώση.[2]