το παρακάτω τρίπτυχο δημοσιεύτηκε στη λεύγα 03 τον Σεπτέμβριο του 2011
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΧΑΙΡΕΙ ΣΕΒΑΣΜΟΥ
Με τη συστράτευση του Λαού –και με την επεξεργασία κι εφαρμογή ενός νέου Συντάγματος– είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει τω όντι μια δυνατότητα να υπερβούμε τη μεγάλη αυτή κρίση. Η νέα Μάγκνα Κάρτα πρέπει να διατηρεί τη δημοκρατία –ναι, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, όχι όπως συνέβαινε τα 37 πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσής μας. Διατήρηση της δημοκρατίας σημαίνει διατήρηση του κανόνα της ψήφου, που είναι η βάση όλων των μοντέρνων πολιτικών ελευθεριών. Γνωρίζουμε ότι ο κανόνας αυτός είναι το αντίθετο απ’ ό,τι πρυτάνευε στην πρωτόγονη δημοκρατία: στους αρχαίους Έλληνες, ο κανόνας ήταν η καταμέτρηση των ψήφων όσων ήταν ρητά έτοιμοι να πολεμήσουν για το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, και ο Πλάτων (όπως και η ιστορία) έδειξε πώς η πρωτόγονη αυτή δημοκρατία μετατράπηκε σε αταξία και δεσποτισμό. Η δημοκρατία με τη μοντέρνα έννοια πρέπει να οριστεί ως ένας τρόπος να κάνουμε τους ανθρώπους να ψηφίζουν για θέματα για τα οποία κανείς δεν είναι πρόθυμος να πολεμήσει. Το χαρακτηριστικό αυτό πρέπει να εξαρθεί: στο μέλλον θα είναι απαραίτητο να καλούμε τους πολίτες να ψηφίζουν για ένα σωρό πράγματα που δεν βλάπτουν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας· και οι πολίτες πρέπει να συνεχίσουν να διαλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικούς υποψηφίους. Όμως οι υποψήφιοι αυτοί, απ’ όπου κι αν προέρχονται, πρέπει με τη σειρά τους να προεπιλέγονται από μια αληθινή ελίτ εντός της πολιτικής εξουσίας, της οικονομίας και της κουλτούρας.
Ποια λοιπόν θα είναι η «αφήγησή» μας (για να το θέσουμε όπως οι «κυβερνώντες» μας); Ενώ οι πιο καλλιεργημένοι από τους αντιπάλους μας βρίσκουν μέσες-άκρες τη δική τους αφήγηση στην Αθήνα του Περικλή ή στη Φλωρεντία πριν από τους Μεδίκους –μοντέλα τα οποία πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι ανεπαρκέστατα, ωστόσο αντάξια του πραγματικού τους σχεδίου, καθώς αμφότερα επιδεικνύουν σε γελοιωδέστατο βαθμό (και πίσω από τον ουτοπικό ριζοσπαστισμό της υπερ-δημοκρατίας) την αδιάκοπη βία και την αταξία που τους είναι σύμφυτες–, εμείς απεναντίας προβάλλουμε ως δική μας αφήγηση της ποιοτικής κοινωνίας την Πολιτεία της Βενετίας, που στην εποχή της ήταν επαρκής, ακόμη και τέλεια. Ιδού η ομορφότερη κυριαρχία στην ιστορία: κανείς δεν της αντιστεκόταν, ούτε της ζητούσε να λογοδοτεί. Σε αυτήν, επί αιώνες δεν υπήρχαν ούτε δημαγωγικά ψέματα ούτε σοβαρές φασαρίες, και ελάχιστη μόνο αιματοχυσία. Ήταν μια τρομοκρατία αμβλυμμένη από την ευτυχία, την ευτυχία του καθένας στη θέση του. Και δεν λησμονούμε ότι η ενετική ολιγαρχία, που επιστρατεύτηκε σε ορισμένες στιγμές ενάντια στους ένοπλους εργάτες του Αρσενάλε, είχε ήδη ανακαλύψει την αλήθεια, ότι μια ελίτ επιλεγμένη από τους εργάτες πάντοτε απορεί κι εξίσταται με τα παιχνίδια που παίζουν οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας.
ΚΕΝ ΣΟΡ (Αύγουστος 1975 – Αύγουστος 2011)
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ 2.0
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτες αναπτυξιακές επιδόσεις. Παρά την επιτυχία αυτή, όμως, το κράτος παρέμεινε όμηρος, ως ένα βαθμό, καλά εδραιωμένων ομάδων συμφερόντων, είτε αυτές ήταν συνδικάτα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είτε επιχειρηματικά συμφέροντα στους παραδοσιακούς ή/και χαμηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας κλάδους της οικονομίας. Αυτές οι ομάδες συμφερόντων ένιωσαν να απειλούνται από την πρόκληση των σαρωτικών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και θεώρησαν ότι τα συμφέροντά τους προστατεύονταν καλύτερα από ένα πανταχού παρόν και παντοδύναμο κράτος. Οι πολίτες, επίσης, στην πλειοψηφία τους συνέχισαν να προσβλέπουν στο κράτος για την ικανοποίηση κάθε λογής αναγκών (από αποζημιώσεις για ζημιές από φυσικές καταστροφές χωρίς να έχουν καταβληθεί ασφάλιστρα μέχρι την εξασφάλιση δουλειάς στο Δημόσιο). Η εξάρτηση αυτή από το κράτος έχει οδηγήσει πολλούς πολίτες στην πεποίθηση ότι όλα όσα τους συμβαίνουν δεν είναι αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών για εργασία, αποταμίευση, μόρφωση κτλ., αλλά αποτέλεσμα παντοδύναμων εξωγενών παραγόντων, όπως για παράδειγμα, οι πλούσιοι και οι ισχυροί, oι αγορές, οι μεγάλες δυνάμεις, κ.λπ. Οι αντιλήψεις αυτές έρχονται βεβαίως σε σύγκρουση με τις ανάγκες λειτουργίας μίας σύγχρονης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η παρούσα κρίση χρέους αναμένεται να αφυπνίσει την κοινωνία στην αναγκαιότητα συμμορφώσεως με τους κανόνες του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ασκώντας μία βαθιά παιδευτική επίδραση στους πολίτες.[...]
Η εθνική ανεξαρτησία και η ευημερία της χώρας δεν κερδίζεται με την υπερκατανάλωση και την υπερχρέωση, ούτε με την υιοθέτηση «κουτοπόνηρων» εισηγήσεων περί αθετήσεως των δανειακών της υποχρεώσεων. Κερδίζεται με την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της αξιοπιστίας της και με την ανταγωνιστικότητα και την αποταμίευση. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας (σε ισοτιμίες ισοδύναμης αγοραστικής ικανότητας) ανέρχεται στα 7,6 χιλ. δολάρια και της Ελλάδος στα 28,4 χιλ. δολάρια. Ωστόσο, η Κίνα σημειώνει συνεχή και σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, αυξάνοντας συνεχώς τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα (τα οποία σήμερα υπερβαίνουν τα 3.100 δισ. δολάρια), ενώ η Ελλάδα καταγράφει συνεχώς μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό της ισοζύγιο (τα οποία υπερέβησαν τα 30 δισ. ευρώ το 2009) με αποτέλεσμα την υπερχρέωσή της, τη δημοσιονομική εκτροπή του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους το 2010. Τα νοικοκυριά στην Κίνα καταναλώνουν το 45% του ανωτέρω σχετικά χαμηλού εισοδήματός τους. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα καταναλώνουν το 90%. Αυτή είναι η αιτία που η Ελλάδα βλέπει την ανεξαρτησία της να τίθεται σε κίνδυνο και όχι το Μνημόνιο, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν πολλοί τελευταία. Αντιθέτως, το Μνημόνιο, όπως εξειδικεύθηκε πρόσφατα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015, αποτελεί τους βασικούς μηχανισμούς που εάν εφαρμοσθούν αποτελεσματικά θα δώσουν τη δυνατότητα στη χώρα μας να ανακτήσει στο ακέραιο τόσο την αξιοπιστία και την ευημερία όσο και την ανεξαρτησία της.
Alpha Bank, Οικονομικό Δελτίο, 115 (Ιούλιος 2011)
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Σήμερα ο όρος «προλεταριάτο» ισχύει τόσο άνισα για τις συνιστώσες του ώστε η επανάσταση εύκολα φαντάζει ατομική έγνοια. Για τους μισθωτούς, των οποίων οι μισθοί και η μακροχρόνια ένταξη σε συνδικάτα και ενώσεις εξασφαλίζουν μια ορισμένη, μικρή έστω, ασφάλεια για το μέλλον, κάθε πολιτική δράση ενέχει τον κίνδυνο τεράστιων απωλειών. Αυτοί δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με εκείνους που ακόμα και σήμερα έχουν να χάσουν μόνο τις αλυσίδες τους. Δουλειά και δυστυχία δεν πάνε πια μαζί, οι άνθρωποι δεν τα βιώνουν και τα δύο μαζί. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι περνούν καλά, ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι λιγότερο βίαιες ή ότι η ύπαρξη «εφεδρικού στρατού» δεν ρίχνει πια τους μισθούς. Η δυστυχία των μισθωτών συνεχίζει να είναι η συνθήκη και η βάση αυτής της κοινωνίας. Ο μισθωτός όμως δεν είναι πια το παράδειγμα αυτού που χρειάζεται κατεπειγόντως την αλλαγή. Ακόμα και σήμερα, η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού θα ήταν καλύτερη για τους προλετάριους από τον καπιταλισμό, η διαφορά όμως ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση των μόνιμα εργαζόμενων και την προσωπική τους ζωή στον σοσιαλισμό μοιάζει λιγότερο βέβαιη, πιο θολή απ’ ό,τι ο κίνδυνος της απόλυσης, της δυστυχίας, της φυλακής και του θανάτου που μπορούν να προσμένουν αν τυχόν συμμετάσχουν σε έναν επαναστατικό ξεσηκωμό ή ίσως απλώς σε μια απεργία. Η ζωή των ανέργων, ωστόσο, είναι κόλαση. Τα δύο επαναστατικά στοιχεία, το άμεσο συμφέρον από τον σοσιαλισμό και μια καθάρια θεωρητική αυτοσυνείδηση, δεν είναι πια κοινό κτήμα του προλεταριάτου, αλλά βρίσκονται τώρα σε διαφορετικά κομμάτια του. Στη σημερινή Γερμανία, αυτό εκφράζεται με την ύπαρξη δύο εργατικών κομμάτων και με την ταλάντευση πολλών ανέργων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι οι εργάτες είναι καταδικασμένοι σε πρακτική ανικανότητα.
Η αδημονία των ανέργων βρίσκει θεωρητική έκφραση στην κενή επανάληψη των συνθημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η βεβαιότητα της καταβύθισης στη δυστυχία της ανεργίας δεν αφήνει σχεδόν κανέναν που έχει ακόμα δουλειά να ακολουθήσει τα κομμουνιστικά απεργιακά καλέσματα. Ακόμα και οι άνεργοι απελπίζονται και παραιτούνται καθώς αντιμετωπίζουν τον φοβερό μηχανισμό εξουσίας που απλώς περιμένει να επιστρατευτεί σε έναν αιφνίδιο, ασφαλώς ακίνδυνο εμφύλιο πόλεμο, ανυπομονώντας να δοκιμάσει όλα του τα όπλα… Έτσι οι κομματικές διαταγές χάνουν κάθε νόημα. Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, οι ρεφορμιστές αγνοούν πλέον ότι οι συνθήκες δεν μπορούν να βελτιωθούν μέσα στον καπιταλισμό. Έχουν χάσει κάθε θεωρητική επίγνωση και οι ηγέτες τους είναι πιστή αντανάκλαση των πιο εξασφαλισμένων μελών: πολλοί προσπαθούν με κάθε τρόπο, ακόμα και με την αποκήρυξη όλων των αρχών τους, να κρατήσουν τις δουλειές τους.
Για να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση στη θεωρία, χρειάζεται να εξαλειφθεί στην πράξη ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης – και γι’ αυτό δεν αρκεί η καλή θέληση. Κι ούτε χρειάζεται να γίνεται κανείς συγκαταβατικός όταν τα περιγράφει αυτά ή να παριστάνει ότι όποιος καταλαβαίνει τι συμβαίνει μπορεί και ν’ αποφύγει τις συνέπειες. Και στα δύο κόμματα υπάρχουν κάποιες από τις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας.
Μαξ Χόρκχάιμερ [1927], Dämmerung. Notizen in Deutschland, 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου