«Να συγχαρούμε τα παιδιά του ελληνικού λαού (…) [που] σταθήκανε όρθιοι και προφυλάξανε τη λειτουργία της δημοκρατίας». Η Ντόρα Μπακογιάννη στην κοινοβουλευτική συζήτηση στις 30 Ιουνίου του 2011 συμπύκνωσε την ηγεμονική ρητορική γύρω από τη φύση και το ρόλο των σωμάτων ασφαλείας στην εποχή της κρίσης. Τα παιδιά του ελληνικού λαού, αυτοί που δεν είναι «Κολωνακιώτες» κατά τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη, είναι οι υπαγόμενοι στη διεύθυνση αστυνομικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και ειδικότερα οι «άνδρες των ΜΑΤ», αυτοί που εφάρμοσαν το επιτελικό σχέδιο της διάλυσης των συγκεντρώσεων στο διήμερο 28 και 29 Ιουνίου. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις τις μέρες της γενικευμένης καταστολής είναι κατάφορτες από κοινοτοπίες για τη λαϊκή καταγωγή όσων στελεχώνουν τις εν λόγω μονάδες, τις αντίξοες συνθήκες εργασίας τους και την αχαριστία της πολιτείας. Η εξύμνηση της προσφοράς της Ελληνικής Αστυνομίας συνιστά άλλωστε μόνιμο μοτίβο της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας.Ας μη λησμονούμε ότι η γιγάντωση του αστυνομικού σώματος και η ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων συνταξιούχων σε παραγωγική ηλικία, καθιστά τον «έλληνα αστυνομικό» ένα ιδιαίτερα επίζηλο εκλογικό ακροατήριο. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού το 2010, οι υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας ξεπερνούσαν τις 70.000, δηλαδή το 13% των μόνιμα εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Αν κάτι ξεχωρίζει –εκτός από την έμπνευση του Ευάγγελου Βενιζέλου να χαρακτηρίσει την τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα «πολύ γκραμσιανή», με αποτέλεσμα ο εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ. να ξεκαθαρίσει ότι το κόμμα του προτιμά τον Αριστοτέλη– είναι η γενική ταύτιση των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου γύρω από τους ακαθόριστους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία. Προς το παρόν αυτοί που απειλούν το πολίτευμα δεν έχουν όνομα – στην καλύτερη περίπτωση περιγράφονται ως «μπαχαλάκηδες» ή «κάποιες ομάδες». Αντίθετα, οι υπερασπιστές της δημοκρατίας έχουν όνομα και πρόκειται ακριβώς για τις αστυνομικές δυνάμεις, μέσα από την ακόλουθη συλλογιστική: το κοινοβούλιο είναι ο ναός της δημοκρατίας, οι αστυνομικοί προστατεύουν το κοινοβούλιο, άρα και τη δημοκρατία. Η ανάδειξη της συνεισφοράς της αστυνομίας στην απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος δεν αποτελεί πρωτοφανές στοιχείο της πολιτικής ζωής. Όταν ο εχθρός είχε όνομα ήταν «τα Σώματα Ασφαλείας [που] φράσσουν τον δρόμον εις την κομμουνιστικήν συνωμοσίαν, προστατεύοντα το θεμέλιον του Δημοκρατικού πολιτεύματος».
[1]
Η επιστροφή σε σχήματα που η μεταπολιτευτική ευφορία είχε καταστήσει περιθωριακά, καθώς η αστυνομική καταστολή διασφάλιζε την «εφαρμογή των νόμων» και όχι τη «λειτουργία της δημοκρατίας», είναι μία ένδειξη των μετασχηματισμών του πολιτικού λόγου που επιφέρει η εποχή της ύφεσης. Ταυτόχρονα, αποτυπώνει τις μεταβολές στο ρόλο που θα κληθούν να επιτελέσουν τα σώματα ασφαλείας, ιδίως σε συνάρτηση με την προϊούσα στρατιωτικοποίησή τους και τον ανάλογο επιχειρησιακό τους προσανατολισμό. Τέλος, εκφράζει την προσπάθεια ιδεολογικής θωράκισης των ίδιων των σωμάτων ασφαλείας – γιατί το μπρεχτικό «ελάττωμα» απασχολεί ακόμα τους «στρατηγούς».
Η προσπάθεια διερεύνησης των ιδεολογικών μηχανισμών που λειτουργούν στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας προσκρούει σε μεγάλο βαθμό στον πολλαπλό κατακερματισμό τους, τη συνύπαρξη αντιφατικών τάσεων και τη λειτουργία ποικίλων μη χαρτογραφήσιμων μηχανισμών. Την τελευταία δεκαετία, οι διαδοχικές αναδιαρθρώσεις της Ελληνικής Αστυνομίας με την παράλληλη ίδρυση νέων εξειδικευμένων σωμάτων έχουν διευρύνει καθοριστικά το πεδίο δράσης της και την παρουσία της στον δημόσιο χώρο. Το σύμπαν των δεκάδων αρκτικόλεξων αποτυπώνει την επέκταση της επικράτειας της Ελληνικής Αστυνομίας – το νεοσύστατο σώμα της Οικονομικής Αστυνομίας αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της συμπληρωματικής παρουσίας της δίπλα σε δημόσιους οργανισμούς. Σύμφυτη με την επέκταση αυτή υπήρξε η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας – είτε με την ανάληψη έργου όπως η φύλαξη των συνόρων (βλ. το σώμα των συνοριοφυλάκων) είτε με την ανανέωση του εξοπλισμού των σωμάτων που σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούνται στην καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Μία έμμεση επιβεβαίωση προσφέρουν οι επισημάνσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων σε ένα πολυσέλιδο κείμενό της με τίτλο «Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας» και συγγραφέα τον διδάκτορα του τμήματος Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργο Παπακωνσταντή. Το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης εμφανίζεται ως ανασταλτικός παράγοντας στην κοινωνική νομιμοποίηση της αστυνομίας, καθώς «το πρόβλημα, […] έγκειται στην τάση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια για τη “στρατιωτικού τύπου” καθημερινή αστυνόμευση, η οποία έχει εδραιωθεί ως πεποίθηση που έχουν αναπτύξει αρκετά ανώτερα στελέχη της Αστυνομίας. Θεωρούν ότι η στρατιωτικού τύπου στολή, ο αντίστοιχος εξοπλισμός, τα διάφορα στρατιωτικά σήματα και σύμβολα, συμβάλλουν στην καλύτερη αστυνόμευση. Η τάση αυτή υιοθετείται εύκολα από τους νεαρούς αστυνομικούς οι οποίοι θεωρούν ότι η στρατιωτική και εν πολλοίς “εμπόλεμη” εμφάνιση, τους προσθέτει κύρος και εξουσία».
[2]
Οι συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 2008 σήμαναν την επιτάχυνση αυτών των τάσεων: έκτοτε πυκνώνει η ίδρυση νέων ομάδων όπως οι μηχανοκίνητες ομάδες Δύναμη Ελέγχου Ταχείας Αντίδρασης (Δ.ΕΛ.Τ.Α.) και Δίκυκλη Αστυνόμευση (ΔΙ.ΑΣ.), ενώ ταυτόχρονα ένα νέο επιχειρησιακό δόγμα προκρίνει την προληπτική μαζική χρήση ασφυξιογόνων και χημικών. Πρόκειται για επιλογές της πολιτικής ηγεσίας, καθώς στον επιχειρησιακό σχεδιασμό συμμετέχει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός – όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε με την απουσία του Χρήστου Παπουτσή από το κοινοβούλιο την ώρα των αστυνομικών επιθέσεων στις 29 Ιουνίου. Οι «καπελάκηδες» που δημιουργούσαν τον πρώτο φραγμό και οι Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης που λάμβαναν διαταγή για χρήση δακρυγόνων ως έσχατη λύση έχουν αντικατασταθεί από τις εφορμήσεις των μηχανοκίνητων ομάδων και την προσομοίωση των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης με την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα.
Η ορατή αναβάθμιση του εξοπλισμού υπήρξε μία διαδικασία παράλληλη με την ποινική και πολιτική σκλήρυνση στην αντιμετώπιση της κοινωνικής ανυπακοής. Η επωδός του κατασταλτικού διημέρου υπήρξε αναμφίβολα η καλοκαιρινή ανακίνηση των σεναρίων για την παραγγελία και χρήση όπλων εκτόξευσης πλαστικών σφαιρών. Η ενδεχόμενη χρήση αυτών θα αποτελέσει σημαντική τομή στην πορεία στρατωτικοποίησης της αστυνομίας, καθώς προσδίδει στην κοινωνική σύγκρουση χαρακτηριστικά πολεμικής επιχείρησης σε αστικό περιβάλλον. Υπό αυτήν την οπτική, το ενδεχόμενο χρήσης του στρατού για την καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας απομακρύνεται, καθώς τα κατασταλτικά σώματα που έχουν δημιουργηθεί μπορούν να επιτελέσουν το ίδιο έργο με μικρότερο κοινωνικό κόστος και κυρίως παρακάμπτοντας τις ταλαντεύσεις που δημιουργεί η ύπαρξη ενός μη μισθοφορικού στρατεύματος. Με όλους τους κινδύνους που ενέχουν οι νοητικές αφαιρέσεις, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι ο σημερινός εξοπλισμός και η εκπαίδευση των δυνάμεων των Μ.Α.Τ., των Ε.Κ.Α.Μ., της Δ.ΕΛ.Τ.Α., της ΔΙ.ΑΣ. θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανακατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973, ιδίως με τα μέσα άμυνας που επέλεξε εκείνη τη στιγμή το μαζικό κίνημα, δίχως να χρειαστεί η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων.
Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και η απόδοση σε αυτήν του ρόλου του εγγυητή της δημοκρατικής ομαλότητας καθίσταται πιο εμφανής αν αναλογιστούμε τις αντίστοιχες πραγματικότητες στον Ελληνικό Στρατό. Ο τελευταίος εμφανίζεται εξοβελισμένος από τη δημόσια πολιτική συζήτηση, παρά μόνο ως ένας μπαμπούλας (βλ. δηλώσεις Πάγκαλου), ενώ δύσκολα διακρίνει κανείς στοιχεία ιδεολογικής λειτουργίας στην καθημερινότητά του. Ο προσανατολισμός στον «εξωτερικό εχθρό», έργο που μετά το 1989 απέκτησε νέα χαρακτηριστικά, σήμανε την ταυτόχρονη υποχώρηση της ιδεολογικής του λειτουργίας, μέσα από θεσμικές αλλαγές, όπως η κατάργηση της «διαπαιδαγώγησης», η απαγόρευση των εκφράσεων αλυτρωτισμού και εθνικισμού, η υποχώρηση των διακρίσεων, η απάλειψη του αντικομμουνισμού, η κατοχύρωση ενός στρατιωτικού κανονισμού που αναγνωρίζει ατομικά δικαιώματα. Το τραύμα του 1967 φάνηκε να καθορίζει τον βηματισμό του στρατού σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, καθώς η αποπολιτικοποίησή του υπήρξε όρος της μεταπολιτευτικής σταθερότητας.
Είναι τέτοιος ο βαθμός της απουσίας του στρατού από την πραγματικότητα της κοινωνικής σύγκρουσης, που ένα δελτίο τύπου του Συνδέσμου Υποστήριξης και Συνεργασίας Μελών Ενόπλων Δυνάμεων (Σ.Υ.Σ.Μ.Ε.Δ) δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση – ακριβώς γιατί ο Σύνδεσμος έχει αποκλειστικά μέλη του εν ενεργεία στρατιωτικούς. Την 1η Ιουλίου 2011, ο Σύνδεσμος ενημέρωσε τον ελλη-νικό λαό ότι «οι έλληνες στρατιωτικοί για να διαλύσουν οποιαδήποτε νεφελώδη αμφιβολία έχει διασπαρθεί τον τελευταίο καιρό […] διαβεβαιώνουν ότι απέχουν από κάθε προσπάθεια εμπλοκής τους σε οποιουσδήποτε πιθανούς αντισυνταγματικούς σχεδιασμούς ή φήμες, καταδικάζουν ως απαράδεκτα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά τυφλής και δυσανάλογης έκτασης χρήσης βίας εναντίον συμπολιτών τους. Θεωρούν αδιανόητη οποιαδήποτε λογική δικαιολόγησης τύπου “παράπλευρων απωλειών” της άσκησης βίας στο βωμό οποιουδήποτε σκοπού. Έχοντας αφομοιώσει όλα τα ιστορικά διδάγματα της νεότερης ιστορίας, και με πλήρη επίγνωση του ρόλου τους, διαβεβαιώνουν τους συμπολίτες τους ότι αποτελούν τον ακλόνητο ύστατο υπερασπιστή της πατρίδας και ως εκ τούτου και του λαού, και πως αν και εφόσον χρειαστεί θα πράξουν συνειδητά το καθήκον τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, στους οποίους έχουν ορκιστεί πίστη και αφοσίωση, δίπλα και μαζί με το λαό ενάντια σε όποιον θελήσει να τα πλήξει».
Η ανακοίνωση του ΣΥΣΜΕΔ συνέπεσε με τη νομική του κατοχύρωση ως αναγνωρισμένου σωματείου ύστερα από μία παρατεταμένη νομική περιπέτεια, κατά την οποία υπήρξαν ευθείες παρεμβάσεις, ενδεικτικές των λεπτών ισορροπιών γύρω από το ζήτημα της συλλογικής οργάνωσης στρατιωτικών. Η ίδρυση του ΣΥΣΜΕΔ αναμφίβολα δημιουργεί ρήγματα στην παγιωμένη αποπολιτικοποίηση του στρατεύματος, όσο και αν οι ιδρυτές του είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διευκρινίζουν ότι δεν αποσκοπούν στη συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά «στη δημιουργία ενός φορέα διαλόγου, έκφρασης και ενημέρωσης των μελών των ενόπλων δυνάμεων για θέματα επαγγελματικής εξέλιξης και σταδιοδρομίας». Άλλωστε, οι άνθρωποι που σήμερα δραστηριοποιούνται στον Σύνδεσμο πρωταγωνίστησαν σε μία ιδιαίτερη κινητοποίηση στους δρόμους της Αθήνας, όταν ακόμα εκκρεμούσε η θεσμική αναγνώριση ως σωματείου.
Eτσι, στις 3 Μαΐου του 2010, δύο μέρες πριν την πρώτη μεγάλη πανεργατική απεργία της εποχής της ύφεσης, εκατοντάδες ένστολοι συγκεντρώθηκαν στο Μοναστηράκι για έναν «περίπατο» – ένα τέχνασμα που διασφάλισε την οργάνωση μίας διαδήλωσης ενάντια στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης δίχως να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Πολλοί κουβαλούσαν τσάντες και σακούλες – σαν εκείνον τον διαδηλωτή του Μάριου Χάκκα που παθημένος από τα κυνηγητά κουβαλούσε μαζί του μια φραντζόλα για κάλυψη. Οι «ένστολοι περίπατοι» υπογραμμίζουν τη διαφορά με τα σώματα ασφαλείας, όπου ο συνδικαλισμός είναι κατοχυρωμένος –η ύπαρξη των δύο σωματείων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και η συμμετοχή τους στα συνέδρια της ΑΔΕΔΥ θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα ανάλυσης– και οι συντεχνιακές διαδηλώσεις των ποικίλων ομοσπονδιών του κλάδου συνηθισμένο φαινόμενο.
Το κατοχυρωμένο συνδικαλιστικό δικαίωμα των αστυνομικών υπαλλήλων ανατροφοδοτεί την παρουσία της αστυνομίας στον δημόσιο χώρο – από την εικόνα των ένστολων αστυνομικών διαδηλωτών έως τη συστηματική παρουσία των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων στην τηλεόραση. Ο θεσμικός λόγος που αρθρώνεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου συνήθως παραπέμπει στο μέσο όρο της ρητορικής των σωματείων του ευρύτερου δημόσιου τομέα: συντεχνιακά αιτήματα διαπλέκονται με τη ρητορική καταγγελία της δημοσιονομικής πολιτικής και κυρίως του μνημονίου που αφανίζει τον κλάδο «μας». Η επακριβής παρακολούθηση των συνδικαλιστικών κατακερματισμών, των παραταξιακών αντιπαραθέσεων και ακόμα περισσότερο των διαφορετικών άτυπων δικτύων που λειτουργούν στο εσωτερικό των ποικίλων αστυνομικών σωματείων είναι έργο που προϋποθέτει μέγιστη υπομονή και ταξινομικές αρετές. Αντίθετα, δεν χρειάζεται μεγάλη παρατηρητικότητα για να διακρίνει κανείς ότι πρόκειται για αφυδατωμένους, διεκδικητικούς στα όρια μίας «πολιτικής ορθότητας», μηχανισμούς.
Στον αντίποδα, ένας γαλαξίας ιστοσελίδων, ανεπίσημων χώρων έκφρασης των αστυνομικών υπερβαίνει τα όρια του καθωσπρεπισμού. Νεότεροι αστυνομικοί, συχνά αυτοί που υπηρετούν στις μονάδες κρούσης, πρωτοστατούν στην αναδιήγηση περιστατικών από την καθημερινότητα των συγκρούσεων, υιοθετούν λεκτικά σχήματα της άκρας δεξιάς («οι άπλυτοι»), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζουν εαυτούς ως τους απόλυτους εγγυητές του Νόμου. Υπό την οπτική αυτή, η βία στη διαδήλωση καθαγιάζεται, καθώς πρόκειται για τη μοναδική στιγμή που ο Νόμος μπορεί να εφαρμοστεί. Ένα εικονογραφικό παράδειγμα είναι αρκετό: Οι περίπου 3.000 εγγεγραμμένοι σε μία ανεπίσημη σελίδα φίλων της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ. στο Facebook έχουν την ευκαιρία να δουν τη φωτογραφία ενός πιστολιού με σιγαστήρα. Το πιστόλι εκπροσωπεί την αστυνομία, ενώ ο σιγαστήρας τη δικαιοσύνη –το σχετικό συνοδευτικό σημειώνει «η Αστυνομία προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτερα γίνεται, συλλαμβάνοντας τους Παραβάτες του νόμου, όμως η Ελληνική Δικαιοσύνη έρχεται ως σιγαστήρας να “σβήσει” το έργο της Αστυνομίας, αφήνοντάς τους πάλι Ελεύθερους στους δρόμους να συνεχίσουν αυτό που έκαναν!!». Η εγνωσμένη παρουσία ακροδεξιών θυλάκων στις τάξεις της αστυνομίας δεν αφορά πλέον τα νοσταλγικά απομεινάρια της εποχής του νόμου και της τάξης. Τα «χουντογλέντια» της Θεσσαλονίκης έχουν αντικατασταθεί από μαχητικές τάσεις, που αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση στο πεζοδρόμιο ως κομμάτι ενός πολέμου με ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Στο συνεχές αυτό, οι σχέσεις τμημάτων της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή δεν προκύπτουν από αφηρημένες ιδεολογικές ταυτίσεις, αλλά από την αίσθηση της δράσης και της αντιμετώπισης ενός κοινού «εσωτερικού» εχθρού.
Θα ήταν αφελές να αποδώσει κανείς αποκλειστικά σε αυτές τις τάσεις τη βιαιότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, όπως για παράδειγμα αυτή εκδηλώθηκε στις 28 και στις 29 Ιουνίου. Είναι το επίσημο επιχειρησιακό δόγμα αυτό που υπαγορεύει την αποφασιστική και προμελετημένη κλιμάκωση της σύγκρουσης, ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική θωράκιση των κατασταλτικών μονάδων εδράζεται στον θεσμικό λόγο της επιβολής του Νόμου, της υπεράσπισης της νομιμότητας, της προστασίας εν τέλει της δημοκρατίας. Οι έλληνες αστυνομικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα μη προνομιούχα παιδιά του ελληνικού λαού που παρέχουν στην κοινωνία το προνόμιο της ασφάλειας. Η ασφάλεια αποτελεί δεσπόζουσα έννοια στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των πολιτικών προϊσταμένων της αστυνομίας, όπως άλλωστε φάνηκε από τη μετονομασία του υπουργείου Δημοσίας Τάξης σε υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ανάλογα, το κύριο ερευνητικό κέντρο της Ελληνικής Αστυνομίας ονομάζεται Κέντρο Μελετών Ασφαλείας. Οι ερευνητικές του δραστηριότητες, η διακριτική συνεργασία του με πανεπιστημιακάιδρύματα και η παρουσία μελών Δ.Ε.Π. από τμήματα Πολιτικής Επιστήμης και όχι μόνο στο διοικητικό του συμβούλιο δεν θα μας απασχολήσουν προς το παρόν. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η διάχυση του λόγου περί ασφάλειας μέσα από θεσμικούς και μη δρόμους και η σύνδεση αυτού με το αίτημα της ασφάλειας του πολιτεύματος. Το μηνιαίο περιοδικό Ασφάλεια και Προστασία (υπότιτλος: «οδηγός για προσωπική και οικογενειακή προστασία») συνιστά το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα του ομίλου Compupress Α.Ε. που φιλοδοξώντας να καλύψει την «ανάγκη πληροφόρησης του σημερινού έλληνα πολίτη», παρακολουθεί την παρουσία της αστυνομίας στην καθημερινότητα. Με επιμελημένη εμφάνιση, επαγγελματίες συνεργάτες και άφθονες διαφημίσεις το περιοδικό διαφοροποιείται από τα αφυδατωμένα θεσμικά περιοδικά, όπως η Αστυνομική Ανασκόπηση του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και από τα φορτισμένα έντυπα του ευρύτερου πατριωτικού χώρου που απευθύνονται στους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Το αστυνομικό ρεπορτάζ, η αποδελτίωση της εγκληματικότητας, η παρουσίαση όπλων, προϊόντων ασφαλείας και τεχνικών αυτοάμυνας συνιστά τη μία όψη της ύλη του. Η άλλη συνίσταται στο ρεπορτάζ, όπου οι κύριες θεματικές κινούνται γύρω από τη δράση της αστυνομίας και τις εξελίξεις στα «γκέτο» της Αθήνας εκεί «που μετά τη δύση του ηλίου οι δρόμοι αδειάζουν» εξαιτίας των «λαθρομεταναστών» και των «επικίνδυνων παράνομων» και οι κάτοικοι οργανώνονται σε «επιτροπές κατοίκων».
Στις σελίδες του Ασφάλεια και Προστασία οι συνεντεύξεις των εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας αποσκοπούν στην παρουσίαση του έργου της και στην εμπέδωση του νέου τύπου σχέσεων αυτής με την κοινωνία. Η συστηματική εξύμνηση της αστυνομίας παραπέμπει στις παραδόσεις οργανώσεων όπως ο «Όμιλος Φίλων της Ελληνικής Αστυνομίας» –που πλέον έχει εκσυγχρονιστεί σε ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Φίλων της Αστυνομίας με έδρα την Αθήνα. «Συμπαραστάτης μας η κοινωνία» είναι ο τίτλος της συνέντευξης του Αθανάσιου Κοκκαλάκη, εκπρόσωπου τύπου της ΕΛ.ΑΣ., στο τρίτο τεύχος, ενώ το κύριο θέμα του δεύτερου παρουσιάζει την ομάδα ΔΙ.ΑΣ., τον «σύγχρονο “Ιερό Λόχο”». Το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής της αστυνομίας είναι κύριο μέλημα στη διάρθρωση των συνεντεύξεων, ιδίως σε αυτήν με τον επικεφαλής της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., ταξίαρχο Γιώργο Σταύρακα. Στο όνομα αυτής άλλωστε υπογραμμίζεται η διαφορά με ένα –ακαθόριστο– παρελθόν, όταν η αστυνομία λειτουργούσε απωθητικά, με αποτέλεσμα ο συνταξιούχος «να κάνει μάθημα στα εγγόνια του και να τους λέει “αυτός ο αστυνομικός [του σήμερα] δεν είναι αυτός που γνώρισα εγώ δεκαετίες πριν”».
Η επισήμανση της διαφοράς του «σήμερα» με «δεκαετίες πριν» είναι ένα διαρκές μοτίβο, παρόν στις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις που αναφέρονται στο θέμα της κοινωνικής ανυπακοής, στο λόγο των θεσμικών εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας, στις δημοσιογραφικές παραινέσεις προς την ελληνική κοινωνία να υπερβεί την καχυποψία απέναντι στους κατεξοχήν εκπροσώπους της ελληνικής πολιτείας. Κάποτε οι πολίτες είχαν λόγο να δυσπιστούν και να αντιμετωπίζουν φοβικά την αστυνομία, σήμερα ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος καθιστά αυτές τις συμπεριφορές αναχρονιστικές, εφόσον η αστυνομία βρίσκεται στο πλευρό του πολίτη. Η θεσμική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, μία πρόνοια που αφορούσε τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας στο «χτες» και πλέον έχει καταστεί άνευ ουσίας, συνιστά προσφιλές και γνώριμο παράδειγμα για το πώς αρθρώνεται αυτή η συλλογιστική.
Παρά την προσπάθεια αντιδιαστολής του δημοκρατικού «σήμερα» με το «χτες», η διαπίστωση «σήμερον, κανένα κόμμα πολιτικόν δεν θέλει την Χωροφυλακήν δούλην των ισχυρών και διώκτιν των αδυνάτων» και η διαβεβαίωση ότι «εσείς οι αστυνομικοί με το αδελφόν σας Σώμα της Χωροφυλακής είσθε οι φρουροί της ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» συνιστούν –με τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς– τα θεμέλια της νομιμοποιητικής ιδεολογίας για τη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών.
[3] Η εποχή της κρίσης και η κοινωνική πόλωση που τη συνοδεύει είναι αυτή που θα καθορίσει το περιεχόμενο των κατασταλτικών πολιτικών, αλλά και τις νέες διαχωριστικές γραμμές, όταν οι ακαθόριστοι εχθροί της σταθερότητας του πολιτεύματος, της «ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» θα αποκτήσουν όνομα.
1. Ε. Καλαντζής (υφυπουργός Εσωτερικών) στην κοινοβουλευτική συζήτηση 2.12.195 8, όπως παρατίθεται στο Οι φίλοι και οι εχθροί της Δημοκρατίας, αποκαλυπτικαί συζητήσεις εις την Βουλήν, Αθήνα, 1959 , σ. 5.
2. Γιώργος Παπακωνσταντής, Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας, Π.Ο.ΑΣ.Υ., Μάρτιος, 2011, σ. 20.
3. Πανελλήνια Ένωσις Συνταξιούχων και Αποστράτων Οπλιτών Χωροφυλακής, Χωροφυλακή και Τ.Α.Ο.Χ. [Ταμείο Αλληλοβοήθειας Οπλιτών Χωροφυλακής], Αθήνα 1955 (;), σ. 13. Λόγος του Ιωάννη Μεταξά εις το Σώμα των αστυνομικών Αθηνών και Πειραιώς, 27.5.193 7, όπως παρατίθεται
στο Τέσσερα χρόνια διακυβερνήσεως Ιωάννου Μεταξά, τόμ. Δ’: Στρατός, Ναυτικόν, Αεροπορία, Τουρισμός-Ραδιοφωνία-Τύπος-Διαφώτισις, Ιδεολογικόν Περιεχόμενον Εθνικού Κράτους, Αθήνα 1940, σ. 244 .
περ. λεύγα, τ.3 (Σεπτέμβριος 2011), 20-25